Και ο Πρίαμος, ο Πάνθοος, ο Λάμπος, ο Θυμοίτης,
ο Ικετάων, βλάστημα του Άρη, και ο Κλυτίος,
και δύο φρονιμότατοι Αντήνωρ και Ουκαλέγων,
όλοι των Τρώων αρχηγοί και σύμβουλοι εκαθόνταν
150στον πύργον των Σκαιών Πυλών, που γέροντες ως ήσαν
είχαν αφήσει τ᾽ άρματα, αλλ᾽ ήσαν δημηγόροι
εξαίρετοι και ομοίαζαν τους τσίτσικες που χύνουν
από το πυκνό φύλλωμα την ιλαρή λαλιά τους.
Κι άμ᾽ είδαν, ως εσίμωνε στον πύργον την Ελένην,
155συνομιλούσαν σιγανά με λόγια πτερωμένα:
«Κρίμα δεν έχουν οι Αχαιοί, δεν έχουν κρίμα οι Τρώες
χάριν ομοίας γυναικός τόσον καιρόν να πάσχουν·
τωόντι ομοιάζει ωσάν θεάς η τρομερή θωριά της·
αλλά και ως είναι ασύγκριτη καλύτερα να φύγει
160παρά να μείνει συμφορά σ᾽ εμάς και στα παιδιά μας».
Και ο Πρίαμος εκάλεσε σιμά του την Ελένην:
«Προχώρησε, παιδί μου, εδώ κοντά μου να καθίσεις
τον πρώτον άνδρα σου να ιδείς, τους συγγενείς και φίλους·
συ δεν μου πταίεις, οι θεοί μου πταίουν, οπού εκείνοι
165μ᾽ έριξαν στον πολύθρηνον των Αχαιών αγώνα·
κι εκείνον τον θεόρατον να μου ονομάσεις άνδρα
που ανάμεσα των Αχαιών τόσο λαμπρά φαντάζει.
Αλήθεια, στο ανάστημα τον υπερβαίνουν κι άλλοι,
αλλ᾽ άνδρα ως αυτόν καλόν και σεβαστόν δεν είδα
170εις την ζωήν μου· φαίνεται τωόντι βασιλέας».
Και προς αυτόν απάντησεν η Ελένη γυνή θεία:
«Σέβας και φόβον, ω γλυκέ, σου έχω, πενθερέ μου·
κάλλιο να είχα σκοτωθεί, παρά να φύγ᾽, οϊμένα,
με τον υιόν σου, αφήνοντας τον θάλαμον, τους φίλους,
175τες τρυφερές μου ομήλικες, την μόνην θυγατέρα·
αλλ᾽ έζησα· να φθείρεται στα κλάιματα η ζωή μου.
Αλλά σ᾽ αυτό που μ᾽ ερωτάς εγώ θα σου απαντήσω.
Εκείνος είναι ο κραταιός Ατρείδης Αγαμέμνων,
συνάμα βασιλιάς καλός και ανδρείος πολεμάρχος
180και ανδράδελφον, έναν καιρόν, εγώ τον είχα η σκύλα»!
Και ο γέρος το εθαύμασε και είπε: «Ευτυχισμένε
Ατρείδη, θεαγάπητε, καλόμοιρε, τωόντι
σου πρέπει τόσων Αχαιών εσύ να βασιλεύεις·
και στης Φρυγίας μια φορά τ᾽ αμπελοφόρα μέρη
185επήγα κι είδα πληθυσμόν Φρυγών των ιππομάχων,
που τότ᾽ εστρατοπέδευαν στες όχθες του Σαγγάρου,
του θείου Μύγδονος λαοί συνάμα και του Οτρέως,
ότι βοηθός τους έφθασα κι εγώ να πολεμήσω,
όταν αυτοί τες ίσανδρες κτυπούσαν Αμαζόνες·
190αλλ᾽ ήσαν ολιγότεροι των Αχαιών εκείνοι».
Είδε κατόπι ο Πρίαμος τον Οδυσσέα κι είπε:
«Παιδί μου, τώρα λέγε μου ποιος είναι πάλι εκείνος·
του Ατρείδη Αγαμέμνονος στ᾽ ανάστημα δεν φθάνει,
αλλ᾽ έχει αυτός πλατύτερα τα στήθη και τους ώμους.
195Άφησε κάτω τ᾽ άρματα στην γην τη πολυθρέπτραν,
και μόνος περιφέρεται στες τάξεις των ανδρείων·
τον παρομοιάζω με τρανό δασύμαλλο κριάρι,
οπού διαβαίνει απέραντην κοπήν λευκών προβάτων».
Η Ελένη κόρη του Διός σ᾽ εκείνον απαντούσε:
200«Αυτός είναι ο πολύβουλος Λαερτιάδης Οδυσσέας
οπού ανετράφη στο νησί της πετρωτής Ιθάκης
και πολλούς δόλους και άπειρα σοφίσματα γνωρίζει».
Και προς αυτήν απάντησεν ο συνετός Αντήνωρ:
«Λόγον τωόντι αληθινόν, ω δέσποινα, μας είπες·
205γιατ᾽ ήλθ᾽ εκείνος άλλοτε για σέν᾽ αποσταλμένος
εδώ με τον Μενέλαον και φιλικά στο σπίτι
τους δέχθηκα κι εγνώρισα την πλάση και των δύο
και την μεγάλην σύνεσιν· αλλ᾽ όταν εσταθήκαν
των Τρώων εις την σύνοδον ο Ατρείδης τον περνούσε
210με τους μεγάλους ώμους του και ότ᾽ ήσαν καθισμένοι
εφάνη σεβαστότερος ο θείος Οδυσσέας·
αλλ᾽ όταν λόγους συνετούς να ειπούν στα πλήθη αρχίσαν,
γοργότατα ο Μενέλαος και σύντομα ομιλούσε,
αλλά κοφτά, γλυκά πολύ, χωρίς στιγμήν να φύγει
215απ᾽ τον σκοπόν, νεότερος αν κι ήταν του Οδυσσέα·
αλλ᾽ όταν ο πολύβουλος σηκώθηκε Οδυσσέας,
στέκονταν με τα μάτια του στη γη προσηλωμένα,
και μήτ᾽ εμπρός το σκήπτρο του κινούσε μήτ᾽ οπίσω
και το βαστούσε ασάλευτο σαν πράξει να μην είχε,
220θα ᾽λεγες που ᾽ναι ένας μωρός κι από χολήν γεμάτος.
Αλλ᾽ άμ᾽ από τα στήθη του βγήκε η φωνή η μεγάλη
και ωσάν πυκνές χιονόψιχες οι λόγοι του πετιόνταν,
θνητός δεν ήταν άξιος να μετρηθεί μ᾽ εκείνον·
και τότε δεν μας ξίπασεν η όψις του ωσάν πρώτα».
|