Πρόσωπα και θέματα της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας

▲▲ Κρητική λογοτεχνία

Η πρώτη σελίδα του επτανησιακού χειρογράφου του «Ερωτόκριτου» (1710).
 

 

Ύστερ’ από την πτώση και της Κύπρου στους Τούρκους (1571) —και ξέρουμε από την ιστορία τι εσήμαινε αυτή η απώλεια για όλη την Ευρώπη— τα μόνα σχεδόν ελληνικά μέρη που μένουν υπό την κυριαρχία των Βενετών είναι η Κρήτη και τα Εφτάνησα. Θα παίξουν και τα δυο σημαντικό ρόλο στη λογοτεχνία, η Κρήτη αμέσως, τα Εφτάνησα αργότερα. Στην Κρήτη, στα εκατό χρόνια που μεσολαβούν από το 1571 ως το 1669 (όπου έπεσε κι αυτή στους Τούρκους), θα ολοκληρωθεί η λογοτεχνική ακμή που την είδαμε αρχινισμένη κιόλας από την προηγούμενη περίοδο και θα φτάσει σε μια κορύφωση θαυμαστή. Η κρητική λογοτεχνία του τέλους του 16ου και του 17ου αιώνα είναι μια χρυσή περίοδος στην ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας.

Είναι μαζί και η κορύφωση της λογοτεχνίας της Αναγέννησης στην Ελλάδα. Και το πιο ουσιώδες χαρακτηριστικό της, ότι, έξω από την πρώιμη Βοσκοπούλα και από το ωριμότερο έργο, τον Ερωτόκριτο, όλα τα έργα της περιόδου αυτής είναι έργα θεατρικά. Τούτο έχει βασική σημασία· γιατί καθώς το θέατρο είναι από όλα τα είδη της λογοτεχνίας το περισσότερο κοινωνικό, εκείνο που προϋποθέτει απαραίτητα ένα κοινό στο οποίο απευθύνεται, η ανάπτυξη αυτή του θεάτρου τα χρόνια αυτά στην Κρήτη σημαίνει πως είχαν ακριβώς δημιουργηθεί εκεί οι κοινωνικές συνθήκες που προϋποθέτουν και ευνοούν ένα τέτοιο φαινόμενο.

[…]

Κι ένα άλλο χαρακτηριστικό της κρητικής λογοτεχνίας του 17ου αιώνα πρέπει να υπογραμμίσουμε: τη λογοτεχνικά καθαρή και υψωμένη γλώσσα. Οι ποιητές της περιόδου αυτής χρησιμοποιούν την ομιλουμένη κρητική διάλεκτο, εντελώς καθαρμένη από μεσαιωνικά κατάλοιπα ή άλλα λόγια στοιχεία· το ντόπιο ιδίωμα υψώνεται σε μια γλώσσα λογοτεχνική, κομψή, ικανή να αποδώσει τις πιο λεπτές αποχρώσεις του ποιητικού στοχασμού. Μια γλώσσα διαμορφωμένη με βούληση καλλιτεχνική. Ίσως ποτέ άλλοτε η δημοτική δε γράφτηκε με τόση καθαρότητα και με τόση συνέπεια στη νεοελληνική λογοτεχνία.

Λίνος Πολίτης, Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 1998 (9η έκδ.), 65-66.

 

 

[…] Έχουμε ήδη διαπιστώσει ότι τα έργα που προωθούνται στην αγορά του βιβλίου από τους εκδότες της Βενετίας κατά τον 16ο αιώνα δεν ανταποκρίνονται στις ανανεωτικές προσδοκίες της ευρωπαϊκής παιδείας· αντίθετα είναι ριζωμένα στη μεσαιωνική αντίληψη, μόνο που τώρα διαθέτουν τα κατάλληλα μέσα για να διαδοθούν ευρύτερα. Οι έλληνες λόγιοι, που ανάλωσαν τις δυνάμεις τους στις ευρωπαϊκές αυλές για να αναστήσουν τα αρχαία, παρόλο που βρέθηκαν στον τόπο γονιμοποίησης των ανανεωτικών κινημάτων, έμειναν θεατές αμήχανοι όσον αφορά τη χρήση της δημοτικής γλώσσας στη λογοτεχνία, με εξαίρεση μεμονωμένες περιπτώσεις όπως του Σοφιανού ή του Νούκιου. Η νεοελληνική ποίηση δεν ωφελήθηκε άμεσα από αυτή την περιστασιακή ευκαιρία.

