Πρόσωπα και θέματα της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας

▲▲ Χατζής Δημήτρης

Ο Δημήτρης Χατζής
 

 

Το δημιουργικό του έργο [του Δημήτρη Χατζή] μπορούμε να χωρίσουμε σε τρεις περιόδους:

α) Στην αγωνιστική (1940-1950), όπου εντάσσονται τα κείμενα της Θητείας και της Φωτιάς, στα οποία καθοριστικό ρόλο παίζει η επικαιρότητα και η προβολή πολιτικών θέσεων. […]

β) Στην κυρίως λογοτεχνική (1953-1976), όπου ανήκουν τα σημαντικότερα έργα του.

γ) Στην περίοδο των αναζητήσεων (1976-1981). Στην τελευταία αυτή φάση δεν πρόλαβε να μορφοποιήσει τις νέες αναζητήσεις του. Μόνο κάποια δείγματα έχουμε στη συλλογή Σπουδές, ένα δημοσιευμένο απόσπασμα από ημιτελές μυθιστόρημα και μερικά κατάλοιπα που δημοσιεύτηκαν μετά το θάνατό του, στα οποία φαίνεται μια τάση για μεγαλύτερη αφαίρεση και γενίκευση, μια στοχαστικότερη προσπάθεια σύνθεσης της ιστορίας, της ποίησης και της τέχνης («Μικρό σχόλιο για την Ιφιγένεια εν Αυλίδι», «Μικρό σχόλιο στην Οδύσσεια», «Το φονικό της Ιζαμπέλας Μόλναρ»).

[…]

Στη δεύτερη φάση της δημιουργίας του Δημ. Χατζή ανήκουν τα σημαντικότερα έργα του: Το τέλος της μικρής μας πόλης (η πρώτη έκδοση έγινε το 1953 στη Ρουμανία […]), Ανυπεράσπιστοι (πρώτη έκδοση 1965) και Το διπλό βιβλίο (πρώτη έκδοση 1976). Ώριμα λογοτεχνικά έργα που προσδιορίζουν το προωθημένο ιδεολογικό και αισθητικό στίγμα του δημιουργού σε σύγκριση με τα κείμενα της αγωνιστικής περιόδου (Η Φωτιά, Θητεία). […]

Γιώργος Δ. Παγανός, «Δημήτρης Χατζής. Παρουσίαση-Ανθολόγηση». Η μεταπολεμική πεζογραφία. Από τον πόλεμο του ’40 ως τη δικτατορία του ’67, τ. Η΄, Εκδόσεις Σοκόλη, Αθήνα 1992, 178 & 182.

 

 

[…] Η λέξη […] για μια τέτοια τεχνική σαν αυτή που ακολούθησα, δουλεύει με την αντίστροφη φορά. Δεν θέλει να είναι πλούσια, εύχυμη, ηχηρή, αλλά πρέπει να είναι η απόλυτα, η γυμνά συγκεκριμένη λέξη — όσο κι’ αν είναι «φτωχή» από την καθημερινή χρήση. Δουλεύει δηλαδή και αυτή όχι για να δώσει αυτή τον δικό της νοηματικό και συναισθηματικό πλούτο στο νόημα — μα για να ενταχθεί μέσα σ’ αυτό και μέσα σ’ αυτό να λειτουργήσει υπηρετώντας το. Ο δάσκαλός μου εδώ ήταν ένας ποιητής: Ο Καβάφης. Και εγώ θεώρησα πάντοτε τον δικό μου τον τρόπο, μεταφορά της ποιητικής τεχνικής του Καβάφη στην πεζογραφία.

Δημήτρης Χατζής, «Περί του έργου μου, ομιλώ αυτός», περ. Αντί, τχ. 298 (30 Αυγ. 1985) 25.

