Πρόσωπα και θέματα της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας

▲▲ Εγγονόπουλος Νίκος

Ο Νίκος Εγγονόπουλος
[πηγή: Επίσημος διαδικτυακός τόπος για τον Νίκο Εγγονόπουλο].
 

 

 

 

Το απελευθερωτικό μήνυμα του υπερρεαλισμού αγγίζει και τον Νίκο Εγγονόπουλο (1910-1985), ποιητή και ζωγράφο ή μάλλον πρώτα ζωγράφο και έπειτα ποιητή, όπως του άρεσε να δηλώνει. Στην πραγματικότητα ο Εγγονόπουλος λειτουργεί σύμφωνα με ένα μοναδικό τρόπο που δίνει ζωή και στις δύο εκδηλώσεις της τέχνης του, τουλάχιστον όσον αφορά γενικά τη διάθεση να προκαλεί· θέτει το ένα δίπλα στο άλλο σχήματα αντικειμένων ή λέξεις καταργώντας τη συνήθη τάξη ή συνδυάζοντάς τα απροσδόκητα, με αποτέλεσμα να ερεθίζει την περιέργεια και να αιφνιδιάζει τον απροετοίμαστο θεατή ή αναγνώστη. Σε σχέση βέβαια με τις ζωγραφικές παραστάσεις, οι λέξεις προσφέρουν ευρύτερες δυνατότητες απόκρυψης και υπαινιγμού και σε αυτό ακριβώς το αποτέλεσμα αποβλέπει ο Εγγονόπουλος. Δίχως να ξεπέφτει στο απλό αίνιγμα, αποκρύπτει το κεντρικό θέμα, φωτίζοντας λέξεις και πράγματα που δεν φαίνεται να έχουν καμία σχέση μεταξύ τους. Ανατρέπει την τάξη στην ακολουθία των λέξεων και στις στερεότυπες ιδέες της απλής λογικής, αλλά δεν απορρίπτει την ιστορία, ούτε και το λογοτεχνικό παρελθόν: οι πολιτισμικές του αναφορές είναι μεν υπαινικτικές αλλά αρκετά συχνές. Όλα αυτά είναι βέβαια ξένα προς την καθαρά υπερρεαλιστική πρακτική.

Είναι γεγονός, πάντως, πως δεν θα μπορούσε να στήσει τον λόγο του με τρόπο προκλητικό, εάν δεν είχε στον νου του έναν συγκεκριμένο συνομιλητή. Απευθυνόμενος σε αυτόν ο λόγος του γίνεται προφορικός, κουβεντιαστός, πρόθυμος να υπακούσει στη συντακτική δομή της γλώσσας, κάποτε εμφατικός (κάτι που εντείνεται με τη χρήση της καθαρεύουσας). Ένα χρόνο μετά το πρωτόλειό του Μην ομιλείτε εις τον οδηγόν (1938), αγνοώντας τις υβριστικές επιθέσεις που το υποδέχτηκαν, ο Εγγονόπουλος δημοσιεύει Τα κλειδοκύμβαλα της σιωπής. […]

Mario Vitti, Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Εκδόσεις Οδυσσέας, Αθήνα 2003, 442-443.

 

 

Όταν το Σεπτέμβριο του 1939 κυκλοφορεί η συλλογή του Εγγονόπουλου Τα Κλειδοκύμβαλα της σιωπής ταυτόχρονα κηρύσσεται η έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, την 1η Σεπτεμβρίου 1939, και ξεκινά έτσι μια νέα εποχή εθνικής ανασφάλειας. Η Τσεχοσλοβακία έχει ήδη καταληφθεί από τις γερμανικές δυνάμεις και η Αλβανία από τις ιταλικές. Ο Εγγονόπουλος το 1941 θα επιστρατευτεί στο αλβανικό μέτωπο, όπου θα πολεμήσει στην εμπροσθοφυλακή μέχρι το τέλος των επιχειρήσεων, καθώς όπως ο ίδιος θα πει: «στην περίοδο της όντως αλησμονήτου “4ης Αυγούστου”, ο όρος “διανοούμενος” συνεπήγετο και την έννοια του “υπόπτου”». Συλλαμβάνεται από τους Γερμανούς στις 13 Απριλίου 1941, κρατείται σε στρατόπεδο ‘εργασίας αιχμαλώτων’, δραπετεύει και επιστρέφει στην Ελλάδα με τα πόδια. Το 1942 θα γράψει το ποίημα Μπολιβάρ, ένα ελληνικό ποίημα, το οποίο κυκλοφορεί αρχικά σε χειρόγραφα σε συγκεντρώσεις αντιστασιακού χαρακτήρα και θα εκδοθεί πριν από την απελευθέρωση, το Σεπτέμβριο 1944 από τις εκδόσεις Ίκαρος.