Μονάχα προς το τέλος του 16ου αιώνα, όταν πια το αναγεννησιακό κίνημα είχε παρακμάσει και είχε προσαρμοστεί στα νέα σχέδια της θρησκευτικής σκοπιμότητας, έχουμε το ευφρόσυνο σκίρτημα της ποίησης, που προαναγγέλθηκε στην Κύπρο και καρποφόρησε στην Κρήτη με εκδηλώσεις τέτοιες που μπορούμε να πούμε αδίστακτα ότι ανήκουν στη νέα ελληνική λογοτεχνία. Αυτή είναι στην πραγματικότητα η στιγμή κατά την οποία υπερφαλαγγίζεται οριστικά ο μεσαίωνας και βρισκόμαστε πια στον χώρο της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Η Αναγέννηση, για τη διαμόρφωση της οποίας οι έλληνες λόγιοι προσέφεραν τόσα, παράγει όψιμα και προσφέρει έμμεσα τα αγαθά της προς όφελος της νεοελληνικής λογοτεχνίας· θα μπορούσε να υποθέσει κανείς ότι ο νέος άνεμος που πνέει στη λογοτεχνία επηρεάζει τα ελληνικά γράμματα τη στιγμή που η αριστοκρατική αναγέννηση έχει περάσει στην επόμενη φάση της ιστορίας, σε αυτή που ανήκει αναμφισβήτητα στην αισθητική του μπαρόκ. Το ίδιο συμβαίνει και με τον πεζό λόγο που ωριμάζει στο κήρυγμα.

Mario Vitti, Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Εκδόσεις Οδυσσέας, Αθήνα 2003, 94-95.

 

 

[…] Οι περισσότεροι μελετητές διαιρούν την κρητική λογοτεχνία σε δύο περιόδους: η πρώτη καλύπτει τα χρόνια από τα τέλη του 14ου ώς τα 1580 περίπου και η δεύτερη τα τελευταία ενενήντα περίπου χρόνια της βενετοκρατίας. Η δεύτερη περίοδος περιγράφεται εύκολα: η κρητική λογοτεχνία επηρεάζεται από την Ιταλική Αναγέννηση και φτάνει στην ωριμότητά της με έμμετρα δραματικά έργα που καλύπτουν όλα τα νεοκλασικά είδη που καλλιεργούνται στην Ιταλία: κωμωδία, τραγωδία, ποιμενικό και θρησκευτικό δράμα. Βρίσκουμε επίσης δείγματα ποιμενικής ποίησης και επικής μυθιστορίας, στα οποία κύριοι δάσκαλοι των Κρητικών είναι ο Guarini και ο Ariosto.

Η πρωιμότερη περίοδος είναι δυσκολότερο να συνοψιστεί, επειδή η κλίμακα των ειδών που καλλιεργούνται ποικίλλει όσο και η ποιητική ικανότητα των συγγραφέων. Κάποια έργα, ιδιαίτερα τα ηθοπλαστικού και διδακτικού τύπου, μπορούν να θεωρηθούν ως συνέχεια της υστεροβυζαντινής δημώδους ποίησης. Άλλα δείχνουν γνώση των εξελίξεων στη δυτική ποίηση, όπως, για παράδειγμα, το είδος του ερωτικού ονείρου. Θέματα χαρακτηριστικά της δημοτικής παράδοσης, όπως η ξενιτιά ή ο Κάτω Κόσμος, εμφανίζονται συχνά στο έργο των παλαιότερων Κρητικών ποιητών, σε ορισμένους από τους οποίους διαφαίνονται επίσης οφειλές, ώς έναν βαθμό, στις τεχνικές της προφορικής ποίησης. Η χάραξη όμως μιας διαχωριστικής γραμμής ανάμεσα στο «μεσαιωνικό» και το «αναγεννησιακό» είναι και δύσκολη και παραπλανητική. […]

David Holton, «Η Κρητική Αναγέννηση». Λογοτεχνία και κοινωνία στην Κρήτη της Αναγέννησης, επιμ. David Holton, απόδοση στα ελληνικά Ναταλία Δεληγιαννάκη, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2006 (5η έκδ.), 12-13.

