Πρόσωπα και θέματα της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας

▲▲▲ Νεοελληνικός Διαφωτισμός

«Εγκυκλοπαιδεία ή Λεξικό αλφαβητικά ταξινομημένο
των τεχνών και των επαγγελμάτων» (εξώφυλλο) [πηγή: Βικιπαίδεια].
 

 

Η φιλοσοφία του Διαφωτισμού, στην ώριμη διατύπωσή της στη σκέψη του δέκατου όγδοου αιώνα, εξέφρασε τη χειραφέτηση του ευρωπαϊκού πνεύματος από τα δεσμά της μεσαιωνικής κοσμοθεωρίας. […] Ο Διαφωτισμός στηρίχτηκε στην ελπίδα της απαλλαγής της ανθρώπινης σκέψης από το σκότος της πλάνης, της άγνοιας και της προκατάληψης. Οι πηγές του ήταν η Καρτεσιανή ριζική αμφιβολία απέναντι στις καθιερωμένες αυθεντίες, καθώς και ο αδυσώπητος πόλεμος που είχαν κηρύξει ο Hobbes και ο Spinoza εναντίον της δεισιδαιμονίας που εξευτέλιζε το ανθρώπινο πνεύμα.

Ο δρόμος προς τον Διαφωτισμό άνοιξε με τον γενναίο προβληματισμό γύρω από τη φύση, τις πηγές και τα όρια της γνώσης, που είχε εισαγάγει ο John Locke στο έργο του Δοκίμιο για την ανθρώπινη νόηση. Καθορίζοντας τις γνωστικές δυνατότητες του ανθρώπινου πνεύματος και καταστρέφοντας έτσι τα θεμέλια της πλάνης, ο Locke δίκαια μπορεί να θεωρηθεί ως ο «πατέρας του Διαφωτισμού». Η σκέψη του στάθηκε η αφετηρία του επίμοχθου ταξιδιού του Διαφωτισμού, που έφτασε στην κορύφωσή του με τη διατύπωση του πιο χαρακτηριστικού του αιτήματος με την προτροπή του Kant: sapere aude, «τόλμα να γνωρίζεις». […]

Η απόρριψη της αυθεντίας, η αναγνώριση της εμπειρικής βάσης των γνωστικών δυνάμεων της ανθρώπινης νόησης και η οικουμενική πρόσκληση για γνώση είχαν σαφείς πολιτικές συνέπειες. Η νέα γνωσιολογία είχε εξισωτικό χαρακτήρα. Οι άνθρωποι αναγνωρίζονται από τον Διαφωτισμό ως ανεξάρτητες μονάδες, που διαθέτουν δυνάμει ίσες γνωστικές ικανότητες και ισοδύναμες δυνατότητες λογικής κρίσης, που θα μπορούσε να καλλιεργηθεί και να βελτιωθεί με κατάλληλη αγωγή. Κατά συνέπεια, ο καθένας θα μπορούσε να διεκδικήσει ίσα πολιτικά δικαιώματα και ίσες δυνατότητες λόγου. Έτσι, ο πολιτικός φιλελευθερισμός, που αναγνώριζε την αυτονομία και τα δικαιώματα του ατόμου, αποτέλεσε τη φυσική πολιτική έκφραση της νέας φιλοσοφίας. Ο φιλελευθερισμός του Διαφωτισμού ενισχύθηκε από την εκκοσμικευμένη θεωρία του φυσικού δικαίου, η οποία καθιέρωνε την αρχή των αναπαλλοτρίωτων ανθρώπινων δικαιωμάτων, ως ουσιαστικό περιεχόμενο της ιδέας της ελευθερίας. Ως πολιτική στάση, ο Διαφωτισμός αντιπροσώπευε την κατάφαση προς όλες τις πρακτικές συνέπειες της χειραφέτησης της ανθρώπινης νόησης από την κηδεμονία της αυθεντίας: διεκήρυσσε τα δικαιώματα του ατόμου, αντιμαχόταν το δεσποτισμό, το φανατισμό, τη μισαλλοδοξία και την κοινωνική αδικία. Τέλος, σε μια ιστορική στιγμή επαναστατικής έξαρσης, ενστερνίστηκε, ως τη φυσική ιδεολογική του κορύφωση, τα ιδεώδη της ελευθερίας, της ισότητας και της αδελφοσύνης των ανθρώπων και των λαών, τα οποία συνέθεταν τη νέα «θρησκεία της ανθρωπότητας».

Πασχάλης Μ. Κιτρομηλίδης, Νεοελληνικός Διαφωτισμός. Οι πολιτικές και κοινωνικές ιδέες, μτφ. Στέλλα Νικολούδη, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 2000 (3η έκδ.), 13-14.

