Ραψωδία ΣὉπλοποιία.
Ενώ εκείνοι εμάχονταν ακράτητοι σαν φλόγα
μηνυτής ήλθ᾽ ο Αντίλοχος στον θείον Αχιλλέα.
Τον ήβρ᾽ εκεί κατέμπροσθεν στα ορθόπρυμνα καράβια,
που ό,τι είχεν ήδη τελειωθεί στον νουν του μελετούσε
5κι έλεγε με παράπονο στην ανδρικήν ψυχήν του:
«Οϊμένα, πώς οι Αχαιοί στην πεδιάδα πάλιν
κλονίζονται και την φυγήν επήραν προς τα πλοία,
φοβούμαι μην οι αθάνατοι μου κάμουν ν᾽ αληθεύσει
πόνος πικρός που κάποτε μου πρόλεγε η μητέρα,
10πως ζώντας μου ο καλύτερος των Μυρμιδόνων άνδρας
από των Τρώων την ορμήν του ηλιού το φως θ΄ αφήσει.
Πέθανεν αχ! ο ανδράγαθος υιός του Μενοιτίου,
κακός! και του παράγγελνα να γύρει ευθύς οπίσω,
άμα εμποδίσει τους εχθρούς να κάψουν τα καράβια
15και του ανδροφόνου Έκτορος την λόγχην ν᾽ αποφύγει».
Μέσα εις αυτούς τους λογισμούς, εμπρός του εφανερώθη
ο Αντίλοχος και του ᾽λεγε με δάκρυα πυρωμένα:
«Μήνυμα, οϊμένα, θλιβερό θα μάθεις, Αχιλλέα,
ποτέ να μ᾽ είχεν ακουσθεί· κείται ο Μενοιτιάδης
20ο Πάτροκλος, και πολεμούν εις το νεκρόν του σώμα
γυμνό, κι επήρε τ᾽ άρματα ο λοφοσείστης Έκτωρ».
Εκείνον τότ᾽ εσκέπασε η σκοτεινιά του πόνου
και αθάλην πήρε κι έχυσε και με τα δυο του χέρια
στην κεφαλήν και ασχήμισε το πρόσωπο τ᾽ ωραίο.
25Και η μαύρη στάκτη εκάθιζε στον άφθαρτον χιτώνα.
Κι εκείτονταν φαρδύς πλατύς στο χώμα ξαπλωμένος
και με τα χέρια ασχήμιζε ξεσπώντας τα μαλλιά του.
Και οι δούλες, που ήσαν λάφυρα αυτού και του Πατρόκλου,
με θλιβερό ξεφωνητό κει έξω επεταχθήκαν
30και ολόγυρά του κλαίοντας ολιγοψυχισμένες
όλες εστηθοδέρνονταν· ο Αντίλοχος κι εκείνος
οδύρετο τα χέρια κρατώντας του Αχιλλέως
φοβούμενος με σίδερο μη κόψει τον λαιμόν του.
Καθώς εβαρυστέναζεν η ανδράγαθη ψυχή του
35και εβογγούσε τρομερά τον άκουσε η μητέρα
στα βάθη όπ᾽ έστεκε σιμά στον γέρον της γονέα,
και πόνου έβγαλε βοήν κι ευθύς ήλθαν σιμά της
όσες οικούν στης θάλασσας τα βάθη Νηρηίδες
οι θεές όλες, Θάλεια, Ωρείθυια, Κυμοδόκη,
40Νησαία, Γλαύκη, Ίαιρα, μεγαλομάτ᾽ Αλία,
Ακταία και Λιμνώρεια, Μελίτη, Κυμοθόη,
Πρωτώ και Θόη και Αγαυή, Δωρίς και Δυναμένη,
Κλυμένη, Καλλιάνειρα, Ιάνασσ΄, Αμφιθόη,
Φέρουσα, Καλλιάνασσα, Δωτώ και Αμφινόμη,
45Αμάθεια καλοπλέξουδη, Σπειώ και Δεξαμένη
και Νημερτής και Αψευδής και Μαίρα και Πανόπη,
Γαλάτεια πολυένδοξη κι Ιάνειρα κι οι άλλες
όσες στα βάθη εβρίσκονταν ακόμη Νηρηίδες.
Ήλθαν και τ᾽ άντρο εγέμισε το αργυροφωτισμένο·
50στηθοκοπιούνταν κι έκανεν αρχήν του θρήνου η Θέτις:
«Ω αδελφές μου, ακούσετε, καλές μου Νηρηίδες,
να μάθετε τες πίκριες που τρέφω στην ψυχήν μου.
Ω άμοιρη, ω κακότυχη γεννήτρα ενός ανδρείου·
υιόν γενναίον δυνατόν και των ηρώων πρώτον
55εγέννησα, και, ωσάν φυτό που ανδρώνεται στον κήπον,
αφού τον γλυκοανάστησα, τον έστειλα εις την Τροίαν
μες στα κυρτά καράβια του εκεί να πολεμήσει·
αλλά δεν θέλει γύρει αυτός στα γονικά του πλέον
η αγκάλη μου να τον δεχθεί στο σπίτι του Πηλέως.
60Και όσο μου ζει και του ηλιού το φως ακόμη βλέπει
θλίβεται και δεν δύναμαι να γίνω βοηθός του.
Τώρα σηκώνομαι να ιδώ το αγαπητό παιδί μου
να μάθω από το στόμα του ποια θλίψις τον εβρήκε
εκεί που από την ταραχήν απέχει του πολέμου».
|