Πρόσωπα και θέματα της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας

▲▲ Παραλογοτεχνία

Στην απόπειρα να προσδιορίσουμε τι είναι παραλογοτεχνία, είναι χρήσιμο να εξετάσουμε τους αντίστοιχους όρους σε άλλους κλάδους της γνώσης. Παρατηρούμε ότι στις θετικές επιστήμες με σαφή και απαραβίαστα όρια, η έννοια που προσδίδει η πρόθεση «παρά» δεν υπάρχει. Δεν μπορούμε να μιλήσουμε για παραμαθηματικά ή παραφυσική. Αντίθετα, σε λιγότερο επιστημονικά αυστηρούς και πειθαρχημένους κλάδους γνώσης ή δράσης, που όμως διέπονται από κάποιους επιστημονικούς κανόνες ή νόμους, συναντάμε όρους, όπως παραψυχολογία, παραοικονομία, παρακράτος. Στους όρους αυτούς υπάρχει καθαρά η έννοια του ανεπίσημου και του παρακλαδικού, ή του μη επιστημονικού και του παράνομου. […]

Κρίτων Χουρμουζιάδης, «Για έναν ορισμό της παραλογοτεχνίας». Συμπόσιο. Κείμενα για τη νεοελληνική πεζογραφία, επιμ.-πρόλ. Μένης Κουμανταρέας, Κέδρος, Αθήνα 1996, 169.

 

 

[…] ορίζουμε την παραλογοτεχνία ως το σύνολο των κειμένων που μπορεί να εμφανίζει τα ίδια υφολογικά και στιλιστικά χαρακτηριστικά με τα κείμενα της λόγιας λογοτεχνίας. Τα κείμενα της παραλογοτεχνίας καθορίζονται και αυτά από αισθητικά, κοινωνικά και ιστορικά κριτήρια που αναφέρονται στη συνάφεια παραγωγής τους, αλλά διαχωρίζονται από τη λόγια παραγωγή στο επίπεδο της «ομιλίας» τους, στον τρόπο συγκρότησης του «λόγου τους» και, τέλος, στις μορφές πρόσληψής τους από το αναγνωστικό κοινό. Υπακούουν σε μια σειραϊκή, τυποποιημένη (μοντελική) κατασκευή, παρουσιάζοντας έτσι τη μορφή του βιομηχανο-ποιημένου προϊόντος, συνδεόμενα άμεσα με τις οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες παραγωγής τους.

Η οριοθέτηση αυτή διαπιστώνεται ιδιαίτερα στα κείμενα του λαϊκού μυθιστορήματος, «το εξοχότερο είδος της νεότερης λαϊκής λογοτεχνίας» […], τα οποία κατέχουν δεσπόζουσα θέση στο σώμα της παραλογοτεχνίας.

Χρήστος Δερμεντζόπουλος, «Παραλογοτεχνία και λαϊκό μυθιστόρημα. Αμφισημίες και παραδοχές», περ. Διαβάζω, τχ. 404 (Φεβρ. 2000) 102.

 

 

Τα πολιτισμικά φαινόμενα δεν γεννιούνται εκ του μηδενός. Παρουσιάζονται σε συγκεκριμένες στιγμές και για συγκεκριμένους λόγους. Προϋποθέτουν καταβολές, κίνητρα, ανάγκες, εξαρτήσεις, ρήξεις και συνέχειες. Έτσι νοείται και η παραλογοτεχνία: σαν ζωτικό σύστημα σχέσεων και λειτουργιών.

Χρειάζεται ωστόσο να διευκρινιστεί εδώ, ευθύς εξαρχής, ότι ο όρος παραλογοτεχνία καλύπτει μόνο τη λαϊκή λογοτεχνική παραγωγή των δύο τελευταίων αιώνων. Γιατί σηματοδοτεί μια νέα εποχή. Συνδέεται με γεγονότα και φαινόμενα κοσμοϊστορικής σημασίας: με τη Βιομηχανική Επανάσταση, με την κυριαρχία της αστικής τάξης, με τη διόγκωση των λαϊκών-εργατικών στρωμάτων, με την υποχώρηση του αναλφαβητισμού, με τον πρωτεύοντα ρόλο των πόλεων, με την εξάπλωση της γραφής, με την εντυπωσιακή ανάπτυξη του Τύπου, με τις τεχνολογικές εξελίξεις, με την παρουσία του ρομαντισμού. Χωρίς τα γεγονότα και τα φαινόμενα αυτά θα ήταν αδιανόητη η παραλογοτεχνία στη σημερινή μορφή της.

Παν. Μουλλάς, Ο χώρος του εφήμερου. Στοιχεία για την παραλογοτεχνία του 19ου αιώνα, Εκδόσεις Σοκόλη, Αθήνα 2007, 37.

