Πρόσωπα και θέματα της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας

▲▲ Μεταπολεμική πεζογραφία

Το πρώτο πράγμα που θα είχε να επισημάνει κανείς στην ελληνική πεζογραφία των χρόνων 1949-1967 είναι ασφαλώς η έντονη πολιτικοποίησή της. Τι το φυσικότερο ανάμεσα σ’ έναν εμφύλιο και σε μια δικτατορία; Με λίγα λόγια, ό,τι είχε φανερωθεί ως άμεση εμπειρία από τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, μέσα στη δεκαετία του 1950 αποκτά καθαρότερο πολιτικό περίγραμμα. Αλβανία, Κατοχή, Αντίσταση, Εμφύλιος πόλεμος: να οι τέσσερις θεματικοί πυρήνες που τροφοδοτούν σημαντικά, όχι μόνο το έργο της λεγόμενης Πρώτης μεταπολεμικής γενιάς, αλλά ακόμη και το έργο της Γενιάς του ’30. Γιατί, σε τελευταία ανάλυση, αυτό που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως Ιδεολογική υπερφόρτιση (έτσι το είχα ονομάσει παλαιότερα), είναι κατανοητό όσο και αναμφισβήτητο: απορρέει από το σύνολο των μεταπολεμικών συνθηκών.

[…]

Στράτευση, στρατευμένη λογοτεχνία, αγωνία, άγχος, ανησυχία: λέξεις-σήματα μιας εποχής που αναζητάει το πρόσωπό της και που το βρίσκει, σε μεγάλο βαθμό, στον Sartre των Temps Modernes και του υπαρξισμού. Από το ένα μέρος, λοιπόν, η πολιτική και ιστορική εμπειρία, δηλαδή η συλλογικότητα· από το άλλο, η καθημερινή ζωή, η μοναξιά και τα ποικίλα αδιέξοδα του ατόμου. Κάπως έτσι, ανάμεσα στα δύο αυτά όρια, κινείται σαν εκκρεμές η εποχή που μας απασχολεί και η πεζογραφία της.

Παναγιώτης Μουλλάς, «Σκέψεις για την πεζογραφία μας». 1949-1967. Η εκρηκτική εικοσαετία (10-12 Νοεμβρίου 2000), Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας (Ιδρυτής: Σχολή Μωραΐτη), Αθήνα 2002, 340-341.

 

 

[…] αυτοί οι συγγραφείς [όσοι εμφανίστηκαν στην πρώτη επταετία 1943-1949] αισθάνονται και συμπεριφέρονται ως νέα γενιά που έρχεται σε διάσταση με την προηγούμενη «γενιά του ’30». (Και είναι οι πρώτοι που ρίχνουν στη λογοτεχνική πιάτσα τον προσδιορισμό «γενιά του ’40» εγκαινιάζοντας τον τεμπέλικο χωρισμό «γενεών» κατά τις ημερολογιακές δεκαετίες). Υπάρχει δηλαδή η συνείδηση ότι ανήκουν σε ‘άλλο’ πνευματικό κλίμα και έχουν ‘άλλους’ ορίζοντες. Κυρίως η αντίθεση, που παίρνει τη μορφή ανοιχτής σύγκρουσης, μοιάζει να είναι ριζική: όπως φαίνεται κυρίως στα κριτικά τους σημειώματα και σχόλια: Η πεζογραφία της γενιάς του ’30 είναι αστυκή [sic], εστιάζεται στο άστυ, τις μεγάλες πόλεις όπου η ζωή «νοθεύεται» μακριά από τις ρίζες της, ενώ η «γνήσια ζωή» συντηρείται στο χωριό, τις μικρές κοινότητες. Πρόκειται συνεπώς για τάση που, καθώς κοιτάζει προς τα πίσω, μπορεί να χρεωθεί, από εμάς τους άλλους, ως ‘συντηρητική’. Ωστόσο το ανανεωτικό στοιχείο στην έκφραση, η ακραία συμβολική γλώσσα, συχνά εύστοχη, κάποτε πλεοναστική, και η απόρριψη των κλασικών γνωρισμάτων της πεζογραφίας (μύθος, χαρακτήρες, χρήση διαλόγου) τους τοποθετούσε σε μια ‘πρωτοπορία’.

