Πρόσωπα και θέματα της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας

▲▲ Μεταπολεμική ποίηση

Η μεταπολεμική ποίηση ξεχωρίζει από την προηγούμενη ποιητική γενιά σε πολλά. Διαλέγω παρακάτω διακριτικούς της χαρακτήρες, που ο συνδυασμός τους οδηγεί ίσως σε αναγνώριση ενός ποιητικού προσώπου:

1. Ο όγκος της μεταπολεμικής ποίησης έχει πολλαπλασιαστεί σε σχέση με της προηγούμενης περιόδου.

2. Για τη μεταπολεμική ποιητική γενιά έχει, νομίζω, ατονίσει η προηγούμενη αξιολογική κλίμακα, που απένεμε στους ποιητές πρωτεία και δευτερεία. Στην μεταπολεμική περίοδο λίγοι πια ή και κανένας δε ρωτά ποιος είναι ο πρώτος, ο δεύτερος και ο τρίτος της ποιητικής γενιάς. Αν ο Αναγνωστάκης ξεπερνά το Σαχτούρη, και ο Σινόπουλος τον Αναγνωστάκη. Σχηματοποιώντας θα έλεγα ότι στη θέση μιας αξιολογικής κλίμακας αριστοκρατικής, έχουν ιδρυθεί οι νόμοι μιας αρχόμενης ποιητικής δημοκρατίας.

3. Η προηγούμενη πρόταση συνεπάγεται έναν τρίτο χαρακτήρα της μεταπολεμικής ποίησης. Το αναγνωστικό της κοινό αναφέρεται πια λιγότερο στα πρόσωπα των ποιητών, και περισσότερο στα ποιήματά τους. Ξεχωρίζει ώριμα ποιήματα, και όχι ώριμους ποιητές. Κάνει επιλογή ποιημάτων, και όχι εκλογή ποιητών.

4. Οι περισσότεροι από τους μεταπολεμικούς ποιητές έχουν εμπλακεί στα πολιτικά πράγματα του τόπου πολύ πιο δραστικά από τους πρόδρομούς τους. Απόρροια αυτής της πολιτικής (συχνά και κομματικής) σύμπραξής τους είναι και η κατάργηση του αισθητικού διλήμματος της προηγούμενης γενιάς: αστράτευτη ή στρατευμένη τέχνη. Γιατί οι σημαντικότεροι μεταπολεμικοί ποιητές, άμεσα ή έμμεσα, είναι πολιτικοί ποιητές και η πλειοψηφία τους κατοικεί το χώρο της νεοελληνικής αριστεράς: παρακολουθεί από μέσα τις περιπέτειες και τις ταλαντεύσεις της. Συχνά μάλιστα οι μεταπολεμικοί πολιτικοί ποιητές μας υποχρεώνονται να συσχετίσουν την προσωπική τους ποιητική ευαισθησία με την ιδεολογική συνοχή και την κομματική ορθοδοξία του χώρου που πολιτικά υπερασπίζονται. Κι αυτός ο συσχετισμός δεν είναι διόλου απλός· κάποτε γίνεται πραγματικά δραματικός, και οπωσδήποτε συνεπάγεται προβλήματα καινούργια και δύσκολα τόσο για την ποίηση όσο και για την πολιτική. Έτσι, πιστεύω, προέκυψε ο βαθύτερος χαρακτήρας της μεταπολεμικής ποίησης: η ιδιάζουσα δηλαδή ποιητική και πολιτική ηθική της. […]

Δ.Ν. Μαρωνίτης, Ποιητική και πολιτική ηθική. Πρώτη μεταπολεμική γενιά. Αλεξάνδρου-Αναγνωστάκης-Πατρίκιος, Κέδρος, Αθήνα 1995 (4η έκδ.), 14-15.

