λέξη [word]

λέξη [word]

Η λέξη είναι μια μονάδα του λόγου που αναγνωρίζεται εύκολα από τους φυσικούς ομιλητές στη γλώσσα τους. Ωστόσο, ως επιστημονικό αντικείμενο η λέξη δεν είναι εξίσου εύκολα αναγνωρίσιμη και αναλύσιμη. Αποτελεί αντικείμενο μελέτης της μορφολογίας ως προς την εσωτερική δομή της, της λεξικολογίας ως προς τη σημασία της, αλλά και της λεξικογραφίας ως προς τις πρακτικές πλευρές που αφορούν τη σύνταξη λεξικών. Και η σύνταξη , όμως, μελετά τις λέξεις ως προς τον τρόπο που συντάσσονται σε προτάσεις , αλλά και η φωνολογία μελετά τις φωνολογικές πλευρές της λέξης. Διαπιστώνεται, δηλαδή, ότι η λέξη αποτελεί μια κεντρική μονάδα της γλωσσολογικής ανάλυσης γενικότερα.

Η βαρύτητα της λέξης στη γλώσσα τεκμηριώνεται επιπλέον από το ότι εμφανίζεται νωρίς στην παιδική γλώσσα, πολύ πριν από τις προτάσεις.

Με έναν πολύ γενικό ορισμό, λέξη είναι ένα είδος σημείου που αποτελείται από περιεχόμενο (σημασία) και από μορφή (φωνολογική στον προφορικό λόγο και δευτερογενώς γραπτή στον γραπτό λόγο). Συχνά, για την αναγνώριση της λέξης χρησιμοποιείται και ως κριτήριο το ότι βρίσκεται μεταξύ δύο παύσεων στον προφορικό λόγο και ενίοτε μεταξύ δύο κενών στο γραπτό λόγο.

Οι διαφορετικές οπτικές γωνίες υπό τις οποίες κάθε επιμέρους κλάδος της γλωσσολογίας μελετά τη λέξη απηχούν την πολυπλοκότητα του φαινομένου «λέξη», η οποία, κατά συνέπεια, αποτυπώνεται σε διακρίσεις ορολογίας.

Ανάλογα με το είδος της σημασίας που φέρουν οι λέξεις διακρίνονται σε λεξικές και σε γραμματικές λέξεις. Λεξική (ή πλήρης) λέξη είναι εκείνη που διαθέτει λεξική σημασία και παραπέμπει σε ορισμένο αντικείμενο αναφοράς της εξωγλωσσικής πραγματικότητας, π.χ. παίζω, τραπέζι, όμορφος, ρομαντισμός. Γραμματική (ή λειτουργική ή κενή) λέξη είναι εκείνη που διαθέτει γραμματική, εσωγλωσσική σημασία , π.χ. και, που, αν, σε. Εκτός, βέβαια, από τις αναντίρρητα λεξικές και γραμματικές λέξεις, υπάρχουν και περιπτώσεις ενδιάμεσες, όπως συνήθως οι αντωνυμίες ή τα επιρρήματα, π.χ. οποίος, ποτέ.

Οι λεξικές λέξεις ανήκουν σε ανοιχτές τάξεις που ανανεώνονται εύκολα, ενώ οι γραμματικές λέξεις ανήκουν σε κλειστές τάξεις που ανανεώνονται πολύ πιο δύσκολα.

Τύπος λέξης θεωρείται ο συγκεκριμένος γραμματικός τύπος μιας λέξης, ως συνδυασμός λεξικής και γραμματικής σημασίας, π.χ. το έγραφες είναι ένας τύπος λέξης με λεξική σημασία γραφ- και ατελές ποιόν ενέργειας αφού πρόκειται για ενεστωτικό θέμα και με τη γραμματική σημασία παρελθοντικού χρόνου, β' προσώπου, ενικού αριθμού που δηλώνεται από τα γραμματικά μορφήματα ε-, -ες.

Η ύπαρξη πολλών τύπων λέξεων, ιδιαίτερα για τα κλιτά μέρη του λόγου (π.χ. έγραφες, γραφτώ, γραμμένος κ.λπ. / τραπέζι, τραπέζια, τραπεζιού) οδήγησε τη θεωρία στη διατύπωση της αφηρημένης έννοιας του λεξήματος.

Λέξημα είναι το σύνολο των τύπων μιας λέξης που συνδέονται με μία κοινή λεξική σημασία και μπορούν να διαφοροποιούνται ανάλογα με το γραμματικό περιβάλλον στο οποίο η λέξη εμφανίζεται. Λεξήματα, δηλαδή, είναι οι λέξεις που λημματογραφούνται στα λεξικά, ανεξάρτητα από τον τύπο που κατά σύμβαση η κάθε γλώσσα δίνει ως κεφαλή του λήμματος (π.χ. στα ελληνικά λεξικά τα λεξήματα ρημάτων εμφανίζονται στο α΄ ενικό του ενεστώτα οριστικής της ενεργητικής >φωνής, (φωνή), ενώ σε άλλες γλώσσες εμφανίζονται στο απαρέμφατο). Π.χ. οι τύποι έγραφες, γραφτώ, γραμμένος κ.λπ. ανήκουν στο λέξημα γραφω. Τα λεξήματα δηλώνονται με μικρά κεφαλαία.