 

 

[…] για να γίνει χρήσιμος ο όρος παραλογοτεχνία, πρέπει να επιδέχεται ορισμό που προσδιορίζει αποκλειστικά χαρακτηριστικά σε σύγκριση με όλα τα άλλα είδη γραφής. Προτείνονται τα ακόλουθα:

1. Ως προς την πρόθεση: Εξασφάλιση μέγιστης κυκλοφορίας και εμπορικής επιτυχίας με σκόπιμη κάθοδο σε χαμηλό επίπεδο νοημοσύνης και αποφυγή κάθε αληθινής πρωτοτυπίας, για την προσέλκυση μιας μεγάλης μάζας παθητικών αναγνωστών που στερούνται κριτικής διάθεσης.

2. Ως προς το περιεχόμενο: εκμετάλλευση εύκολων και επιφανειακών συγκινησιακών στοιχείων — έλλειψη πραγματικού προσωπικού ή κοινωνικού προβληματισμού — κόσμος ονείρου και εκπλήρωση κρυφών πόθων σε επίπεδο συναισθηματισμού «κιτς» — εξωτισμός — γαργαλιστικό σεξ — βία — φυγή από την καθημερινότητα — περιπέτεια.

3. Ως προς την μορφή: Τετριμμένο ύφος και γλώσσα — υπερβολή και φτηνό μελόδραμα — πιστότητα σε δοκιμασμένες και καθιερωμένες συνταγές εν είδει κλισέ για την πλοκή, που περιέχει ανυπερθέτως τα παραπάνω στοιχεία περιεχομένου στις σωστές αναλογίες.

Έχοντας την κατάλληλη συνταγή για το αισθηματικό ή το αστυνομικό μυθιστόρημα, μπορούμε να γράψουμε, όπως και γίνεται, αναρίθμητες ιστορίες, αλλάζοντας μόνο ονόματα προσώπων και σκηνικό. […] Ένα, εξάλλου, από τα πιο ενδιαφέροντα χαρακτηριστικά των συγγραφέων παραλογοτεχνικών έργων είναι ο αντίστροφος σνομπισμός τους, η τάση τους δηλαδή να εμφανίζονται σαν «δημοκρατικοί» υπέρμαχοι του «γούστου» της σιωπηλής πλειοψηφίας και να καταδικάζουν περιφρονητικά τον ελιτισμό της σοβαρής λογοτεχνίας.

Κρίτων Χουρμουζιάδης, «Για έναν ορισμό της παραλογοτεχνίας». Συμπόσιο. Κείμενα για τη νεοελληνική πεζογραφία, επιμ.-πρόλ. Μένης Κουμανταρέας, Κέδρος, Αθήνα 1996, 171-172.

 

 

Οι κανόνες του παραλογοτεχνικού παιχνιδιού είναι γνωστοί: υπέρβαση κάθε εκφραστικής αγωνίας ή φροντίδας· έλλειψη δισταγμού, επιλογής, διορθωτικής επεξεργασίας· γραφή διαφανής, τυποποιημένη, ουδέτερη· προσωπικό ύφος αδιάφορο, με προκατασκευασμένα μέσα, στερεότυπη γλώσσα, κοινά επίθετα, χιλιομεταχειρισμένες εικόνες, κοινότοπες εκφράσεις. Ό,τι για τη λογοτεχνία αποτελεί ουσία, βασική επιδίωξη και όρο ζωής, εδώ παρακάμπτεται ως δευτερεύον και επουσιώδες.

Νά λοιπόν πού μπορούμε πρώτα-πρώτα ν’ αναζητήσουμε ένα είδος διαχωριστικής γραμμής ανάμεσα στο λογοτεχνικό και το παραλογοτεχνικό πεδίο, χωρίς να ξεχνάμε ότι η γραφή, πολύ περισσότερο από αισθητικό κόσμημα επιφανείας, αποτελεί ουσιαστικό και καθοριστικό στοιχείο βάθους. Αναζήτηση του ανθρώπινου προσώπου (και της ανθρώπινης μοίρας), η λογοτεχνία δεν έχει άλλο δρόμο από το να αισθητοποιεί την περιπέτειά της μέσω της γραφής και να προσδίδει στο «ανοιχτό» ερώτημα σημαντικότερο ρόλο απ’ ό,τι στην «κλειστή» απάντηση. Αντίθετα, η παραλογοτεχνία μεταφέρει το κέντρο βάρους από το προσωπικό στο απρόσωπο: η ουδετεροποίηση της γραφής δεν ενεργεί, σε τελευταία ανάλυση, ως τρόπος εξουδετέρωσης του ανθρώπινου προσώπου (και του νοήματος); Αλλά και με επικοινωνιακούς όρους το ζήτημα μπορεί να τεθεί ως εξής: ότι, ενώ στο λογοτεχνικό κείμενο πρωτεύει η (ατομική συνήθως) εικόνα του πομπού, στο παραλογοτεχνικό κείμενο κυριαρχεί η (συλλογική) εικόνα του δέκτη. Ένας καλός γνώστης των πραγμάτων, ο Georges Simenon (ο οποίος, ας σημειωθεί εδώ, έχει χαρακτηρίσει τη μυθιστορηματική παραγωγή του ως semi-littérature, δηλαδή ημιλογοτεχνία), προβάλλει έναν απλούστερο και απλοϊκότερο ορισμό: «Ονομάζω λαϊκό μυθιστόρημα ένα βιβλίο που δεν ανταποκρίνεται στον συγγραφέα του, δηλαδή στην ανάγκη του για καλλιτεχνική έκφραση, αλλά σε μια ζήτηση εμπορική».