 

 

Οι πρωτοποριακές ποιητικές εμπειρίες της Μεταπολεμικής Γενιάς οφείλονται κατά κύριο λόγο στη βαρυΐσκιωτη αειθαλή Γενιά του ’30: ο Σεφέρης, ο Εμπειρίκος, ο Εγγονόπουλος, ο Ρίτσος, ο Ελύτης αμεσότερα, πιο απόμακρα ο Παπατσώνης και πιο οικεία ο Βρεττάκος, ο Γκάτσος και ο κύκλος του Κοχλία με ουράνιο κέντρο τον Σαραντάρη και γήινο τον Πεντζίκη, αποτελούν αμφίρροπους πόλους έλξης και απώθησης, αναστολών και ανταγωνισμού. Σημαντική γοητεία ασκούν ο Καβάφης και ο Σικελιανός (όχι, νομίζω, ο Βάρναλης ή ο Καζαντζάκης ως ποιητές) και βέβαια το ίνδαλμα του Καρυωτάκη. Από τους παλαιότερους, θαρρώ πως μόνον ο Σολωμός και ο Κάλβος διαβάζονται με κάποια προσοχή — και ως ένα βαθμό το δημοτικό τραγούδι, κυρίως χάρη στον Λόρκα και τον λαϊκισμό της Αριστεράς.

Γ.Π. Σαββίδης, «Το στίγμα της πρώτης μεταπολεμικής ποιητικής Γενιάς», Η ελληνική ποίηση. Ανθολογία. Γραμματολογία, επιμ. Αλέξανδρος Αργυρίου, τ. Ε΄, Εκδόσεις Σοκόλη, Αθήνα 1990 (3η έκδ.), 626.

 

 

Οι μεταπολεμικοί ποιητές ξεκινούσαν λοιπόν από τη μαθητεία στην παράδοση, την οποία διεύρυναν σταδιακά σε σχέση με το υπάρχον οπτικό πεδίο της αγωνιστικής και της κοινωνικής ποίησης. Αυτή η διεύρυνση εκδηλώθηκε σε συνάρτηση με τη δεξίωση ορισμένων ξένων ποιητών στον ελληνικό χώρο, όπως ήταν κυριότερα ο F. G. Lorca και ο Vl. Majakovski, οι οποίοι προβλήθηκαν εν μέρει ως πρότυπα και εν μέρει ως ιδεολογικές μορφές που οριοθετούσαν τις σύγχρονες λογοτεχνικές κατευθύνσεις. Το έργο του δολοφονημένου από τους φασίστες Ισπανού ποιητή αποτέλεσε ένα είδος υποδείγματος για τη θεματική, τη γλώσσα και τη λυρική υφή της πρώτης ποιητικής παραγωγής, που συνέδεε τη λαϊκότητα με την κοινωνική ευαισθησία των μεταπολεμικών ποιητών. Η δεξίωση του Βλ. Μαγιακόβσκι είχε προηγηθεί χρονικά και είχε δοθεί έμφαση στο επαναστατικό περιεχόμενο των κοινωνικών μηνυμάτων που έφερνε η ποίησή του. […]

Μερικότερες επιδράσεις άσκησαν οι Γάλλοι ποιητές της Αντίστασης (P. Eluard, L. Aragon, κ.ά.) που συνδύασαν τον κοινωνικό ρεαλισμό με τη συναισθηματική προσφορά στα αγωνιστικά ιδεώδη. Παρατηρείται όμως γενικότερα μια συνάρθρωση αυτού του κοινωνικού ρεύματος, που εκφράστηκε στη συνέχεια και με άλλες μικρότερης σημασίας απηχήσεις, όπως, π.χ., του Τούρκου ποιητή Ν. Χικμέτ και του Λατινοαμερικάνου P. Neruda, με την ελληνική εκδοχή που έδινε η οδηγητική φυσιογνωμία του Γ. Ρίτσου, και ιδιαίτερα με την άμεση επίδραση που αυτός ασκούσε στους νέους ποιητές. Όπως χαρακτηριστικά τη συναντάμε στις πρώτες ποιητικές συλλογές του Τ. Λειβαδίτη, Μάχη στην άκρη της νύχτας, Αυτό το αστέρι είναι για όλους μας (1952) και στο Χωματόδρομο (1954) του Τ. Πατρίκιου.

