Πρόσωπα και θέματα της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας

▲▲ Ποίημα σε πεζό

Είδος απροσδιόριστο, αφού δεν μας επιτρέπει να το ορίσουμε εξ αντιθέτου, το ποίημα σε πεζό καθιστά επισφαλή κάθε ταξινομική μας προσέγγιση κι ωστόσο δεν παύει να αποτελεί ένα ερεθιστικό ζήτημα αισθητικών επιταγών, ανεξάρτητων από την προσωπική έμπνευση ή το ταλέντο όσων κατά καιρούς το καλλιέργησαν. Η δημιουργία ενός πεζού λόγου έξω από την καθημερινή γλώσσα, ο οποίος με υφολογικές εκζητήσεις ή ανατροπές θα αντιπαρατίθεται στην καθομιλουμένη, έχει τις ρίζες της στην όψιμη Αναγέννηση. Γύρω στον 16ο αιώνα, με την εξάπλωση του ουμανισμού, το ποίημα σε πεζό προαναγγέλλεται από μια ποιητική πρόζα γεμάτη φωτεινές εικόνες, αντίδραση στη φρίκη των πρόσφατων εμφύλιων πολέμων, η οποία φαίνεται κατάλληλη για την προώθηση του αιτήματος της ειρήνης.

Ο όρος πάντως «poème en prose» πρωτοσυναντάται στη γαλλική γλώσσα τον 17ο αιώνα· η χρήση του είναι σπάνια και αφορά στα ηρωικά μυθιστορήματα. […]

Μέχρι τον 18ο αιώνα […], το πλαίσιο χρήσης του όρου είναι συγκεκριμένο και αναφέρεται τόσο στη μυθοπλαστική πεζογραφία και κυρίως στη σχέση της με την εποποιία, όσο και στις αρετές μιας γραφής που θα μπορούσε να ανταγωνιστεί τον στίχο.

Η τεράστια επιτυχία των μεταφράσεων του Ossian εξηγεί τη μετάθεση του ενδιαφέροντος στον πεζό λόγο και την κατάργηση του μονοπωλίου της λυρικής έκφρασης από την ποίηση. Το ειδύλλιο, το ελεγείο, ο ύμνος, παραδοσιακές φόρμες της λυρικής έκφρασης εισάγονται τώρα στον πεζό λόγο. Τη νέα αυτή ευαισθησία διοχετεύει πρώτος ο Jean Jacques Rousseau στο επιστολικό του μυθιστόρημα Nouvelle Héloïse (1761), παρέχοντας αρκετά τεκμήρια μιας πρόζας ποιητικής. «Πώς μπορεί κανείς να είναι ποιητής στον πεζό λόγο;» αναρωτιέται σε κάποιο ημερολόγιό του, εκφράζοντας στην πραγματικότητα την επιθυμία για έναν πεζό λόγο κατάλληλο να αποδώσει τις συναισθηματικές διακυμάνσεις των χαρακτήρων. Με ύφος που κάποτε ακολουθεί ποιητικές συμβάσεις, ακόμη και μετρικές επιταγές, προτείνει μια διαφορετική αντίληψη για την πρόζα, καθώς τη συνδέει με την υποκειμενική εμπειρία. […]

Ιωάννα Α. Ναούμ, «Η ποίηση έξω από τον στίχο. Ορισμένες παρατηρήσεις γύρω από το διπλό παράδειγμα των Spleen de Paris του Baudelaire και των τελευταίων πεζών του Καρυωτάκη». Όσο κρατάει η ανάγνωση… Μια έκδοση αφιερωμένη στη μνήμη της Αντωνίας Κατσιαντώνη-Πίστα, Τυπογραφείο Θανάση Αλτιντζή, Θεσσαλονίκη 2005, 443-445.

