Πρόσωπα και θέματα της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας

▲▲ Αξιώτη Μέλπω

Η Μέλπω Αξιώτη
[πηγή: Εθνικό Κέντρο Βιβλίου].
 

 

 

Η Αξιώτη εμφανίστηκε στα ελληνικά γράμματα με δύο διηγήματα που δημοσίευσε το Δεκέμβρη του 1933 και το Φεβρουάριο του 1934 στο βραχύβιο περιοδικό Μυκονιάτικα Χρονικά. Το όνομά της, όμως έγινε πασίγνωστο όταν πήρε το πρώτο βραβείο του Γυναικείου Συλλόγου Γραμμάτων και Τεχνών στις 18 Μαρτίου 1939 για το πρώτο της μυθιστόρημα Δύσκολες Νύχτες, που έγραψε το 1937 και εξέδωσε το 1938. Το πρωτοποριακό αυτό βιβλίο έγινε αμέσως αντικείμενο εγκωμιαστικών κριτικών, αλλά και γενικού καγχασμού και πολεμικής.

Η ίδια πάντως, απτόητη και σίγουρη για τη δουλειά της, συνέχισε εκδίδοντας το μακρό ποίημα Σύμπτωση (1939) και τη νουβέλα Θέλετε να χορέψομε Μαρία; (1940), ολοκληρώνοντας την πνευματική της φυσιογνωμία και προκαλώντας, όπως γράφει η ίδια, στους κριτικούς «κύματα ενθουσιασμού και αγανάκτησης».

Μέλπω Αξιώτη, Άπαντα. τ. Α΄. Δύσκολες νύχτες, φιλολ. επιμ. Μάρω Δούκα – Βασίλης Λαμπρόπουλος, Κέδρος, Αθήνα 2002 (5η έκδ.), 9-10.

 

 

Το 1938 δημοσίεψα το πρώτο μου βιβλίο. Η λογοκρισία του Μεταξά έσβυσε φράσεις εδώ κι’ εκεί, μ’ όλο που ήταν γραμμένο για να μπορεί να περάσει. Έτυχε νάχει προκηρυχτεί τότε ένας διαγωνισμός για την καλύτερη γυναικεία πεζογραφία της χρονιάς, και το βιβλίο μου, Δύσκολες Νύχτες, πήρε το Βραβείο. […] Κανείς δεν είχε ως τότε ακούσει τ’ όνομά μου μες στους φιλολογικούς κύκλους, κανείς δεν ήξερε τι καπνό φουμάρω, το μόνο που μπορούσαν να ξέρουν, η οικογένειά μου ήταν γνωστή στους κοσμικούς κύκλους της Αθήνας. Το βιβλίο ήταν η περιγραφή του καημού και του μόχθου του ελληνικού λαού της επαρχίας και της πρωτεύουσας. Η υπόθεση δεν ήταν και τόσο πρωτότυπη, ένα σωρό αστοί είχαν καταπιαστεί να περιγράφουν το λαό της επαρχίας και της πρωτεύουσας, η επίσημη κριτική το πήρε κι’ αυτό το βιβλίο πως ήταν ακόμα ένα μέσα στα τόσα άλλα που έπιανε αυτό το θέμα, τους άρεσε όπως ήταν γραμμένο και για μήνες λοιπόν το παινεύανε, μες στα έντυπα. Ο Γρηγόρης Ξενόπουλος έφτασε μάλιστα να γράψει πως ύστερα από 500 χρόνια οι Δύσκολες Νύχτες θα παραμένουν ένα αξεπέραστο πρότυπο για την ελληνική λογοτεχνία.

Πολλοί αστοί είχαν πιάσει το θέμα, εγώ όμως τότε ήμουν κομμουνίστρια. Μια κομμουνίστρια άγνωστη, δίχως γνώσεις και πείρα πάνω σ’ αυτό το ζήτημα, και γύρω μου ολούθε μια βαθειά παρανομία. Για τα γραφτά μου ήμουν βέβαια υπερήφανη. Χαιρόμουνα που τα παινεύανε, και συνέχιζα κι’ έγραφα, δίχως θεμέλια θεωρητικά, μόνο με την καρδιά μου, με το προσωπικό μου γούστο και το ένστιχτο.

[…] Ήμουνα μόνο σίγουρη πως είμαι εκείνο που λέγεται ένας αριστερός λογοτέχνης. Ο πάπους μου μέχε μάθει ν’ αγαπώ το λαό, πως ο λαός είναι ο μέγας δάσκαλος κι’ έχει απέραντους θησαυρούς και μεγάλη σοφία, είχε γράψει κι’ ο ίδιος πολλά μυκονιάτικα διηγήματα γεμάτα αγάπη για το φτωχό κόσμο κι’ ήταν ο πρώτος που έκαμε γνωστή στην Ελλάδα τη ρούσσικη φιλολογία με μεταφράσεις στη δημοτική του Πούσκιν, Λέρμοντοφ, Τολστόι. Ο πατέρας μέχε μάθει ν’ αγαπώ τη Ρωσία, όπου εκεί είχε γεννηθεί κι’ ο ίδιος και μεγάλωσε. Τον αγαπούσα λοιπόν το λαό, την αγαπούσα και τη Ρωσία, και σίγουρα ότι εκείνες οι δυο αγάπες μαζί, μέχανε πάει εμένα πια ίσαμε το Κ.Κ.Ε. Είχα δηλαδή κάμει νερά, είχα φύγει απ’ την τάξη μου. Μα για τον έλεγχο το μαρξιστικό πάνω στα φιλολογικά μου γραφτά αυτό δεν ήμουν σε θέση να το κάμω τότε.