Ολυμπία Ταχοπούλου, Μοντερνιστικός πρωτογονισμός. Εκδοχές υπερρεαλισμού στο ποιητικό έργο του Νίκου Εγγονόπουλου, Εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα 2009, 271-272.

 

 

Η τελευταία συλλογή του Εγγονόπουλου [Στην κοιλάδα με τους ροδώνες] κυκλοφορεί το 1978 και περιλαμβάνει ποιήματα μιας εικοσαετίας (1957-1978).

Η συλλογή (που περιέχει και αρκετούς πίνακες και μεταφράσεις) συνεχίζει τον «πολεμικό» τόνο των προηγούμενων συλλογών και πολλά ποιήματα συντίθενται γύρω από ιστορίες δημιουργών που έχουν βιώσει την κακία και την αχαριστία των πολιτών και της πολιτείας. Αυτός όμως που τελικά φαίνεται να προβάλλει πίσω από τα πρόσωπα και τις καταστάσεις που περιγράφονται είναι ο ίδιος ο ποιητής. Στην Κοιλάδα έχουμε μεγάλο αριθμό από «Βιογραφίες» άλλων, καθεμία από τις οποίες είναι μέρος της βιογραφίας του ίδιου του ποιητή. Αυτή την οιονεί «απόκρυψη» πίσω από πρόσωπα και προσωπεία μπορούμε να τη διαπιστώσουμε σε όλο το έργο του. Άλλοτε ο «μυστικός» ποιητής προσλαμβάνει τα χαρακτηριστικά άλλων ποιητών και καλλιτεχνών. Άλλοτε εμφανίζεται ως ηρωική μορφή της ελληνικής (αρχαίας, μεσαιωνικής, νεότερης) και της παγκόσμιας ιστορίας και άλλοτε ως αποδιωγμένος και βασανισμένος δημιουργός. Τα πρόσωπα και η βιογραφία όλων αυτών αναμειγνύονται με το πρόσωπο και τη βιογραφία του. Γι’ αυτό και δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι ενώ διατηρεί έναν εύκολα αναγνωρίσιμο ποιητικό λόγο και η ζωγραφική του αναγνωρίζεται με την πρώτη ματιά, εντούτοις τα όρια του «προσωπικού» και του «συλλογικού» στο έργο του παραμένουν ασαφή και ο λόγος του, όπως πάντα, κρυπτικός. […]

Ρένα Ζαμάρου, «Σύνοψις βίου και έργου του ποιητή». Νίκος Εγγονόπουλος. Ελληνοκεντρικός και οικουμενικός (αφιέρωμα), Βιβλιοθήκη, εφ. Ελευθεροτυπία, 12 Αυγ. 2005, 11-12.

 

 

 

Στα γράμματα εμφανίζεται για πρώτη φορά από το περιοδικό Ο Κύκλος (Ιούνιος [;], 1938, τεύχ. 4) προδημοσιεύοντας τρία ποιήματα από τη συλλογή Μην ομιλείτε εις τον οδηγόν (1938), ενώ συμμετείχε στον τόμο Υπερεαλισμός Α΄ (μεταφράζοντας […] οκτώ ποιήματα του Τριστάν Τζαρά). Τον Σεπτέμβριο του 1939 τυπώνει τη δεύτερη συλλογή του, Τα κλειδοκύμβαλα της σιωπής, ισχυριζόμενος ότι την εκδίδει ο φανταστικός εκδοτικός οίκος «Ιππαλεκτρυών».

