Dictionary of Linguistic Terms

Θεματική περιοχή: "κειμενογλωσσολογία"

15 items total [1 - 10]
είδος λόγου [genre]
Χωρίς περιεχόμενο...
 
ενδείκτης [marker/pointer]
Γλωσσικό στοιχείο που βοηθά τον αναγνώστη/ακροατή να συνδέσει το κειμενικό μήνυμα με το ευρύτερο γνωσιακό, καταστασιακό και πολιτισμικό του πλαίσιο. Μια ταξινόμηση των ενδεικτών αναγνωρίζει: α) συνεκτικότητα του κειμένου. p(ref). Από τον Ηλεκτρονικό Κόμβο για την υποστήριξη των διδασκόντων την ελληνική γλώσσα (http://www.komvos.edu.gr/glwssa/Lexiko/lexiko_n.htm)...
κειμενική σημασία [textual meaning]
Βλ. χρήση
 
κειμενικό είδος [text genre]
Χωρίς περιεχόμενο...
 
κειμενικός δείκτης [textual marker]
Βλ δείξη και ενδείκτης...
κειμενικότητα [textuality]
Βλ. κειμενογλωσσολογία
 
κείμενο [text]
Η έννοια του κειμένου έχει περιγραφεί από δύο κυρίως σκοπιές: ως πρόταση, προϊόν της διαδικασίας γραφής, και ως συμφραζόμενα, είναι ομοιογενής υφολογικά και σημαδεύεται από ορισμένα συνεκτικά γλωσσικά στοιχεία. Κάθε συγγραφέας/ομιλητής μπορεί να συλλάβει άπειρα νοητικά κείμενα, χωρίς, ωστόσο, κάποιο από αυτά να βρει τον δρόμο της πραγμάτωσής του. Από την άλλη πλευρά, κανένα πραγματωμένο κείμενο δεν πρέπει να θεωρείται...
κειμενογλωσσολογία [text-linguistics]
O κλάδος της γλωσσολογίας που ασχολείται με τη μελέτη των γλωσσικών μονάδων που υπερβαίνουν την πρόταση, δηλαδή κειμένων γραπτών ή προφορικών. Τα κείμενα υλοποιούν κάθε επικοινωνιακή πρακτική, και παράγονται και προσλαμβάνονται μέσα από τους επικοινωνιακούς στόχους που θέτουν (γένη, είδη λόγου). Βασικές έννοιες για την περιγραφή της κειμενικότητας -των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών ενός κειμένου- είναι η συνοχή, τα γλωσσικά μέσα που...
προσλεκτικός ενδείκτης [illocutionary marker]
Βλ. ενδείκτης
 
σημασία, κειμενική [textual meaning]
Βλ. χρήση
 
< Previous   [1] 2   Next >
Go to page:Go