 

 

Αν στο Τέλος [της μικρής μας πόλης] έχουμε τη δυνατότητα και την ευκαιρία να μελετήσουμε την κοινωνία του μεσοπολέμου, στο Διπλό Βιβλίο έχουμε την κοινωνία στην οποία εξελίχθηκε μετά το τέλος των εμφυλίων, έτσι που ένας ιστορικός μπορεί κάλλιστα να θεωρήσει το ένα βιβλίο ως συνέχεια του άλλου […] και να δει έτσι πιο ολοκληρωμένα την προσπάθεια του Δημήτρη Χατζή να μας δώσει, μέσω της λογοτεχνίας, τις συνεχόμενες φάσεις της ίδιας κοινωνίας, της ελληνικής κοινωνίας του καιρού του. […]

[…] η πόλη, όπου επιτελούνται τα γεγονότα και δρουν οι ήρωές του [στο Τέλος της μικρής μας πόλης], δεν κατονομάζεται με ακρίβεια σε κανένα σημείο του βιβλίου παρά τις τόσες και τόσες ενδείξεις, ούτε ορίζεται με ακρίβεια η επιστημονική ή γεωγραφική της θέση, γιατί η πόλη του Χατζή θα μπορούσε να είναι οποιαδήποτε πόλη του μεσοπολέμου, μικρή ή μεγάλη, συμπεριλαμβανομένης και της πρωτεύουσας του Νεοελληνικού κράτους. Η αναφορά του σε άλλες, πλην των Ιωαννίνων, πόλεις της ίδιας εποχής που αντιμετωπίζουν ανάλογα προβλήματα ή φαινόμενα και πεθαίνουν με τον ίδιο τρόπο, όπως οι Σέρρες, ο Βόλος, η Σύρος, γενικεύει το φαινόμενο και διευρύνει την οπτική μας γωνία. Είναι η πόλη και η κοινωνία του ελληνικού μεσοπολέμου που αργοπεθαίνει μέρα με τη μέρα και ο κόσμος της, ή, καλύτερα οι κόσμοι της […].

Η πόλη δεν περιλαμβάνει έναν μόνο κόσμο μέσα της αλλά τόσους, όσες και οι συνοικίες της, οι μαχαλάδες, οι οικιστικές της ενότητες δηλαδή στις οποίες ζουν κοινωνικά υποσύνολα αυστηρά περιχαρακωμένα στη δική τους κλειστή και απόλυτα αυτάρκη κοινωνική και οικονομική πραγματικότητα. Για τον λόγο αυτό και ο χώρος της δράσης του κάθε διηγήματος τοποθετείται όχι σε ολόκληρη την πόλη αλλά σε ένα μέρος μόνο, σε μια συνοικία χαρακτηριστική και τυπική, αποκομμένη οργανικά, αυτή και ο κόσμος της, από την υπόλοιπη πόλη με τους μαχαλάδες της, χωρίς προσβάσεις και επικοινωνία, κλειστή και απομονωμένη από την υπόλοιπη κοινωνική και πολιτισμική πραγματικότητα. Οι συντεχνίες, θεσμός καθαρά μεσαιωνικός, οι κοινωνικές ομάδες, τα κοινωνικά υποσύνολα εν γένει ζουν και κινούνται πάντα στη δική τους και μόνο συνοικία, της οποίας τα όρια είναι αυστηρά και απαραβίαστα. Όρια κοινωνικά, θρησκευτικά, ηθικά, πολιτικά και πολιτισμικά αλλά και όρια πραγματικά, όπως τα τείχη του μεσαιωνικού κάστρου. Ο κόσμος της συνοικίας και κατ’ επέκταση ο κόσμος της πόλης […] διαλύεται και καταστρέφεται, συμπαρασύροντας μαζί της και ολόκληρη την κοινωνία, από την στιγμή που θα σπάσουν με οποιοδήποτε τρόπο τα σύνορά της και θα δημιουργηθεί η πρώτη ρωγμή, που όμως θα φέρει σιγά-σιγά και ανεπαίσθητα στην αρχή αλλά σταθερά, με την συνεχιζόμενη αύξηση του ρήγματος, τον θάνατο, το τέλος, όπως π.χ. στην κλειστή κοινωνία των Εβραίων της Ελλάδας του μεσοπολέμου και, σπανιότερα, τη μετάβαση, όπως στην περίπτωση της κοινωνίας των ταμπάκων, σε νέες μορφές κοινωνικής, οικονομικής και, συνεπώς, και ιδεολογικής και πολιτισμικής συγκρότησης.