Έχει γίνει πολύς λόγος για τις αντιδράσεις ενίων δημοσιογράφων σχετικά με το έργο του και το επισήμανε ο ίδιος ο Εγγονόπουλος στη δεύτερη έκδοση των δύο αυτών συλλογών (1966), όπου σημειώνει:

[…] Το δημιουργηθέν σκάνδαλο κι η επακολουθήσασα κατακραυγή εναντίον μου δεν μπορώ να πω πως δεν με έθιξαν, βαθύτατα. Η βίαιη κακομεταχείρησις σαν υποδοχή μιας γνησίας προσφοράς είναι, το λιγώτερο, σκληρά άδικη. Περιοδικά, εφημερίδες, le premier chien coiffé venu, παρωδούσαν και αναδημοσίευαν, κοροϊδευτικά, τα ποιήματά μου. Μια δε εφημερίδα, από τις μεγάλες, δεν θυμούμαι τώρα ποια, αυθαδέστατα, ποδοπατώντας κάθε ιδέα, τέλος πάντων, ιδιοκτησίας, αναδημοσίευσε, σε μια ή δύο συνέχειες… ολόκληρο το βιβλίο! Συνοδεία, πάντοτε, χλευαστικών και κακεντρεχών, όσο κι επιπόλαιων, σχολίων. […]

Αλέξανδρος Αργυρίου, Ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας και η πρόσληψή της στα χρόνια του μεσοπολέμου (1918-1940), τ. Β΄, Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 2001, 803-804.

 

 

[…] η υπερρεαλιστικού τύπου ποίηση του Εγγονόπουλου, όπως άλλωστε (ή μάλλον κυρίως) η ποίηση του Εμπειρίκου, ενόχλησε πολλούς δημοτικιστές όχι μόνο για το περιεχόμενό της, αλλά και για τη γλωσσική της μορφή που φαίνεται να αποκλίνει από τη θεωρούμενη «ορθόδοξη» δημοτική. Όμως ενώ ο Εμπειρίκος χρησιμοποιεί (τουλάχιστον στα πεζά του) μιαν αυθεντικότερη μορφή καθαρεύουσας —στο επίπεδο του λεκτικού και της σύνταξης— ο Εγγονόπουλος κάθε άλλο παρά καθαρολόγος ή καθαρευουσιάνος ποιητής μπορεί να θεωρηθεί. Αντίθετα, στηριζόμενοι τόσο στο λεξιλόγιό της και στη φωνομορφολογία της, όσο και στις συντακτικές του επιλογές, θα μπορούσαμε να ορίσουμε τη γλώσσα του Εγγονόπουλου ως μια ιδιάζουσα «διάλεκτο» (μικτή και νόμιμη!), μέσα στην οποία ανακαλούνται από όλες τις περιόδους της ελληνικής λογοτεχνίας και γλώσσας λέξεις και τύποι, λόγια και ιδιωματικά μορφώματα ή «κρυσταλλώματα» και, παράλληλα χρησιμοποιούνται χωρίς κανένα ενδοιασμό και σοβινιστική διάθεση αρκετές ξένες και εκφράσεις. Αυτά λοιπόν τα στοιχεία συνιστούν την ιδιότυπη και εύκολα αναγνωρίσιμη γλώσσα του Εγγονόπουλου, ένα λόγο ιδιωματικό, διαλεκτικό (θα μπορούσε να πει κάποιος), αυτό που τελικά μορφώνει τον ιδιόλεκτον λόγο του ποιητή, το ιδιαίτερα προσωπικό ύφος του.