Αλέξανδρος Αργυρίου, «Εισαγωγή». Η μεταπολεμική πεζογραφία. Από τον πόλεμο του ’40 ως τη δικτατορία του ’67, τ. Α΄, Εκδόσεις Σοκόλη, Αθήνα 1988, 102-103.

 

 

[…] Τα κείμενα της εικοσαετίας 1945-1965 εικονίζουν καθαρά την αλλαγή. Η πεζογραφία του Αντώνη Σαμαράκη και του Βασίλη Βασιλικού, το Πέρα από το ανθρώπινο του Νίκου Αθανασιάδη, Το Φράγμα του Σπύρου Πλασκοβίτη, η Πολιορκία του Αλέξανδρου Κοτζιά, η έκφραση της ανθρωπιάς, της κατανόησης του ανθρώπου στην επικοινωνία του με τον πλαϊνό του, την οποία μας δίνουν η Γαλάτεια Σαράντη, οΆλκης Αγγελόγλου και ο Δημήτρης Χατζής, τα κοινωνιστικά, τέλος, μυθιστορήματα του Κώστα Κοτζιά, είναι βέβαιο πως δεν θα μπορούσαν να παρουσιασθούν πριν από το 1945. Στα έργα αυτά διακρίνουμε το διαφορετικό, το άλλο, ό,τι θα ονομάζαμε μεταπολεμικό, αφηγηματικά και πεζογραφικά μορφοποιημένο. Μια ποιοτική διαφορά στην παρουσίαση της ζωής, στις σχέσεις των ανθρώπων, γίνεται εδώ αμέσως αντιληπτή. Στη νεοελληνική πεζογραφία της εικοσαετίας 1945-1965 εισάγονται για πρώτη φορά θέματα σύγχρονα, που προσδιορίζουν και χαρακτηρίζουν βασικά την εποχή όπου ζούμε: τα θέματα της μοναξιάς, της ενοχής, της αποξένωσης, της εξέγερσης, του παράλογου της ζωής.

Απόστολος Σαχίνης, «Γενική εισαγωγή». Νέοι πεζογράφοι. Είκοσι χρόνια νεοελληνικής πεζογραφίας: 1945-1965, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Αθήνα 1965, 11.

 

 

Οι πιο πολλοί από τους πεζογράφους της Πρώτης μεταπολεμικής γενιάς —με λιγοστές εξαιρέσεις— είναι γεννημένοι στη δεκαετία του 1920. Έτσι οι πιο μεγάλοι στην ηλικία παίρνουν ενεργό μέρος στην Αντίσταση, καθώς και στις ιδεολογικές, αλλά και ένοπλες, συγκρούσεις της Κατοχής και στον Εμφύλιο, ενώ οι νεότεροι συμμετέχουν ψυχικά στα γεγονότα, αρκετοί όμως πάλι και έμπρακτα, παρά τη νεαρή τους ηλικία. Αναφέρουμε ορισμένα χαρακτηριστικά παραδείγματα: Ο Στρατής Τσίρκας δούλεψε στον ημιπαράνομο αριστερό τύπο της ελληνικής παροικίας της Αιγύπτου, στα χρόνια της αγγλοκρατίας, κατά τη διάρκεια του πολέμου. Ο Ρόδης Ρούφος εντάσσεται στις ένοπλες αντιστασιακές ομάδες της δεξιάς. Ο Δημήτρης Χατζής στην Κατοχή είναι στην Αντίσταση και έπειτα, στον Εμφύλιο, εντάσσεται στα ένοπλα τμήματα του Δημοκρατικού Στρατού, καθώς και ο Μήτσος Αλεξανδρόπουλος. Μάλιστα οι δύο τελευταίοι θα ζήσουν περίπου είκοσι πέντε χρόνια ως πολιτικοί πρόσφυγες σε σοσιαλιστικές χώρες και θα επιστρέψουν στην Ελλάδα μετά το 1974. […]