Ανδρέας Φουσκαρίνης, Η ανολοκλήρωτη κοινωνία του μεσοπολέμου στο βιβλίο του Δημήτρη Χατζή: Το Τέλος της Μικρής μας Πόλης, Αχαϊκές Εκδόσεις, Πάτρα 1990, 30-31 & 33-34.

 

 

Την έντονη ανησυχία για τα προβλήματα του καιρού του και μαζί τον βαθύ ανθρωπισμό του εξέφρασε ο συγγραφέας με την πινακοθήκη των ηρώων του, που πρωταγωνιστούν σε μια σειρά από φαινομενικά συνηθισμένες ιστορίες. Είναι χαρακτηριστικό ότι επιλέγει ως ήρωές του, όχι μόνο πρόσωπα της καθημερινότητας, αλλά τους πιο ανίσχυρους, φτωχούς, συχνά περιθωριακούς τύπους: παιδιά, μοναχικούς γέρους, παραμορφωμένους, πνευματικά καθυστερημένους, άνεργους· ουσιαστικά τους κάθε λογής ανυπεράσπιστους, αναλαμβάνοντας κατά κάποιο τρόπο να γίνει η φωνή τους και να παρουσιάσει τα μικρά, σιωπηλά, αφανή δράματά τους.

Να γίνει η φωνή τους! Πράγματι, ο «παρά τη θέλησή του» χρονικογράφος στο διήγημα «Σαμπεθάι Καμπιλής» και ο συγγραφέας στο Διπλό βιβλίο είναι δύο από τις φανερές μορφές που παίρνει η φωνή του αφηγητή-συγγραφέα, για να μιλήσει για λογαριασμό των ηρώων του. Αυτό, ίσως, συμβαίνει, επειδή ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό, που συνδέει τους ήρωές του, είναι η δυσκολία τους να επικοινωνούν, δυσκολία που εκφράζεται κυρίως μέσω της σιωπής. Η παρουσία τους στο κείμενο σημαδεύεται από αλλεπάλληλες αρνητικές προτάσεις του είδους: «δεν μίλησε», «δεν τολμούσε να μιλήσει», «δεν είπε τίποτε». Το χαρακτηριστικό αυτό αναδεικνύεται σε κύριο θεματικό μοτίβο της πεζογραφίας του.

Έρη Σταυροπούλου, «Δημήτρης Χατζής. “Το φράγμα της σιωπής”. Το πρόβλημα της επικοινωνίας στους ήρωές του». Προτάσεις ανάγνωσης για την πεζογραφίας μιας εποχής, Εκδόσεις Σοκόλη, Αθήνα 2001, 209-210.

 

 

Το Διπλό βιβλίο είναι ένα πολυφωνικό κείμενο με επαναλαμβανόμενα θεματικά μοτίβα που αναπτύσσονται μουσικά. Ο μύθος τοποθετείται στη Γερμανία στα χρόνια της δικτατορίας στην Ελλάδα. Αρχίζει δηλαδή από μια μεταγενέστερη σε σχέση με τις αφετηριακές του εμπειρίες εποχή, από ένα σκληρό παρόν, που έχει όμως διαμορφωθεί από τις συνθήκες του παρελθόντος. […] Το Διπλό βιβλίο εκφράζει την αγωνία του δημιουργού του για το μέλλον της κοινωνίας μας και του τόπου μας. […]

Το Διπλό βιβλίο είναι αποσπασματικό, με αδιέξοδο προβληματισμό. Μοιάζει περισσότερο με συρραφή μικρών ιστοριών που έχουν τη μορφή διηγημάτων. Τα διάφορα πρόσωπα που πρωταγωνιστούν σ’ αυτά επανέρχονται στα επιμέρους κεφάλαια […], για να αποτελέσουν τον αρμό του μύθου. Οι ιστορίες που περιέχονται στις επιμέρους ενότητες αναφέρονται κυρίως στη ζωή και το δράμα Ελλήνων μεταναστών. Είναι εργάτες σε γερμανικά εργοστάσια και περιθωριοποιημένοι διανοούμενοι καφενόβιοι. Κοινές ιστορίες ξεριζωμένων από την πατρίδα ανθρώπων, αλλοτριωμένων, που ζουν στο περιθώριο της καπιταλιστικά οργανωμένης ζωής στη Δυτ. Γερμανία. Βασικό πρόσωπο είναι ο αφηγητής, ο Κώστας, που εργάζεται ως μεταφορέας στο Άουτο ελέκτρικα της Στουτγάρδης, ένα εργοστάσιο που κατασκευάζει φώτα και λαμπτήρες αυτοκινήτων.