 

 

Δεν μπορούμε […] να θεωρήσομε την περιφρόνηση προς το μεσαίωνα ως ουσιαστικό γνώρισμα της Αναγέννησης. Αν δεν βρίσκομε μια ρητή αντιμεσαιωνική διάθεση στην κρητική λογοτεχνία, υπάρχουν όμως σ’ αυτή στοιχεία νέα, που τη διαφοροποιούν από τις βυζαντινές ρίζες της, και που είναι αδύνατο να τα αρνηθούμε. […]

Βέβαια στην Κρήτη έχομε να κάνομε με μια όψιμη Αναγέννηση· η κοινωνική και πνευματική εξέλιξη, που είχε, πολύ πιο πριν, συντελεσθή στη Δύση, γίνεται εδώ μ’ έναν αργότερο ρυθμό. Ο 16ος αιώνας βρίσκει από την αρχή του την ιταλική Αναγέννηση σ’ όλη της την άνθηση. Σ’ όλο τον 15ο και ως τα μέσα του 16ου αιώνα στην Κρήτη έχομε ακόμη μια προέκταση της τελευταίας βυζαντινής παράδοσης· γραμματολογικά είδη, εκφραστικοί τρόποι και ύφος δεν παρουσιάζουν κάτι καινούργιο. Οι στιχουργοί δεν αντλούν εμπνεύσεις από τη σύγχρονή τους ιταλική λογοτεχνία, που ίσως δεν την ξέρουν ακόμη, ή δεν σκέπτονται να τη μιμηθούν. Η γλώσσα τους δεν παρουσιάζει σημαντική διαφορά από τη γλώσσα των δημωδών έργων των τελευταίων βυζαντινών αιώνων. Η πνευματική στάση τους είναι περίπου η ίδια του μεσαιωνικού ανθρώπου της τελευταίας περιόδου. Στα έργα δεσπόζει η ιδέα του θανάτου ή το πρόβλημα της ηθικής σωτηρίας (Μπεργαδής, Χούμνος, Σκλάβος, Πικατόρος). Πλάι στα θρησκευτικά θέματα συναντούμε το γνωστό λαϊκό θέμα της ξενιτιάς. Άλλα έργα (Σαχλίκης, Φυλλάδα του Γαδάρου κ.ά.) περιγράφουν με σατιρική παρατηρητικότητα και τόλμη τη ζωή της εποχής, δείχνοντας έτσι πάλι μια διάθεση, που δεν ήταν άγνωστη στα μεσαιωνικά χρόνια. Το αφηγηματικό στιχούργημα πάνω σε δυτικά πρότυπα (Απολλώνιος) αποτελεί ακόμη μια συνέχεια των τελευταίων βυζαντινών μυθιστορημάτων. Όμως και σ’ αυτό το πρώτο στάδιο γίνεται χωρίς άλλο μια αργή εξοικείωση με τους νέους ποιητικούς τρόπους, που είχαν παρουσιασθή στη Δύση· έτσι π.χ. μεταφράζεται η Θησηΐδα του Boccaccio.

Ύστερα από το 1550 η επίδραση της Αναγέννησης γίνεται πια αισθητή. Το εμπνευσμένο από την αρχαιότητα επικό και λυρικό ύφος και η όμοιας προέλευσης διεξοδική παρομοίωση περνά από τα ιταλικά στη λογοτεχνική παραγωγή της Κρήτης (Αχέλης, στο έργο Μάλτας πολιορκία). Ακόμη πιο αργά, γύρω στα 1600, παρουσιάζονται τα νέα γραμματολογικά είδη που χαρακτηρίζουν την Αναγέννηση, και που δεν έχουν προδρόμους στη βυζαντινή λογοτεχνία, μια νέα νοοτροπία, και ένα διαφορετικό μεταχείρισμα της γλώσσας. Παρατηρείται ακόμη ένα ανέβασμα του ως τότε λαϊκού επιπέδου της δημώδους λογοτεχνικής παραγωγής. Καταπιάνονται τώρα μ’ αυτήν μορφωμένοι ποιητές. Ανάλογο φαινόμενο είχε σημειωθεί πιο παλιά στην Ιταλία. Η τομή ανάμεσα στις δυο αυτές φάσεις της κρητικής λογοτεχνίας, έχει, νομίζω, βασική σημασία για τη συνολική εποπτεία της.

