γλωσσική ικανότητα [competence]

γλωσσική ικανότητα [competence]

Με τον όρο αυτό αναφερόμαστε στην εσωτερικευμένη γνώση της γλώσσας που υπόκειται στη γλωσσική συμπεριφορά. Ο ορισμός αυτός δημιουργεί αμέσως μια διάκριση ανάμεσα σε μια εξωτερική πλευρά της γλώσσας, την ίδια τη γλωσσική επιτέλεση [performance], η οποία είναι ανοιχτή στην παρατήρηση, και μια εσωτερική, υποκείμενη πλευρά, της οποίας υποθέτουμε τη μορφή με βάση τη γλωσσική επιτέλεση. Πιο συγκεκριμένα, η γλωσσική ικανότητα είναι ένα σύνολο από γραμματικούς κανόνες που επιτρέπουν στον ομιλητή να είναι δημιουργικός και να παράγει με ευκολία ένα δυνάμει άπειρο αριθμό νέων, πρωτότυπων προτάσεων και αντίστοιχα στον ακροατή να αποκωδικοποιεί τις προτάσεις αυτές. Οι φυσικοί ομιλητές μιας γλώσσας είναι ακόμη σε θέση, με βάση τη γλωσσική τους ικανότητα, να έχουν διαισθήσεις ή να εκφέρουν κρίσεις σχετικά με τον ορθό και γραμματικό σχηματισμό, να αντιλαμβάνονται τα γλωσσικά λάθη καθώς και να αποκωδικοποιούν τις δομικές και άλλες αμφισημίες που εμφανίζονται τυχόν στις παραγόμενες προτάσεις. Η γλωσσική ικανότητα περιλαμβάνει συντακτικούς , σημασιολογικούς και φωνολογικούς κανόνες καθώς και ένα λεξικό αποτελούμενο από τις ατομικές λέξεις με τις χαρακτηριστικές τους ιδιότητες. Οι κανόνες συνάγονται υποσυνείδητα από το κάθε άτομο με βάση τον υλοποιημένο λόγο, δηλαδή τα φυσικά εκφωνήματα που παράγονται σε ένα δεδομένο περιβάλλον, και οι ομιλητές τούς εφαρμόζουν χωρίς να μπορούν συνήθως να τους διατυπώσουν με τεχνικούς όρους (η αυστηρή περιγραφή τους αποτελεί έργο του γλωσσολόγου). Η διαδικασία συναγωγής των κανόνων συντελείται κατά την περίοδο απόκτησης της γλώσσας παράλληλα με τη βιολογική ωρίμανση στην παιδική κυρίως ηλικία και αποτελεί διαφορετική από βιολογική άποψη διαδικασία από την εκμάθηση ξένων γλωσσών , ενώ ολοκληρώνεται αρκετά πρώιμα· επιπλέον, είναι μάλλον ανεξάρτητη από τον βαθμό ευφυίας του ατόμου και το (χαμηλό ή υψηλό) κοινωνικό περιβάλλον, με την έννοια ότι όλα τα παιδιά κατακτούν τη γλώσσα με αρκετά ομοιόμορφο τρόπο, περνούν δηλαδή από τα ίδια σχεδόν γλωσσικά στάδια και σε παρόμοια διαστήματα.

Η γλωσσική ικανότητα επιμερίζεται σε φωνολογική, μορφολογική , συντακτική και σημασιολογική ικανότητα. Η φωνολογική ικανότητα ενός ομιλητή της νέας ελληνικής τον καθιστά ικανό όχι μόνο να προφέρει και να τονίζει σωστά τις λέξεις της νέας ελληνικής ή να επενδύει τις προτάσεις με την κατάλληλη επιτόνιση αλλά και να αναγνωρίζει τους δυνατούς ή αδύνατους συνδυασμούς φθόγγων (φωνοτακτική): π.χ. ότι μια (μη δάνεια) λέξη δεν μπορεί να λήγει σε σύμφωνο άλλο από το και το ούτε να αρχίζει με τον συνδυασμό -πφ ή -λχ κλπ. Με τη μορφολογική ικανότητα που διαθέτει ένας φυσικός ομιλητής της νέας ελληνικής μπορεί π.χ. να διακρίνει τα αρσενικά σε -ος από τα ουδέτερα σε -ος και να τα κλίνει με βάση δύο διαφορετικά κλιτικά παραδείγματα, να αναλύει πολυσύνθετες λέξεις (π.χ. αποϊδεολογικοποιώ) ή ακόμα και να σχηματίζει νεολογισμούς . Η συντακτική ικανότητα στη νέα ελληνική μάς κατευθύνει έτσι ώστε π.χ. να τοποθετούμε το αντικείμενο ενός ρήματος σε μεταρηματική θέση (π.χ. διάβασε το βιβλίο) ή να το προτάσσουμε για έμφαση ή θεματοποίηση (ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ διάβασε, όχι την εφημερίδα./ Το βιβλίο το είχε διαβάσει από παλιά). Τέλος, με τη σημασιολογική ικανότητα που διαθέτουμε μπορούμε π.χ. να αναγνωρίζουμε την αμφισημία της πρότασης Κάθε ναύτης αγαπά μια γυναίκα (είτε: 'υπάρχει μια γυναίκα για την οποία ισχύει ότι κάθε ναύτης την αγαπάει' είτε: 'για κάθε ναύτη υπάρχει μια γυναίκα τέτοια ώστε να ισχύει ότι κάθε ναύτης την αγαπάει').