[…] Το Διπλό βιβλίο καταγράφει την ιστορία των χαμένων γενιών ή αλλιώς «τον καημό της ρωμιοσύνης». Ο Κώστας αφηγείται τις ιστορίες σε πρώτο πρόσωπο στο «μικρό συγγραφέα», που καταγράφει τα λεγόμενά του. Κάποτε ορισμένα κεφάλαια τα γράφει ο ίδιος ο συγγραφέας, όπως π.χ. το 4ο («Ρέκβιεμ για ένα μικρό ράφτη») και το 8ο («Η Αναστασία των Μολάων»). Συχνά η αφήγηση διακόπτεται και παρεμβάλλεται διάλογος ανάμεσα στον Κώστα και στον συγγραφέα.

Γιώργος Δ. Παγανός, «Δημήτρης Χατζής. Παρουσίαση-Ανθολόγηση». Η μεταπολεμική πεζογραφία. Από τον πόλεμο του ’40 ως τη δικτατορία του ’67, τ. Η΄, Εκδόσεις Σοκόλη, Αθήνα 1992, 194-195.

 

 

[…] Έχοντας εξαντλήσει τα ελληνικά αποθέματα στη συγγραφική του αποθήκη, ο Χατζής επιστρέφει από την αναγκαστική εξορία του σε ηλικία 61 ετών ακριβώς, κάπως προχωρημένη για να τα ανανεώσει. Από την εμιγκράτσια όμως; Τι φέρνει νέο ο συγγραφέας με τις πιο ισχυρές κοινωνιολογικές, οικονομίστικες και ιστορικές εμμονές που έχω γνωρίσει; Τίποτα. Τίποτα λογοτεχνικό. Όταν, αμέσως μετά την επιστροφή του, ένας δημοσιογράφος τον ρωτάει αν σκοπεύει να γράψει «κανένα βιβλίο» με θέμα τους Έλληνες πρόσφυγες του εμφύλιου, η απάντηση του συγγραφέα των ξεριζωμένων είναι μονολεκτική: «Όχι».

Τελεία και παύλα. Και όμως, μόνο για μετανάστες γράφει πια. Αλλά τι σόι μετανάστες; Οικονομικούς, όχι πολιτικούς. Ξενιτεμένους σε χώρες όπου δεν έζησε ο ίδιος: στη Δυτική Γερμανία, στην Ουγκάντα!… Το ξεκαθάρισε μάλιστα μόλις πάτησε το πόδι του στην Ελλάδα — σ’ εκείνη τη συνέντευξη. Περίεργος μπροστά σ’ αυτό το κοφτό «όχι», το σχεδόν ενοχλημένο, ο δημοσιογράφος ρωτάει «γιατί;». Ο συγγραφέας απαντάει: «νομίζω ότι δεν μου πάει. Περισσότερο προτιμώ ν’ αναζητήσω σ’ έναν Έλληνα της Δυτικής Γερμανίας, σ’ ένα μετανάστη, που ζει δέκα, δώδεκα χρόνια σε μια μεγάλη πόλη —όχι πια στη Μικρή μας πόλη— με τα τσιμέντα, με το γυαλί και το σίδερο, που δουλεύει με τις γερμανικές “νόρμες”, που έχει γύρω του την κοινωνία της κατανάλωσης, προτιμώ λοιπόν ν’ αναζητήσω σ’ αυτόν ποια είναι η ρίζα της ζωής του…». […]

