ψυχογλωσσολογία [psycholinguistics]

ψυχογλωσσολογία [psycholinguistics]

H ψυχογλωσσολογία ή ψυχολογία της γλώσσας είναι διεπιστημονικός κλάδος που ανήκει τόσο στη γλωσσολογία όσο και στην ψυχολογία, και διερευνά τη σχέση γλωσσικών και ψυχολογικών φαινομένων. Βασίζεται γι' αυτό τον σκοπό σε ποικίλες εμπειρικές μεθόδους, κυρίως στις πειραματικές τεχνικές της ψυχολογίας (όπως η μέτρηση του χρόνου αντίδρασης όταν ελέγχεται η κατανόηση προτάσεων ) καθώς και στην ανάλυση της φυσικής ομιλίας (όταν μελετώνται φαινόμενα όπως οι παραδρομές και ο παιδικός λόγος). Aπό τη σύγχρονη συγκρότησή του τη δεκαετία του '60 ο κλάδος εστίασε στενότερα την προσοχή του στις νοητικές διεργασίες που καθιστούν δυνατή τη χρήση και τη μάθηση της γλώσσας και πιο πρόσφατα στη σχέση της γλώσσας με τη νόηση (βλ. εισαγωγικά βιβλία όπως Μiller [1981] 1995· Βerko-Gleason & Bernstein Ratner 1993· Harley 1995· Forrester 1996). Περιλαμβάνονται ειδικότερα στα υπό μελέτη φαινόμενα η παραγωγή και κατανόηση της ομιλίας και της γραφής , η ανάπτυξη της προφορικής και γραπτής γλώσσας στο παιδί, η απόκτηση ικανοτήτων γλωσσικής επικοινωνίας στα ζώα, η μάθηση μιας δεύτερης γλώσσας και γενικότερα φαινόμενα διγλωσσίας , παθολογικά φαινόμενα γλωσσικής επικοινωνίας όπως οι αφασίες και οι αναπτυξιακές διαταραχές προφορικού και γραπτού λόγου , τέλος η επίδραση της γλώσσας σε νοητικές διεργασίες όπως η οικοδόμηση εννοιών και η μνήμη. Επί της ουσίας, στο πεδίο αυτό ανήκει και η προβληματική για τη σχέση γλώσσας και ψυχισμού, ζήτημα που έχει λίγο μόνο ψηλαφιστεί κυρίως στην ψυχανάλυση (βλ. Forrester 1980).

Η ψυχογλωσσολογία ιδρύθηκε επίσημα το 1951 σε συνάντηση ψυχολόγων και γλωσσολόγων με σκοπό να διερευνηθεί το πώς θα μπορούσε να συμβάλει στη μελέτη της γλωσσικής επικοινωνίας η πειραματική ψυχολογία και η νεοεμφανισθείσα τότε θεωρία της πληροφορίας. Η γλώσσα είχε πάντως θεωρηθεί κομβικό ψυχολογικό φαινόμενο νωρίτερα από σημαντικά ονόματα της γερμανόφωνης κυρίως παράδοσης στην ψυχολογία όπως ο ιδρυτής της Wundt και αργότερα ο Βühler, ενώ είχε μάλιστα χρησιμοποιηθεί και ο όρος γλωσσοψυχολογία (για την ιστορική συγκρότηση του κλάδου βλ. Blumenthal 1970). Η σύγχρονη όμως προβληματική καθορίστηκε από εξελίξεις στη γλωσσολογία που επέφερε η γενετική θεωρία του Chomsky (1957, 1965).

