Μ᾽ άγριο βλέμμα ο πολύβουλος του απάντησε Οδυσσέας:
«Ατρείδη, από τα χείλη σου ποίος εβγήκε λόγος;
Άθλιε, σ᾽ άλλον άτιμον στρατόν σου᾽΄πρεπε να ᾽σαι
85ο αρχηγός, όχι σ᾽ εμάς, που ο Ζευς από τα νιάτα
ως εις το γήρας έδωκε μ᾽ ανδρειά ν᾽ αγωνισθούμε
ως εις την ύστερην πνοήν τρομακτικούς πολέμους.
Την πόλιν την πλατύδρομην των Τρώων θε ν᾽ αφήσεις,
που εξ αφορμής της φοβερούς εκάμαμεν αγώνες;
90Σίγα, μη και άλλος Αχαιός ακούσει αυτόν τον λόγον,
που άνθρωπος δε θα ᾽βγανε ποτέ του από τα χείλη,
οπού να έχει νουν ορθόν και μέτρον σ᾽ ό,τι λέγει
και σκηπτροφόρος μάλιστα, που να ᾽χ᾽ υποταγμένους
τόσους λαούς, όσους και συ δεσπόζεις τώρ᾽ Αργείους·
95και τώρ᾽ απ᾽ ό,τι επρόφερες τον νουν σου κατακρίνω,
που, ενώ κρατεί ο πόλεμος, μας λέγεις τα καράβια
στην θάλασσαν να σύρουμε, για να ᾽λθουν εις τους Τρώας,
τα πράγματα, ως τα εύχονται, αν και νικούν αράδα,
κι εμάς να πάρει αφανισμός· ότ᾽ οι Αχαιοί την μάχην
100δεν θα κρατήσουν, άμα ιδούν να σύρονται τα πλοία,
αλλά τα μάτια γύρωθεν θα στρέφουν δειλιασμένοι·
και ιδού πώς βλάβην, αρχηγέ, θα φέρ᾽ η συμβουλή σου».
Και προς αυτόν απάντησεν ο μέγας Αγαμέμνων:
«Με ονειδισμόν μ᾽ επλήγωσες πικρόν εις την ψυχήν μου,
105Λαερτιάδη, αλλ᾽ εγώ δεν είπ᾽ αν δεν το θέλουν,
οι Αχαιοί, στην θάλασσαν να σύρουν τα καράβια.
Και τώρ᾽ ας έβγει άλλος κανείς, ή γέροντας ή νέος,
γνώμην να ειπεί καλύτερην και θα μ᾽ ευχαριστήσει».
«Χωρίς να τον ζητείτε αλλού», τότε ο Τυδείδης είπε,
110«κοντά σας είναι ο άνθρωπος, εάν στέργετε την γνώμην
ν᾽ ακούσετε και αν δεν γεννά σ᾽ εσάς χολήν και πείσμα,
που απ᾽ όλους σας νεότατος στην ηλικίαν είμαι.
Αλλ᾽ είχα ένδοξον κι εγώ πατέρα, τον Τυδέα,
που τώρα χώμα σηκωτό στες Θήβες τον σκεπάζει.
115Ότι ο Πορθεύς ασύγκριτα γέννησε αγόρια τρία,
στην Καλυδώνα την ψηλήν και στην Πλευρώνα εζούσαν,
Άγριος, Μέλας και Οινεύς, πατέρας του πατρός μου,
ιππόδαμος, που στην ανδρειά τους αδελφούς περνούσε.
Και τούτος έμεινεν αυτού, και στ᾽ Άργος ο γονιός μου
120εστάθη, αφού παράδειρεν, ως ήθελεν ο Δίας.
Του Αδράστου γαμβρός έγινε και σπίτι εκατοικούσε
γεμάτο βιό, κι είχε πολλά χωράφια σιτοφόρα
με πολλά δένδρα ολόγυρα, και πρόβατα είχε πλήθος
κι ήταν από τους Αχαιούς εις το κοντάρι ο πρώτος.
125Και τούτ᾽, αν είναι αληθινά θενά τ᾽ ακούσετ᾽ όλοι.
Και αφού αχρείος και άνανδρος δεν είμαι γεννημένος,
δεν πρέπει ν᾽ αψηφήσετε τον λόγον μου, αν αξίζει.
Ας πάμ᾽ εμείς στον πόλεμον με όλες τες πληγές μας·
το θέλ᾽ η ανάγκη, αλλά μακράν θα μένομ᾽ απ᾽ τα βέλη
130μη πάρει κάποιος από μας πληγήν εις την πληγήν του.
Τους άλλους θα κινήσουμεν εμείς αυτούς που ως τώρα
στέκονται να ξαραθυμούν μακράν από την μάχην».
Σ᾽ όλους ο λόγος άρεσε κι ευθύς εξεκινήσαν
κι εκείνων προπορεύονταν ο βασιλεύς Ατρείδης.
135Από μακράν τους νόησεν ο μέγας κοσμοσείστης·
κατόπι επήγε με μορφήν ανθρώπου γηραλέου,
το δεξί χέρι έπιασε του Ατρείδη βασιλέως
κι εκείνον επροσφώνησεν: «Ατρείδη, αλήθεια τώρα
στην διεστραμμένην του ψυχήν ευφραίνεται ο Πηλείδης
140των Αχαιών το σφάξιμο και την φυγήν να βλέπει,
ότι δεν έχει νουν ποσώς, αλλ᾽ όπως είναι ας πέσει
στον όλεθρον κι ένας θεός να τον εξουθενώσει
και σένα οι μάκαρες θεοί δεν σε μισούν και τόσο,
και γρήγορα, θαρρώ, θα ιδείς τους αρχηγούς των Τρώων
145σκόνην πολλήν εις την πλατιά πεδιάδα να σηκώνουν
απ᾽ τα καράβια φεύγοντας στην πόλιν να προφθάσουν».
Είπε κι εκραύγασε σφοδρώς κι εχύθη στην πεδιάδα.
Και όσην ομού σέρνουν βοήν δέκα χιλιάδες άνδρες
οπόταν πέφτουν μανικά στην έριδα του Άρη,
150τόσην από τα στήθη του φωνήν ο κοσμοσείστης
έσυρε και στους Αχαιούς πολλήν ανάφτει ανδρείαν
να πολεμούν, να μάχονται και παύσιν να μη θέλουν.
|