Το σπουδαίο όμως είναι ότι αποκλείει ρητά, προγραμματικά, ως θέμα, την πραγματικότητα που έζησε, ολόκληρη ζωή σχεδόν, για να ασχοληθεί με μια πραγματικότητα που δεν εγνώρισε, αυτός, ο ρεαλιστής, που την οικοδομεί με υλικά παρμένα από έννοιες: καπιταλισμός, δεύτερη βιομηχανική επανάσταση, υψηλή ειδίκευση και κατανομή εργασίας […], νόρμες παραγωγικότητας και εργασίας, συνδικαλισμός, προλεταριοποίηση και περιθωριοποίηση, κατανάλωση, αλλοτρίωση παντού, από την παραγωγή ώς τον έρωτα κτλ. Και να αντιπαραβάλει αυτή τη δυτικογερμανική πραγματικότητα με την αντίστοιχη παρ’ ημίν, μάλιστα —για να είναι πιο χτυπητή η αντίθεση, το κοντράστο— με την ύπαιθρό μας που διώχνει τους νέους, τη μικρή, βιοτεχνική παραγωγή της επαρχίας μας, τη μιζέρια, τα πάθη και την ανθρωπιά τέλος, έστω δοκιμαζόμενη, φθίνουσα.

Στους αντίποδες της Γερμανίας η Ουγκάντα — στη μέση η Ελλάδα. Την αφρικανική χώρα δεν την είδαμε παρά μόνο σε τίτλο μυθιστορήματος που έμεινε ημιτελές στα κατάλοιπα του συγγραφέα: Ο θείος Πολυκράτης από την Ουγκάντα. […]

Δημήτρης Ραυτόπουλος, «Δημήτρης Χατζής. Το χαμένο βιβλίο». Εμφύλιος και λογοτεχνία, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2012, 48-50.

 

 

Αλλά και το Διπλό βιβλίο είναι γεμάτο μεταβάσεις και στο χρόνο και στο χώρο: από τη Γερμανία στο Ντομπρίνοβο και από τη Σούρπη στους Μολάους. Το πρώτο βιβλίο είναι ο παλιός κόσμος και το δεύτερο ο νέος, ο αβέβαιος χωρίς οδηγίες και σταθερότητες κι αυτή η μετάβαση από το ένα βιβλίο στο άλλο συμπίπτει και με τη μετάβαση από το συγγραφέα, που το πρώτο βιβλίο είναι δικό του, στον αναγνώστη-Κώστα του δεύτερου βιβλίου. Στο Διπλό βιβλίο εκδηλώνεται σαφώς η εγκατάλειψη από το Χατζή της μεσιανικής πίστης στην τεχνολογία και στο μοντέρνο, όπως αυτή προβάλλεται στα πρώτα του διηγήματα και η στροφή του σε ένα είδος μεταμοντέρνας επίγνωσης και απογοήτευσης από το πολλά υποσχόμενο όραμα της βιομηχανικής κοινωνίας.

Εν γένει το έργο του Χατζή χαρακτηρίζεται από μια σειρά μεταβάσεις τις οποίες διαπιστώνει κανείς παρακολουθώντας την πορεία του από το Τέλος της μικρής μας πόλης στο Διπλό βιβλίο. Στο κοινωνικό επίπεδο παρατηρούμε τη μετάβαση από τη μικρή πόλη σε όλο σχεδόν το ρωμέικο, στο ειδολογικό από το διήγημα στο μυθιστόρημα, στο ιδεολογικό από τη βεβαιότητα και την αισιοδοξία στο σκεπτικισμό και τον αναθεωρητισμό, στο λογοτεχνικό από το συγγραφέα στον αναγνώστη.[…]

Ο Χατζής είναι κάτι περισσότερο από ρεαλιστής πεζογράφος και το ζήτημα είναι να καθορίσουμε αυτή την περισσή διαφορά του από τους άλλους ρεαλιστές. Κατά τη γνώμη μου αυτό γίνεται αν προσθέσουμε το επίθετο ουμανιστικός ως προσδιορισμό του είδους του ρεαλισμού του, όπως άλλοι παλαιότερα πρόσθεταν το κριτικός, το σοσιαλιστικός ή το κοινωνικός. Θα μπορούσε βέβαια κανείς να αντικαταστήσει τον όρο «ουμανιστικός ρεαλισμός» με έναν άλλο παρεμφερή το «νοσταλγικός ρεαλισμός» ή «ρεαλισμός της νοσταλγίας», αν δει τα πράγματα μέσα από το πρίσμα της εξορίας και τη διττή θέαση που αυτή παρέχει σε έναν εξόριστο συγγραφέα: αυτή της ειρωνικής απόστασης και εκείνη της νοσταλγικής μέθεξης. […]