«Από τις Δύσκολες Νύχτες στη στρατευμένη τέχνη» [μια μαρτυρία της Μέλπως Αξιώτη (1953)]. Άννα Ματθαίου – Πόπη Πολέμη, Διαδρομές της Μέλπως Αξιώτη 1947-1955. Μαρτυρίες και κείμενα από τα Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας, Θεμέλιο, Αθήνα 1999, 17-18.

 

 

Τρεις είναι οι φάσεις, από τις οποίες έχει περάσει η συγγραφική πορεία της Μέλπως Αξιώτη. Στην πρώτη εντάσσονται τα πεζογραφήματα Δύσκολες νύχτες, Θέλετε να χορέψομε Μαρία; και η ποιητική σύνθεση Σύμπτωση. Κατά την περίοδο αυτή η συγγραφέας, υπό την επήρεια ποικίλων παραγόντων […] επιχειρεί μια συνεχή αναζήτηση του παρελθόντος της, που αναπλάθεται και μυθοποιείται με τους μηχανισμούς της μνήμης και ζωντανεύει βρίσκοντας πάντοτε την αντίστοιχη γλωσσική του έκφραση. Η δεύτερη φάση, η αγωνιστική (ή «αντιστασιακή», όπως την αποκάλεσε η ίδια), αποτελεί μάλλον λοξοδρόμηση της συγγραφικής της πορείας υπό την πίεση συναισθηματικών, ιδεολογικών και κομματικών επιταγών. Κατά την περίοδο αυτή, που καλύπτει τη συγγραφική της πορεία εντός και εκτός της Ελλάδας μετά την Κατοχή, εγκαταλείποντας και την ενδόμυχη ροπή της για μια αυτοβιογραφικής υφής ανάπλαση της πραγματικότητας, τείνει προς μια ρεαλιστικότερη αναπαράστασή της, που όμως προδίδεται από τη συναισθηματική διάχυση και την ιδεολογική φόρτιση, και ισοπεδώνει, ως ένα σημείο, τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της γλωσσικής της έκφρασης (στην κατηγορία αυτή εντάσσονται εν μέρει τα Χρονικά, τόμ. Γ΄ και κυρίως τα διηγήματα Σύντροφοι, καλημέρα! τόμ. Ε΄). Μοναδική εξαίρεση αποτελεί το μυθιστόρημα Εικοστός Αιώνας, που διασώθηκε, γιατί η συγγραφέας μπόρεσε να τιθασεύσει, εν πολλοίς, τη σαγήνη του επικαιρικού, στηριζόμενη περισσότερο στη μνήμη και ταυτιζόμενη, σε πολλά σημεία, με την κεντρική του ηρωίδα. Προάγγελος της τρίτης περιόδου θα πρέπει να θεωρηθεί το διήγημα «Οι δυο Ευτυχίες» […], γιατί μετακινεί τη συγγραφέα από τα επικαιρικά της ενδιαφέροντα και την επαναφέρει στο παιδικό της παρελθόν. Η συνέχεια θα επισφραγισθεί από τα πεζογραφήματα Το Σπίτι μου (1965) και Η Κάδμω (1972). Το πρώτο θ’ αποτελέσει μια δια της μνήμης ανάκληση ενός κόσμου που χάθηκε και το δεύτερο, κλείνοντας τον κύκλο της συγγραφικής και βιολογικής της διαδρομής, το σπαρακτικό ρέκβιεμ για ό,τι έζησε και έγραψε.

Τάκης Καρβέλης, «Μέλπω Αξιώτη. Παρουσίαση-Ανθολόγηση». Η μεσοπολεμική πεζογραφία. Από τον πρώτο ως τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο (1914-1939), τ. Β΄, Εκδόσεις Σοκόλη, Αθήνα 1992, 270-271.

