Πρόσωπα και θέματα της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας

▲▲ Βάρναλης Κώστας

Ο Κώστας Βάρναλης
[πηγή: Πολιτιστικός Θησαυρός της Ελληνικής Γλώσσας].
 

 

 

Στα γράμματα [ο Βάρναλης] πρωτοεμφανίστηκε τον Αύγουστο του 1904 από τον «Νουμά», και κατόπιν κυκλοφόρησε η πρώτη του συλλογή Κηρήθρες (1905), με πρόλογο του Στέφανου Μαρτζώκη. […] Το 1922 τύπωσε στην Αλεξάνδρεια με το ψευδώνυμο Δήμος Τανάλιας την πρώτη μεγάλη ποιητική του σύνθεση Το φως που καίει, που την αναθεώρησε αργότερα και την ξανατύπωσε το 1933 στην Αθήνα στην οριστική της μορφή, και το 1927 κυκλοφόρησαν οι Σκλάβοι πολιορκημένοι, η δεύτερη μεγάλη του σύνθεση. Μέσα στην επόμενη τριακονταετία, ο Βάρναλης έγραψε λιγοστά μάλλον ποιήματα, και τα συγκέντρωσε μαζί με τα προηγούμενα στον τόμο Ποιητικά (1956), παραλείποντας ολόκληρη την πρώτη του συλλογή και τα περισσότερα απ’ τα νεανικά του. […] Λίγο μετά το θάνατό του, τυπώθηκε κι η ανέκδοτη συλλογή του Οργή λαού (1975), με την επιμέλεια του καθηγητή Γ.Π. Σαββίδη, γραμμένη ολόκληρη κατά το διάστημα της δικτατορίας 1967-1974. Με τη φροντίδα του ίδιου επιμελητή, βγήκε το 1976 σε χωριστό τόμο και το δίχως άλλη συνέχεια πρώτο άσμα τού πολύστιχου ποιήματος Ο Προσκυνητής.

Μεγαλύτερο σε έκταση απ’ το ποιητικό είναι το αφηγηματικό και το κριτικό έργο του Βάρναλη […]. […] μετάφρασε Αριστοφάνη, Ευριπίδη, Ξενοφώντα, Μολιέρο, Flaubert και άλλους. Αξίζει να σημειωθεί εδώ, ότι από τους Αρχαίους με ιδιαίτερη επιτυχία έχει μεταφέρει στα «καθ’ ημάς» τον Αριστοφάνη, τόσο από δημιουργική όσο κι από φιλολογική άποψη, αποδίδοντας το ίδιο εύστοχα και το πνεύμα και το γράμμα του πρωτότυπου.

Κώστας Στεργιόπουλος, «Η πνευματική παρουσία και η ποίηση του Βάρναλη». Περιδιαβάζοντας, τ. Α΄. Από τον Κάλβο στον Παπατσώνη, Κέδρος, Αθήνα 1982, 92-93.

 

 

Σημαντικότερη […] για την κατανόηση του έργου του είναι η εμπλοκή του Βάρναλη στην ιστορία του τόπου του κατά τη διάρκεια ολόκληρης της μακρότατης ζωής και δημιουργίας του: Ο Βάρναλης είχε γεννηθεί (1883) σε μιαν εξωελλαδική περιοχή, τον Πύργο (Μπουργκάζ) της Βουλγαρίας («Ανατολικής Ρωμυλίας»), που μαζί με τις γειτονικές της περιοχές (Μακεδονία, Ήπειρος) συναποτελούσε το επίκεντρο του ελληνικού «αλυτρωτισμού», και είχε γαλουχηθεί, μέσω της σχολικής του παιδείας, με τη νέα, τρικουπική, εκδοχή της «Μεγάλης Ιδέας», που είχε οδηγήσει στο στρατιωτικό και ιδεολογικό φιάσκο του 1897. Και σ’ αυτής ακριβώς της «Μεγάλης Ιδέας» τη νικηφόρα, κατ’ αρχήν, στρατιωτική διεκπεραίωση με τους Βαλκανικούς Πολέμους (1912-1913) επρόκειτο να (επι)στρατευτεί, υποχρεωτικά, και ο Βάρναλης στη σχετικά ώριμη ηλικία των 29/30 χρόνων, αφού είχε ήδη πίσω του πολύ επιτυχημένες σπουδές Φιλολογίας. Ως υπότροφος, στο μοναδικό Πανεπιστήμιο της εθνικής του μητρόπολης και μια δεκαετή τουλάχιστον διδακτική προϋπηρεσία ως δάσκαλος πρώτα στη στοιχειώδη, ως καθηγητής έπειτα στη μέση εκπαίδευση.