Δημήτρης Τζιόβας, «Η πεζογραφία του Δημήτρη Χατζή: Ουμανιστικός ρεαλισμός και η ποιητική της μεταβατικής αφήγησης». Δημήτρης Χατζής. Μια συνείδηση της ρωμιοσύνης, εισαγ. Ερατοσθένης Γ. Καψωμένος, επιμ. Γιάννης Η. Παππάς & Αντώνης Δ. Σκιαθάς, Αχαϊκές Εκδόσεις, Πάτρα 1999, 51-52.

 

 

[…] Η απουσία πλοκής στο νεοτερικό μυθιστόρημα είναι συνήθως μια προγραμματισμένη ασυνέχεια ή, όπως στην περίπτωση του Διπλού βιβλίου, μια ασυνέχεια που προέκυψε από την ενστικτώδη αντίδραση του συγγραφέα να επινοήσει ή να κατασκευάσει ένα πλασματικό νοηματοδοτικό κέντρο, ορατό ή αόρατο, το οποίο θα ενορχήστρωνε την πολλαπλότητα των στοιχείων που ενυπάρχουν στον μύθο του. Αυτό που χωρίς υποτιμητική διάθεση χαρακτηρίστηκε «αποτυχία», συνιστά το θρίαμβο του καλλιτεχνικού ενστίκτου και της πνευματικής εντιμότητας του Δημήτρη Χατζή. Όποιες κι αν ήταν οι αρχικές προθέσεις του —απόρροια της ίδιας της συγγραφικής του παράδοσης και της ιδεολογικής του τοποθέτησης— κατάλαβε και μαρτύρησε ότι ο κόσμος του ΑΟΥΤΕΛ δεν μπορεί να υπαχθεί στην ενοποιητική λειτουργία μιας σφιχτοδεμένης πλοκής· κατάλαβε και μαρτύρησε ότι η μετάβαση από τη «μικρή μας πόλη» στη μοντέρνα βιομηχανική μεγαλούπολη κατακερματίζει την ανθρώπινη εμπειρία και καθιστά αδύνατη την υπαγωγή της σε ένα συνθετικό-εναρμονιστικό σχήμα μυθιστορηματικής αφήγησης. Αυτό που τόσο διορατικά υποψιάστηκαν ο Γιάννης Καλιόρης και ο Αλέξανδρος Κοτζιάς, σε ό,τι αφορά το μοντερνισμό του Διπλού βιβλίου, πιστεύω πως οφείλουμε να το προεκτείνουμε και να του δώσουμε όλη τη σημασία που του αξίζει: να αποσπάσουμε το Διπλό βιβλίο από την κατηγορία του επιγονικού ρεαλισμού και να το εντάξουμε στα σίγουρα και πολύτιμα κέρδη της νεοτερικής μας πεζογραφίας.

Σπύρος Τσακνιάς, «Το Διπλό βιβλίο και οι δύο προοπτικές». Δημήτρης Χατζής. Μια συνείδηση της ρωμιοσύνης, εισαγ. Ερατοσθένης Γ. Καψωμένος, επιμ. Γιάννης Η. Παππάς & Αντώνης Δ. Σκιαθάς, Αχαϊκές Εκδόσεις, Πάτρα 1999, 188-189.

 

 

Στο Διπλό βιβλίο μπορούμε να μιλάμε πια για μια πόλη, τη Στουτγάρδη, μόνο με αποσπάσματα. Διακρίνουμε μια σαφή τριλογία αποσπασμάτων (το εργοστάσιο, το σταθμό, το κέντρο της πόλης), μέσα από την οποία προσπαθεί να αρθρώσει το λόγο της η πολιτεία των ξένων, η Στουτγάρδη του Δ. Χατζή. Μέσα σ’ ένα αρχιπέλαγος τελικά από διαφορετικές επάλληλες και παράλληλες πραγματικότητες που εκπροσωπεί η Στουτγάρδη, πραγματικότητες που συνυπάρχουν και διεκδικούν το χώρο και μια θέση ισορροπίας μέσα σ’ αυτόν, μέσα σ’ ένα σύνολο και από πολλά άλλα αποσπάσματα, μια χαλαρή κοινότητα —οι έλληνες μετανάστες— αποπειράται την κατάκτηση μιας έστω αποσπασματικής τάξης μέσα στο χώρο.