Οι λέξεις διακρίνονται σε απλές και μη απλές ανάλογα με το εάν αποτελούνται από ένα ή περισσότερα θέματα . Οι απλές αποτελούνται από ένα θέμα και από τα σχετικά κλιτικά μορφήματα , π.χ. καρέκλ-α. Οι μη απλές διακρίνονται σε σύνθετες και παράγωγες. Οι σύνθετες αποτελούνται από περισσότερα από ένα θέματα και το κλιτικό επίθημα, π.χ. καρεκλ-ο-πόδαρ-ο. Οι παράγωγες αποτελούνται από το θέμα, το παραγωγικό επίθημα και το κλιτικό επίθημα, π.χ. καρεκλ-άκ-ι.

Η συνύπαρξη των διαφορετικών επιπέδων ανάλυσης της γλώσσας είναι ορατή στην περίπτωση της φωνολογικής λέξης, όπου λέξη, φωνολογία και σύνταξη εμφανίζονται αναπόσπαστα δεμένες. Φωνολογική λέξη είναι ο συνδυασμός σε μία ενότητα λεξικών και λειτουργικών (κλιτικών) λέξεων. Η ενότητα αυτή εμφανίζει μια σειρά των λέξεων που καθορίζεται με βάση συντακτικούς κανόνες και χαρακτηρίζεται από ενιαίο τονικό σχήμα, π.χ. μου' το πε, προφέρεται [mutópe].

Η λεξιλογική ανάλυση και η παρεπόμενη λεξικογραφική πρακτική μελετούν και πέρα από το επίπεδο των μεμονωμένων λεξικών μονάδων, το σύνολο των λέξεων μιας γλώσσας σε μια συγκεκριμένη συγχρονική περίοδο, δηλαδή το λεξιλόγιό της. Η μελέτη αυτή είναι τόσο σημασιολογική όσο και ετυμολογική . Απαραίτητη έννοια σε αυτήν την κατεύθυνση είναι εκείνη του βασικού λεξιλογίου. Βασικό λεξιλόγιο είναι οι λέξεις μιας γλώσσας που είναι απαραίτητες για τη βασική επικοινωνία και φτάνουν τις 800 με 1.000.

Η λεξικολογική ανάλυση κάνει αναγκαστικά διακρίσεις: α) στον άξονα του χρόνου γιατί σε μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή στο λεξιλόγιο μιας γλώσσας υπάρχουν λέξεις απαρχαιωμένες (π.χ. ερίτιμος) ή νεολογισμοί που ακολουθούν τους κανόνες παραγωγής των λέξεων αλλά δεν είναι ευρέως γνωστές (π.χ. γιουγκοσλαβοποίηση), β) διακρίσεις ποικιλότητας διαλέκτων , κοινωνιολέκτων και γ) διακρίσεις με βάση την ιστορία της γλώσσας, π.χ. λέξεις λόγιες, λαϊκές, δάνειες κλπ.

Η γλωσσολογική θεωρία χρησιμοποιεί επίσης την έννοια του αφηρημένου λεξικού που αποτυπώνει τη γνώση των φυσικών ομιλητών για τα μορφήματα (θέματα και παραθήματα ) της γλώσσας τους. Στην ψυχογλωσσολογία και τη νευρογλωσσολογία το αφηρημένο λεξικό εμφανίζεται και ως νοητικό λεξικό.

Ως αποτέλεσμα των παραπάνω θεωρητικών επεξεργασιών προκύπτει η διάκριση ανάμεσα στο ενεργητικό και το παθητικό λεξιλόγιο ενός ατόμου. Στο πρώτο ανήκουν οι λέξεις που ένα άτομο κατανοεί και χρησιμοποιεί, ενώ στο δεύτερο ανήκουν οι λέξεις που κατανοεί, χωρίς να τις χρησιμοποιεί. Η διάκριση αυτή έχει ιδιαίτερη χρησιμότητα στη διδασκαλία του λεξιλογίου των ξένων γλωσσών.

Γ. Γιαννουλοπούλου

Πηγές

  • Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Α. 1986. Η νεολογία στην κοινή νεοελληνική. Επετηρίς Φιλοσοφικής Σχολής Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης 65.
  • Bybee, J. L. 1985. Morphology: A Study of the Relation between Meaning and Form. Amsterdam: Benjamins.
  • Carstairs-McCarthy, A. 1992. CurrentMorphology. Λονδίνο: Routledge.
  • Carstairs-McCarthy, A. 2000. Lexeme, word-form, paradigm. Στο Morphology. An International Handbook on Inflection and Word-Formation, επιμ. G. Booij, C. Lehmann & J. Mugdan (σε συνεργασία με W. Kesselheim & St. Skopeteas), 1ος τόμ., 595-607. Βερολίνο: Walter de Gruyter.
  • Matthews, P. H. 1974. Morphology. An Introduction to the Theory of the Word-Structure. Cambridge: Cambridge University Press.
  • Πετρούνιας, Ευ. 2002. Νεοελληνική γραμματική και συγκριτική (αντιπαραθετική) ανάλυση. Θεσσαλονίκη: Ζήτη.
  • Ράλλη, Α. 2005. Μορφολογία. Αθήνα: Πατάκης.