Μετά τη διάσπαση του κινήματος, οι αρνητικές επενέργειες μιας γενικής αίσθησης ήττας εγκλιματίστηκαν στη μεταπολεμική πολιτική κίνηση. Πλάι στο κοινωνικό άχθος του συλλογικού υποκειμένου βρήκε την έκφρασή του και το υπαρξιακό άγχος του ατόμου, που έβγαινε καθημαγμένο από τη δοκιμασία, τη βία και την αλλοτριωτική επίδραση της κυρίαρχης ιδεολογίας. Δεν είναι πάντα η θέληση λίγη, όταν και ο πόνος είναι μεγάλος. Αυτός ο «κοινωνικός πόνος» του ανθρώπου και των πραγμάτων σφράγισε τις ημέρες και τα έργα των μεταπολεμικών ποιητών, καθώς το αρχικό όραμα που ενέπνεε το ξεκίνημά τους γνώρισε σταδιακά την έκπτωση κάτω από την πίεση των αρνητικών εξωτερικών εξελίξεων.

[…]

Συγχρόνως όμως οι μεταπολεμικοί ποιητές περνούσαν από την επίδραση στην αναζήτηση προγόνων ποιητών. Έτσι, από τη μια μεριά αυξανόταν προοδευτικά το ενδιαφέρον τους για το κέντρο της ευρωπαϊκής παράδοσης που ασκούσε καθολική επίδραση στις διάφορες περιφερειακές δυνάμεις της ποιητικής παραγωγής, και από την άλλη έφταναν έγκαιρα στη μαθητεία του Κ.Π. Καβάφη.

Από την αγγλοσαξωνική παράδοση του Τ.Σ. Έλιοτ και του Ezra Pound αξιοποίησε έντεχνα ο Τ. Σινόπουλος ως τις εκλεκτικές προσεγγίσεις «ωραίων ή συγγενικών» ποιητών, όπως οι: A. McLeish, E. Lee Masters, W.H. Auden, St. Spender, S. Keyes, D. Thomas, R. Alberti, κ.ά., που μετέφρασε ο Κλ. Κύρου, διαμορφωνόταν ένα πολυφωνικό πεδίο αναφοράς για τις ερασιτεχνικές (με τη διπλή σημασία του όρου) αναζητήσεις των μεταπολεμικών ποιητών. Αναζητήσεις που εκδηλώθηκαν σε συνάρτηση με την προσωπική ιδιοσυγκρασία και την αναφορά της στην ελληνική παράδοση, όπως εκφράστηκε με το ποιητικό δίπολο του Δ. Σολωμού και του Α. Κάλβου, αλλά κυρίως όπως σηματοδοτήθηκε ιδεολογικά και ποιητικά από τον Κ. Καρυωτάκη και τον Κ.Π. Καβάφη.

Δώρα Μέντη, Μεταπολεμική πολιτική ποίηση. Ιδεολογία και ποιητική, Κέδρος, Αθήνα 1995, 53-58.

 

 

[…] Διαμορφωμένη μέσα στην αιματηρή δεκαετία του 1940, η πρώτη μεταπολεμική γενιά εκδηλώνεται πνευματικά σε μια στιγμή όπου ο εμφύλιος δίνει τη θέση του στον ψυχρό πόλεμο, ενώ οι κοινωνικές, πολιτικές και ιδεολογικές συγκρούσεις κακοφορμίζουν. Με τέτοιους όρους, η κριτική δεν μπορεί να έχει διαφορετική μοίρα από τη λεγόμενη δημιουργική λογοτεχνία ή, γενικότερα, από την όλη ελληνική πραγματικότητα. Το φαινόμενο είναι γνωστό· θα το ονόμαζα, για να συνεννοούμαστε, ιδεολογική υπερφόρτιση. Τίποτε φυσικότερο, σε μια εποχή όπου οι αντιμαχόμενες παρατάξεις υποβλέπονται, με το δάχτυλο στη σκανδάλη. Αν η λογοτεχνία (επομένως και η λογοτεχνική κριτική) φορτώνεται με ευθύνες και με ενοχές, είναι γιατί όχι μόνο έχει να πληρώσει ξένες αμαρτίες, αλλά και γιατί, στην ουσία, έχει να παίξει έναν ρόλο αντιφατικό: από τη μια μεριά να εκμηδενιστεί, να υποταχθεί και να χειραγωγηθεί, δηλαδή να πάψει να είναι λογοτεχνία ή λογοτεχνική κριτική, κι από την άλλη να μεγιστοποιηθεί, να γιγαντομαχήσει και να υπερβεί τις δυνατότητές της, κινητοποιώντας τις μάζες ή ανατρέποντας καθεστώτα. Κάποιες λέξεις της εποχής, η «στράτευση», η «αλλοτρίωση» ή το «παράλογο» αποτελούν επαρκείς σηματοδότες.