[…] Ίδιοι λεκτικοί τύποι ή λέξεις διατάσσονται σε διάφορες «οπτικές», στιχουργικές παραλλαγές, ώστε να προβάλλεται μια συγκεκριμένη λέξη με διαφορετική κάθε φορά «εικόνα» και σημασία, με αποτέλεσμα να επηρεάζεται δραστικά η ερμηνεία ολόκληρου του ποιήματος. Κλασικό παράδειγμα είναι το δεύτερο μέρος από το ποίημα «Το πρωινό τραγούδι», από τη συλλογή Τα Κλειδοκύμβαλα της σιωπής […], όπου όμοιες λέξεις ή παρεμφερείς τύποι τους διατάσσονται διαφορετικά κάθε φορά στις τρεις παραγράφους-στροφές. Μια ορισμένη ιδέα, ένα ορισμένο νόημα προβάλλεται «λογοτυπικά» σε τρεις παραλλαγές-στροφές, όπου κάθε φορά τα τρία όμοια υποκείμενα (ο στρατιώτης, το μικρό παιδί και ο ποιητής) έχουν στην κατοχή τους (ή πρέπει να έχουν) ένα διαφορετικό αντικείμενο. Όμως αυτή η τριπλή σχέση και διαφορά Υποκειμένου και Αντικειμένου γίνεται ακόμη πιο περίπλοκη καθώς ένα από τα τρία υποκείμενα προβάλλεται σε τρεις διαφορετικούς τύπους, στρατιώτης, στραδιώτης, στραθιώτης. Είναι προφανές ότι κάθε τύπος έχει το δικό του νοηματικό και συναισθηματικό βάρος και δεν είναι δύσκολο να αντιληφθούμε ότι οι τύποι αυτοί επηρεάζουν διαφορετικά το περιβάλλον τους, τη στροφή όπου περιέχονται. Έτσι η τριπλή παραλλαγή της ίδιας ιδέας φαίνεται να «πολλαπλασιάζεται» καλειδοσκοπικά κάθε φορά και να επηρεάζει, όπως είναι φυσικό, την όλη ερμηνεία του ποιήματος. […]

Γιώργης Γιατρομανωλάκης, «Προκαταρκτικά στη γλώσσα του Νίκου Εγγονόπουλου». Αδαμάντιος Κουμπής, Πίνακας λέξεων των ποιημάτων του Νίκου Εγγονόπουλου, εισαγ.-επιμ. Γιώργης Γιατρομανωλάκης, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Αθήνα 1999, σ. xii-xiv & xvii-xviii.

 

 

Τα «τραγούδια» του Νίκου Εγγονόπουλου —η ποιητική του— στοιχειοθετούν μιαν απάντηση στο αίτημα της «ταπεινής τέχνης», μ’ έναν τρόπο άκρως επαναστατικό: καταργούν τον ενιαίο τόνο κι εγκαθιδρύουν ένα παιγνίδι ανάμεσα σε διαφορετικές τονικότητες: ο τόνος της διθυραμβικής έκρηξης σβήνει μέσα στο χαμηλόφωνο λυρισμό· η ρητορικότητα, ο στόμφος εναλλάσσονται με πεζολογία· η άκρατη μελαγχολία ανακόπτεται από την πιο αιχμηρή διακωμώδηση, η ζοφερή διάθεση από ιλαρότητα· τόνοι χαμηλοί εναλλάσσονται με τόνους υψηλούς, χαρμόσυνους, μέσα σε μια συνεχή σχέση αλληλοαναίρεσης, που επιβάλλει την πολυεπίπεδη ανάγνωση και διεγείρει συγκινώντας, συγκινεί τέρποντας και τέρπει δραστηριοποιώντας διανοητικά τον αναγνώστη.

[…] Κανένα θέμα δεν κρατά την αποκλειστικότητα, όπως θα ’θελε η παραδοσιακή ποίηση: θέματα πατριωτικά ή ερωτικά κινούνται και αναπτύσσονται σε τόσο διαφορετικά επίπεδα και τόνους, ώστε ο αρχικός πυρήνας τους να μεταβάλλεται καθ’ οδόν. […]

Στην ποίηση του Εγγονόπουλου η συνεχής εναλλαγή ανάμεσα στα βασικά είδη κα τις ιδιότητες του ύφους, σύμφωνα με τον κλασικό ορισμό τους, ισοδυναμεί με την προσωπική του εκδοχή για την «ταπεινή τέχνη χωρίς ύφος», τορπιλίζει την επίσημη και καταξιωμένη αντίληψη για το ωραίο ως συνώνυμο του υψηλού, αντίληψη που εξακολουθούσε να ισχύει στην τρίτη δεκαετία του αιώνα μας.

Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου, Νίκος Εγγονόπουλος. Η ποίηση στον καιρό του τραβήγματος της ψηλής σκάλας, Στιγμή, Αθήνα 1987, 41-43.

 

 

Οι δύο πρώτες ποιητικές συλλογές του Εγγονόπουλου, χάρη στη χρήση των κυρίων ονομάτων, είναι γεμάτες από παρόμοια περάσματα από το οικείο στο ανοίκειο, ή, πιο σωστά, είναι συλλογές στις οποίες κυριαρχεί μια πρακτική που θα ονόμαζα «ανοικείωση του οικείου», στην πιο περίτεχνη, εκλεπτυσμένη και αποτελεσματική εκδοχή της, χάρη στα κύρια ονόματα που γειώνουν τον αναγνώστη σε μια γνωστή, οικεία, προσφιλή, προγονική παράδοση, πριν εκτιναχθούν στην υπέρβαση της παραδοξότητας, και αντιστρόφως. Το οικείο όνομα που φέρει «η ωραία Μαρίκα η Πολίτισσα» ανοικειώνεται εξαιτίας της συνύπαρξής του με τον Πάπα Ιννοκέντιο τον VIII στο ποίημα «Αμαζόνες». Αντίθετα, το παράξενο όνομα Γουλιέλμος Τσίτζης, και ό,τι αυτό ανακαλεί, αποβαίνει οικείο, καθώς το συναντάμε πλάι σ’ αυτό της «κυρία[ς] Άρτεμις» και των ποικίλων συνδηλώσεων του ονόματός της, με τη συγκεκριμένη νεοελληνική αστική προσαγόρευση «κυρία».

Πρέπει να σημειώσουμε ότι την πρακτική αυτή των ονομάτων ο Εγγονόπουλος την εγκαταλείπει στην τελευταία ποιητική συλλογή του Στην Κοιλάδα με τους Ροδώνες, όπου έχουμε πολλά προσωπογραφικά ποιήματα, όπως το «Σύντομος βιογραφία του ποιητού Κωνσταντίνου Καβάφη», που υπήρξε σπουδαίος δάσκαλος για τον Εγγονόπουλο, αλλά και εκείνος που περισσότερο από κάθε άλλον ποιητή του 20ού αιώνα ανέπτυξε μια ποιητική των κυρίων ονομάτων.

Όπως προσπάθησα να δείξω, τα κύρια ονόματα ως γλωσσικά σημεία στον Εγγονόπουλο διαθέτουν ασυνήθιστο σημασιολογικό πλούτο. Στις παράδοξες προσωπογραφίες του ανακαλύπτουμε συνεχώς παιγνίδια με την ιστορία, τη μυθολογία και άλλους τομείς της γνώσης, κι ακόμη παιγνίδια με την ετυμολογία, χάρη σε παρονομασίες και αναγραμματισμούς και μιαν ολόκληρη αλχημεία με τα φωνήεντα, τα σύμφωνα και τα σημασιολογικά φορτία των γλωσσικών σημείων. […]

