Πρόσωπα και θέματα της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας

▲▲ Ιωάννου Γιώργος

Ο Γιώργος Ιωάννου
[πηγή: Πολιτιστικός Θησαυρός της Ελληνικής Γλώσσας].
 

 

 

Το 1964 εκδόθηκε το Για ένα φιλότιμο. Ένας μάλλον μικρός τόμος με 22 σύντομα «πεζογραφήματα», ανάμεσα στα οποία ήταν κι αυτά που είχαν δημοσιευτεί στη Διαγώνιο. Το βιβλίο κρίθηκε και συζητήθηκε ευνοϊκά. Θεωρήθηκε μάλιστα ως ένα από τα καλύτερα πεζογραφικά βιβλία της χώρας. […] Το 1971 —κι αφού στο μεταξύ ο συγγραφέας είχε βγάλει Τα δημοτικά μας τραγούδια, τα Μαγικά παραμύθια του ελληνικού λαού, την Ιφιγένεια την εν Ταύροις του Ευριπίδη, σε δική του μετάφραση, και τις Παραλογές— εκδόθηκε Η Σαρκοφάγος. Η δεύτερη συλλογή πεζών του Ιωάννου, με 29 κείμενα παρόμοια μ’ εκείνα του Για ένα φιλότιμο. Ακολούθησαν τρεις τόμοι Καραγκιόζη, ένας τόμος με Παραμύθια του λαού μας, και το 1974 κυκλοφόρησε Η μόνη κληρονομιά. Το τρίτο πεζογραφικό βιβλίο του συγγραφέα με 17 κείμενα κάπως εκτενέστερα από τα προηγούμενα του Για ένα φιλότιμο και της Σαρκοφάγου. Κατά τη γνώμη μου αυτά τα τρία βιβλία σημαδεύουν την καλύτερη περίοδο της σταδιοδρομίας του Ιωάννου ως λογοτέχνη πεζογράφου. Γιατί αποτελούνται από κείμενα όχι μονάχα αμιγώς λογοτεχνικά αλλά και σχεδόν στο σύνολό τους εξαιρετικής ποιότητας. Κάτι που δε βλέπουμε να συμβαίνει στον ίδιο βαθμό με τα μεταγενέστερα βιβλία του.

Γιώργος Αράγης, «Το λογοτεχνικό πεζογραφικό έργο του Γ. Ιωάννου». Για τον Γιώργο Ιωάννου, Ίνδικτος, Αθήνα 2007, 38-39.

 

 

Στο Για ένα φιλότιμο (1964) οι χρονικοί άξονες στους οποίους κινείται ο αφηγητής ξεκινούν από την προκατοχική και κατοχική περίοδο, διαπερνούν τον Εμφύλιο και φτάνουν μέχρι τα μέσα περίπου της δεκαετίας του ’60. Διασώζονται και εδώ, όπως στα ποιήματά του, οι παιδικές και εφηβικές εικόνες από τη γενέθλια πόλη, αναπαριστώνται όμως και οι καθημερινές σχέσεις των ανθρώπων, οι χαρακτηριστικές φιγούρες της γειτονιάς, ο συμβιβασμός που καθημερινά τους αγκάλιαζε, οι ψίθυροι και οι κραυγές μιας εποχής που τον επηρέασε όσο τίποτε άλλο στα πρώτα χρόνια της ζωής του. Κοντά σ’ αυτά, έντονη θρησκευτικότητα, παραδοσιακές αξίες, θρύλοι, παγιωμένες συμπεριφορές, στοιχεία δηλαδή που δεν μπορεί να διασώσει κανένα ιστορικό έγγραφο ποτέ.

Τα περισσότερα από τα στοιχεία αυτά τα βρίσκουμε και στα επόμενα βιβλία του, Η σαρκοφάγος (1971), Η μόνη κληρονομιά (1974). Εδώ όμως έχουμε ένα αναρίθμητο εκφραστικό ωρίμασμα. Υπάρχουν σαφείς υπαινιγμοί για την πολιτική κατάσταση της εποχής εκείνης, ενώ αποδίδονται θαυμάσια πολλές όψεις της νεοελληνικής πραγματικότητας. Ο Ιωάννου αποστρέφεται τη σύγχρονη κοινωνία, γι’ αυτό και της ασκεί έντονη κριτική. Συχνά μας παρουσιάζει εικόνες της μεγαλούπολης, στην οποία κυριαρχούν η μοναξιά, η αδιαφορία και η υποκρισία. Η ιδιοτυπία της αφηγηματικής φωνής του συνίσταται στην υποβλητικότητα, που θυμίζει την καθημερινή ομιλία, καθώς η διεξοδική αφήγηση με την ποιητική συναίρεση πραγμάτων συνδέονται αρμονικά. Παράλληλα με τα εξωτερικά συμβάντα καταθέτει και τα όσα συμβαίνουν στη συνείδησή του ως εσωτερικές αντιδράσεις και διαχέονται μέσα από την ατμόσφαιρα της πόλης. Η περιπλάνηση μέσα στην πόλη αποτελεί πολλές φορές ένα μέσο αυτοεξομολόγησης και αυτογνωσίας.