 

 

Ο χρόνος του ελληνικού Διαφωτισμού ορίζεται ιδίως στις ύστερες δεκαετίες του ΙΗ΄ αιώνα και στις πρώτες του ΙΘ΄, ή, πιο στενά, στην πενηνταετία 1774-1821, δηλαδή λίγο αργότερα από του δυτικού Διαφωτισμού, του οποίου η αρχή ανάγεται ως τον ΙΖ΄ αιώνα, και το τέρμα στους αμέσως πριν από την Γαλλική Επανάσταση χρόνους. […]

Η εξέλιξη του Διαφωτισμού στον ελληνικό πνευματικό χώρο θα μπορούσε να διακριθεί σε τρεις περιόδους, που αντιστοιχούν με τρεις περιόδους της γαλλικής παιδείας και εκφράζουν, συμβατικά πάντα αλλά καλά, και την σχέση ανάμεσα στα δύο κινήματα και την χρονική απόκλιση που τα χωρίζει. Πρώτη, προδρομική περίοδος του ελληνικού Διαφωτισμού είναι εκείνη που εκδηλώνεται με την προβολή του ονόματος του Βολταίρου. Ο Γάλλος φιλόσοφος που είχε, κιόλας, πολύ νωρίς σχολιασθεί στην πατρίδα του και γίνει αφορμή σκανδάλων, είταν, σε ολόκληρο σχεδόν τον ΙΗ΄ αιώνα, το κατεξοχήν κατάλληλο σύμβολο της ελευθεροφροσύνης· με τον τρόπο αυτό το όνομά του εξάρθηκε από πολύ νωρίς και έξω από τα σύνορα της Γαλλίας, από προοδευτικούς συγγραφείς, όπως επίσης εχρησιμοποιήθηκε από τους αντιπάλους του φιλελευθερισμού. Σ’ αυτή την, θολή ακόμη και προδρομική, περίοδο της πορείας της ελληνικής γραμματείας τρία ονόματα εμφανίζονται επαρκώς ενδεικτικά: Θωμάς Μανδακάσης, Ιώσηπος Μοισιόδακας, Ευγένιος Βούλγαρης. Καλύτερα από κάθε άλλο σύγχρονο έργο, το πνεύμα της εποχής το εκφράζει η Απολογία του Μοισιόδακα η οποία εκυκλοφόρησε το 1780, σε έναν τόμο. Στην επόμενη περίοδο ισχυρή επίδραση άσκησε στον ελληνικό χώρο η Γαλλική Εγκυκλοπαιδεία, όπως φαίνεται σε χαρακτηριστικά ελληνικά έργα· η μεγαλοφάνταστη αυτή απογραφή του πνευματικού δυτικού κόσμου στην πιο αποφασιστική ώρα της ιστορίας του μετά την Αναγέννηση, δεν έμεινε άγνωστη στον ελληνισμό, ούτε τον άφησε ασυγκίνητο: η αφήγηση των σχέσεων του τελευταίου αυτού με την Γαλλική Εγκυκλοπαιδεία είναι από τις πιο γόνιμες σε συμπεράσματα, προκειμένου να γίνει γνωστή η πορεία του ελληνικού νου. Της δεύτερης αυτής περιόδου τυπικός εκπρόσωπος στον κόσμο της ελληνικής διανόησης πρέπει να θεωρηθεί ο φαναριώτης Δημήτριος Φωτιάδης ή Καταρτζής και κοντά του οι οπαδοί του, ανάμεσα στους οποίους βρίσκεται και ο Ρήγας Βελεστινλής. Από τα άλλα έργα της εποχής, δίπλα στις συγγραφικές πραγματοποιήσεις του Καταρτζή, οι οποίες δεν ετυπώθηκαν στους καιρούς του, η Γεωγραφία των Δημητριέων δηλαδή του Δανιήλ Φιλιππίδη και του Γρηγόριου Κωνσταντά, τυπωμένη στα 1791, είναι τυπική των τότε ελληνικών απασχολήσεων. Τέλος, η τρίτη περίοδος του ελληνικού Διαφωτισμού θα είχε στενή σχέση με την κίνηση των Ιδεολόγων: της ομάδας, δηλαδή, των διανοουμένων οι οποίοι, σταθερά προσηλωμένοι στις αρχές της ελευθερίας και της ισότητας που λαμπρύνουν την θεωρία της Γαλλικής Επανάστασης, αποδοκιμάζουν τη βιαιότητα της εφαρμογής των αρχών αυτών και κρατήθηκαν για τούτο μακρυά από την πολιτική δράση στα χρόνια της Επανάστασης και του Ναπολέοντα. Του πνεύματος αυτού, γενναίου στη θεωρία αλλά συγκρατημένου για ό,τι αποβλέπει στην πράξη, χαρακτηριστικός εκπρόσωπος στον ελληνικό κόσμο είναι ο Αδαμάντιος Κοραής του οποίου η μακρά δράση υπερβαίνει τα ειδικά πλαίσια του ελληνικού Διαφωτισμού. Το ολιγοσέλιδο «Υπόμνημά» του «για την παρούσα κατάσταση των Ελλήνων», που εδημοσιεύθηκε πρώτη φορά στα γαλλικά το 1803, και αργότερα επανειλημμένα, και μεταφράσθηκε, επίσης επανειλημμένα, στην γλώσσα μας, αποτελεί ασφαλώς το πιο αντιπροσωπευτικό έργο αυτής της περιόδου ίσως δε και του όλου ελληνικού Διαφωτισμού· άγγλος ιστορικός, ο C. A. Fyffe, έγραψε για το υπόμνημα ότι είναι «ένα από τα πλέον φωτεινά και ενδιαφέροντα ιστορικά σκαριφήματα όσα ποτέ εγράφθηκαν». Στην εποχή όμως αυτή της ακμής της ελληνικής παιδείας ο διαφορισμός είναι έκδηλος, και παράλληλα προς τις μέσες τάσεις τις οποίες εκπροσωπεί ο Κοραής, εκδηλώνονται άλλες, ακραίες: από τη μία πλευρά οι τελείως συντηρητικές, οι αντίθετες προς τον Διαφωτισμό που βρίσκονται σε έξαψη· και οι τελείως ριζοσπαστικές από την άλλη· των τελευταίων σαφείς εικόνες δίνουν τέσσερα κυρίως έργα, και τα τέσσερα κυκλοφορημένα ανώνυμα, με τρόπο, δηλαδή, πολύ ενδεικτικό. Είναι τα ακόλουθα: πρώτα μία ανεπίγραφη, όπως σώζεται, έντυπη, πεζή σάτιρα, που εκυκλοφόρησε πιθανώς γύρω στο 1789: κείμενο καταπληκτικά βίαιο εναντίον κάθε μορφής κατεστημένου· το ονοματίζουμε, συμβατικά, «Ο Ανώνυμος του 1789». Ύστερα ο «Ρωσσαγγλογάλλος», έργο έμμετρο, του οποίου η σύνταξη περιορίζεται ανάμεσα στα χρόνια 1799 και 1810, ίσως γύρω στα 1805, και που παρέμεινε (καθώς φαίνεται) ανέκδοτο, παρ’ όλη την ευρεία, σε χειρόγραφα, κυκλοφορία του· κατηγορεί τον κλήρο, τους Φαναριώτες, τους προεστούς και τους εμπόρους ότι προτιμούν τον τουρκικό ζυγό από την απελευθέρωση της Ελλάδας. Τρίτη η «Ελληνική Νομαρχία», του 1806, πεζογράφημα, που από τότε έχει πολλές φορές σχολιασθεί για την ελευθεροφροσύνη του. Τέλος, οι «Κρίτωνος στοχασμοί», του 1819, έργο πεζό και αυτό, στρεφόμενο ιδίως εναντίον του κλήρου. Το άκρως συντηρητικό πνεύμα εκπροσωπείται καλά στην τότε γραμματεία από το ψευδώνυμο έργο του Αθανάσιου Πάριου «Αντιφώνησις» […].