Χριστόφορος Μηλιώνης, «Η μεταπολεμική πεζογραφία. Πρώτη και δεύτερη μεταπολεμική γενιά». Με το νήμα της Αριάδνης. Μεταπολεμική Πεζογραφία. Ερμηνεία Κειμένων, Εκδόσεις Σοκόλη, Αθήνα 1991, 36-37.

 

 

Ένα άλλο κομμάτι της πεζογραφικής δεκαετίας [1955-65] διαποτίζεται από το κλίμα της αγωνίας που τρέφει η σύγχρονη «αλλοτρίωση», χωρίς ν’ αναζητάει κάτω απ’ αυτή το στέρεο έδαφος της κοινωνικής πραγματικότητας. Ίσως το πιο σημαδιακό σ’ αυτή την τάση, όσο κι αν φαίνεται εξωτερικό, να είναι οι διάφορες ηλικίες και πνευματικές καταγωγές των συγγραφέων: προπολεμικοί, κατιόντες του «30», κατοπινοί, νεότεροι· παραδοσιακοί, μαστόροι του εσωτερικού μονολόγου, καλοπροαίρετοι, επαναστατημένοι, μιμητές του Κάφκα· με τρικυμία στη συνείδηση ή μόνοι στο μελανοδοχείο.

Δημήτρης Ραυτόπουλος, «Πρόλογος». Οι ιδέες και τα έργα. Δοκίμια, Δίφρος, Αθήνα 1965, 8-9.

 

 

[…] μιλώντας για μεταπολεμική πεζογραφία, δεν αναφέρομαι σε πρόσωπα, αλλά σε λογοτεχνικά έργα. Γι’ αυτό και διαφωνώ με την προσωποκεντρική τάση να εξετάζονται συνήθως χωριστά, δηλαδή να μην αναγνωρίζονται ως μεταπολεμικά, τα μυθιστορήματα, λ.χ., του Καζαντζάκη […] ή τα πεζογραφήματα του Πρεβελάκη […], του Μυριβήλη […], του Βενέζη […], του Καστανάκη […], του Θεοτοκά, του Ξεφλούδα, του Γιαννόπουλου, του Πέτρου Χάρη και άλλων παλαιότερων, πολύ περισσότερο μάλιστα όταν μερικοί απ’ αυτούς, όπως ο Πεντζίκης […] ή ο Κοσμάς Πολίτης […], έχουν δώσει ωριμότατους και ευχυμότατους καρπούς στην περίοδο που μας ενδιαφέρει. Έτσι, συλλογίζομαι, οι ανθρώπινες ηλικίες διαιρούν, αλλά τα ανθρώπινα έργα ενώνουν. Γιατί να μην τα συναριθμούμε και να μην τα συστεγάζουμε; Στο κάτω κάτω, αυτά διασφαλίζουν τη διακειμενικότητα, την πολυφωνία και το διάλογο.

Αλλά υπάρχει κι ένας άλλος καθοριστικός συντελεστής: το λογοτεχνικό περιοδικό. Θυμίζω ενδεικτικά και κατά χρονολογική, όσο είναι δυνατόν, τάξη, ορισμένους μεταπολεμικούς τίτλους: Ελεύθερα Γράμματα, Μορφές, Επιθεώρηση Τέχνης, Νέα Πορεία, Διαγώνιος, Κριτική, Πάλι, Εποχές. Ζωντανό φυτώριο λογοτεχνικής παραγωγής, αλλά και βαρόμετρο των καιρών, το περιοδικό διαμορφώνει αποφασιστικά τις εξελίξεις. Ανάμεσα στο βιβλίο και στην εφημερίδα, ανάμεσα στο άχρονο και στο εφήμερο, έχει την ουσιαστική δυνατότητα να μετατρέπει την επικαιρότητα σε διάρκεια. Στα 1963, δημοσιεύοντας το διήγημα του Θανάση Βαλτινού «Η κάθοδος των εννιά», το περιοδικό Εποχές επέβαλε σχεδόν διαμιάς έναν από τους σημαντικότερους σημερινούς συγγραφείς μας.

