Dictionary of Linguistic Terms

Θεματική περιοχή: "εθνογλωσσολογία"

6 items total [1 - 6]
γλωσσική κοινότητα [linguistic community ]
Χωρίς περιεχόμενο...
 
γλωσσική μετακίνηση / μετατόπιση [language shift]
Το φαινόμενο κατά το οποίο μια γλωσσική κοινότητα) υιοθετεί τη χρήση μιας νέας γλώσσας (συνήθως «ισχυρότερης»), ενώ ταυτόχρονα χάνει τη γλώσσα που χρησιμοποιούσε μέχρι τότε ως πρώτη. Αν η κοινότητα αυτή είναι η τελευταία ή η μόνη που χρησιμοποιούσε την υπό απώλεια γλώσσα, τότε μιλούμε για γλωσσικό θάνατο. Παραδείγματα γλωσσικής μετακίνησης υπάρχουν πολλά και στον ελλαδικό χώρο: π.χ. από τις...
γλωσσικός σχετικισμός [linguistic relativity]
Χωρίς περιεχόμενο...
 
εθνογλωσσολογία [ethnolinguistics]
Χωρίς περιεχόμενο...
 
εθνογραφία της επικοινωνίας [ethnography of communication]
Χωρίς περιεχόμενο...
 
τελικοί ομιλητές [terminal speakers]
Οι ομιλητές (συνήθως νέοι σε ηλικία) μιας γλωσσικής ποικιλίας (π.χ γεωγραφική ποικιλία / διάλεκτος), οι οποίοι θεωρούνται ως οι τελευταίοι φυσικοί ομιλητές της και οι οποίοι δεν είναι πιθανό να τη μεταδώσουν στις επόμενες γενιές. Το φαινόμενο των τελικών ομιλητών έχει μελετηθεί εκτεταμένα στα αρβανίτικα. Η γλωσσική ικανότητα των ομιλητών αυτών στη θνήσκουσα γλώσσα χαρακτηρίζεται από σημαντικές γραμματικοσυντακτικές, φωνολογικές και...
< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go