Στο θεωρητικό αυτό πλαίσιο η γλώσσα εμφανίστηκε ως μηχανισμός που παρέχει τη δυνατότητα να δημιουργηθεί άπειρος αριθμός προτάσεων. Θεωρήθηκε ειδικότερα σύστημα στοιχείων και κανόνων, που μπορεί να περιγραφεί ανεξάρτητα από το νόημα που παράγεται. Καταλυτικό ρόλο στις εξελίξεις της εποχής διαδραμάτισε και η κριτική του Chomsky (1959) στη θεωρία του συμπεριφοριστή ψυχολόγου Skinner (1957) για τη χρήση και μάθηση της γλώσσας. Ο τελευταίος θεώρησε τη γλώσσα ως άθροισμα προτάσεων που συσχετίζονται με καταστάσεις και ανασύρονται την κατάλληλη στιγμή. Υπέθεσε ότι το παιδί μαθαίνει τη γλώσσα αποκτώντας συνήθειες λεκτικής συμπεριφοράς μέσω συσχέτισης ερεθισμάτων (δηλαδή μιας πρότασης και μιας κατάστασης), και στη συνέχεια μέσω ενίσχυσης ή αποτροπής αυτής της συμπεριφοράς εκ μέρους των ενηλίκων. Ο Chomsky αντέκρουσε, πρώτον, ότι η γλώσσα δεν συνιστά συνήθειες συμπεριφοράς αλλά ιδιαίτερα αφηρημένο νοητικό σύστημα, το οποίο επιτρέπει μεταξύ άλλων τη χρήση ποικίλων εκφράσεων σε κάθε περίσταση. Επιπλέον, κατακτάται στο μικρό χρονικό διάστημα των πρώτων χρόνων της ζωής, παρότι το παιδί εκτίθεται σε ανεπαρκή δείγματα προτάσεων, δεν διδάσκεται τη γλώσσα ρητά και κυρίως δεν διορθώνεται ως προς τα λάθη του. Θεώρησε, λοιπόν, λογικά αναγκαίο να υποθέσουμε ειδικά εφόδια του παιδιού γι' αυτό τον σκοπό, συγκεκριμένα έναν έμφυτο πυρήνα του αφηρημένου γλωσσικού κώδικα, τον οποίο ονόμασε Καθολική Γραμματική ή και Βιολογικό Μηχανισμό για την Κατάκτηση της Γλώσσας (Chomsky 1965).

Στην επακόλουθη άνθηση του ενδιαφέροντος για την ανάπτυξη της γλώσσας, οι έρευνες στράφηκαν αρχικά στο να αποδείξουν ότι οι λέξεις και οι προτάσεις των παιδιών δεν προκύπτουν από απομνημόνευση αλλά από την εφαρμογή νοητικών κανόνων. Μάλιστα, λάθη της ομιλίας τους, όπως ήλθαν πολλοί κόσμοι στη γιορτή, είναι σαφές ότι δεν είναι προϊόντα μίμησης αλλά κανόνων γραμματικής κλίσης , που τα παιδιά έχουν εξαγάγει από την ομιλία και χρησιμοποιούν χωρίς εξαίρεση και σε ανώμαλους τύπους. Επήλθε έτσι ισχυρό πλήγμα στη συμπεριφοριστική προσέγγιση της γλώσσας. Το ενδιαφέρον μετατοπίστηκε σύντομα στο τί τύπου γλωσσικές γνώσεις (κυρίως κανόνες) κατέχουν τα παιδιά σε διάφορες αναπτυξιακές στιγμές με σκοπό μια εξήγηση ως προς το πώς τις αποκτούν. Στο γενετικό θεωρητικό πλαίσιο υποτέθηκαν συχνά πολύ αφηρημένες γνώσεις νωρίς και απασχόλησε κυρίως το ερώτημα ποιες από αυτές μπορούν να θεωρηθούν μέρος της έμφυτης Καθολικής Γραμματικής όπως και πώς ενεργοποιούνται κατά τη μάθηση μιας συγκεκριμένης γλώσσας (βλ. Pinker [1994] 2000). Σήμερα ωστόσο ποικίλες εξελίξεις στη μελέτη της γλώσσας και των νοητικών διεργασιών, κυρίως η ανάδυση ενός θεωρητικού αντίλογου στην τσομσκιανή προσέγγιση στη γλωσσολογία και η επαναφορά της έννοιας της συσχετιστικής μάθησης στη γνωσιακή επιστήμη, έχουν καταστήσει όλο και πιο ισχυρές προσεγγίσεις της γλωσσικής ανάπτυξης που απορρίπτουν την υπόθεση της έμφυτης γλωσσικής γνώσης (βλ. κυρίως Τοmasello 2003). Υποστηρίζουν αντιθέτως τη σταδιακή και μακρόχρονη οικοδόμηση ικανοτήτων λόγου, ως απόρροια της σύνθετης διαπλοκής βιολογικών, ψυχολογικών και κοινωνικών παραμέτρων. Βρίσκουν ρεαλιστική την εμπειρική ανεύρεση του γλωσσικού συστήματος από την ομιλία, πρώτον γιατί το σύστημα αυτό δεν θεωρείται τόσο αφηρημένο όσο διατείνεται η γενετική θεωρία εφόσον κάθε γραμματικό σχήμα σηματοδοτεί ένα νόημα. Επιπλέον, το παιδί στηρίζεται στις γενικότερες γνωσιακές του ικανότητες -γνώσεις και τρόπους επεξεργασίας των ερεθισμάτων- όπως και στην αλληλεπίδραση με τους άλλους.

