Dictionary of Linguistic Terms

Θεματική περιοχή: "μορφολογία"

71 items total [1 - 10]
αθέματη κλίση [athematic declencion]
Βλ. αθέματος
 
αθέματος [athematic]
Ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως στην περιγραφή των ινδοευρωπαϊκών γλωσσών και αναφέρεται στις ρίζες λέξεων των οποίων η κλίση προκύπτει από την απευθείας σύνδεση του κλιτικού επιθήματος στη ρίζα της λέξης χωρίς την παρεμβολή κάποιου φωνήεντος (το οποίο ονομάζεται θεματικό. Πεδίο εφαρμογής της είναι τόσο το ονοματικό όσο και το ρηματικό σύστημα. Ενδεικτικά αναφέρουμε την γ΄ (αθέματη) κλίση (π.χ. αναλογίας. p(author). Μ....
αλλόμορφο [allomorph]
Βλ. μόρφημα
 
αναδιπλασιασμός [reduplication]
Χωρίς περιεχόμενο...
 
ανάλυση σε άμεσα συστατικά [immediate constituents analysis]
Τα γλωσσικά στοιχεία παρατίθενται γραμμικά το ένα δίπλα στο άλλο στον οριζόντιο, συνταγματικό άξονα και η γραμμικότητα γίνεται αντιληπτή στον χρόνο όταν μιλάμε και στον χώρο όταν γράφουμε. Όμως οι προτάσεις δεν είναι απλώς γραμμικές ακολουθίες γλωσσικών στοιχείων της μορφής α+β+γ+δ, αλλά διέπονται και από μια ονοματική φράση , σύμφωνα με το ακόλουθο σχήμα: [απο [ιδεο [λογικο [ποι [ώ] ] ]...
αναλυτική γλώσσα [analytic language]
Βλ. μορφοσύνταξη
 
γένος [gender]
Χωρίς περιεχόμενο...
 
γραμματικές κατηγορίες [grammatical categories]
Ο όρος μορφολογία και τη σύνταξη μιας γλώσσας: λ.χ., στην ελληνική τέτοιες κατηγορίες είναι το γένος, ο αριθμός και η πτώση για τα ονόματα και ο χρόνος, η φωνή, η όψη, η έγκλιση, το πρόσωπο και ο αριθμός για τα ρήματα. Οι κατηγορίες αυτές εκτός από την προφανή μορφολογική τους έκφραση χαρακτηρίζονται και από την λέξη μιας γλώσσας γένος, ο...
γραμματική 2 [grammar 2]
Με τη στενή του έννοια, ο όρος αναφέρεται στο μορφολογικό και συντακτικό επίπεδο ανάλυσης της γλώσσας: δηλαδή στον τρόπο με τον οποίο οι λέξεις δομούνται εσωτερικά και συνδυάζονται γραμμικά προκειμένου να δημιουργήσουν προτάσεις. Η αντίληψη αυτή θεωρεί ότι η δομή της γλώσσας μπορεί να διερευνηθεί χωρίς να ληφθεί υπόψη το φωνολογικό και το σημασιολογικό επίπεδο και έρχεται σε αντίθεση με...
γραμματική λέξη [grammatical word]
Βλ. λέξη
 
< Previous   [1] 2 3 4 5 ...8   Next >
Go to page:Go