Κ.Θ Δημαράς, Νεοελληνικός Διαφωτισμός, Ερμής, Αθήνα 2009 (10η έκδ.), 1 & 10-12.

 

 

 

[…] Για πρώτη ουσιαστικά φορά μετά την Άλωση, μία ομάδα λαϊκών έφτασε σε κοινωνική περιωπή αντίστοιχη με εκείνη που είχε αποκτήσει η εκκλησιαστική ιεραρχία από το 1453. Ο νέος αυτός κοινωνικός σχηματισμός ήταν η φαναριώτικη «αριστοκρατία», μια κοινωνική ομάδα η οποία αναδείχθηκε χάρη στις επιδόσεις της στο εμπόριο και στα επιστημονικά επαγγέλματα, κατά την περίοδο της κοινωνικής αλλαγής που σημειώθηκε στην οθωμανική αυτοκρατορία στο δεύτερο ήμισυ του δέκατου έβδομου αιώνα. Η οικονομική ευμάρεια επέτρεψε στους Φαναριώτες —ονομάστηκαν έτσι γιατί κατοικούσαν στη συνοικία Φανάρι της Κωνσταντινούπολης, όπου είχε την έδρα του και το Οικουμενικό Πατριαρχείο από το 1599— να μορφωθούν στη Δύση και να σταδιοδρομήσουν ως λόγιοι, πράγμα που τους έδωσε τη δυνατότητα να αναλάβουν την καθοδήγηση της ανώτερης ελληνικής εκπαίδευσης και να καταλάβουν αξιώματα στην πατριαρχική αυλή. Η γλωσσομάθειά τους και το κοσμοπολιτικό τους πνεύμα έκαναν τις υπηρεσίες τους πολύτιμες για την Υψηλή Πύλη, σε μια εποχή που η οθωμανική αυτοκρατορία, μετά από σοβαρές στρατιωτικές ήττες, και με αμβλυμένη την επεκτατική της ορμή, βρισκόταν αναγκασμένη ν’ αρχίσει σοβαρές διπλωματικές διαπραγματεύσεις με τις ευρωπαϊκές δυνάμεις. Έτσι, οι Φαναριώτες εισήλθαν στην οθωμανική διπλωματική υπηρεσία και έγιναν οι κύριοι διαπραγματευτές της Πύλης καταλαμβάνοντας το αξίωμα του Μεγάλου Διερμηνέα, το οποίο επί δύο σχεδόν αιώνες συνήθως κατείχε κάποιος από αυτούς.

Ο πρώτος Έλληνας Μεγάλος Διερμηνέας ήταν ο Παναγιώτης Νικούσιος, τον οποίο διαδέχτηκε ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος (1641-1709), ο «εξ απορρήτων της κραταιάς βασιλείας των Οθωμανών», ιδρυτής της μεγαλύτερης φαναριώτικης δυναστείας. […]

Πασχάλης Μ. Κιτρομηλίδης, Νεοελληνικός Διαφωτισμός. Οι πολιτικές και κοινωνικές ιδέες, μτφ. Στέλλα Νικολούδη, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 2000 (3η έκδ.), 32-33.

 

Ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος «ο εξ απορρήτων». Ελαιογραφία σε μουσαμά, 55x46 εκ.
Έργο του Τρ. Καλογερόπουλου (1893) [πηγή: Εθνικό Ιστορικό Μουσείο].
 