Παναγιώτης Μουλλάς, «Σκέψεις για την πεζογραφία μας». 1949-1967. Η εκρηκτική εικοσαετία (10-12 Νοεμβρίου 2000), Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας (Ιδρυτής: Σχολή Μωραΐτη), Αθήνα 2002, 342.

 

 

Ότι η εξωλογοτεχνική πραγματικότητα ενεργεί πολλές φορές καταλυτικά, είναι αναμφισβήτητο. Ας θυμηθούμε λ.χ., μέσα στη δεκαετία του 1950, ένα ορισμένο ψυχροπολεμικό «ξεπάγωμα», αισθητό κυρίως στα 1956 με το 20ό Συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης και με την αποσταλινοποίηση. Ποιος μπορεί να αρνηθεί τη σημασία του γεγονότος, κυρίως για τον κόσμο της Αριστεράς; Ξαναπαίρνω ως παράδειγμα τον Τσίρκα: αν η λογοτεχνική απόσταση ανάμεσα στη νουβέλα του Νουρεντίν Μπόμπα (1957) και στην τριλογία Ακυβέρνητες Πολιτείες μας φαίνεται σημαντική, σχεδόν αγεφύρωτη, είναι γιατί, κατά τη γνώμη μου, η τομή του 1956 αποδεσμεύει το συγγραφέα και ενεργοποιεί δυνάμεις πολιτικού και αισθητικού χαρακτήρα ταυτόχρονα.

Παναγιώτης Μουλλάς, «Σκέψεις για την πεζογραφία μας». 1949-1967. Η εκρηκτική εικοσαετία (10-12 Νοεμβρίου 2000), Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας (Ιδρυτής: Σχολή Μωραΐτη), Αθήνα 2002, 345.

 

 

Θα πρέπει να παρατηρήσουμε ακόμη ότι εγκαταλείπεται η τάση προς τον λυρισμό που, μερικές φορές —όπως π.χ. στα περισσότερα έργα του Ηλία Βενέζη— έφτανε στα όρια της γλυκερότητας, και χρησιμοποιείται τώρα μια γλώσσα περισσότερο αδρή, πιο ρεαλιστική, και συχνά εντελώς γυμνή και ωμή. Κυρίως όμως: μια γλώσσα πιο λειτουργική.

Χριστόφορος Μηλιώνης, «Η μεταπολεμική πεζογραφία. Πρώτη και δεύτερη μεταπολεμική γενιά». Με το νήμα της Αριάδνης. Μεταπολεμική Πεζογραφία. Ερμηνεία Κειμένων, Εκδόσεις Σοκόλη, Αθήνα 1991, 38.

 

 

