Λεξικό γλωσσολογικών όρων

Θεματική περιοχή: "Γενική γλωσσολογία"

38 εγγραφές [1 - 10]
αναφορική λειτουργία [referential function]
Κατά τον Jakobson, μία από τις έξι λειτουργίες που επιτελεί η γλώσσα, νοούμενη ως πράξη επικοινωνίας. Από τους έξι συστατικούς παράγοντες της επικοινωνίας (πομπός, δέκτης, κώδικας, αντικείμενο αναφοράς, μήνυμα, αγωγός), η αναφορική λειτουργία εστιάζεται σε αυτό για το οποίο γίνεται λόγος, το αντικείμενο αναφοράς, και με αυτή την έννοια, πληροφορεί για κάτι (βλ. και αναφορά). p(ref). Από τον Ηλεκτρονικό Κόμβο για...
αυθαιρεσία [arbitrariness]
Βασικό χαρακτηριστικό του γλωσσικού σημείου, σύμφωνα με το οποίο η σχέση ανάμεσα στο σημαίνον και το σημαινόμενο δεν αιτιολογείται· αποτελεί αυθαιρεσία η οποία έχει επιβληθεί από την κοινωνική σύμβαση. Απόδειξη γι' αυτό αποτελεί η διαγλωσσική σύγκριση μιας έννοιας: π.χ. έννοια «μήλο»· ελλ. ) αποτελούν επίσης περιπτώσεις όπου φαίνεται να αίρεται η αυθαιρεσία, αν και κατά τη διαγλωσσική σύγκριση εμφανίζονται αποκλίσεις. p(ref)....
αυθαιρεσία, μερική [partial arbitrariness]
Βλ. αυθαιρεσία
 
αφαίρεση [abstraction]
Χωρίς περιεχόμενο...
 
γενίκευση [generalization]
Χωρίς περιεχόμενο...
 
γλώσσα / langue
Ο όρος είναι του F. de Saussure και δηλώνει το σύστημα των γλωσσικών σημείων και των μεταξύ τους σχέσεων (παραδειγματικές, συνταγματικές σχέσεις), το οποίο βρίσκεται «αποτυπωμένο» στο μυαλό των ομιλητών μιας γλωσσικής κοινότητας και με βάση το οποίο επικοινωνούν. Η γλώσσα έχει λόγος / langage ομιλία / parole). p(ref). Από τον Ηλεκτρονικό Κόμβο για την υποστήριξη των διδασκόντων την ελληνική...
γλωσσική επιτέλεση [linguistic performance]
Η γλωσσική επιτέλεση, που αποδίδεται στα ελληνικά και ως γλωσσικό σύστημα αλλά επηρεάζεται και από άλλους εξωτερικούς παράγοντες. O όρος αναφέρεται σε προφορικά εκφωνήματα και γραπτά κείμενα που παράγονται από τους φυσικούς ομιλητές των γλωσσών σε ορισμένες χωροχρονικές συνθήκες και ταυτίζεται με τη σωσυριανή ομιλία / parole. Πρόκειται για την εξωτερική, υλοποιημένη, ανοιχτή στην παρατήρηση πλευρά της γλώσσας, που αντιπαραβάλλεται...
γλωσσική ικανότητα [competence]
Με τον όρο αυτό αναφερόμαστε στην εσωτερικευμένη γνώση της γλώσσας που υπόκειται στη γλωσσική συμπεριφορά. Ο ορισμός αυτός δημιουργεί αμέσως μια διάκριση ανάμεσα σε μια εξωτερική πλευρά της γλώσσας, την ίδια τη γλωσσική επιτέλεση [performance], η οποία είναι ανοιχτή στην παρατήρηση, και μια εσωτερική, υποκείμενη πλευρά, της οποίας υποθέτουμε τη μορφή με βάση τη γλωσσική επιτέλεση. Πιο συγκεκριμένα, η γλωσσική...
γλωσσική ικανότητα [linguistic competence ]
Χωρίς περιεχόμενο...
 
γλωσσική πραγμάτωση [linguistic performance]
Βλ. γλωσσική επιτέλεση
 
< Προηγούμενο   [1] 2 3 4   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες
ΘΕΜΑΤΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΧΕΣ: σύνταξη, γενετική μετασχηματιστική γραμματική, κοινωνιογλωσσολογία, γλωσσική επαφή, σημασιολογία, λεξικογραφία, φωνητική, ψυχογλωσσολογία, γενική γλωσσολογία, ιστορική γλωσσολογία, φωνολογία, γνωσιακή γλωσσολογία, σημειολογία, πραγματολογία, φιλοσοφία της γλώσσας, μορφολογία, λεξικολογία, τυπολογία γλωσσών, μορφοφωνολογία, εθνογραφία της επικοινωνίας, διαλεκτολογία, κοινωνιολογία της γλώσσας, μορφοσύνταξη, ανάλυση συνομιλίας, ινδοευρωπαϊκή γλωσσολογία, ανθρωπολογία της γλώσσας, κειμενογλωσσολογία, υπερτεμαχιακά στοιχεία, γραφή, εθνογλωσσολογία, γλωσσολογικά ρεύματα/σχολές, νευρογλωσσολογία, υφολογία, αντιπαραθετική γλωσσολογία, μετάφραση, απόκτηση της γλώσσας, εκμάθηση της γλώσσας, εφαρμοσμένη γλωσσολογία, γραμματισμός, ονοματολογία, υπολογιστική γλωσσολογία, διδασκαλία της γλώσσας