Λέων Α. Ναρ, «Επιτρέψτε μου να θυμηθώ…». Με τον ρυθμό της ψυχής. Αφιέρωμα στον Γιώργο Ιωάννου, επιμ. Νάσος Βαγενάς – Γιάννης Κοντός – Νινέττα Μακρυνικόλα, Κέδρος, Αθήνα 2006, 156-157.

 

 

[…] στο αφηγηματικό έργο του Ιωάννου ο λόγος αρθρώνεται κατά το πρότυπο της χαμηλόφωνης ομιλίας. Κι αυτό σημαίνει πως έχει ένταση φωνής χαμηλή. Επίσης, στην πλειονότητα τουλάχιστο, τα πεζογραφήματά του αποτελούν λόγο «εις εαυτόν». Λόγο που δεν στήνει απέναντί του κάποιο ακροατήριο για να απευθύνεται σ’ αυτό. Ενδεικτικό από την άποψη είναι ότι πολλά κείμενα του συγγραφέα έχουν υφή μονολόγου. Ας σημειωθεί πως αυτός ο χαμηλόφωνος και εσωστρεφής λόγος αρθρώνεται ανεξάρτητα από την τεχνική των κειμένων. Ανεξάρτητα π.χ. από το γραμματικό πρόσωπο, τον τύπο του αφηγητή τους, τον θεματικό ή συνειρμικό τρόπο της συγκρότησής τους, κ.λπ.

Γιώργος Αράγης, «Δυο ποιοτικά γνωρίσματα του αφηγηματικού λόγου του Γ. Ιωάννου». Για τον Γιώργο Ιωάννου, Ίνδικτος, Αθήνα 2007, 81.

 

 

Όπως ο Παπαδιαμάντης, ο Μπόρχες ή ο Καλβίνο, ο Ιωάννου είναι ένας ποιητής που έγραφε σε πρόζα. Μια πρόζα βέβαια εντελώς διαφορετική από εκείνη των ποιητικιζόντων πεζογράφων. Το νέο πεζογραφικό ύφος που δημιούργησε, το οποίο γονιμοποίησε τη γραφή πολλών νεότερων ομοτέχνων του, προσγείωσε τη λυρικών διαθέσεων πεζογραφία μας σε ποιητικά εδάφη ρεαλιστικότερα, αποπεζοποιώντας ταυτόχρονα και τη ρεαλιστική μας πεζογραφία. Ο Ιωάννου διαμόρφωσε έναν νέο, σύγχρονο πεζογραφικό λυρισμό, διαφορετικό από τον εξωστρεφή λυρισμό της έως τις μέρες του πεζογραφίας μας· μια ποιητικότητα εσωτερικής καύσεως, που δεν χρειάζεται λυρικές λέξεις για να αρθρωθεί και που παράγει τη θέρμη της —μια δροσερή θέρμη— χάρη σε ένα νέο για τη λογοτεχνία μας είδος υποβολής, που αναδύεται, καθοδηγούμενο από μια πραγματιστική ματιά, μέσα από μια δεξιοτεχνική συναίρεση ποικίλων —συχνά ετερόκλητων— στοιχείων: η εκφραστική λιτότητα που, παρά την αμεσότητά της, παράγει χάρη στις λανθάνουσες συνδηλώσεις της μιαν υποδόρια ένταση· η διαφορετική από τις συνήθεις μορφές της συνειρμικότητα· η αιφνίδια ανατροπή της χρονικής ακολουθίας και οι ευφυείς παρεκβάσεις· το χιούμορ και η —αυτοαναφορική— ειρωνεία· η επικέντρωση της προσοχής σε ελάχιστα ορατές, ωστόσο καθοριστικές, πτυχές της πραγματικότητας, συνεκβάλλουν σε μιαν ανεπιτήδευτη και φυσική, όμως συγχρόνως και βαθιά, γλώσσα, σε ένα είδος ποιητικού ρεαλισμού που για πρώτη φορά εμφανίζεται στην πεζογραφία μας.

Νάσος Βαγενάς, «Πρόλογος». Με τον ρυθμό της ψυχής. Αφιέρωμα στον Γιώργο Ιωάννου, επιμ. Νάσος Βαγενάς – Γιάννης Κοντός – Νινέττα Μακρυνικόλα, Κέδρος, Αθήνα 2006, 11-12.