Παν. Μουλλάς, Ο χώρος του εφήμερου. Στοιχεία για την παραλογοτεχνία του 19ου αιώνα, Εκδόσεις Σοκόλη, Αθήνα 2007, 66-67.

 

 

Αντίστοιχες είναι και οι λειτουργίες της παραλογοτεχνικής τεχνικής. Ο αφηγητής-Θεός, παντογνώστης και παντεπόπτης, επιβάλλει εδώ εξουσιαστικά τη θέλησή του. Έργο του: να τροφοδοτεί διαρκώς την αφηγηματική μηχανή με εντυπωσιακό υλικό. Εντυπωσιακό· δηλαδή, όχι βέβαια ευρηματικό, κάθε άλλο (η πρωτοτυπία είναι το τελευταίο πράγμα που θα ενδιέφερε στην περίπτωση αυτή), αλλά ικανό να δημιουργεί, με τη δραματικότητά του, με τις υπερβολές του, ακόμα και με τις επαναλήψεις του, δυνατές και ακραίες συγκινήσεις: αγωνία, ένταση, φόβο, φρίκη, αγανάκτηση, οίκτο, δάκρυα κλπ.

Ο σκοπός αγιάζει τα (αφηγηματικά) μέσα. […]

Είναι ευνόητο πως η περιγραφή (τοπογραφία και προσωπογραφία) δεν έχει εδώ παρά εντελώς επουσιώδη ρόλο. Η πρωτοβουλία ανήκει στην αφήγηση. Η δράση είναι το παν: είσαι ό,τι πράττεις και λες. Ο χρόνος πιέζει ασταμάτητα (οποιαδήποτε διακοπή ή καθυστέρηση δεν θ’ απορρύθμιζε επικίνδυνα την αφηγηματική μηχανή;). Ο διάλογος κυριαρχεί. Σύντομος, πληθωρικός (είναι η άλλη όψη της δράσης), φέρνει έναν αέρα προφορικότητας, επικυρώνοντας την «αναφορική ψευδαίσθηση» με τον ρεαλιστικό και νατουραλιστικό χρωματισμό του.

Γιατί το ουσιώδες βρίσκεται εδώ: στο γεγονός ότι, σε αντίθεση με τη λογοτεχνία, η παραλογοτεχνία δεν λέει το όνομά της, δεν φανερώνει τη χάρτινη φύση της και την κειμενική της υφή. Μπορεί να διηγείται τις πιο απίθανες ιστορίες χρησιμοποιώντας ένα πλήθος από ρητορικές υπερβολές, όμως ο στόχος της είναι σαφής: να δίνει την εντύπωση του πραγματικού με την απόλυτη αφασία του κειμένου, δηλαδή με την ουδετεροποίηση του σημαίνοντος. […]

Παν. Μουλλάς, Ο χώρος του εφήμερου. Στοιχεία για την παραλογοτεχνία του 19ου αιώνα, Εκδόσεις Σοκόλη, Αθήνα 2007, 76-78.

 

 

Αλλά η παραλογοτεχνία έχει σεβαστή παράδοση στη σύγχρονη εποχή, και πριν από την καθιέρωση του όρου. Ο Σεντ-Μπεβ, π.χ., μιλούσε ήδη για τη συνύπαρξη, όλο και πιο «μαζική», δύο λογοτεχνιών, που, «όπως το καλό και το κακό θα πορεύονται αξεχώριστα ώς τη μέρα της κρίσεως». Και καλούσε να επισπεύσουμε την κρίση αυτή, αναδείχνοντας την καλή λογοτεχνία και περιορίζοντας την κακή. Μόνον που ο ίδιος πρόβαλε ουκ ολίγους διάσημους αγνώστους της εποχής του, ενώ χτύπησε με πάθος τον Σταντάλ, τον Μπαλζάκ, καθώς και τον Φλομπέρ — ίσως για να δείξει πόσο αξεχώριστο είναι το καλό από το κακό. Χαρακτηριστικά, το άρθρο του εκείνο (1839) επιγραφόταν: «Για την βιομηχανική λογοτεχνία».