 

 

Οι νέες ποιητικές μορφές που εμφανίζονται κατά τον 19ο και 20ο αι. (δηλαδή το ποίημα σε πεζό, το verset και ο ελεύθερος στίχος) τείνουν από διαφορετικές κατευθύνσεις στην απελευθέρωση της μορφής με τέτοιον όμως τρόπο ώστε συχνά να συγχωνεύονται τα όρια της ποίησης και της πρόζας. Η γόνιμη ιδέα ότι ποίηση μπορεί να βρεθεί ακόμα και εκεί όπου δεν υπάρχει κανένα ίχνος μέτρου, που έχει την απώτατη καταγωγή της στον Αριστοτέλη (Ποιητική, κεφ. 8), διατυπώθηκε και στους νεώτερους χρόνους από τον Fénelon, τον αββά du Bos κ.ά. Χρειάστηκε ένα ακόμη βήμα, δηλαδή η ιδέα ότι η ποίηση μπορεί να γίνει και με τα μέσα της πρόζας, για να φθάσουμε σε μια σύγκλιση των μορφών με το ποίημα σε πεζό, το κατεξοχήν «νόθο», όπως ονομάστηκε, είδος. Το ποίημα σε πεζό φαίνεται να προέρχεται εν μέρει από την ποιητική πρόζα, δηλαδή από τα λυρικότερα μέρη της πεζογραφίας από τα οποία και αποσπάται σε αυτόνομο είδος. Το πεζό ποίημα βασίζεται σε μια διττή αρχή. Δανείζεται τα εκφραστικά του μέσα από την πρόζα απορρίπτοντας κάθε μετρική σύμβαση ενώ ταυτόχρονα στην κατασκευή του διεκδικεί μια ποιητική υπόσταση. Είναι αυτή ακριβώς η διπολικότητα, η αναρχική φύση ή η έλλειψη αυστηρών νόμων που να το διέπουν, που το καθιστά είδος δυσκολότατο. Η αναζήτηση και κάποιας τυπογραφικής αναλογίας με την ποίηση εκφράζεται συνήθως με τα αισθητά τυπογραφικά κενά που δημιουργούν ένα είδος στροφών. Οι ποιητές έχουν πλήρη συνείδηση της σημασίας αυτού του κενού, που δηλώνει, όπως και στα κανονικά ποιήματα, μία παύση. Το είδος αυτού του πεζού ποιήματος θα μπορούσαμε να το ονομάσουμε «πεζό ποίημα με στροφικές αναλογίες».

Άννα Κατσιγιάννη, «Μορφικές μεταρρυθμίσεις στην ελληνική ποίηση του τέλους του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα (Συνοπτικό διάγραμμα)», περ. Παλίμψηστον, τχ. 5 (Δεκ. 1987) 166-167.

 

 

Το ότι ο στίχος δεν κάνει την ποίηση είναι βέβαια γνωστό από την αρχαιότητα. Αν επιχειρήσουμε εντούτοις να ορίσουμε με θετικούς όρους τι είναι ποίηση, τότε η κατάσταση περιπλέκεται, γιατί ένα τέτοιο εγχείρημα ισοδυναμεί στην ουσία με το κρίσιμο ερώτημα: υπάρχει μια έννοια «ποιητικότητας» ανεξάρτητη από πολιτιστικές και ιστορικές συγκυρίες; Το poème en prose παρουσιάζεται τότε ως ιδανικό παράδειγμα για τη διεξαγωγή της συζήτησης.

Αν ωστόσο προσπαθήσουμε να ορίσουμε το είδος του ποιήματος σε πεζό ερμηνεύοντας χωριστά κάθε όρο που το συναπαρτίζει, θα πέσουμε σε τυφλό σημείο· έχοντας αποδεχτεί πως η ποίηση είναι κάτι έξω από τον στίχο και πως ο πεζός λόγος είναι επίσης ό,τι δεν είναι ποίηση, έχουμε κατασκευάσει δύο αντιθετικά ζεύγη: παρουσία/απουσία χαρακτηριστικού και: αναφορά στον ποιητικό κώδικα/αναφορά στον κώδικα της πεζογραφίας, τα οποία δεν μας εξυπηρετούν, διότι τελικά το ποίημα σε πεζό δεν είναι ούτε αντίθεση ούτε σύνθεση· είναι ο κειμενικός χώρος όπου κάθε έννοια αντίθεσης —επομένως και συμμετρίας— ανάμεσα στην παρουσία και στην απουσία, στην ποίηση και στον πεζό λόγο δυσλειτουργεί.