Την έννοια της γλωσσικής ικανότητας και τη διάκριση γλωσσικής ικανότητας και γλωσσικής επιτέλεσης τις εισήγαγε ο Chomsky και χρησιμοποιήθηκαν ιδιαίτερα στο πλαίσιο της γενετικής γραμματικής . Αρχικά η γλωσσική ικανότητα ορίστηκε σε σχέση με τη γνώση ενός ιδανικού ομιλητή, έννοια που δημιουργούσε τον κίνδυνο μιας >ρυθμιστικής προσέγγισης, (ρυθμιστική / περιγραφική γραμματική) του γλωσσικού φαινομένου, αφού προϋπέθετε μεγάλη αφαίρεση και απομάκρυνση από την πραγματωμένη γλώσσα των διάφορων ομιλητών και των γλωσσικών ποικιλιών τους. Αργότερα η έννοια της γνώσης του ιδανικού ομιλητή (και ακροατή) παραμερίστηκε και αντικαταστάθηκε από την εσωτερικευμένη γλώσσα [Internalized Language, I-Language] του κάθε ατομικού ομιλητή. Για τον Chomsky, η γλωσσική ικανότητα έχει προτεραιότητα σε σχέση με τη γλωσσική επιτέλεση, με την έννοια ότι είναι αυτή που αποτελεί το αντικείμενο της γλωσσικής επιστήμης και όχι η επιτέλεση. Ο Chomsky καταλήγει σε αυτό το συμπέρασμα επειδή, όπως υποστηρίζει, η γλωσσική επιτέλεση εμπεριέχει λάθη, παραδρομές , ασυνταξίες, παρεκκλίσεις από τους κανόνες κλπ., που οφείλονται σε διάφορους ψυχολογικούς και άλλους παράγοντες (απροσεξία, βιασύνη, άγχος, επιβάρυνση της βραχυπρόθεσμης μνήμης κλπ.) και πρέπει να παραλειφθούν από τη γλωσσική περιγραφή. Αυτή η αφαίρεση από την πραγματωμένη γλωσσική συμπεριφορά συνεπάγεται ήδη εξιδανίκευση των γλωσσικών δεδομένων. Η εστίαση του ενδιαφέροντος στη γλωσσική γνώση και όχι στη γλωσσική επιτέλεση, δηλαδή σε κάτι που δεν είναι ανοιχτό στην παρατήρηση, αλλά υπόκειται σε μια συμπεριφορά, καθιστά την προσέγγιση του Chomsky σαφώς νοησιαρχική. Εξάλλου, δίπλα στη γλωσσική ικανότητα, που είναι κυρίως γραμματική ικανότητα σε μια γλώσσα, ο Chomsky εισάγει και την έννοια της πραγματολογικής ικανότητας, που αφορά εξωγλωσσικές ή εννοούμενες πληροφορίες και γνώσεις ή προσωπικές πεποιθήσεις των ομιλητών και επιτρέπει την εύστοχη χρήση της γλώσσας σε συγκεκριμένες περιστάσεις επικοινωνίας.

Η γλωσσική επιτέλεση ταυτίζεται με τη σωσσυριανή έννοια της ομιλίας [parole], αλλά η γλωσσική ικανότητα δεν ταυτίζεται με τη σωσυριανή langue . Και αυτό διότι ενώ η γλωσσική ικανότητα αποτελεί μια έννοια που εδράζεται σε μια ψυχολογική και βιολογική θεώρηση της γλώσσας και ορίζεται σε σχέση με την ψυχολογία του ατομικού ομιλητή, η langue αποτελεί το γλωσσικό σύστημα που ορίζεται σε σχέση με την έννοια της >γλωσσικής κοινότητας, (γλωσσική κοινότητα), πάνω και πέρα από τους ατομικούς ομιλητές, έχει δηλαδή έναν περισσότερο κοινωνικό χαρακτήρα και προσανατολισμό.

Γ. Καρανάσιος

Πηγές

  • Chomsky, N. 1965. Aspects of the Theory of Syntax. The MIT Press.
  • Κρύσταλ, Ντ. 2000. Λεξικό γλωσσολογίας και φωνητικής. Μτφρ. Γ. Ξυδόπουλος. Αθήνα: Πατάκης.
  • Rafdford, A. 1988. Transformational Grammar. Cambridge: Cambridge University Press.
  • Saussure, F. 1979. Μαθήματα γενικής γλωσσολογίας. Μτφρ. Φ.Δ. Αποστολόπουλος. Αθήνα: Παπαζήσης.