 

Σε όλο το διάστημα […] που καλύπτουν η ακμή και η παρακμή των Φαναριωτών, σημαντικές ανακατατάξεις γίνονται στο ελληνικό σύνολο αναφορικά με την παιδεία: νέοι στόχοι, νέα προβλήματα, νέοι σκοποί. Οι έννοιες της «αρετής» υπό το πνεύμα του Montesquieu, δηλαδή της συνείδησης του πολίτη, της «ευδαιμονίας», δηλαδή της γήϊνης ευτυχίας σε αντίθεση προς τη θρησκευτική μακαριότητα, προέχουν στην σκέψη των διανοούμενων της εποχής. Νέες λέξεις υιοθετούνται ή δημιουργούνται για να εκφράσουν την τροπή των ενδιαφερόντων· η λέξη «μόδα» εισάγεται ακόμη και σε αρχαϊκό επίγραμμα· άλλων λέξεων, επίσης χαρακτηριστικών, έχουμε, κατά κάποιο τρόπο, τη ληξιαρχική πράξη της γέννησής τους· «ανεξιθρησκεία» 1768, «πολιτισμός» 1804. Τα βιβλία των οποίων η εκδοτική παραγωγή πολλαπλασιάζεται μέσα σε λίγες δεκαετίες, ασχολούνται πρόθυμα με θέματα κοινωνικά· Χαρακτήρες, Οδηγοί καλής συμπεριφοράς, ανάμεσα στους οποίους ο πιο διαδομένος τιτλοφορείται Χρηστοήθεια, επιστολάρια, διάλογοι για την εξυπηρέτηση όσων ταξιδεύουν σε ξένους τόπους.

Κ.Θ. Δημαράς, Νεοελληνικός Διαφωτισμός, Ερμής, Αθήνα 2009 (10η έκδ.), 10.

 

 

Προέκταση της γεωγραφικής βάσης του ελληνικού Διαφωτισμού συνιστούσαν τα κέντρα της ελληνικής διασποράς στις πόλεις της Δυτικής και Κεντρικής Ευρώπης. […] Η Βενετία, μία από τις μητροπόλεις του ευρωπαϊκού ανθρωπισμού, υπήρξε κέντρο των ελληνικών γραμμάτων από την εποχή της Αναγέννησης και η παράδοση αυτή διατηρήθηκε από διαδοχικές γενεές Ελλήνων διανοουμένων, μελών της τοπικής ελληνικής αδελφότητας. Διαμέσου των στενών της εμπορικών και πολιτισμικών δεσμών με την Ελληνική Ανατολή, οι οποίοι, με τη συρρίκνωση της βενετικής δύναμης τον δέκατο όγδοο αιώνα, περιορίστηκαν κυρίως στα Ιόνια νησιά και στη γειτονική δυτική ακτή της Ελλάδας, η Βενετία αποτέλεσε για τέσσερις αιώνες τη γέφυρα μεταξύ του ελληνικού κόσμου και της νεότερης Ευρώπης. […] Η Βενετία υπήρξε επιπλέον το κυριότερο κέντρο της ελληνικής τυπογραφίας σε ολόκληρη την περίοδο της οθωμανικής κατοχής, όταν η λειτουργία ελληνικών τυπογραφείων εντός της οθωμανικής αυτοκρατορίας είτε απαγορευόταν είτε, αν επιτρεπόταν, παρέμενε επισφαλής και βραχύβια. Μεταξύ του δέκατου έβδομου και των αρχών του δέκατου ένατου αιώνα λειτουργούσαν στη Βενετία τρία ελληνικά τυπογραφεία (είχαν ιδρυθεί το 1670, 1685 και 1775 αντίστοιχα) και πολυάριθμα ελληνικά βιβλία τυπώθηκαν εκεί.

Γύρω στα μέσα του δέκατου όγδοου αιώνα ορθόδοξοι έμποροι ίδρυσαν παροικίες στη Βιέννη και στην Τεργέστη. Στις νέες κοινότητες ο Αψβούργος αυτοκράτορας σύντομα παραχώρησε προνόμια. Και οι δύο έγιναν σημαντικά κέντρα οικονομικής και πολιτισμικής δραστηριότητας. Το μεγαλύτερο μέρος της πνευματικής παραγωγής του ελληνικού Διαφωτισμού, όσον αφορά τις εκδόσεις βιβλίων, συντελέστηκε στο τρίγωνο που σχηματίζεται από τη Βιέννη και τις δύο πόλεις της Αδριατικής που αναφέραμε. Δυτικότερα, ελληνικές εμπορικές κοινότητες που αναπτύχθηκαν επίσης σε κέντρα πνευματικής ζωής υπήρχαν στο Άμστερνταμ, στη Μασσαλία και στο Παρίσι. Στην Κεντρική Ευρώπη και ιδιαίτερα στις πόλεις της Ουγγαρίας, είχε δημιουργηθεί ένας πραγματικός ελληνικός μικρόκοσμος ως συνέπεια της κινητικότητας που είχε προκύψει από το χερσαίο εμπόριο της Δυτικής Μακεδονίας. Ένα ολόκληρο δίκτυο ελληνικών σχολείων και βιβλιοθηκών δημιουργήθηκε για να καλύψει αυτών των νέων κοινοτήτων. Τέλος, στην Ανατολή, η ελληνική διασπορά εξαπλώθηκε στις νέες χώρες που ανοίχτηκαν από τις ρωσικές κατακτήσεις του δέκατου όγδοου αιώνα στις βόρειες ακτές της Μαύρης Θάλασσας και η Οδησσός έγινε η βάση μιας σημαντικής ελληνικής παροικίας. Οι κοινότητες αυτές, και ιδιαίτερα εκείνες της Δύσης, έφεραν την ελληνική παιδεία σε άμεση επαφή με τον σύγχρονο ευρωπαϊκό πολιτισμό και τη σκέψη του Διαφωτισμού και έγιναν οι κύριοι δίαυλοι για τη μετάδοση των νέων ιδεών και εμπειριών στον ελληνικό κόσμο.

