ΠΡΟΛΟΓΟΣ Σκηνικό: Το ναυτικό στρατόπεδο των Ελλήνων, όπου ξεχωρίζει η σκηνή του Αγαμέμνονα. Στο βάθος, τα καπνίζοντα ερείπια της Τροίας. Χαράματα.
ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ ΤΟΥ ΠΟΛΥΔΩΡΟΥ
Έρχομαι από τον Κάτω Κόσμο κι απ᾽ τις πύλες
του σκοταδιού, εκεί που ο Πλούτωνας έχει
την κατοικιά του από τους άλλους θεούς χωριστά,
εγώ ο Πολύδωρος, ο γιος του Πριάμου
και της Εκάβης, θυγατέρας του Κισσέα.
Όταν η Τροία ήρθε σε κίνδυνο να πέσει
κάτω από το ελληνικό κοντάρι, τότε
φοβήθηκε ο πατέρας και κρυφά με στέλνει
από την τρωαδίτικη γη μακριά,
σε φίλο του Θρακιώτη, τον Πολυμήστορα,
αυτόν που σπέρνει της Χερσόνησου τον πιο
καρπερό κάμπο
και διαφεντεύει δαμαστές αλόγων.
10Μαζί μου κρυφοστέλνει περισσό χρυσάφι
ο πατέρας, μη λείψει απ᾽ τα παιδιά του
το βιος αν ίσως πέφτανε του Ιλίου τα κάστρα.
Ήμουν το στερνοπαίδι του Πριάμου και γι᾽ αυτό
με φευγάτισε, μήτε αρματωσιές
να κρατήσω δυνόμουν, ούτε και σπαθί
στο παιδικό μου χέρι. Κι όσο στέκανε
όρθια τα τείχη κι ήτανε της Τροίας
οι πύργοι αράγιστοι και του αδερφού μου του Έκτορα
εδούλευε καλά το κοντάρι,
περίκαλα κι εγώ μεγάλωνα, βλαστάρι δύσμοιρο,
20στο σπίτι του Θρακιώτη φίλου του πατέρα.
Μα όταν εχάθηκε κι η Τροία κι ο Έκτορας
κι όταν ξεθεμελιώθηκε το πατρικό μου,
κι ο ίδιος ο γονιός μου στον θεόχτιστο
βωμό μπροστά όταν έπεσε σφαγμένος
απ᾽ τον ανόσιο γιο του Αχιλλέα,
αυτός ο φίλος του πατέρα με σκοτώνει
κι εμένανε τον δόλιο, για ν᾽ αρπάξει
το εμπιστευμένο το χρυσάφι και στην κυματούσα
τη θάλασσα νεκρό με ρίχνει.
Κείτομαι στην ακρογιαλιά κι άλλοτε πάλι
παραδέρνω στο πέλαγο, φερμένος
από της τρικυμιάς τους πολλούς δρόμους,
30άκλαυτος, άθαφτος. Και τώρα,
έρημο αφήνοντας το σώμα, πεταρίζω
πάνω από τη γλυκιά μητέρα, την Εκάβη,
αγεροκρέμαστος τρία σωστά μερονύχτια
αφότου η δύστυχη, σερμένη από την Τροία,
κονεύει στης Χερσόνησος τα μέρη.
Εδώ, στ᾽ ακροπερίγιαλα της Θράκης
οι Αχαιοί έχουν δέσει τα καράβια
και κάθονται άπραγοι· γιατί ο γιος του Πηλέα,
ο Αχιλλέας,
πρόβαλε πάνω από τον τάφο του και των Ελλήνων
ολόκληρο το στράτευμα σταμάτησε
καθώς ετοιμαζόταν να σηκώσει
πανιά για την πατρίδα· και γυρεύει
40την Πολυξένη, τη δική μου αδερφή,
σφαχτάρι για τον τάφο του να λάβει,
δώρο ακριβό· και θα το κατορθώσει· πάντα
οι φίλοι τον φροντίζανε. Κι η μοίρα
έτσι το θέλησε, τη μέρα τούτη,
να πεθάνει η αδερφή μου· κι η μάνα,
δυο παιδιών της τα λείψανα θα δει,
και το δικό μου και της δύσμοιρης κόρης.
Γιατί, στην αναρρούσα του γιαλού,
μπροστά στα πόδια μιας σκλάβας θα φανερωθώ,
για ν᾽ αξιωθώ της ταφής τα πρεπούμενα.
Γύρεψα απ᾽ τους θεούς του Κάτω Κόσμου
50τάφο να βρω και να πέσω στα χέρια
της μάνας μου· κι ό,τι ποθούσα
θα γίνει· όμως θα πρέπει να παραμερίσω
από τον δρόμο της γερόντισσας Εκάβης,
που περνάει τώρα κάτω απ᾽ την ποδιά
της σκηνής του Αγαμέμνονα, σκιαγμένη
από το φάντασμά μου. Ω αλίμονο,
μάνα μου εσύ,
που ήταν της μοίρας σου να δεις,
ύστερ᾽ απ᾽ τα βασιλικά παλάτια,
μέρες σκλαβιάς, πόσο άθλια ζεις,
όσο ευτυχούσες άλλοτε.
Κάποιος θεός σε αφανίζει,
την περασμένη σου ευτυχία αντιζυγιάζοντας
με τωρινές συμφορές.
|