Εννοείται ότι αυτή η ιδεολογική υπερφόρτιση εκφράζεται ταυτόχρονα με άμεσο και έμμεσο τρόπο. Αν το καλοσκεφτούμε, όλα τα λογοτεχνικά περιοδικά της δεκαετίας του ’50 και του ’60 περικλείουν, σε υπέρμετρο βαθμό, ιδεολογικές καταδηλώσεις ή συνδηλώσεις. […]

Παν. Μουλλάς, «Ο κριτικός λόγος της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς». Παλίμψηστα και μη. Κριτικά δοκίμια, Στιγμή, Αθήνα 1992, 206-207.

 

 

Το 1963 στην Επιθεώρηση Τέχνης, ο ποιητής και δοκιμιογράφος Βύρων Λεοντάρης τιτλοφορούσε κριτικά του σχόλια σε συλλογές ποιημάτων ως «Η ποίηση της ήττας», και με ικανοποιητική επιχειρηματολογία, συγκρίνοντας συλλογές ποιητών του ίδιου ιδεολογικού πεδίου, υποστήριζε ότι τα νεότερα έργα τους, διαφοροποιημένα από τα αρχικά, άφηναν την

αίσθηση ότι ο σημερινός άνθρωπος βγαίνει καθημαγμένος από μια ήττα, που δεν σημαδεύει ανεξίτηλα μονάχα τον ελληνικό χώρο, αλλά είναι γενικότερα ήττα της ανθρωπότητας, του πολιτισμού.

[…]

Ας μου επιτραπεί […] να συνοψίσω, προφανώς απλοποιώντας τα μη απλοποιήσιμα. Έχομε τη διάζευξη αντιστασιακή ποίηση και ποίηση της ήττας. Και αν την εντοπίσομε χρονικά: ποίηση που παράγεται (α) μετά την Κατοχή, από το 1945 και έπειτα, και υμνεί την Αντίσταση επί γερμανικής Κατοχής (1941-1944) και το πνεύμα που την εμψύχωνε, και (β) η ποίηση που γράφεται μετά το 1956, ή και αργότερα, κατεβάζει τους ηρωικούς τόνους, μειώνει το επαναστατικό της ήθος και φορτίζεται με δραματικούς τόνους που παραπέμπουν έμμεσα σε υπαρξιακές (απο)γνώσεις. Το σημαντικό είναι ότι τα ίδια πρόσωπα πρωταγωνιστούσαν και στην πρώτη φάση και στη δεύτερη, παρ’ όλο που οι δύο καταστάσεις εξέφραζαν ασύμβατες συμπεριφορές […] Η αντιδιαστολή μάλιστα της νέας εκφοράς λόγου με το προγενέστερο αντιστασιακό φρόνημα χαρτογραφούσε, για τους επαρκείς αναγνώστες, με σαφήνεια τα νέα δεδομένα. Η ήττα δεν αφορούσε καμία συγκεκριμένα πολιτική ή στρατιωτική ήττα, περιπτώσεις που μόνο τη νεοελληνική πραγματικότητα αφορούσαν. […]

Πώς τώρα εγγράμματοι λόγιοι κατάφεραν να διαβάσουν τον όρο και να τον συνδέσουν με τη στρατιωτική ήττα του αριστερού κινήματος, αποτελεί υπόθεση που δεν οφείλεται σε συνειδητούς παραχαράκτες […] αλλά σε αναγνώστες με μειωμένες πληροφορίες. Ενδεχομένως μπορώ να υποθέσω και ότι ανταποκρινόταν στην αίσθηση του αριστερού πολίτη που υφίστατο μια μητριά πολιτεία σε όλο το μοχθηρό μεγαλείο της νικήτριας παράταξης.

[…]

Αλέξανδρος Αργυρίου, «Η ποίηση της ήττας». Μανόλης Αναγνωστάκης. Νοούμενα και υπονοούμενα της ποίησής του, Εκδόσεις Γαβριηλίδης, Αθήνα 2004, 149-153.