Στυλιανός Αλεξίου, Η κρητική λογοτεχνία και η εποχή της. Μελέτη φιλολογική και ιστορική, Στιγμή, Αθήνα 1985, 15-17.

 

 

Σημαντικό για τον σωστό καθορισμό του χαρακτήρα της κρητικής λογοτεχνίας είναι και το πνευματικό περιεχόμενο των έργων, ο τρόπος με τον οποίο οι ποιητές βλέπουν τον κόσμο και τον άνθρωπο. Η διάθεση για την απομάκρυνση του υπερφυσικού, που παρατηρούμε σ’ ένα έργο με θρησκευτική υπόθεση, όπως η Θυσία, η αμφιβολία, που εκφράζει ο Χορτάτσης για την αθανασία, είναι χαρακτηριστικά γνωρίσματα του ανθρώπου της Αναγέννησης. Η ίδια διάθεση διαπνέει λίγο πολύ και τα άλλα κρητικά έργα, και αυτή είναι η σαφέστερη διαφορά τους από τα μεσαιωνικά. Αναγεννησιακός είναι και ο τρόπος με τον οποίο παρουσιάζεται ο άνθρωπος στην κρητική λογοτεχνία. Η προοδευτική εξέλιξη του συναισθηματικού κόσμου των προσώπων, κυρίως στον Κορνάρο, η επίμονη ψυχολογική ανάλυση, με την οποία ο ποιητής δικαιολογεί τις πράξεις τους, και ο εκφραστικός, προσωπικός λόγος, που βάζει στο στόμα τους, είναι πράγματα άγνωστα και στη βυζαντινή και στη δυτική μεσαιωνική λογοτεχνία, που χαρακτηρίζονται από τη σχηματική άρθρωση, την τυπική και ακίνητη ψυχολογία και τον συνθηματικό λόγο.

Στυλιανός Αλεξίου, Η κρητική λογοτεχνία και η εποχή της. Μελέτη φιλολογική και ιστορική, Στιγμή, Αθήνα 1985, 24-25.

 

 

Με τον όρο κρητικό θέατρο επικράτησε να ονομάζουμε τα λιγοστά θεατρικά έργα που σώθηκαν ως τις μέρες μας από τη δραματουργική παραγωγή που εμφανίζεται στην Κρήτη τις τελευταίες δεκαετίες του 16ου αιώνα και συνεχίζεται και μετά την τουρκική απόβαση στο νησί, μέσα στον πολιορκούμενο Χάνδακα, για να διακοπεί οριστικά και αμετάκλητα με την κατάληψη της πόλης στα 1669. Συνολικά μας έχουν σωθεί οκτώ πρωτότυπα έργα και μία μετάφραση, όλα έμμετρα: τα πρωτότυπα είναι τρεις τραγωδίες (η Ερωφίλη, ο Ροδολίνος και ο Ζήνων), τρεις κωμωδίες (ο Κατζούρμπος, ο Στάθης και ο Φορτουνάτος), ένα ποιμενικό δράμα (η Πανώρια) και ένα θρησκευτικό δράμα (η Θυσία του Αβραάμ). Από τις τραγωδίες γνωστότερη, και τώρα όπως και τότε, είναι η Ερωφίλη του Γεωργίου Χορτάτση από το Ρέθυμνο. Ο Ροδολίνος γράφτηκε από τον επίσης Ρεθύμνιο Ιωάννη Αντρέα Τρώιλο, αλλά, όπως γράφει ο ίδιος ο ποιητής του, δεν παραστάθηκε ποτέ. Η τρίτη τραγωδία, ο Ζήνων, άγνωστου ποιητή, είναι αμφίβολο όχι μόνο αν παραστάθηκε στην Κρήτη, αλλά και αν γράφτηκε καν στο νησί. Πιθανότατα είναι έργο επτανησιακό, ίσως όμως γραμμένο από Κρητικό πρόσφυγα. Και για τις τρεις τραγωδίες έχουν βρεθεί συγκεκριμένα ιταλικά πρότυπα: για την Ερωφίλη η τραγωδία Orbecche του Giambattista Giraldi, για τον Ροδολίνο ο Re Torrismondo του Torquato Tasso, και για τον Ζήνωνα η ομώνυμη λατινική τραγωδία του Άγγλου Ιησουΐτη Joseph Simons, έργο του λεγόμενου ιησουϊτικού θεάτρου. Τραγωδία με θέμα θρησκευτικό μπορούμε να ονομάσουμε και την ανώνυμη [του Β. Κορνάρου;] Θυσία του Αβραάμ, που έχει ως πρότυπό της το έργο του Isach του Luigi Groto. […]