Με βαθιά τομή στη σύγχρονή του ιστορία και, ταυτόχρονα, στην «εξωτερική» και την «εσωτερική» βιογραφία του Βάρναλη σήμαινε το έτος 1919, κατά το οποίο, αμέσως μετά το τέλος της σφαγής του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου (1914-1918) άρχιζε για την ελληνική άρχουσα τάξη μια νέα, η μεγαλύτερη ώς τότε, επεκτατική-τυχοδιωκτική εκστρατεία στη Μικρασία, απ’ όπου δεν επρόκειτο να επιστρέψουν, τρία χρόνια αργότερα (1922), στο ελλαδικό κέντρο παρά τα ράκη της οριστικά πια εξευτελισμένης «Μεγάλης Ιδέας». Τη φορά αυτή ο Βάρναλης «στάθηκε τυχερός», όπως απομνημονεύει θαρραλέα ο ίδιος. Το ίδιο αυτό δυσοίωνο έτος (1919) στάλθηκε αυτός, ο πάντα, και ως μαθητής και ως φοιτητής και ως «λειτουργός της Μέσης Εκπαίδευσης», αριστούχος, με υποτροφία για μετεκπαίδευση στη Νεοελληνική Φιλολογία στο Παρίσι, το αναγνωρισμένο κέντρο της ευρωπαϊκής τέχνης και διανόησης, της «μποεμίας» και του κοσμοπολιτισμού σ’ ολόκληρο τον ευρωπαϊκό Μεσοπόλεμο — και την παραμονή του στην «πρωτεύουσα των φώτων» θα τη συνεχίσει […] ο Βάρναλης, μετά μιαν αναγκαστική, για πολιτικούς λόγους, μεγάλη διακοπή (Φεβρουάριος 1921-Σεπτέμβριος 1923), ώς το καλοκαίρι του 1924.

Στο Παρίσι ο Βάρναλης επρόκειτο να μεταμορφωθεί, στη διάρκεια των επόμενων τριών ή τεσσάρων ετών, από έναν «άτακτο» δημοκράτη, φιλελεύθερο «πατριώτη» σ’ έναν πρόμαχο των νέων, σοσιαλιστικών ιδεών. Την ιδεολογική του αυτή μετάβαση και μεταστροφή αντικατοπτρίζουν και τεκμηριώνουν τα δύο πρώτα, ώριμα, συνθετικά και ειδωλοκλαστικά ποιητικά του έργα, ο Προσκυνητής και Το φως που καίει, που γράφτηκαν, και τα δύο, κατά την πρώτη παρισινή παρεπιδημία, τον Ιούλιο του 1919 το πρώτο, στα 1919/20, τουλάχιστον εν σπέρματι, το δεύτερο.

Γιώργος Βελουδής, «Ο Σολωμός χωρίς μεταφυσική και η εποχή του». Κώστας Βάρναλης, Ο Σολωμός χωρίς μεταφυσική, φιλολ. επιμ. Γιώργος Βελουδής, Κέδρος, Αθήνα 2001, 158-159.

 

 

Το φως που καίει αποτελεί διπλή αφετηρία επαναπροσανατολισμού στην ποίηση του Κώστα Βάρναλη: ιδεολογικού προσανατολισμού του (προς τη θεωρία του υλισμού) και μορφολογικού (προς την ιδέα ενός ποιητικού συνθέματος). Αποτελεί λοιπόν απόρροια βαθιάς τομής.