Φωτεινή Μαργαρίτη, «Ο Δ. Χατζής και οι πόλεις. Στις πηγές μιας θεωρίας για την μοντέρνα πόλη». Δημήτρης Χατζής. Μια συνείδηση της ρωμιοσύνης, εισαγ. Ερατοσθένης Γ. Καψωμένος, επιμ. Γιάννης Η. Παππάς & Αντώνης Δ. Σκιαθάς, Αχαϊκές Εκδόσεις, Πάτρα 1999, 234.

 

 

Δεν υπάρχει καμμιά αμφιβολία πως περισσότερο από εβδομήντα χρόνια τώρα το «σπάσιμο της μορφής» όπως δουλεύεται και σε όλες τις άλλες τέχνες και στη λογοτεχνία, σαν μια απάρνηση της κληρονομημένης αστικής τέχνης και πίσω απ’ αυτήν της κλονισμένης αστικής ιδεολογίας και κοσμοαντίληψης, έφερε μια τεράστια ανανέωση σε όλες τις τέχνες. Χωρίς ποτέ να βγάλω το καπέλο μου σε κανέναν που θορυβεί στο όνομα του νεωτερισμού, προσπάθησα να μεταφέρω όσο μπορούσα περισσότερα από τα διδάγματα αυτής της ανανέωσης μέσα στην έλλογη δική μου κατασκευή, όπως την είπα γρηγορότερα.

Ήδη μέσα στα διηγήματα από Το Τέλος της μικρής μας πόλης, η παλιά τεχνική είναι σπασμένη, η προσπάθεια για επάλληλα επίπεδα είναι δοκιμασμένη. Αργότερα, τη σπασμένη αυτή τεχνική, που ωστόσο θέλω να μείνει τεχνική και να μην είναι αυθαίρετη ατεχνία, τη μετέφερα στο τελευταίο μου βιβλίο, Το διπλό βιβλίο. Δεν ξέρω τι κατάφερα, λέω απλώς τι προσπάθησα. Την αντίληψή μου για την τέχνη, τη λειτουργία της, τις υποχθόνιες και μυστικές δυνάμεις που οδηγούν στο τελειωμένο έργο της τέχνης, προσπάθησα στο όνομα της γλυπτικής, να τις εκθέσω στο διήγημα που έχει τον τίτλο «Το φονικό της Ιζαμπέλλας Μόλναρ».

Δημήτρης Χατζής, «Περί του έργου μου, ομιλώ αυτός», περ. Αντί, τχ. 298 (30 Αυγ. 1985) 25.

 

 

[…] Τα οδυνηρά γεγονότα και οι εμφύλιοι έχουν την πρωτοκαθεδρία στην οδύνη, παράγουν τη λεγόμενη λογοτεχνία του τραύματος. Η τελευταία είναι μια σύνθετη (με τους κανόνες της τέχνης πάντα) επεξεργασία του τραύματος, η οποία δεν μπορεί παρά να έχει ένα ορατό τέλος: την επούλωση, τη συμφιλίωση και γιατί όχι, σύμφωνα με τον Ρικαίρ, τη συγχώρηση. Η επεξεργασία αυτή περνά από μια πορεία η οποία εν ολίγοις περιγράφεται ως μετάβαση από την «πολιτική της οδύνης» ή το «λόγο της θυματοποίησης», όπου η αφήγηση για το παρελθόν αναγνωρίζει μόνο το προσωπικό τραύμα και αγνοεί το τραύμα του Άλλου, στην αναγνώριση και την παραδοχή του τραύματος του Άλλου, δηλαδή, στην περίπτωσή μας, στην παραδοχή του εμφυλιακού τραύματος ως διττού.

