ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ 
Και τί γυρεύεις από μένα; Να σου δώσω, μήπως, 
τη λευτεριά σου; Δύσκολο δεν είναι; 
ΕΚΑΒΗ 
Όχι αυτό. Τους κακούς να τιμωρήσω 
κι ας μείνω σκλάβα για όλη μου τη ζήση. 
ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ 
Και σε τί θα μπορούσα να βοηθήσω; 
ΕΚΑΒΗ 
Τίποτα απ᾽ όσα φαντάζεσαι, άρχοντά μου. Βλέπεις 
760τον νεκρό τούτο που με δάκρυα βρέχω; 
ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ 
Τον βλέπω. Μα πού θες να φτάσεις, δεν το ξέρω. 
ΕΚΑΒΗ 
Εγώ τον γέννησα· τον κράτησα στα σπλάχνα μου. 
ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ 
Και ποιός από τους γιους σου είναι, βαριόμοιρη; 
ΕΚΑΒΗ 
Όχι από κείνους που σκοτώθηκαν στην Τροία. 
ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ 
Ώστε, κυρά μου, κι άλλον είχες αποχτήσει; 
ΕΚΑΒΗ 
Ανώφελα, όπως φαίνεται. Είν᾽ αυτός που βλέπεις. 
ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ 
Και πού βρισκότανε σαν έπεσεν η πόλη; 
ΕΚΑΒΗ 
Τονε φευγάτισε ο πατέρας του, μη σκοτωθεί. 
ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ 
Και πού τον έστειλε από τ᾽ άλλα του τ᾽ αδέρφια χώρια; 
ΕΚΑΒΗ 
770Στον τόπο τούτο, όπου τον βρήκαμε νεκρό. 
ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ 
Στον Πολυμήστορα, που είναι του τόπου βασιλιάς; 
ΕΚΑΒΗ 
Εδώ τον έστειλε, για να φυλάει πικρό χρυσάφι. 
ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ 
Και με ποιόν τρόπο πέθανε, ποιός ο φονιάς του; 
ΕΚΑΒΗ 
Ποιός άλλος; Ο Θρακιώτης φίλος τον αφάνισε. 
ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ 
Ω άμοιρη! Για ν᾽ αρπάξει το χρυσάφι; 
ΕΚΑΒΗ 
Ναι, μόλις έμαθε τη συμφορά των Τρώων. 
ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ 
Και πού τον βρήκες; Ποιός σ᾽ τον έφερε νεκρό; 
ΕΚΑΒΗ (Δείχνοντας τη βάγια.) 
Τούτη εδώ· τον εβρήκε στο ακρογιάλι. 
ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ 
Ετούτον γύρευε; Ή τριγύριζε γι᾽ άλλη δουλειά; 
ΕΚΑΒΗ 
Πήγε να φέρει από τη θάλασσα νερό 
780για να λούσω το λείψανο της Πολυξένης. 
ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ 
Ο φίλος, καθώς φαίνεται, τον σκότωσε 
κι έπειτα τον επέταξε. 
ΕΚΑΒΗ 
Για να πλανιέται 
στα κύματα της θάλασσας, έτσι σφαγμένος. 
ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ 
Ω δόλια εσύ με τους αμέτρητους πόνους. 
ΕΚΑΒΗ 
Πόνος δεν μένει που να μην τον δοκίμασα. 
Είμαι χαμένη, Αγαμέμνονα. 
ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ 
Να υπάρχει, τάχα, 
άλλη γυναίκα τόσο δύστυχη καθώς εσύ; 
  |