| Ανοίγει η πόρτα και βγαίνει μια παρακόρη της Περσεφόνης· αποτείνεται στον Ξανθία που τον παίρνει για τον Ηρακλή.
 Η ΠΑΡΑΚΟΡΗ
 Αγαπητέ Ηρακλή! Μας ήρθες; Έμπα.
 Η θεά μας, μόλις τ᾽ άκουσε, ζυμώνει
 ψωμιά, βάζει να βράσουν δυο τρεις χύτρες
 όσπρια καλά κοπανισμένα, φάβα,
 στη θράκα βόδι ολόκληρο, και φτιάνει
 δίπλες και τηγανίτες. Έλα μέσα.
 ΞΑΝ., δισταχτικά.
 Ευχαριστώ. ΠΑΡ. Δε θα σ᾽ αφήσω, α όχι,
 510να φύγεις. Βράζει κότες, και σου φρύγει
 στραγάλια, και γλυκό κρασί ετοιμάζει.
 Έλα μαζί μου. ΞΑΝ. Ευχαριστώ. ΠΑΡ. Μπα! Αστείο.
 Δε θα σ᾽ αφήσω. Μέσα είναι για σένα
 και μια αυλητρίδα, μούρλια, και χορεύτρες
 δυο ή τρεις… ΞΑΝ. Χορεύτρες είπες; ΠΑΡ. Ναι, μικρούλες,
 φρεσκοαποτριχωμένες. Έλα μέσα.
 Ο μάγερας τα ψάρια ετοιμαζόταν
 να βγάλει απ᾽ τη φωτιά· τραπέζι στρώναν.
 ΞΑΝ. Ωραία· πες στις χορεύτρες πρώτ᾽ απ᾽ όλα,
 520σ᾽ αυτές που λες, πως θά ᾽ρθω αμέσως ο ίδιος.
 Στο Διόνυσο, και ενώ η παρακόρη ξαναμπαίνει στο σπίτι.
 Έλα μαζί, μικρέ· και με το δέμα.
 ΔΙΟ. Βρε συ, σταμάτα. Σ᾽ έντυσα στ᾽ αστεία
 σαν Ηρακλή· για σοβαρό το πήρες;
 Μην κάνεις το χαζό, μωρέ Ξανθία·
 τα στρώματα στον ώμο, και περπάτα.
 ΞΑΝ. Πώς; Τί; Σχεδιάζεις να μου πάρεις πίσω
 πράμα που ο ίδιος μου ᾽δωσες; ΔΙΟ. Κι αμέσως.
 Για φέρε τη λεοντή. ΞΑΝ. Μάρτυρες βάζω·
 κριτές οι θεοί. ΔΙΟ. Ποιοί θεοί; Τι κουταμάρα,
 530εσύ, ο θνητός, ο δούλος, να πιστέψεις
 πως γιος μπορείς να γίνεις της Αλκμήνης!
 ΞΑΝ. Ωραία· να, παρ᾽ τα· μα, αν ο θεός θελήσει,
 κάποτε την ανάγκη μου ίσως λάβεις.
 Δίνει τη λεοντή και το ρόπαλο και ξαναπαίρνει τον μπόγο.
 
 |