Τα κύρια ονόματα προσώπων στον Εγγονόπουλο, με την τεράστια ποικιλία της γεωγραφικής και εθνικής τους αναφοράς, αποτελούν επίσης μια μαρτυρία για την ανοιχτή πολιτισμική συνείδηση του δημιουργού του «Μπολιβάρ», ενός έλληνα ποιητή που δεν δίστασε να δημοσιεύσει γαλλικά ποιήματα στις ποιητικές του συλλογές, και μέσα από αυτά να συνομιλήσει με ξένους ομοτέχνους του. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τον ενδιέφερε απόλυτα ο ελληνισμός, οι ελληνικές «ρίζες», η «παράδοση» και όλα όσα απασχόλησαν τη γενιά του, αλλά πιστεύω ότι προσπάθησε να συνθέσει το ελληνικό με το διεθνές σε πρωτότυπη σύνθεση. Εδώ συναντά τις αγωνίες του Καβάφη και απομακρύνεται από τον Εμπειρίκο. Παράλληλα, προσπάθησε να εφαρμόσει στην πράξη αυτό που εξέφραζε όταν έλεγε ότι θέλει να βάλει «τον άνθρωπο στο κέντρο της δημιουργίας». Όσο για τον «ελληνοκεντρικό μοντερνισμό» του, για τον οποίο τόσα έχουν γραφεί, πιστεύω ότι μπορούμε να τον σκεφτούμε διαφορετικά, ως προϋπόθεση της πρακτικής της «ανοικείωσης».

Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου, «Συμβολή στη μελέτη της ποιητικής του Νίκου Εγγονόπουλου: Η τέχνη των ονομάτων». Νίκος Εγγονόπουλος. Ο ζωγράφος και ο ποιητής, Μουσείο Μπενάκη, Αθήνα 2010, 131-132.

 

Ο Σκεντέρμπεης με κεραμικό (1951, αυγοτέμπερα σε ξύλο)
[πηγή: eikastikon.gr]
 

 

 

Ένα άλλο μέρος της μυθολογικής και πρωτόγονης έμπνευσης των γάλλων υπερρεαλιστών, που αποκτά τη μεγαλύτερη έκταση και σημασία στο έργο του Εγγονόπουλου, αποτελεί το πολιτισμικό μοντέλο του αρχαίου Μεξικού και της Νότιας Αμερικής, το οποίο εμφανίζεται σταθερά στο ποιητικό έργο του Εγγονόπουλου έως και το 1948, στην ποιητική συλλογή Έλευσις.

Ολυμπία Ταχοπούλου, Μοντερνιστικός πρωτογονισμός. Εκδοχές υπερρεαλισμού στο ποιητικό έργο του Νίκου Εγγονόπουλου, Εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα 2009, 208.

 

 

Σε ένα πρώτο επίπεδο ανάγνωσης, η σύζευξη του νοτιοαμερικάνου επαναστάτη Simon Bolivar (1783-1830) και του ήρωα Οδυσσέα Ανδρούτσου (1788-1825) στο Μπολιβάρ του Εγγονόπουλου (1944) θεωρείται εύκολα σαν ένα υπερρεαλιστικό τέχνασμα, μια αναλογία μεγεθών. Από καιρό, ωστόσο (1979), ο Γιάννης Δάλλας είχε επισημάνει ότι «για τη συνείδηση των επαναστατημένων πατέρων μας του ’21, ο Ανδρούτσος φαίνεται να ανακαλούσε κατευθείαν τον Μπολιβάρ. Έγραφε, λ.χ. ο ανώνυμος συντάκτης στα Ελληνικά Χρονικά του Μάγερ, στις 21 Μαρτίου 1825:

“Αν αι περιστάσεις τον έκαμαν να φαίνεται εις τα όμματα του κόσμου [ο Ανδρούτσος] ως ένας από τους καλύτερους αρχηγούς των ελληνικών πραγμάτων και το παραξενότερον να νομίζεται από τινας ως ο πλέον φιλελεύθερος και άξιος να βαπτισθή με το όνομα Βολιβάρ της Ελλάδος”»