[…] Στα δικά μας, εμβληματικό όνομα της «βιομηχανικής λογοτεχνίας» —για να μη λέμε σημερινά ονόματα— ήταν η Ιωάννα Μπουκουβάλα-Αναγνώστου, η οποία έτεκε 215 μυθιστορήματα σε 35 χρόνια: ένα κάθε δίμηνο, κι αυτό παράλληλα με τη δημοσιογραφική και μουσική της δραστηριότητα. Για ένα από τα 215, το Μυρτώ, ο Ξενόπουλος έγραψε πως ήταν το καλύτερο μυθιστόρημα που είχε γραφτεί στην Ελλάδα από γυναίκα «και ίσως και από άντρα». Αυτό, όταν τουλάχιστον από άντρες, είχαμε εκείνα τα χρόνια την Ιστορία ενός αιχμαλώτου του Στρατή Δούκα, όταν είχαμε τον Βουτυρά, τη «γενιά του ’30»…

Δημήτρης Ραυτόπουλος, «Διόνυσος και Βάτραχοι», περ. Το δέντρο, τχ. 195/196 (Ιαν. 2014) 68.

 

 

[…] Παλαιότερα ολόκληρα κειμενικά είδη θεωρούνταν συλλήβδην παραλογοτεχνία, όπως το αστυνομικό μυθιστόρημα, η επιστημονική φαντασία, τα κόμικς, το ερωτογράφημα κλπ. Σήμερα είναι γενικά παραδεκτό ότι τα παραπάνω είδη συμπεριλαμβάνουν και καλά λογοτεχνικά έργα, οπότε η καταχώρηση στην παραλογοτεχνία κρίνεται κατά έργο. Ήδη η εν λόγω μετατόπιση δείχνει την ιστορικότητα των όρων και των κατατάξεων.

Βενετία Αποστολίδου, «Παραλογοτεχνία και λογοτεχνικό σύστημα», περ. Το δέντρο, τχ. 195/196 (Ιαν. 2014) 16.

 

 

[…] η θέση οποιουδήποτε έργου μέσα στο λογοτεχνικό σύστημα δεν παύει να είναι μεταβλητή, μια και τα όρια ανάμεσα στη λογοτεχνία και στην παραλογοτεχνία συχνά καθίστανται ρευστά και ασαφή, αφού και η ίδια η έννοια (και η αξία) του λογοτεχνικού Κανόνα συχνά χαρακτηρίζεται ως κατασκεύασμα, το οποίο έχει διαμορφωθεί από συγκεκριμένες ομάδες (κριτικών, ακαδημαϊκών) για συγκεκριμένους λόγους σε μια συγκεκριμένη εποχή, ενώ αυτός ο ίδιος ο Κανόνας, όπως και εκείνος της παραλογοτεχνίας, εξάλλου, φαίνεται να εμπεριέχει μια σειρά από εσωτερικές διαβαθμίσεις, που κι αυτές μεταβάλλονται ανάλογα με τις εποχές και τις ιστορικές συνθήκες υπό τις οποίες παράγεται, προσλαμβάνεται και καταναλώνεται η λογοτεχνία ως πολιτισμικό αγαθό. […] Εξάλλου, οι διάφορες θεωρίες της πρόσληψης, που επικράτησαν κυρίως από τη δεκαετία του 1970 και εντεύθεν, μας εφιστούν την προσοχή στην κυρίαρχη θέση του αναγνωστικού (και ιστορικού) υποκειμένου, ως σημαντικού παράγοντα της αναγνωστικής σχέσης, το οποίο με τη σειρά του δομείται από μια σειρά εξωκειμενικών-ιδεολογικών (και όχι μόνο) παραγόντων, όπως η φυλή, το φύλο, η μόρφωση και η κοινωνικο-οικονομική θέση, παράγοντες οι οποίοι διαμορφώνουν τα αναγνωστικά κριτήρια μιας συγκεκριμένης εποχής. Ενδεικτικό παράδειγμα αυτής της άποψης αποτελεί το Γοτθικό Μυθιστόρημα του 18ου αιώνα, το οποίο, ενώ στην περίοδο της άνθισής του θεωρήθηκε ως η επιτομή της παραλογοτεχνίας, στην πορεία απενοχοποιήθηκε, προσφέροντας εαυτό σε μια σειρά εξαιρετικών αναγνώσεων.

Άννα Κουστινούδη, «Παραλογοτεχνία. Η παρανάγνωση του Κανόνα ή ο Κανόνας της παρανάγνωσης;», περ. Το δέντρο, τχ. 195/196 (Ιαν. 2014) 55-56.