Πασχάλης Μ. Κιτρομηλίδης, Νεοελληνικός Διαφωτισμός. Οι πολιτικές και κοινωνικές ιδέες, μτφ. Στέλλα Νικολούδη, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 2000 (3η έκδ.), 73-74.

 

 

Στο μεταξύ ο ελληνικός τύπος ενισχύεται, καθιστά όλο και περισσότερο αισθητή την παρουσία του, διευρύνει τα θέματα, καταβάλλει προσπάθειες για να ανταποκριθεί στην ποικιλία των αιτημάτων. Παρά την εξάπλωση των ενδιαφερόντων για την επιστήμη και τις πρακτικές της εφαρμογές, δεν ελαττώνεται η ζήτηση βιβλίων θρησκευτικού περιεχομένου· οι προσδοκίες ωστόσο στρέφονται σταθερά προς την εκκοσμίκευση των γνώσεων. Τώρα παρουσιάζεται στην αγορά και η τυπογραφική δραστηριότητα της Βιέννης, που έρχεται να ενισχύσει την παραγωγή της Βενετίας. Ένας σοφός αυστριακός, ο Josef Baumeister, που αργότερα θα αναλάβει την παιδεία της αυτοκρατορικής οικογένειας, εγκαινιάζει ένα νέο τυπογραφείο παράγοντας ελληνικά βιβλία πολύ προσεγμένα, με τη βοήθεια λογίων όπως ο Γεώργιος Βεντότης και οι αδελφοί Πούλιοι.

Οι αδελφοί Πούπλιος και Γεώργιος Πούλιος αγοράζουν το τυπογραφείο του Baumeister και αρχίζουν τη δημοσίευση μιας ελληνικής εφημερίδας με τον τίτλο Εφημερίς (1791-1797). Λίγα χρόνια αργότερα στην ίδια πόλη, μια ομάδα φίλων του Κοραή εκδίδει το περιοδικό Ερμής ο Λόγιος (1811-1821). Εφόσον ο Τύπος επιτελούσε τη λειτουργία της πληροφόρησης και διαφώτισης, ήταν αναμενόμενο να προκαλέσει ανησυχίες στην Υψηλή Πύλη, η οποία κατέβαλλε κάθε προσπάθεια για να εμποδίσει τέτοιου είδους όργανα χειραφέτησης και προέβαινε σε διαβήματα δια της διπλωματικής οδού προς την αυστριακή κυβέρνηση, εκθέτοντας την εσωτερική πολιτική της αναφορικά με την ενημέρωση των υπηκόων της: «να κρατεί τον λαόν εις άγνοιαν, να αποτρέπει την προσοχήν του από τας κρατικάς υποθέσεις και να του αποκρύπτει παν ό,τι συζητείται εν Ευρώπη δια το Τουρκικόν Κράτος, δια τους κυριάρχους του και δια τους επισημοτέρους υπουργούς του».

Mario Vitti, Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Εκδόσεις Οδυσσέας, Αθήνα 2003, 162-163.

 

Εξώφυλλο του περιοδικού «Ερμής ο Λόγιος» (1811-1821).
 

 

Η ιστορία του «Λόγιου Ερμή» της Βιέννης, του πρώτου και μακροβιότερου από τα ελληνικά περιοδικά των προεπαναστατικών χρόνων (1811-1821), ταυτίζεται με την ιστορία του νεοελληνικού Διαφωτισμού στην ύστατη περίοδό της. Η ιδέα της ίδρυσής του κυοφορήθηκε όταν ακριβώς είχαν ωριμάσει οι περιστάσεις για να αποκτήσουν και οι Έλληνες διανοούμενοι, στην προσπάθειά τους να ευθυγραμμιστούν με τη Δύση, το δικό τους συλλογικό όργανο δημοσιότητας μέσω του οποίου θα «μετακένωναν» στην Ελλάδα τις γνώσεις, τις ανακαλύψεις και τα επιτεύγματα του ανθρώπινου νου, περιουσία ως τότε των φωτισμένων εθνών της Ευρώπης αν και θεμελιωμένη στην αρχαία ελληνική κληρονομιά, και θα κατέγραφαν τις προόδους όποιες συντελούνταν στον έσω και έξω Ελληνισμό, στον τομέα κυρίως της παιδείας, τις άξιες να προβληθούν και να ενθαρρυνθούν. Υποστηριγμένο οικονομικά από την εμπορική τάξη της διασποράς και την πολιτική εξουσία των ελληνικών παραδουνάβιων ηγεμονιών, το περιοδικό υπηρέτησε με συνέπεια τους στόχους της ομάδας των λογίων όσοι, με επικεφαλής αυτόν που είχε την πατρότητα της σύλληψής του αλλά ζούσε μακριά από τη Βιέννη, τον Αδαμάντιο Κοραή, συγκρότησαν κατά καιρούς τα συντακτικά επιτελεία του «Λόγιου Ερμή» αποτελώντας τις μάχιμες δυνάμεις του κινήματος του Διαφωτισμού.

Εμμ. Ν. Φραγκίσκος, «Εισαγωγή». Ερμής ο Λόγιος, τ. Α΄ 1811, πρόλ. Κ.Θ. Δημαράς, Εταιρεία Ελληνικού Λογοτεχνικού και Ιστορικού Αρχείου, Αθήνα 1988, σ. ια΄.