Από τα έργα αυτά τρία μόνο ευτύχησαν να τυπωθούν στον καιρό τους ή αργότερα: Η Ερωφίλη, ο Ροδολίνος και η Θυσία του Αβραάμ. Όλα τα άλλα μας παραδόθηκαν από χειρόγραφα. Ειδικά ο Ροδολίνος αποτελεί άτυπη περίπτωση, από την άποψη ότι ο ίδιος ο συγγραφέας του μερίμνησε να τον τυπώσει στη Βενετία. Παρόμοια φιλοδοξία δεν φαίνεται να είχε κανείς άλλος από τους κρητικούς δραματουργούς. Η πρώτη έκδοση της Ερωφίλης, το 1637, σαράντα περίπου χρόνια μετά τη συγγραφή της, και οπωσδήποτε μετά τον θάνατο του Χορτάτση, οφείλεται, βέβαια, και στη δημοτικότητα που εξακολουθούσε να έχει το έργο αυτό, περισσότερο όμως οφείλεται στο τυχαίο ίσως περιστατικό ότι ενδιαφέρθηκε για την εκτύπωσή του ένας Ζακυθηνός άρχοντας, ο Φίλιππος Καρρέρ. […]

Νικόλαος Μ. Παναγιωτάκης, «Νέες ειδήσεις για το κρητικό θέατρο». Κρητικό Θέατρο. Μελέτες, επιμ. Στέφανος Κακλαμάνης – Γιάννης Μαυρομάτης, Στιγμή, Αθήνα 1998, 141-143.

 

 

Ο Ερωτόκριτος σημαδεύει, για πολλούς λόγους, το τέλος του μεσαιωνικού ελληνικού μυθιστορήματος.

Καταρχήν, από πολιτική και πολιτισμική άποψη, η ολοκλήρωση της κατάκτησης της Κρήτης από τους Τούρκους (1669) σηματοδοτεί το τέλος του δυτικοποιημένου ελληνικού πολιτισμού των ενετικών κτήσεων. Στην Κρήτη τίποτα πλέον δε δημοσιεύεται. Αυτό που απομένει από την κρητοβενετική παιδεία περιορίζεται στα Επτάνησα, αλλά στις αρχές παραμένει πολύ μέτριο. Θα δούμε αυτό το ρεύμα να επανεμφανίζεται την ώρα της Επανάστασης με εκπρόσωπο τον ποιητή Σολωμό.

Σήμερα δεν εκτιμούμε σωστά την απώλεια που αποτέλεσε για την ευρωπαϊκή παιδεία αυτή η σιωπή της ζωντανής Ελλάδας και η αντικατάστασή της από μια αχρονική εικόνα της αρχαίας Ελλάδας. […]

 

Από τεχνική άποψη το εκτενές μυθιστόρημα του Κορνάρου δείχνει τα όρια του είδους του έμμετρου αισθηματικού μυθιστορήματος που ανθούσε από τον 11ο αιώνα.

Henri Tonnet, Ιστορία του ελληνικού μυθιστορήματος, μτφ. Μαρίνα Καραμάνου, επιμ. μετάφρασης Γ.Φ. Γαλάνης, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 1999, 72.