[…] Ενώ λοιπόν η πεζογραφία των πολιτικών προσφύγων είναι μια καθαρή περίπτωση «λόγου της θυματοποίησης», στο εσωτερικό της παρήχθη και το πρώτο κείμενο που εμπεριέχει την αναγνώριση του τραύματος του Άλλου, το διήγημα του Δημήτρη Χατζή «Ανυπεράσπιστοι» (1964), ενώ κάτι τέτοιο θα το περιμέναμε από τους σχετικά πιο «ελεύθερους» συγγραφείς στην Ελλάδα. Ο Χατζής ωστόσο είναι μια ιδιαίτερη περίπτωση πρώιμης κατάρριψης των ψευδαισθήσεων και νομίζω πως η κατάρριψη των ψευδαισθήσεων ανοίγει οπωσδήποτε το δρόμο για την αναγνώριση του τραύματος του Άλλου.

Βενετία Αποστολίδου, «Στρογγυλό τραπέζι: Αφήγηση, αναπαράσταση και λογοτεχνία», περ. Νέα Εστία, 169 (2011) 1010.

 

 

 

Ένα ακόμα ζήτημα που πρέπει και αυτό να σου το κάνω καθαρό — να μην έχεις στραβές σκέψεις. Είναι το ζήτημα της επιστροφής μου στην Ελλάδα. Φυσικά, φυσικότατα θέλω να γυρίσω στην Πατρίδα. Αλλά καθόλου-καθόλου δεν είμαι εκνευρισμένος εξ αιτίας του ζητήματος αυτού. Στην Ελλάδα θέλω να γυρίσω και πρέπει να γυρίσω όσο το δυνατό γρηγορότερα γιατί αν δεν γυρίσω, σα συγγραφέας είμαι χαμένος. (Δε μπορώ βέβαια να γίνω —έτσι είναι με αυτό το συγγραφιλίκι— στα καλά καθούμενα ούγγρος ή γερμανός συγγραφέας — μόνο έλληνας συγγραφέας μπορώ να είμαι, αλλά είκοσι χρόνια μακριά από την Ελλάδα — δε μπορώ πια να είμαι έλληνας συγγραφέας). Αυτό είναι το ζήτημα. Αλλοιώς — αν ήμουνα γιατρός, μηχανικός, τορναδόρος ή καστανάς (έχει και εδώ καστανάδες στο δρόμο!), θα με έφτανε να έρχομαι καμιά φορά να βλέπω εσάς και δε θα μου χρειαζότανε και πολύ να γυρίσω στην Ελλάδα. Μπορώ εγώ να ζήσω και έξω —και με το κλίμα και με την κοινωνία των ξένων δεν τα πάω άσχημα— θα μπορούσα να ζήσω, όπως έζησαν εκατομμύρια ξενητεμένοι έλληνες. Αλλά ξενητεμένος συγγραφέας δεν ξέρω να υπήρξε — μονάχα από τη ρίζα σου μπορείς να τρέφεσαι. Γι’ αυτό και μόνο γι’ αυτό θέλω να γυρίσω. Και μην ανησυχείς καθόλου — εγώ θα γυρίσω. Γι’ αυτό ακριβώς προτιμώ να επιβάλω το γυρισμό μου —τον γυρισμό ενός συγγραφέα που έχει αξία— παρά να στενοχωριέμαι με νοσταλγίες ή να ανυπομονώ και να ταπεινώνομαι με παρακάλια. Εσύ Λίτσα μου, ξέρεις πριν από τριάντα χρόνια έναν αδύνατο, καλόκαρδο —και αρκετά άτακτο— αδερφό. Αυτός που σου γράφει εδώ είναι ένας σκληρός και επίμονος άνθρωπος.

[Απόσπασμα από γράμμα του Δημήτρη Χατζή στην αδελφή του Λίτσα]. Νίκος Γουλανδρής, 491 δελτία (1930-1975) για τον Δημήτρη Χατζή. Από τα Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας, την Εθνική Βιβλιοθήκη Széchényi της Ουγγαρίας, δημόσιες και ιδιωτικές πηγές, Μαύρη Λίστα, Αθήνα 2001, 300-301 (δελτίο αρ. 426).

 

Δείτε επίσης και:


Μεταπολεμική πεζογραφία