Μια ακόμη μαρτυρία που συνδέει τα δυο πρόσωπα και μας οδηγεί στην σκέψη ότι την εποχή εκείνη ο παραλληλισμός του Ανδρούτσου με τον Bolivar ήταν κοινός τόπος πιθανόν, την βρίσκουμε στο ιστορικό έργο του Δημήτρη Φωτιάδη, Η Επανάσταση του Εικοσιένα [τόμ. 3ος, 21977 (11971), σελ. 122]: «ο Άγγλος μυθιστοριογράφος Τρελώνη (Trelawney), ο φίλος του Σέλλευ και του Μπάιρον, τον σύγκρινε [τον Οδυσσέα Ανδρούτσο] με τον Ουάσιγκτον και τον Βολιβάρ. Έβλεπε σ’ αυτόν την προσωποποίηση κάθε πνευματικής και σωματικής τελειότητας». […] Από τις δυο παραπάνω αναφορές καταλαβαίνουμε ότι η συνύπαρξη των δύο ηρώων, Ανδρούτσου και Μπολιβάρ, στο κατοχικό ποίημα του Εγγονόπουλου, έχει ιστορικό/κειμενικό υπόβραθρο και δίχως να είναι αυθαίρετη, συνδέει τα ήδη —από εκατονταετίας και πλέον— συνδεδεμένα.

Δημήτρης Βλαχοδήμος, Διαβάζοντας το παρελθόν στον Εγγονόπουλο. Λογοτεχνία και ιστορία — Από τα ακριτικά τραγούδια μέχρι τα προεπαναστατικά χρόνια, Ίνδικτος, Αθήνα 2006, 48-50.

 

 

Όμως τώρα θα ψάλω μοναχά τον Σίμωνα, αφήνοντας τον άλλο για κατάλληλο καιρό,
Αφήνοντάς τον για ναν τ’ αφιερώσω, σαν έρθ’ η ώρα, ίσως το πιο ωραίο τραγούδι που έψαλα ποτέ,
Ίσως τ’ ωραιότερο τραγούδι που ποτές εψάλανε σ’ όλο τον κόσμο.

Αυτό το ωραιότερο τραγούδι για τον Οδυσσέα Ανδρούτσο ο Εγγονόπουλος δεν το γράφει ποτέ. Αντίθετα, το ποίημα που γράφει για τον Μπολιβάρ θ’ αποτελέσει ίσως την καλύτερη του ποιητική σύνθεση ή σύμφωνα με το στίχο του ίδιου του Εγγονόπουλου «το πιο ωραίο τραγούδι που έψαλε ποτέ». Η μορφή όμως που τελικά σκιαγραφεί ο Εγγονόπουλος στο ποίημά του παρουσιάζει μια πολιτισμική διαλογικότητα, αφού περιλαμβάνει τόσο αναφορές στο πολιτισμικό περιβάλλον της Νότιας Αμερικής όσο και στο πολιτισμικό εικονοστάσι του ’21. Ο ήρωας που κατασκευάζει ο Εγγονόπουλος είναι ταυτόχρονα ο ελευθερωτής της Νότιας Αμερικής, αλλά κι ένας ήρωας της ελληνικής επανάστασης, αφού είναι γιος του Ρήγα Φεραίου και αδελφός του Πασβαντζόγλου και του Αντωνίου Οικονόμου. […]

Ένα πλήθος αναφορών του ποιήματος σε ήρωες της ελληνικής επανάστασης ή στο δημοτικό τραγούδι συνδέονται με την πρόθεση του Εγγονόπουλου να γράψει ένα ποίημα αντιστασιακού φρονήματος και να εγκλιματίσει την ποίησή του στη σύγχρονή του πραγματικότητα, η οποία λόγω του πολέμου είχε φέρει στην επικαιρότητα τους εθνικούς απελευθερωτικούς αγώνες του ’21, καθώς και τους ρυθμούς του δημοτικού τραγουδιού, που θα αξιοποιήσει και ο Ελύτης στο Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας.

Ολυμπία Ταχοπούλου, Μοντερνιστικός πρωτογονισμός. Εκδοχές υπερρεαλισμού στο ποιητικό έργο του Νίκου Εγγονόπουλου, Εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα 2009, 287-288 & 291.

 

 

 

[…] Στην πρώτη του ατομική έκθεση ζωγραφικής, στα τέλη του 1939 στο σπίτι του ποιητή και κριτικού τέχνης Νικολάου Κάλα, παρουσίασε έργα υπερρεαλιστικά: ως καλλιτέχνης είχε βρει το στυλ στο οποίο, κατά μία έννοια, θα έμενε πιστός μέχρι τον θάνατό του, το 1985.