 

 

Οι νέοι που μοίραζαν στις κατεχόμενες πόλεις προκηρύξεις, έγραφαν στους τοίχους αντιφασιστικά συνθήματα, μετέδιναν με τα χωνιά τα νέα απ’ τα μέτωπα του δεύτερου παγκόσμιου πολέμου, πολεμούσαν στα αντάρτικα τμήματα και στους μαχητικούς σχηματισμούς των πόλεων, μέλη οι περισσότεροι της Ενιαίας Πανελληνικής Οργάνωσης Νέων, βγήκαν από το τετράχρονο αυτό σχολείο ώριμοι από μικροί, εξοικειωμένοι με τις σκληρές προσπάθειες ενός πολέμου. Απ’ αυτούς προέρχεται η νέα ποιητική γενιά. Μια ενδεικτική απαρίθμηση μας δίνει τις ακόλουθες χρονολογίες γεννήσεως: Γ. Σαραντής 1919, Τ. Λειβαδίτης 1922, Μ. Κατσαρός 1921, Κ. Κύρου 1921, Κ. Κουλουφάκος 1921, Ά. Αλεξάνδρου 1922, Μ. Αναγνωστάκης 1925, Β. Θεοδώρου 1926, Τ. Πατρίκιος 1928… Μερικοί απ’ τους ποιητές αυτούς (οι περισσότεροι ήταν φοιτητές στο πανεπιστήμιο και σε άλλες σχολές) δημοσίεψαν τα πρώτα ποιήματά τους και πολύ λίγοι πρόλαβαν να τυπώσουν την πρώτη τους συλλογή. Από τους δρόμους που απλόχερα άνοιγε μπροστά η Μοίρα («Η Μοίρα μας ανοίγεται θαυμάσια: εδώ δρόμος, από κει επίσης δρόμος», Μ. Αναγνωστάκης, Συνέχεια ΙΙ) διάλεξαν εκείνον που δεν παρείχε «καμμία σίγουρη εναλλαγή», το δρόμο που πήγαινε στη φυλακή, στην εξορία, στο βουνό με τους αντάρτες.

Σόνια Ιλίνσκαγια, Η μοίρα μιας γενιάς. Συμβολή στη μελέτη της μεταπολεμικής πολιτικής ποίησης στην Ελλάδα, μεταφρ. επιμέλεια Μήτσος Αλεξανδρόπουλος, Κέδρος, Αθήνα 2004 (5η έκδ.), 38.

 

 

[…] Τα παιδιά που γεννήθηκαν στη δεκαετία του τριάντα άρχισαν να παίρνουν συνείδηση του κόσμου μέσα στον πόλεμο, στην κατοχή και στην αντίσταση. Μπήκαν στην εφηβεία τους στα χρόνια του εμφύλιου και ανδρώθηκαν στη διάρκεια της μετεμφύλιας ψυχροπολεμικής περιόδου. Γνώρισαν την αναλαμπή του 1-1-4 και αμέσως μετά έζησαν το κλίμα της εφτάχρονης δικτατορίας και της μεταπολίτευσης. Η μεταπολίτευση τα βρήκε να υποσκελίζουν το μεσοστράτι της ζωής τους. Για κάθε γενιά, φυσιολογικά, έρχεται κάποτε η ώρα να πάρει τη σκυτάλη από την προηγούμενη, να την προωθήσει στο μέτρο των δυνάμεών της και να την παραδώσει αργότερα στην επόμενη. Εννοώ τη σκυτάλη του ρόλου της μέσα στο ιστορικό γίγνεσθαι του τόπου της. […] Η γενιά όμως για την οποία μιλώ, όπως θα φάνηκε από την παραπάνω απαρίθμηση των συνθηκών, έζησε μέσα σε καταστάσεις ανώμαλες. Καταστάσεις που, αν εξαιρέσουμε το πολύ σύντομο διάστημα του 1-1-4, της στέρησαν ουσιαστικά κάθε ενεργό ρόλο στο ιστορικό γίγνεσθαι της χώρας. Κι αυτό σημαίνει ότι ως γενιά δεν πήρε ποτέ θέση στο προσκήνιο της ιστορικής συνέχειας. […] έζησε σ’ ένα περιβάλλον που της στέρησε τη δυνατότητα να δραστηριοποιηθεί δημιουργικά. Πορεύτηκε λοιπόν σαν παρίας της ιστορίας. Και είναι σαν να παίχτηκε πάνω στο σώμα της μια παρτίδα αλλότριων σκοπών. Από την παρτίδα αυτή θα πρέπει να εξαιρεθεί η πρώτη μεταπολεμική γενιά. Η γενιά που στην πλειονότητά της αγωνίστηκε για μια στιγμή για τη δικαίωση των πόθων και των ονείρων της, αλλά ατύχησε. Η δεύτερη μεταπολεμική γενιά αισθάνθηκε αλληλέγγυα και, συναισθηματικά, πολύ κοντά στην πρώτη. Με τη διαφορά ότι η πρώτη, έστω και για λίγο, ανέβηκε στη σκηνή κι έζησε έντονα το ρόλο του πρωταγωνιστή της ιστορίας. Κάτι που σημάδεψε ανεξίτηλα τον ψυχισμό της και την ξεχωρίζει ευδιάκριτα από τη δεύτερη. Η κριτική έχει επισημάνει την ιστορική ιδιαιτερότητα της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς. Για τον παραμερισμό της από τα συντελούμενα στον καιρό της χαρακτηρίστηκε «χαμένη γενιά», ενώ η κατάσταση μέσα στην οποία πορεύτηκε θεωρήθηκε παθολογική.