Η εικοσιπενταετία 1950-1975 είναι η περίοδος ακμής των μεταπολεμικών πεζογράφων, μέσα στην οποία διαμορφώνουν τα διακριτικά γνωρίσματά τους σε επίπεδο θεματογραφίας και αφηγηματικών τεχνικών. Οι επιδράσεις από το μοντέρνο ευρωπαϊκό μυθιστόρημα (J. Joyce, Fr. Kafka, M. Proust κ.ά.), σε συνδυασμό με τα τραυματικά βιώματα της ιστορικής πραγματικότητας και τις βαθιές ιδεολογικές αντιφάσεις, εξελίσσονται σε γενεσιουργούς πυρήνες του έργου τους. Μέσα σε αυτή την περιρρέουσα ατμόσφαιρα γράφτηκαν έργα-σταθμοί για την εξέλιξη της νεοελληνικής πεζογραφίας: η τριλογία Ακυβέρνητες πολιτείες (1961-1965) του Στρατή Τσίρκα και Το κιβώτιο (1975) του Άρη Αλεξάνδρου. Ο έντονος προβληματισμός πάνω σε θέματα πολιτικής ηθικής, όπως η θέση του συγγραφέα έναντι της εξουσίας, τα ανθρωπιστικά αισθήματα και ο αγώνας για την ειρήνη, διαπερνά το μεγαλύτερο μέρος της πεζογραφικής παραγωγής, με αντιπροσωπευτικότερα δείγματα τα βιβλία του Ανδρέα Φραγκιά, του Αντώνη Σαμαράκη κ.ά. Αξιομνημόνευτη επίσης είναι η συμβολή του Κώστα Ταχτσή, συγγραφέα του μυθιστορήματος Το τρίτο στεφάνι (1962). Συνεχές ενδιαφέρον προκαλεί η πειραματική γραφή συγγραφέων όπως ο Νίκος Καχτίτσης και ο Γιώργος Χειμωνάς.

Παράλληλα, στον χώρο της διηγηματογραφίας εμφανίζονται προικισμένοι λογοτέχνες, οι περισσότεροι από τους οποίους ανήκουν στη νεότερη γενιά μεταπολεμικών συγγραφέων. Ο Δημήτρης Χατζής, από τους παλαιότερους, με το Τέλος της μικρής μας πόλης (1953) δείχνει την αλλοίωση του παραδοσιακού τρόπου ζωής. Ο ταραγμένος μεταπολεμικός κόσμος, η κοινωνική αλλοτρίωση, η αστικοποίηση και η νοσταλγία του γενέθλιου χώρου, η ανθρώπινη μοναξιά αποτελούν τα πιο αγαπητά θέματα νεότερων πετυχημένων διηγηματογράφων, όπως είναι κυρίως ο Γιώργος Ιωάννου, ο Μένης Κουμανταρέας, ο Χριστόφορος Μηλιώνης, ο Μάριος Χάκκας, ο Νίκος Μπακόλας, ο Δημήτρης Νόλλας κ.ά.

Δώρα Μέντη, Λεξικό της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Πρόσωπα. Έργα. Ρεύματα. Όροι, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2007, 1408.

 

 

Οπωσδήποτε, μέσα στις μεταπολεμικές περιπέτειες, αρκετοί από αυτούς κατάφεραν να παρακολουθήσουν τις ιδεολογικές και τις λογοτεχνικές ζυμώσεις και τα καλλιτεχνικά κινήματα της Ευρώπης, να ενημερώνονται οι ίδιοι και να ενημερώνουν και τους άλλους μέσα από τα λογοτεχνικά περιοδικά και μεταφράζοντας χαρακτηριστικά έργα της ξένης λογοτεχνίας. Έτσι εκτός από τη ρωσική, την αγγλική, τη γαλλική και τη σκανδιναβική λογοτεχνία που ήταν πολύ γνωστές από παλαιότερα, γίνονται τώρα γνωστοί οι νεότεροι λογοτέχνες της Αμερικής (Φώκνερ, Χέμινγουέι, Στάινμπεκ), ο Τσέχος συγγραφέας Φραντς Κάφκα, οι Γάλλοι υπαρξιστές (Σαρτρ, Καμύ) και οι εκπρόσωποι των ριζοσπαστικών λογοτεχνικών κινημάτων (Μπέκετ και συγγραφείς του Νουβό Ρομάν). Σ’ αυτά θα πρέπει να προσθέσουμε την επίδραση που άσκησε ο κινηματογράφος και το θέατρο. Το «Θέατρο Τέχνης» ιδιαίτερα, που ίδρυσε ο Κάρολος Κουν στην Αθήνα μετά τον πόλεμο, έκανε γνωστά στο ελληνικό κοινό τα πιο πρωτοποριακά έργα του παγκόσμιου ρεπερτορίου.