Στην περίπτωση της ζωγραφικής του Εγγονόπουλου θα πρέπει καταρχάς να ανακαλέσουμε στη μνήμη δύο γεγονότα […]: πρώτον, τις καλλιτεχνικές του ρίζες στο εργαστήρι του Φώτη Κόντογλου, στα έργα του οποίου η βυζαντινή παράδοση γίνεται όλο και περισσότερο πρόδηλη στη δεκαετία του 1930 και, δεύτερον, την επίδραση του Giorgio de Chirico. Ο Κόντογλου καθόρισε την τέχνη του νέου Εγγονόπουλου. Στα 1934, ο Κόντογλου ζωγράφισε το πορτραίτο Εγγονόπουλος ο Φαναριώτης, έργο που θυμίζει τον πρώιμο Εγγονόπουλο. Και στη δεκαετία του 1930, ο Giorgio de Chirico άσκησε αυξανόμενη επιρροή στη διαμόρφωση της τέχνης του Εγγονόπουλου.

Wieland Schmied, «Ανάμεσα στον υπερρεαλισμό και το Βυζάντιο, στο θέατρο και το φολκλόρ. Σκέψεις για τον Νίκο Εγγονόπουλο», μτφ. Μανόλης Πολέντας. Νίκος Εγγονόπουλος. Ο ζωγράφος και ο ποιητής, Μουσείο Μπενάκη, Αθήνα 2010, 32-33.

 

 

[…] ο Εγγονόπουλος, όπως και οι άλλοι της γενιάς του, προσπαθούσε να διαμορφώσει μια προσωπική φωνή και ένα ιδίωμα μέσα σε ένα συγκερασμό μοντέρνου και παράδοσης. Όμως η διπλή ιδιότητα ζωγράφου και ποιητή τον οδηγούσε σε πιο σύνθετους προβληματισμούς σχετικά με το ζήτημα της παράδοσης.

Μπορούμε λοιπόν να υποθέσουμε ότι ο Εγγονόπουλος συνδέθηκε με τον υπερρεαλισμό επιλεκτικά, και ότι το κίνημα αυτό τον εξέφραζε σε πολλά σημεία και ανταποκρινόταν στην ανάγκη του για μια διαφορετική αντίληψη περί μοντέρνου και, κυρίως, για ένα διαφορετικό και πιο τολμηρό διάλογο με την ελληνική παράδοση, με εντελώς διαφορετικούς όρους από εκείνους των συγχρόνων του. Δεν γνωρίζουμε αν η ανάγκη αυτή οφειλόταν στην ιδιοσυγκρασία του, την παιδεία, τα βιώματα ή ό,τι άλλο, αλλά μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι διαμορφώθηκε σε απολύτως προσωπικό, πρωτότυπο και ιδιόμορφο ποιητικό ιδίωμα που δημιουργούσε τομή στην ποίηση, και εντυπωσιάζει με τον πλούτο και την πολυσημία του, χρησιμοποιώντας όλα τα λογοτεχνικά μέσα, από την αφήγηση και τη λυρική ανάπτυξη μέχρι τη δραματοποίηση, και σε ακόμη μεγαλύτερο βαθμό την ειρωνεία και την παρωδία, ως μέσα που κατ’ εξοχήν δραστηριοποιούν τη σκέψη και το συναίσθημα, κυρίως όταν συνδυάζονται με το λυρισμό, οπότε δρουν ακόμη πιο υπονομευτικά και εντείνουν την αίσθηση του αινιγματικού και του τραγικού.

Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου, «Εισαγωγή. Ο Νίκος Εγγονόπουλος και η κριτική». Εισαγωγή στην ποίηση του Νίκου Εγγονόπουλου. Επιλογή κριτικών κειμένων, επιμ. Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2008, κη΄-κθ΄.

Δείτε επίσης και:


Γενιά του 1930, Μοντερνισμός, Υπερρεαλισμός