 

 

[…] Ένας νέος κόσμος, που έχει αρχίσει να διαμορφώνεται και να συγκροτείται από τα μέσα του 18ου αιώνα, προβάλλει τη νέα φυσιογνωμία του, με έκδηλο δυναμισμό, αλλά και με διαδοχή συνεχών αναδιπλώσεων, τις οποίες επιβάλλουν η κοινωνική ισχνότητά του και οι συσχετισμοί των δυνάμεων: στροφή προς την επιστήμη και τη γνώση, στροφή προς την αρχαιότητα, διαμόρφωση μιας, νεωτερικού τύπου, κοσμικής ηθικής και, κυρίως, αποδέσμευση από την κυριαρχία μιας γενικώς, έως τότε, αποδεκτής, αλλά και επιβαλλόμενης, θρησκευτικής αυθεντίας, η οποία έχει, πια, αρχίσει να αμφισβητείται και να υπονομεύεται, τις περισσότερες φορές με πολύ έμμεσες και εύστροφες μεθοδεύσεις: «Όποιος ελεύθερα συλλογάται, συλλογάται καλά». Όλα αυτά συνδυάζονται, στη συλλογική συνείδηση ενός τμήματος των συγχρόνων, και με αυξανόμενη έμφαση από την τελευταία δεκαετία του 18ου αιώνα, με την αντίληψη, και για πολλούς τη βεβαιότητα, ότι τα νέα πνευματικά κινήματα, ανατρεπτικά από τη φύση τους, προετοιμάζουν τους δρόμους της εθνικής απελευθέρωσης· οι πιο τολμηροί, ο κύκλος του Ρήγα, ο κύκλος του Κοραή, θεωρούν ότι η απελευθέρωση πρέπει να είναι διπλή: «από τον ζυγόν των τυράννων», αλλά και «από τον ζυγόν εκείνων, εις όσους αι δεισιδαιμονίαι έγιναν αργυρίου και χρυσίου μεταλλεία ανεξάντλητα».

Αυτές οι διαφορετικές τάσεις θα εκφραστούν με πολλούς τρόπους: το ελληνικό βιβλίο θα είναι ένας από αυτούς, ίσως ο σημαντικότερος, καθώς επιτρέπει μια πιο άνετη και ταχύτερη διάδοση των νέων γνώσεων και των νέων ιδεών, με τον μηχανικό πολλαπλασιασμό των αντιτύπων και τη δυνατότητα διάχυσης στις ευρύτατες γεωγραφικές περιοχές όπου διαμένουν ελληνικοί ή ελληνόφωνοι πληθυσμοί είτε έλληνες έποικοι. Θα λειτουργήσει και στο συμβολικό επίπεδο, καθώς υπογραμμίζεται, συνεχώς, από τους λογίους και τους διδασκάλους, ότι η ανάπτυξη της εκδοτικής ζωής, ο πολλαπλασιασμός των εκδόσεων και των βιβλίων, αποτελεί προϋπόθεση, και δείκτη, της ανάκαμψης του γένους και της επιστροφής των Μουσών στα πατρώα εδάφη. Άλλες μορφές θα λειτουργήσουν παραπληρωματικά: το χειρόγραφο, τα σχολεία, στη μικρή αναλογία κατά την οποία μετέχουν, άμεσα ή έμμεσα, στο κλίμα του Διαφωτισμού, και τα ξενόγλωσσα έντυπα, στο μέτρο όπου η γλωσσομάθεια των αναγνωστών επιτρέπει την ανάγνωσή τους. Και, βεβαίως, θα υπάρχουν πάντα, εξαιρετικά δραστικοί, και δύσκολα προσπελάσιμοι, οι δρόμοι των προφορικών διεισδύσεων, της διάδοσης και της υποδοχής, μέσα από τα αναπτυγμένα επικοινωνιακά δίκτυα, που διευκολύνουν οι μετακινήσεις και τα παραδείγματα. Όλα αυτά, και όταν δεν αποτυπώνουν το σύνολο των διεργασιών, αποδίδουν, πάντως, το σχήμα μιας κοινωνίας που επιχειρεί τον ανασχηματισμό της, προσκρούοντας σε ανελαστικές και δυσκολόκαμπτες αντιστάσεις.

[…] το βιβλίο παύει να είναι ένα είδος απλώς ωφέλιμο για χρήσεις που αναφέρονται στην πίστη, τα χρηστά ήθη ή τη γνώση. Μέσα στη νέα οργάνωση του ατομικού και του συλλογικού χρόνου, αρχίζουν να εμφανίζονται και να διαμορφώνονται νέες ανάγκες και νέες ανέσεις: οι Φαναριώτες πρώτοι, στο ιδιότυπο αυλικό τους περιβάλλον· οι έμποροι, αμέσως μετά και ταυτόχρονα· οι άνθρωποι που ζουν στις πόλεις και αποκτούν τις συνήθειες των αστών, και όταν ακόμη δεν είναι αστοί με την πλήρη σημασία του όρου. Όλοι αυτοί έχουν την ανάγκη και την άνεση να οργανώσουν την ψυχαγωγία τους και τον ελεύθερο χρόνο τους με διαφορετικό τρόπο απ’ ό,τι σε προγενέστερες εποχές. Ψυχαγωγία που μπορεί να σημαίνει και πνευματική καλλιέργεια, με την ανάγνωση βιβλίων ευχάριστων και περίεργων, με τη λογοτεχνία, το θέατρο, τη μουσική και τα σύγχρονα παίγνια. Ένα τμήμα του πληθυσμού, μικρό στην αρχή, αλλά διαρκώς διευρυνόμενο με την πάροδο του χρόνου, εντάσσει το βιβλίο, και την οργάνωση της ατομικής βιβλιοθήκης, στις συνήθειες και τις ανάγκες του. Όλα αυτά σημαίνουν νέους τρόπους, νέους μηχανισμούς, στην παραγωγή και τη διάχυση της πνευματικής δημιουργίας, αλλά και στην απορρόφησή της.