 

 

Όταν η Κρήτη κατακτήθηκε από τους Οθωμανούς στα 1669, όλη αυτή η καλλιτεχνική και λογοτεχνική δραστηριότητα ουσιαστικά σταμάτησε. Οι Κρητικοί πρόσφυγες πήραν μαζί τους στα Επτάνησα και αλλού τις εικόνες τους, τα χειρόγραφά τους και άλλα πολύτιμα υπάρχοντά τους. Στην Κέρκυρα και στη Ζάκυνθο η παράδοση επέζησε· τα κρητικά θεατρικά έργα συνέχισαν να διαβάζονται και να παίζονται, ενώ γράφτηκαν καινούργια· οι πνευματικές και ποιητικές παραδόσεις συνέχισαν να καλλιεργούνται. Ένα αδιάκοπο νήμα λογοτεχνικής δραστηριότητας συνδέει την Κρητική Αναγέννηση με την Επτανησιακή Σχολή του 19ου αιώνα, η οποία αναπτύχθηκε γύρω από την επιβλητική μορφή του Διονυσίου Σολωμού, του πρώτου μεγάλου ποιητή της νεότερης Ελλάδας. Ο ίδιος ο Σολωμός αναφέρει ότι «δεν είναι γυναίκα να μη γνωρίζη» τη Βοσκοπούλα, το κρητικό ειδύλλιο του 16ου αιώνα· το ότι γνώριζε επίσης και θαύμαζε τον Ερωτόκριτο είναι φανερό από τις απηχήσεις του ύφους και της στιχουργίας του σε διάφορα ποιήματά του.

Πράγματι, τα κρητικά έργα συνέχισαν να διαβάζονται και να δίνουν ευχαρίστηση σ’ ένα πλατύ κοινό σ’ ολόκληρο τον ελληνόφωνο κόσμο, κυρίως χάρη στις συχνές επανεκδόσεις «λαϊκών» εκδόσεων ώς τον 19ο αιώνα. […] Είναι προφανές ότι ορισμένα κρητικά ποιητικά και δραματικά έργα ήταν από τα σταθερά αναγνώσματα των Ελλήνων για περισσότερο από δυο αιώνες. Άλλο ένα τεκμήριο της δημοτικότητας των κρητικών λογοτεχνικών κειμένων αποτελεί το γεγονός ότι κάποια από αυτά, όπως Η Βοσκοπούλα και η Ερωφίλη, πήραν νέα πνοή ζωής στην προφορική παράδοση. Υπάρχει επίσης στην Κρήτη μια μακρόχρονη παράδοση απαγγελίας από μνήμης αποσπασμάτων του Ερωτόκριτου· επίσης, κατά τον 19ο αιώνα, γίνονταν λαϊκές παραστάσεις δραματοποιημένων επεισοδίων του ποιήματος σε διάφορα μέρη της Ελλάδας […].

Κατά τον 18ο και 19ο αιώνα, τα αρνητικά συνήθως σχόλια των λογίων γι’ αυτά τα κείμενα δείχνουν μια πολύ διαφορετική στάση […]. Ωστόσο, από την εποχή του Παλαμά και του δημοτικιστικού κινήματος στα τέλη του 19ου αιώνα, η κρητική λογοτεχνία της Αναγέννησης εξασφάλισε μια σίγουρη θέση στην ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας και χρησιμοποιήθηκε δημιουργικά από ποιητές όπως ο Σικελιανός, ο Σεφέρης, ο Ρίτσος και ο Πρεβελάκης. Στη μεταπολεμική περίοδο όλα σχεδόν τα κρητικά έργα ανέβηκαν στην αθηναϊκή σκηνή και ορισμένα από αυτά αποτέλεσαν επίσης πηγή έμπνευσης για εικαστικούς καλλιτέχνες και συνθέτες.

David Holton, «Η Κρητική Αναγέννηση». Λογοτεχνία και κοινωνία στην Κρήτη της Αναγέννησης, επιμ. David Holton, απόδοση στα ελληνικά Ναταλία Δεληγιαννάκη, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2006 (5η έκδ.), 19-20.

 

Δείτε επίσης και:


Κορνάρος Βιτσέντζος, Χορτάτσης Γεώργιος