Το ενδιαφέρον για την ομιλία (και αργότερα τη γραφή) έχει από τη δεκαετία του '60 επικεντρωθεί στην κατανόησή (κατανόηση γραφής) τους (βλ. Greene & Coulson 1995). Η παραγωγή (παραγωγή ομιλίας) τους παραμένει λιγότερο μελετημένη (βλ. Levelt 1989), γιατί δεν προσφέρεται εύκολα για πειραματική διερεύνηση. Ωστόσο, φαινόμενα της ομιλίας όπως οι παραδρομές και οι παύσεις απασχόλησαν την ψυχολογία αρκετά νωρίτερα. Η μελέτη πάντως των διεργασιών κατανόησης και παραγωγής είχε ως αφετηρία τη θέση του Chomsky ότι μήτρα της ομιλίας είναι η γνώση του γλωσσικού συστήματος. Ο ίδιος επισήμανε βέβαια ότι η ιδεατή εφαρμογή αυτού του συστήματος παρεμποδίζεται από παράγοντες όπως η μικρή χωρητικότητα της βραχυπρόθεσμης μνήμης, που αποθαρρύνει για παράδειγμα τη χρήση τεράστιων προτάσεων. Θεώρησε πάντως αντικείμενο της ψυχογλωσσολογίας το πώς ενεργοποιείται αυτή η γνώση όταν αποκωδικοποιούμε το νόημα της ομιλίας όπως και το πώς διαπλέκεται με γνωσιακούς περιορισμούς κατά την εφαρμογή της στην ίδια την ομιλία.

Η εμπειρική έρευνα υπέδειξε ωστόσο ότι η κατανόηση απαιτεί την ενεργοποίηση όχι μόνο γνώσεων για τη γλώσσα αλλά και για τον φυσικό και κοινωνικό κόσμο όπως και για το πώς λειτουργεί η γλωσσική επικοινωνία. Επιπλέον, οι έρευνες αμφισβήτησαν εν μέρει τα συμπεράσματα ερευνών που είχαν στόχο να ελέγξουν εάν τα στοιχεία και οι κανόνες του γλωσσικού συστήματος στην τσομσκιανή θεωρία είχαν υπόσταση στον νου των ομιλητών και καθοδηγούσαν την επεξεργασία της ομιλίας . Έτσι, η ψυχογλωσσολογία αποστασιοποιήθηκε από τη γλωσσολογία, ενώ προσέγγισε κλάδους που καταπιάνονται με τις γνώσεις για τον κόσμο και την επικοινωνία, κατεξοχήν τη γνωσιακή ψυχολογία, την τεχνητή νοημοσύνη και τη γλωσσολογική πραγματολογία. Σήμερα θεωρείται δεδομένη η μεσολάβηση ποικίλων ειδών γνώσης στην κατανόηση, αλλά τίθενται ερωτήματα σχετικά με τη μορφή στην οποία καταχωρούνται και κυρίως για το πώς ακριβώς ενεργοποιούνται. Μάλιστα, θεωρείται όλο και περισσότερο ότι τα ζητήματα αυτά μπορούν να διαφωτιστούν και μέσα από τη μελέτη της διγλωσσίας και της παθολογίας του λόγου . Δύο θεωρητικά ρεύματα αντικρούονται κυρίως ως προς το εάν στην επεξεργασία της ομιλίας προηγούνται αναλύσεις όπου δεν εμπλέκεται διόλου το νόημα -κατεξοχήν φωνολογικές και συντακτικές - ή αντιθέτως το νόημα παρεμβαίνει εξαρχής και έχουμε συνεπώς παράλληλη -αντί για σειριακή - ενεργοποίηση γνώσεων. Διαφορετική απάντηση επιδέχεται και το ερώτημα εάν οι γνώσεις για τη γλώσσα -ειδικά αυτές για τη σημασία της- έχει νόημα να διαχωριστούν από αυτές που αφορούν γενικότερα τον κόσμο. Στην παραγωγή τώρα της ομιλίας τίθεται κυρίως το ζήτημα του κατά πόσο η προς διατύπωση σκέψη προηγείται της λεκτικής της σχηματοποίησης ή οι δύο διεργασίες διαπλέκονται εξαρχής.