[…]

Τροποποιείται, ακόμη, η κοινωνική σύνθεση του κόσμου του βιβλίου. Συγγραφείς, μεταφραστές, επιμελητές εκδόσεων προέρχονται, σε αύξουσα αναλογία, από τις τάξεις των κοσμικών ή από την ιδιότυπη μικρή ομάδα των κληρικών του Διαφωτισμού, οι οποίοι, κατά κανόνα, κατάγονται από φαναριώτικες ή εμπορικές οικογένειες και κρατούν διακριτικές αποστάσεις από τη συντεταγμένη εκκλησία και τον επίσημο λόγο της. Διαμορφώνεται ένα διαφορετικό, νέου τύπου, αναγνωστικό κοινό, το οποίο, και όταν συμπίπτει σε πολλά με το παραδοσιακό, διαφέρει από αυτό σε καίρια σημεία: τα είδη των αναγνώσεων, ο προσανατολισμός των ενδιαφερόντων και, πολύ χαρακτηριστικά, η ενεργή στήριξη των εκδοτικών δραστηριοτήτων, με διάφορους τρόπους, από τους οποίους ο εκδοτικός ευεργετισμός και η προαγορά αντιτύπων με τη μέθοδο των συνδρομών δεν είναι οι λιγότερο αποτελεσματικοί. […]

Φίλιππος Ηλιού, «Το ελληνικό βιβλίο στα χρόνια της ακμής του νεοελληνικού Διαφωτισμού». Ιστορίες του ελληνικού βιβλίου, εκδ. φροντίδα Άννα Ματθαίου – Στρατής Μπουρνάζος – Πόπη Πολέμη, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2006 (2η έκδ.), 51-54.

 

Το τυπογραφικό σήμα των αδελφών Μαρκίδων Πούλιου (1794)
[πηγή: Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού].
 

 

Η αύξηση των πνευματικών ενδιαφερόντων, η ζωηρή κίνηση των ιδεών και η ολοένα πιο πυκνή κυκλοφορία των βιβλίων που παρατηρείται την περίοδο αυτή [1770-1820], έθετε αναγκαστικά και πάλι έκανε επίκαιρο το γλωσσικό ζήτημα. Με ποιο όργανο γλωσσικό θα γίνει ο «φωτισμός τους γένους»; Η καθιερωμένη αντίληψη (του Βούλγαρη και των οπαδών του) ήταν πως το αρμόδιο όργανο ήταν η αρχαία· ο Μοισιόδαξ πρόβαλε «το κοινόν ύφος». Στα 1789 δυο λόγιοι, στο Βουκουρέστι και οι δυο, ο ένας σχολάρχης στην Ακαδημία, ο άλλος ανώτερος δικαστικός, διατυπώνουν σε μια αλληλογραφία μεταξύ τους τις δύο διαμετρικά αντίθετες απόψεις. Ο αρχαϊστής είναι ο σχολάρχης, ο Λάμπρος Φωτιάδης, και ο «δημοτικιστής» ο Δημήτριος Καταρτζής. Για τρεις δεκαετίες, ως το 1821, ο αγώνας για τη γλώσσα θα διατηρηθεί σε όλη την ένταση.

[…] Από το άμεσο περιβάλλον του [Καταρτζή] και επηρεασμένοι από τις ιδέες του βγήκαν προσωπικότητες αξιόλογες στον ένα ή στον άλλο τομέα. Ο εξοχότερος είναι αναμφισβήτητα ο Ρήγας. […] Το 1791 δύο λόγιοι από τη Θεσσαλία, ο Γρηγόριος Κωνσταντάς και ο Δανιήλ Φιλιππίδης, εξέδωσαν μια Γεωγραφία νεωτερική, όπου έκδηλη είναι η επίδραση του Καταρτζή, όχι μόνο στη γλώσσα αλλά και στο πνεύμα γενικά, στην ορθολογιστική και ρεαλιστική αντιμετώπιση των προβλημάτων, στη γνωριμιά που επιζητείται με το άμεσο περιβάλλον. Από τον κύκλο του Καταρτζή είναι βγαλμένος και ο Αθανάσιος Χριστόπουλος. […] αξιόλογη […] στάθηκε και η συμβολή του στη διαμάχη τη γλωσσική. Το 1805 […] τάσσεται με τους οπαδούς της δημοτικής με τη Γραμματική της Αιολοδωρικής (ή «ομιλουμένης τωρινής των Ελλήνων γλώσσας»). Η θεωρία του είναι πως η σημερινή, νεοελληνική γλώσσα, είναι μια από τις διαλέκτους της αρχαίας, αιολική και δωρική μαζί, έχει επομένως την ίδια ευγένεια με την αττική που θέλουν να γράψουν οι αρχαϊστές. Η θεωρία είναι φυσικά ολότελα σφαλερή και αντιεπιστημονική, ετόνωσε όμως τις τάξεις των «δημοτικιστών» και για πολύ καιρό τα «αιολοδωρικά» χρησιμοποιούνταν ως συνώνυμα μετά τα «νεοελληνικά» (ή «ρωμαίικα» όπως τα έλεγαν παλαιότερα).