Γιώργος Αράγης, «Εισαγωγή». Ανέστης Ευαγγέλου, Η δεύτερη μεταπολεμική γενιά (1950-1970). Ανθολογία, Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 1994, 25.

 

 

Η ποιητική γενιά του τριάντα δεν καλλιέργησε τον λυρικό λόγο τόσο εμφαντικά όσο η προηγούμενή της γενιά του είκοσι. Πάντως τον καλλιέργησε αρκετά και τον υποστήριξε θεωρητικά. Η πρώτη μεταπολεμική γενιά υπήρξε ασφαλώς λιγότερο λυρική από τη γενιά του τριάντα και θεωρητικά δεν διεκδίκησε λυρικές δάφνες. Θα ’ταν ωστόσο δύσκολο ν’ αρνηθεί κανείς πως το έργο του Βαρβιτσιώτη, του Δημάκη, του Γεραλή, του Δικταίου, του Λειβαδίτη, της Βότση, του Αλεξάνδρου κι ακόμα των Αθανασούλη, Παπαδίτσα, Αναγνωστάκη, Καρούζου, δεν έχει λυρικό υπόστρωμα. Αυτή η φθίνουσα τροχιά του λυρικού λόγου, από τη γενιά του είκοσι ως την πρώτη μεταπολεμική, συνεχίζεται και κορυφώνεται στη δεύτερη μεταπολεμική γενιά. Λέω κορυφώνεται γιατί φαίνεται πως στους νεότερους έχουμε μάλλον ανάκαμψη. Αντιστρόφως ανάλογη πορεία, από εκείνη του λυρισμού, ακολούθησε ο ρηματικός λόγος, που έγινε έντονα αισθητός στην πρώτη μεταπολεμική γενιά και κυριάρχησε στη δεύτερη. Είναι λόγος αδρός, ευθείας αναφορικότητας, που στηρίζεται εκφραστικά στο ρήμα και στο ουσιαστικό. Ενώ αντίθετα παρουσιάζει υποβαθμισμένο το ρόλο του επιθέτου και είναι σε μεγάλο βαθμό ασύμβατος με την περίτεχνη διατύπωση, καθώς επίσης με την αισθηματολογία και την ωραιολογία. […]

Γιώργος Αράγης, «Εισαγωγή». Ανέστης Ευαγγέλου, Η δεύτερη μεταπολεμική γενιά (1950-1970). Ανθολογία, Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 1994, 47-48.