Τέλος, η σχέση γλώσσας και νόησης επανήλθε στο προσκήνιο από τη δεκαετία του '90 (Lucy 1992· Gumperz & Levinson 1996). Το ζήτημα είχε απασχολήσει έως και τη δεκαετία του '50 την ψυχολογία και την ανθρωπολογία της γλώσσας , όπως και την ψυχολογία της νόησης (βλ. κυρίως Vygotsky [1934] 1962). Περιθωριοποιήθηκε όμως από τη δεκαετία του '60, γιατί κυριάρχησε η αντίληψη ότι αφενός η γλώσσα συνιστά παντελώς αυτόνομο υποσύστημα του νου και ειδικότερα απλό κώδικα μετάφρασης, αφετέρου η σκέψη είναι οικουμενική (βλ. Pinker [1994] 2000). Η αναζωογόνηση της συζήτησης οφείλεται και στην ανάδυση του θεωρητικού αντίλογου στη γενετική θεωρία, κυρίως στα ρεύματα της γνωσιακής και λειτουργικής γλωσσολογίας όπου θεωρείται αδύνατη η περιγραφή του γλωσσικού συστήματος χωρίς αναφορά στο νόημα (βλ. Langacker 1987· Halliday 1983). Η γλώσσα και η εννοιοποίηση του κόσμου καθίστανται έτσι αλληλένδετα φαινόμενα και η δεύτερη δεν προϋπάρχει αναγκαστικά. Μάλιστα η γλωσσολογική περιγραφή του πώς σχηματοποιείται το νόημα διαγλωσσικά ανέδειξε τόσο οικουμενικές όσο και σχετικές σε κάθε γλώσσα διαστάσεις του (Τalmy 2000). Η ψυχογλωσσολογική έρευνα πρόσθεσε ότι οι διαφορές αυτές κατευθύνουν τους τρόπους με τους οποίους οι ομιλητές περιγράφουν συνήθως την εμπειρία τους, γεγονός που συνεπάγεται και διαφορές σκέψης κατά τη στιγμή της ομιλίας, τουλάχιστον (Slobin 1996). Η αναβίωση της υπόθεσης για τη σχετικότητα της σκέψης συνοδεύτηκε όμως τώρα από μια έμφαση και στις οικουμενικές της διαστάσεις, οι οποίες υποστηρίχτηκε ότι πηγάζουν από το κοινό σε όλα τα ανθρώπινα όντα βίωμα του σώματος στον φυσικό χώρο (Lakoff & Johnson 1999). Η συζήτηση μάλιστα ενεπλάκη με δύο κρίσιμα ζητήματα. Πρώτον, οδήγησε στο να θεωρηθεί πρωτεύον το ερώτημα του κατά πόσο η γλώσσα γενικότερα μπορεί να επηρεάζει νοητικές διεργασίες όπως η μνημονική ανάκληση και o σχηματισμός εννοιών (βλ. Carruthers & Boucher 1998· Gentner & Goldin-Meadow 2003). Δεύτερον, αναδείχτηκε το σύνθετο των υπό συζήτηση φαινομένων, καθώς υποδείχτηκε αντιστρόφως και ο καθορισμός της γλώσσας από τη νόηση, δηλαδή τους προγλωσσικούς τρόπους σκέψης και τις γνωσιακές διεργασίες (βλ. κατεξοχήν Langacker 1987), σε αντίθεση με την τσομσκιανή σύλληψή της ως παντελώς ανεξάρτητου κώδικα.