[…] Στη γλωσσική διαμάχη μπήκε ο Κοραής μόλις το 1805, εκθέτοντας τη θεωρία του στον πρόλογο ενός βιβλίου· και ίσχυσε η εμφάνισή του, για να πάρει αμέσως η διαμάχη μια νέα τροπή. Στις δυο μερίδες, των «δημοτικιστών» (ή «χυδαϊστών» όπως τους έλεγαν περιφρονητικά) και των «αρχαϊστών», προστίθεται τώρα ο Κοραής με τη «μέση οδό», και συγκεντρώνει τα πυρά και από τις δύο παρατάξεις.

[…] για βάση τις γραφομένης γλώσσας [ο Κοραής] παίρνει οπωσδήποτε την κοινή, την ομιλουμένη· αλλά τα έθνη, λέει, τότε μόνο μπορούν να ονομάζονται φωτισμένα «όταν φέρωσι την γλώσσαν αυτών εις τελειότητα». Και αυτό θα γίνει με τον «καλλωπισμό», τον «κτενισμό και στολισμό της γλώσσης». […] ο καλλωπισμός του Κοραή είναι γραμματικός μονάχα και περιορίζεται στην αποκατάσταση των λαϊκών λέξεων στους αρχικούς όσο γίνεται τύπους (μάτι-ομμάτιον, ψάρι-οψάριον, θέλω καταντήσειν κτλ.). Ωστόσο μένει πάντα η γλώσσα του Κοραή πολύ περισσότερο κοντά στην κοινή, κι εκείνοι που τους χτύπησε περισσότερο και που τον χτύπησαν περισσότερο ήταν οι «μιξοβάρβαροι» αρχαϊστές. Απάνω στην κοραϊκή γλώσσα μορφώθηκε η «καθαρεύουσα» των πρώτων χρόνων του ελληνικού κράτους. Αλλά και η «λύση» του Κοραή δεν οδήγησε σε πραγματική λύση. Η βάση της ήταν πολύ τεχνητή, γραμματική· κι έξω απ’ αυτό, όσο περνούσαν τα χρόνια οι λόγιοι του ελευθερωμένου κράτους εγκατέλειπαν ολοένα και πιο πολύ τις μετριοπαθείς αρχές του Κοραή και επέστρεφαν προς τον αρχαϊσμό.

Λίνος Πολίτης, Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 1998 (9η έκδ.), 95-97 & 98-100.

 

 

 

[…] Μετά τον Αγώνα, κάποιοι από τους επιζώντες οπαδούς του Κοραή, όπως ο Κ. Κούμας, ο Θ. Φαρμακίδης, συνεχίζουν το έργο του, αλλά μέσα σε περισπασμούς τους οποίους επιβάλλει η ανάγκη να συγκροτηθεί το νέο Κράτος· άλλοι, όπως ο Κ. Οικονόμος ή ο Νεόφυτος Βάμβας, τρέπονται προς αρχές που απομακρύνονται ολοένα και περισσότερο από την διδασκαλία του Κοραή, και στις οποίες συνδυάζονται ο αυξανόμενος νεοκλασικισμός με την αυστηρή τήρηση των θρησκευτικών παραδόσεων, σε βάρος του άλλου στοιχείου του ελληνικού Διαφωτισμού, δηλαδή της δυτικής επίδρασης. Μετά το θάνατο του Αδαμάντιου Κοραή (1833), και σε όλη την επόμενη εικοσαετία, η νέα αυτή γραμμή κορυφώνεται σε μια νοοτροπία εντελώς ξένη προς την Δύση, ενώ αντίστοιχα αδυνατίζει η προσφορά, με ενδιάμεσο τα Επτάνησα, δυτικών στοιχείων στη νέα ελληνική παιδεία. Είναι τα χρόνια κατά τα οποία επικρατεί η ιστοριοκρατία, και διαμορφώνεται, ισχυρός ο λαογραφισμός. Ευρύτερα, στην πενηνταετία που ακολουθεί την Επανάσταση (1830-1880) επικρατεί ο ρωμαντικός τόνος, άκρως αντίθετος προς το πνεύμα του Διαφωτισμού, νοσταλγός των περασμένων, υμνητής των συναισθηματικών αξιών, μυστικιστής και απαισιόδοξος.

Με το κίνημα της λεγόμενης «γενιάς του 1880» αποκαταστάθηκε, πάλι, μια κάποια εξισορρόπηση, ανάμεσα στα αυτοχθονικά στοιχεία από την μια μεριά και τα επτανησιακά και δυτικά στοιχεία από την άλλη, ενώ συνάμα εξασθενεί όλο και περισσότερο ο ρητορικός ρωμαντισμός· στα νέα όμως αυτά κινήματα δεν προσαρμόζεται πλέον ο ιστορικός χαρακτηρισμός του ελληνικού Διαφωτισμού. Ακόμη και τα παραδοσιακά στοιχεία της αρχομένης νέας αυτής περιόδου έχουν υποστεί μεταβολές που οφείλονται στην ενέργεια του ρωμαντισμού ο οποίος επέδρασε έτσι επάνω τους σαν καταλύτης.

Κ.Θ Δημαράς, Νεοελληνικός Διαφωτισμός, Ερμής, Αθήνα 2009 (10η έκδ.), 22.

 

Δείτε επίσης και:


Βηλαράς Ιωάννης, Κοραής Αδαμάντιος, Ρήγας, Χριστόπουλος Αθανάσιος