 

 

Από την άποψη της θεματογραφίας, της γλώσσας και της ποιητικής, οι δύο μεταπολεμικές γενιές δεν παρουσιάζουν έκδηλη διαφοροποίηση. Στη μεγάλη τους πλειονότητα χρησιμοποιούν τον ελεύθερο στίχο, αντιμετωπίζουν όμως κριτικά το μοντερνιστικό πνεύμα της γενιάς του 1930. […] Η γλώσσα της μεταπολεμικής ποίησης είναι λιτή, σχεδόν εξισώνεται με τον καθημερινό προφορικό λόγο, αποβλέποντας στην επικοινωνία. Δεν λείπουν βέβαια και τα προσωπικά γλωσσικά ιδιώματα ορισμένων ποιητών, που επιδιώκουν τη σύνδεση με την παράδοση (π.χ., Μάρκος Μέσκος), αποδίδουν τη γραφειοκρατική γλώσσα της σύγχρονης ζωής (π.χ., Μανόλης Αναγνωστάκης, Κική Δημουλά) ή δηλώνουν υφολογικά τη συγγένειά τους με ποιητές-προγόνους, όπως τον Κ. Π. Καβάφη και τον Κ. Γ. Καρυωτάκη.

Δώρα Μέντη, Λεξικό της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Πρόσωπα. Έργα. Ρεύματα. Όροι, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2007, 1407.

 

 

[…] Θρεμμένοι από τις αγωνίες του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, της Κατοχής και του Εμφυλίου, καθώς και από την ταραγμένη περίοδο του 1950 και του 1960, οι πρώτοι και οι δεύτεροι μεταπολεμικοί, οι οποίοι σε πολλές περιπτώσεις συμπορεύονται τόσο από την άποψη του χρόνου εμφάνισης όσο και από την άποψη του θεματικού προσανατολισμού, ολοκληρώνουν στη μεταπολίτευση και ώς το τέλος του αιώνα, περνώντας έτσι και στις ημέρες μας, μια πορεία που εκκινεί από την καρδιά του συλλογικού, για να σταθμεύσει συχνά και στην περίμετρό του, χωρίς να κατευθυνθεί, ωστόσο, ποτέ έξω από τα όριά του. Αποθαρρυμένοι από την περίτρανη ήττα της ηθικής συνείδησης μετά τη δραματική εμπειρία του ναζισμού, ιδιαίτερα επιφυλακτικοί ως προς τη δυνατότητα της Αριστεράς να παίξει τον ρόλο μιας ριζικά ανανεωτικής και ζωογόνας δύναμης ικανής να αλλάξει όντως τον κόσμο και πρόθυμοι να μιλήσουν με μια χαμηλόφωνη και συγκρατημένα ελλειπτική γλώσσα, ταιριαστή με τις περιοριστικές συνθήκες τις οποίες νιώθουν σαν καυτή ανάσα στον σβέρκο τους, πολλοί από τους εκπροσώπους της πρώτης και της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς δεν θα διστάσουν να ταυτίσουν τη μοίρα της ποίησης με τη μοίρα μιας κοινωνίας που αδυνατεί να ξεφύγει από τη διάψευση, το συνεχές κατρακύλισμα των αξιών και, εντέλει, τη διά βίου ακύρωση των μελών της. Παράλληλα, βέβαια, με αυτή την τροχιά θα διαμορφωθούν και άλλες, αρκετά διαφορετικές και σαφώς πιο εσωτερικές τάσεις: από τις φωνές του μεταφυσικού, του υπαρξιακού και του ερωτικού άγχους και τον καθαρό, καταστατικού προορισμού λυρισμό ώς την υποβλητική ατμόσφαιρα της κρυπτικής γραφής ή τις ποικίλες μεταϋπερρεαλιστικές δοκιμές και προσπάθειες. […]

Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, «Διαδρομές της γενιάς του 1970. Από τη νεανική εξωστρέφεια στην ωριμότητα της εσωτερικής περιπλάνησης». Για μια ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας του εικοστού αιώνα. Προτάσεις ανασυγκρότησης, θέματα και ρεύματα. Πρακτικά συνεδρίου στη μνήμη του Αλέξανδρου Αργυρίου. Ρέθυμνο 20-22 Μαΐου 2011, επιμ. Αγγέλα Καστρινάκη, Αλέξης Πολίτης, Δημήτρης Τζιόβας, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης – Μουσείο Μπενάκη, Ηράκλειο 2012, 369-370.

 

Δείτε επίσης και:


Μεταπολεμική πεζογραφία