Δ. Κατή

Πηγές

  • Βlumenthal, A. 1970. Language and Psychology: Historical Aspects of Psycholinguistics. Νέα Υόρκη: Wiley.
  • Brown, R., & E. Lenneberg. 1954. A study in language and cognition. Journal of Abnormal and Social Psychology 49:454-462.
  • Carruthers, P. & J. Boucher, επιμ. 1998. Language and Thought: Interdisciplinary Themes. Cambridge: CUP.
  • Chomsky, N. 1957. Syntactic Structures. Χάγη: Mouton.
  • Chomsky, N. 1959. Review of Verbal Behavior by B.F. Skinner. Language 35:26-58.
  • Chomsky, Ν. 1965. Aspects of the Theory of Syntax, Cambridge, MA: MIT Press.
  • Forrester, J. 1980. Language and the Origin of Psychoanalysis. Λονδίνο: MacMillan.
  • Forrester, M.A. 1996. Psychology of Language: A Critical Introduction. Λονδίνο: Sage.
  • Gentner, D. & S. Goldin-Meadow. 2003. Language in Mind: Advances in the Study of Language and Thought. Cambridge, Mass.: MIT Press.
  • Gleason, J. & N. Bernstein Ratner, επιμ. 1998. Psycholinguistics. 2η έκδ. Orlando, FL: Harcourt Brace College Publishers.
  • Greene, J. & M. Coulson. 1995. Language Understanding: Current Issues. Open University Press.
  • Gumperz, J. & S. Levinson. 1996. Rethinking Linguistic Relativity. Cambridge: Cambridge University Press.
  • Halliday, M.A.K. 1983. Language as a Social Semiotic: The Social Interpretation of Language and Meaning. Λονδίνο: Edward Arnold.
  • Harley, T. 2001. The Psychology of Language: From Data to Theory. Νέα Υόρκη: Psychology Press.
  • Lakoff, G. & M. Johnson. 1980. Metaphors We Live By. Σικάγο: University of Chicago Press.
  • Langacker, R. 1987. Foundations of Cognitive Grammar. 1ος τόμ., Theoretical Foundations. Stanford: Stanford University Press.
  • Levelt, W. 1989. Speaking: From Intention to Articulation. Cambridge, MA: MIT Press.
  • Lucy, J. 1992. Language Diversity and Thought: A Reformulation of the Linguistic Relativity Hypothesis. Cambridge: Cambridge University Press.
  • MacWhinney, B., επιμ. 1999. Emergentist Perspectives on Language Acquisition. Mahwah, NJ: Erlbaum.
  • Miller, G. [1981] 1995. Γλώσσα και ομιλία. Επιμ. Σ. Βοσνιάδου. Μτφρ. Ι. Εκμεκτζόγλου, Ι. Διακίδου, Φ. Παπαδημητρίου. Αθήνα: Gutenberg. Τίτλος πρωτοτύπου Language and Speech (San Francisco: W. H. Freeman, 1981).
  • Pinker, S. [1994] 2000. Το γλωσσικό ένστικτο: Πώς ο νους δημιουργεί τη γλώσσα. Mτφρ. Ε. Μούμα. Αθήνα: Κάτοπτρο. Τίτλος πρωτοτύπου The Language Instict: The New Science of Language and Mind (Λονδίνο, 1994).
  • Skinner, B.F. 1957. Verbal Behavior. Νέα Υόρκη: Appleton-Century-Crofts.
  • Slobin, D. I. 1996. From 'thought and language' to 'thinking for speaking'. Στο Rethinking Linguistic Relativity, επιμ. J. Gumperz & S. Levinson. Cambridge: Cambridge University Press.
  • Talmy, L. 2000. Toward a Cognitive Semantics. 2ος τόμ.: Typology and Process in Concept Structuring. Cambridge: MIT Press.
  • Τomasello, M. 2003. Constructing a Language: A Usage-Based Theory of Language Acquisition. Cambridge, MA: Harvard University Press.
  • Whorf, B.L. 1956. Language, Thought and Reality: Selected Writings of Benjamin Lee Whorf. Επιμ. J.B. Caroll. Cambridge, Mass: MIT Press.