Όλα αυτά συνέβαλαν στη διαμόρφωση των νέων εκφραστικών τάσεων που παρατηρούμε στους μεταπολεμικούς συγγραφείς.

Ιδιαίτερα οι συγγραφείς της δεύτερης γενιάς παρουσιάζουν στα έργα τους μεγαλύτερη θεματική ποικιλία, όπου εκτός από τις εξωτερικές, τις κοινωνικές, συνθήκες αναμοχλεύουν καταστάσεις πιο εσωτερικές. Παρουσιάζουν επίσης πιο επίμονες εκφραστικές αναζητήσεις και, μερικές φορές, πολύ τολμηρές λύσεις. Έχει μάλιστα κανείς την εντύπωση ότι είναι και ψυχολογικά διαφοροποιημένοι από τους προηγούμενους, μολονότι χρονικά απέχουν πολύ λίγο από εκείνους — περίπου μια δεκαετία. Αλλά οι δεκαετίες έχουν διαφορετικό περιεχόμενο και κυλούν με διαφορετικό ρυθμό, ανάλογα με την εποχή. Οι εξελίξεις (κοινωνικές, πολιτικές, ιδεολογικές, αισθητικές) ήταν ραγδαίες στην Ελλάδα τα μεταπολεμικά χρόνια.

Χριστόφορος Μηλιώνης, «Η μεταπολεμική πεζογραφία. Πρώτη και δεύτερη μεταπολεμική γενιά». Με το νήμα της Αριάδνης. Μεταπολεμική Πεζογραφία. Ερμηνεία Κειμένων, Εκδόσεις Σοκόλη, Αθήνα 1991, 45-46.

 

 

Για να καταλάβει ο αναγνώστης την ανάγκη οριοθέτησης που κάνομε, όταν μελετάμε όχι μεμονωμένους συγγραφείς αλλά σύνολα συγγραφέων, ο χαρακτηρισμός: συγγραφείς της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς, δεν έχει άλλο νόημα παρά να τους διαχωρίσει από τους συγγραφείς της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς, των οποίων οι εμπειρίες είναι πολεμικές και προπαντός κατοχικές. Αν έπρεπε να δώσομε έναν τίτλο στους χρονικά δεύτερους, αυτούς συγγραφείς, θα μπορούσαμε να τους τιτλοφορήσομε, παίρνοντας τον τίτλο από τον Β. Βασιλικό: Θύματα ειρήνης. Αν έπαιρνα από τον Π. Αμπατζόγλου θα σκεφτόμουν τον τίτλο του: Ισορροπία τρόμου (1964). Θα πηγαίναμε στην αλληγορία όμως αν χρησιμοποιούσαμε τον τίτλο του Χριστόφορου Μηλιώνη Παραφωνία (1961), ή θα βρίσκαμε άλλης μορφής διεξόδους και άσκοπης σπατάλης του ‘κενού’ χρόνου, αν κεφαλοποιούσαμε με Τα μηχανάκια (1962) του Μένη Κουμανταρέα. Τέλος αν επρόκειτο να συμπληρώσομε τις ανα-γνώσεις της ίδιας (υποτίθεται) πραγματικότητας θα συναντούσαμε τον Πεισίστρατο του Γιώργου Χειμωνά, και αν ψάχναμε να βρούμε άκρες θα καταλήγαμε στον Γιώργο Μανιάτη που ομολογούσε ότι: Δραπέτευσα από τη Λεγεώνα των Ξένων (1962) — κάθου γύρευε δηλαδή πώς βρέθηκε εκεί και τί ζητούσε. Με άλλα λόγια, σκέπτομαι μήπως με τη ‘δεύτερη μεταπολεμική γενιά’ των πεζογράφων μας σημαδεύεται ένα αντιφατικό ζεύγος: Η πολυτέλεια και η απορία (έλλειψη πόρου) των νέων χρόνων που βιώνουν.