Η Susanne Bernard αναλύοντας την «αισθητική του poème en prose» υποστηρίζει ότι το είδος αυτό

όχι μόνο στη μορφή αλλά και στην ουσία του θεμελιώνεται στην ένωση των αντιθέτων: πεζός λόγος και ποίηση, ελευθερία και ακαμψία, ανατρεπτική αναρχία και οργανωτική τέχνη […] από κει πηγάζει η εσωτερική του αντίφαση, οι βαθιές, επικίνδυνες —αλλά και γόνιμες— αντινομίες του· από κει και η διαρκής ένταση και ο δυναμισμός του.

Προτείνει ακόμη τρία χαρακτηριστικά του είδους: α) τη συντομία (brièveté), που σχετίζεται με την έννοια του effect, της ενότητας δηλαδή και της συνολικότητας της εντύπωσης, όπως την ορίζει ο E.A. Poe στη Φιλοσοφία της Σύνθεσης· β) την ένταση (intensité), που παραπέμπει σε μια συγκέντρωση των εκφραστικών μέσων· και γ) την έλλειψη αναφορικότητας (gratuité), με την έννοια της απουσίας εξωτερικών αναφορών (τόπου, χρόνου κ.ο.κ.) ή βιογραφικών στοιχείων.

Ιωάννα Α. Ναούμ, «Η ποίηση έξω από τον στίχο. Ορισμένες παρατηρήσεις γύρω από το διπλό παράδειγμα των Spleen de Paris του Baudelaire και των τελευταίων πεζών του Καρυωτάκη». Όσο κρατάει η ανάγνωση… Μια έκδοση αφιερωμένη στη μνήμη της Αντωνίας Κατσιαντώνη-Πίστα, Τυπογραφείο Θανάση Αλτιντζή, Θεσσαλονίκη 2005, 447-448.

 

 

[…] Χρησιμοποιώντας τη γνωστή διάκριση της ποίησης από τον πεζό λόγο, που παρομοιάζει την πρώτη με χορό και τον δεύτερο με το βάδισμα, θα έλεγα ότι το πεζοτράγουδο, αυτό το νόθο είδος, όπως σωστά έχει χαρακτηριστεί, είναι ένα σώμα που από τη μέση και κάτω περπατά και από τη μέση και πάνω χορεύει· δηλαδή ένα σώμα που προσπαθεί να χορέψει μόνο με τα χέρια και με το επάνω μέρος του κορμιού. […] Κάτι τέτοιο βέβαια είναι εξαιρετικά δύσκολο, και μόνο οι μεγάλοι δάσκαλοι του είδους (ένας Ρεμπώ, ένας Μπωντλαίρ σε ορισμένες στιγμές του) μπόρεσαν να το επιτύχουν. […]

Μολαταύτα το poème en prose είναι σημαντικός σταθμός στην πορεία της ποίησης προς ένα νέο τρόπο έκφρασης. Πρώτα γιατί, με το να βοηθήσει στην εδραίωση της πεποίθησης ότι ένα κείμενο μπορεί να είναι ποιητικό χωρίς να είναι έμμετρο, βοήθησε στην αποδέσμευση του ποιητικού λόγου από το μέτρο, και, δεύτερο, γιατί τα καινούργια στοιχεία που προσκόμιζε στις καλύτερες στιγμές του βοήθησαν στη διαμόρφωση του μοντέρνου ελεύθερου στίχου.

Νάσος Βαγενάς, «Γύρω από τις αρχές του ελληνικού μοντερνισμού». Η ειρωνική γλώσσα. Κριτικές μελέτες για τη νεοελληνική γραμματεία, Στιγμή, Αθήνα 1994, 81-82.

 

Δείτε επίσης και:


Ελεύθερος στίχος, Εμπειρίκος Ανδρέας, Μοντερνισμός