 

 

Η ελληνική πεζογραφία υπήρξε κατά κύριο λόγο εξωστρεφής. Της έλειψε η εσωτερική ματιά, με κάποιες εξαιρέσεις (Αξιώτη, Ξεφλούδας, Πεντζίκης). Στον Ιωάννου η εσωτερική εστίαση επιβάλλεται κατ’ ανάγκην. Δεν μετατρέπεται όμως η αφήγησή του σε σελίδες ημερολογίου αδιάφορες για τους άλλους ούτε μεταβάλλεται σε ξερή θεματογραφική άσκηση.

Διαβάζοντας Ιωάννου ο αναγνώστης αναγνωρίζει τον εαυτό του μέσα στους άλλους. Κι αυτοί οι άλλοι είναι οι απλοί καθημερινοί άνθρωποι, παιδιά που παίζουν μπάλα στις γειτονιές, εργάτες που σχολάνε από τη δουλειά, φαντάροι που συχνάζουν στα λαϊκά σινεμά, κάτοικοι των προσφυγικών συνοικισμών με τη «ζεστή προφορά» και τα καθαρά χαρακτηριστικά της ράτσας τους στο πρόσωπό τους, Καυκάσιοι, Κωνσταντινουπολίτες, Θρακιώτες, κι άλλοι, από την Πέργαμο, την Πάνορμο, τη Ραιδεστό, τη Ρωμυλία, όλοι εκείνοι που βρέθηκαν στη Θεσσαλονίκη, την πρωτεύουσα των προσφύγων, από «στριμώγματα της μοίρας» και της έδωσαν τη δική της, θαμπή γοητεία.

 

Η πεζογραφία του Γιώργου Ιωάννου αποτελεί σήμερα μια πρόκληση. Η μικρο-αφήγηση την οποία καθιερώνει δεν συνιστά μια διαφορετική οντότητα, αντίθετη του μυθιστορήματος, αλλά μία μορφική δυνατότητα της ίδιας της τέχνης της πεζογραφίας. Το «πεζογράφημα» του Ιωάννου είναι ένα μικρό σχήμα μυθιστορήματος, εκείνο που εκφράζει ένα αφηγηματικό εγώ χωρίς προσωπείο, χωρίς διαμεσολαβητή και χωρίς να διακινδυνεύει να κατηγορηθεί για έλλειψη φαντασίας. […]

Νένα Ι. Κοκκινάκη, «“Ωραίες εικόνες του θανάτου…” Σημειώσεις για την “εξομολογητική πεζογραφία” του Γιώργου Ιωάννου». Με τον ρυθμό της ψυχής. Αφιέρωμα στον Γιώργο Ιωάννου, επιμ. Νάσος Βαγενάς – Γιάννης Κοντός – Νινέττα Μακρυνικόλα, Κέδρος, Αθήνα 2006, 146-147.

 

 

 

Δύο […] είναι τα βιβλία τα αφιερωμένα στη Θεσσαλονίκη: Το δικό μας αίμα και Η πρωτεύουσα των προσφύγων, αλλά σε όλα τα βιβλία του είναι έντονη η παρουσία της.

Σε συνέντευξή του, που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Πολιορκία (τχ. 26 του 1985) είπε τα εξής για τη Θεσσαλονίκη και τους ανθρώπους της: «Σε ένα μεγάλο ποσοστό το τριγύρισμά μου στα τοπία και τους ανθρώπους της Θεσσαλονίκης οφείλεται στο ότι εννοώ να μιλάω και να τοποθετώ αυτά που σκέφτομαι, φαντάζομαι, δημιουργώ στη λογοτεχνία μου, σε χώρους που γνωρίζω. Έτσι μπορώ να πλάθω με ευχέρεια τις υποθέσεις μου και τις κινήσεις των προσώπων. Ένας λόγος που προτιμώ τη Θεσσαλονίκη είναι ότι την ξέρω καλά και την αγαπώ πολύ. Αυτό είναι μια βασική αρχή για μένα, να μιλώ για πράγματα εξωτερικά ή εσωτερικά μου, για τα οποία έχω εμπειρίες».

[…]

Η Θεσσαλονίκη την περίοδο του μεσοπολέμου και τη μεταπολεμική μέχρι το 1950 περίοδο είναι κέντρο γεγονότων σημαντικών: από την άφιξη των προσφύγων μέχρι και τον εμφύλιο πόλεμο τα γεγονότα επιδρούν πάνω στους κατοίκους της Θεσσαλονίκης και ιδιαίτερα στα παιδιά και τους νέους. Είναι η εποχή που ο Ιωάννου ζει την παιδική και εφηβική του ηλικία. Οι μνήμες από αυτά τα γεγονότα είναι κατάσπαρτες στο έργο του. […]

Άρης Α. Δρουκόπουλος, Γιώργος Ιωάννου. Ένας οδηγός για την ανάγνωση του έργου του, Εκδόσεις «Ειρμός», Αθήνα 1992, 54-55.

 

 

Δείτε επίσης και:


Μεταπολεμική πεζογραφία, Πεζογράφημα