Ίσως, για να συνεχίσω να παίζω με τους τίτλους, ονόματα, και να ψάχνω για χαρακτηρισμούς, αν πηγαίναμε σε ευρύτερο χώρο, μπορεί να συναντούσαμε το αγγλικό αντίστοιχο ηλικιακό πλαίσιο, με τα οργισμένα νιάτα του Τζον Όσμπορν (γεν. 1929), όπως αποδόθηκε το Look Back in Anger, το θεατρικό αυτό έργο, που παίχθηκε στο «Εθνικό Θέατρο», όταν είχε τη διεύθυνση ο Αιμ. Χουρμούζιος, με το καλό αισθητήριό του, τουλάχιστον στο πεδίο των ιδεών.

Με ετούτα όλα θέλω να επισημάνω από τώρα ότι η κατηγορία αυτή των συγγραφέων, (πες τε τους, είπαμε, αν θέλετε: της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς, οι οποίοι έχουν ασθενείς έως μηδενικές μνήμες από την Κατοχή και τον Εμφύλιο), παρουσιάζει μεγάλο άνοιγμα φάσματος: θεματικό, ιδεολογικό και (ίσως όχι πολύ) αισθητικό. Όπως συμβαίνει συνήθως με τα έργα συγγραφέων που έχουν την πολυτέλεια να ζουν σε ομαλές κοινωνικές περιόδους. Το έργο τους δεν έχει ένα θεματικό κέντρο, (κάποιο μείζον γεγονός), αλλά εστιάζεται σε διάφορα επιμέρους φαινόμενα της αστικοποιούμενης μεταπολεμικής κοινωνίας μας, φαινόμενα είτε ιθαγενή είτε εισαγόμενα.

Αλέξανδρος Αργυρίου, «Εισαγωγή». Η μεταπολεμική πεζογραφία. Από τον πόλεμο του ’40 ως τη δικτατορία του ’67, τ. Α΄, Εκδόσεις Σοκόλη, Αθήνα 1988, 174.

 

 

Τι συμβαίνει περί το 1960; Ποια θέματα κυριαρχούν; Ασφαλώς ούτε οι πολιτικές εντάσεις έχουν αμβλυνθεί, ούτε το υπαρξιακό άγχος και το «παράλογο της ζωής» έχουν εκλείψει. Κάθε άλλο. Μόνο που εμφανίζονται νέες πινελιές στον πίνακα: Η αγωνία, που μετατρέπεται και εκδηλώνεται ως οργή. Η ολική σύγκρουση μ’ ένα «κατεστημένο» που δεν είναι αποκλειστικά πολιτικό. Ο παραλογισμός θεσμών και συμπεριφορών. Ο μαζικός πολιτισμός και η καταναλωτική κοινωνία («κοινωνία της αφθονίας»), αυτό δηλαδή που ο Ά. Τερζάκης ονόμαζε τότε «χυδαίο ευδαιμονισμό». Η απειλή ενός πυρηνικού πολέμου (Α. Σαμαράκης). Το άγχος της μηχανής, της τεχνολογικής εξέλιξης, της «διαστημικής εποχής». Η ανθρώπινη μοναξιά.

Μερικά έργα μιλούν και μόνο με τους τίτλους τους: Θύματα ειρήνης (Β. Βασιλικός, 1956), Το φράγμα (Σπ. Πλασκοβίτης, 1960), Τα μηχανάκια (Μ. Κουμανταρέας, 1962), Οδοστρωτήρας (Τηλ. Αλαβέρας, 1963), Ισορροπία τρόμου (Π. Αμπατζόγλου, 1964) κ.ά.

Νέοι καιροί, νέα ήθη.

Παναγιώτης Μουλλάς, «Σκέψεις για την πεζογραφία μας». 1949-1967. Η εκρηκτική εικοσαετία (10-12 Νοεμβρίου 2000), Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας (Ιδρυτής: Σχολή Μωραΐτη), Αθήνα 2002, 345-346.

 

Δείτε επίσης και:


Μεταπολεμική ποίηση