 

 

Όσον αφορά μια γραφή αντισυμβατική, στηριγμένη στον συνειρμικό συνδυασμό θεμάτων και αναμνήσεων, εξέχουσα θέση κατέχει ένα βιβλίο δημοσιευμένο το 1938, οι Δύσκολες νύχτες, της Μέλπως Αξιώτη (1905-1973). Η Αξιώτη ενεργοποιεί ένα λόγο που άλλοτε είναι παιδικός, άλλοτε προφορικός και λαϊκός, για να προβάλει μνήμες του απώτερου παρελθόντος της. Οι μνήμες παρουσιάζονται σε μια αλληλουχία εντελώς ελεύθερη, συνειρμική. Γεγονότα και αισθήματα βρίσκονται σε μια διαδοχή ανεξάρτητη από οποιαδήποτε χρονική τάξη. Η Αξιώτη απορρίπτει τους συμβατικούς τρόπους αφήγησης, ρίχνοντας το βάρος στην αυθόρμητη εκφορά του προφορικού λόγου: αξιοποιεί την παραδοσιακή περιουσία της λαϊκής προφορικότητας (λαϊκή σοφία, παροιμιακές εκφράσεις, αυτόματες διαδικασίες), ενώ παράλληλα αφήνεται στους ρυθμούς της εσωτερικής της συγκινησιακής ροής δημιουργώντας ανακόλουθα, ελλειπτικά σχήματα, εμβόλιμες φράσεις. Στην ίδια γραμμή έχει επινοήσει δύο άλλα βιβλία, τη συλλογή ποιημάτων Σύμπτωση (1938) και το αφήγημα Θέλετε να χορέψομε Μαρία; (1940): έργα τα οποία υποχρέωσαν την κριτική να μιλήσει για υπερρεαλιστική τεχνική σύνθεσης.

Mario Vitti, Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Εκδόσεις Οδυσσέας, Αθήνα 2003, 398-399.

 

 

 

[…] τα ποιητικά κείμενα της Αξιώτη [Σύμπτωση, Κοντραμπάντο, Θαλασσινά], ενσφηνωμένα σε κρίσιμες περιόδους της πεζογραφικής της παραγωγής, συνδέονται άμεσα και αποτελούν αναπόσπαστο και οργανικό τμήμα του έργου της, καθώς υποδέχονται, απηχούν αλλά και προετοιμάζουν θέματα, πρόσωπα και τεχνικές γραφής που παρουσιάζονται στο πεζογραφικό της έργο. Συνεπώς, η διαμόρφωση μιας σφαιρικής εικόνας για την ποιητική της Αξιώτη επιβάλλει τη συνεξέταση του πεζογραφικού με το ποιητικό έργο.

Πράγματι. Το σύμβολο του σπιτιού και οι μεταμορφώσεις που υφίσταται, ο εμπλουτισμός του εδώ με το σύμβολο του σκουριασμένου καραβιού, τα πρόσωπα που στοιχειώνουν στις σελίδες των κειμένων, και ειδικά οι γυναικείες μορφές που τριγυρνούν αδιάκοπα, ο ρόλος των ταπεινών και ασήμαντων μικροαντικειμένων, κοντολογίς η ποιητική του ελάχιστου, η αγωνιώδης προσπάθεια να διατηρηθούν οι λέξεις και οι γνωστοί ήχοι, το λαβυρινθώδες και απρόβλεπτο ταξίδι μέσω της μνήμης στο παρελθόν, και ειδικά στους αγαπημένους τόπους της πατρικής γης με τους περιθωριακούς τύπους, τους τρελούς και τους ζητιάνους, η λειτουργία του χρόνου είναι ζητήματα που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο επανέρχονται και αποτελούν υπόγειες ή φανερές διόδους επικοινωνίας ανάμεσα στα ποιητικά και στα πεζά.

Μαίρη Μικέ, «Σημείωμα». Μέλπω Αξιώτη, Ποιήματα, φιλ. επιμ. Μαίρη Μικέ, Κέδρος, Αθήνα 2001, 112.

 

 

[…] 44 χρόνων η Μέλπω Αξιώτη, στις 22 Μαρτίου [1947], […] καταξιωμένη κομμουνίστρια συγγραφέας, φεύγει από την Αθήνα. Της μέλλεται τούτη τη φορά να βρεθεί πράγματι στο ραντεβού του κόσμου.

Το διαβατήριό της ισχύει για ένα χρόνο — «Επάγγελμα: Λογοτέχνις. Σκοπός παραμονής στη Γαλλία: Σπουδές» […]. Αλλά και η ίδια θεωρεί το ταξίδι της πρόσκαιρο. Από το Βερολίνο, 6 Απριλίου του 1960, θα γράψει στον Γιάννη Ρίτσο: «θυμάσαι σαν έφευγα για το Παρίσι που σε συνάντησα στο δρόμο και σούπα πως θα λείψω 2-3 μήνες; και τι μου απάντησες; “τόσο πολύ; να μην το κάμεις κι’ ούτε θα μπορέσεις να μείνεις τόσο διάστημα μακρυά από δω” —Κι’ εκλείσανε 13 χρόνια» (: αρχείο Γ. Ρίτσου).

«Από τις Δύσκολες Νύχτες στη στρατευμένη τέχνη» [μια μαρτυρία της Μέλπως Αξιώτη (1953)]. Άννα Ματθαίου – Πόπη Πολέμη, Διαδρομές της Μέλπως Αξιώτη 1947-1955. Μαρτυρίες και κείμενα από τα Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας, Θεμέλιο, Αθήνα 1999, 27.

 

Δείτε επίσης και:


Γενιά του 1930, Μοντερνισμός