Είχε προηγηθεί, μετά από τα νεορομαντικά πρωτόλεια (Πυθμένες, 1904) και την πρώτη συλλογή (Κηρήθρες, 1905), η περίοδος του ελληνοκεντρικού αισθητισμού και ιδεαλισμού του ποιητή, που κορυφώθηκε, ύστερα από τα χαρακτηρισμένα ως βακχικά ή παρνασσιακά ποιήματα (διάσπαρτα στα περιοδικά της εποχής, από το 1906 ως το 1918), με τον Προσκυνητή (1919). Και τώρα σημειώνεται η ιδεολογική του μεταστροφή, αποδοσμένη, αλληγορικά και προγραμματικά, και με τις δύο εκδοτικές μορφές του έργου: με την ψευδώνυμη αλεξανδρινή (Δήμου Τανάλια, Το φως που καίει…, Γράμματα, Εκδότης Στέφανος Πάργας, Αλεξάνδρεια 1922) και με την επώνυμη αθηναϊκή (Κώστα Βάρναλη, Το φως που καίει, Δέφτερη έκδοση ξαναπλασμένη, Τυπογραφείο «Εστία», Αθήνα 1933).

[…]

Για τη χρήση ψευδωνύμου αναφέρεται πως προτιμήθηκε, και μάλιστα ως πρόκληση ιδεολογική (του τύπου [Γεώργιος] Σκληρός, Πέτρος Πικρός) στη συνήθη καλλιέπεια του λογοτεχνικού συρμού της εποχής (π.χ. Λάμπρος Πορφύρας, Στέφανος Δάφνης), για προσωπική του κάλυψη από τη λογοκρισία, λόγω της δημοσιοϋπαλληλικής του ιδιότητας. Αλλά παρ’ όλη την ψευδωνυμία η περιπέτεια της έκδοσης εκείνης για τον ποιητή υπήρξε καθοριστική για την υπόλοιπη ζωή του. Η κρίση που σοβούσε τρία χρόνια ξέσπασε στα 1925. Η συλλογή του καθυβρίστηκε από τις στήλες του ημερήσιου Τύπου, καταγγέλθηκε υπηρεσιακά και κατασχέθηκε έκτοτε δύο φορές, ενώ ο ποιητής παύθηκε, αρχικά προσωρινά και τελικά οριστικά, από την υπηρεσία του.

Γιάννης Δάλλας, «Φιλολογική παρουσίαση». Κώστας Βάρναλης, Το φως που καίει, φιλολ. επιμ. Γιάννης Δάλλας, Κέδρος, Αθήνα 2003, 129 & 133.

 

 

 

[…] Στο ξεκίνημά του (Κηρήθρες, 1905) και για μια περίοδο που φθάνει ως τον Προσκυνητή (1919), ο Βάρναλης συμπορεύεται σε αρκετά σημεία με το Σικελιανό: η παλαμική επίδραση και η γλωσσική ορθοδοξία, η μορφική επιμέλεια και ο διονυσιασμός, η λυρική έξαρση και ο δυνατός παλμός αποτελούν κοινά στοιχεία των δύο ποιητών. Παράλληλα όμως εμφανίζονται και οι διαφορές τους.

Η εξέλιξή του είναι γνωστή. Μαρξιστής από το 1920 περίπου, ο ποιητής θα δώσει το κυριότερο μέρος του έργου του μέσα στην τρίτη δεκαετία του αιώνα μας: Το φως που καίει (1922), Σκλάβοι πολιορκημένοι (1927). Στην ουσία έχουμε εδώ μιαν άλλη απάντηση στο κενό που δημιούργησε η Μικρασιατική Καταστροφή. Ένα νέο όραμα του κόσμου διαμορφώνεται, βασισμένο σε νέες κοινωνικές δυνάμεις. Αλλά η προσπάθεια του Βάρναλη στηρίζεται, πριν από όλα, στην κριτική των καθιερωμένων αξιών. Σατιρικός και λυρικός ταυτόχρονα, ο ποιητής αξιοποιεί με τον τρόπο του το προηγούμενο του Σολωμού (ο δημιουργός των Ελεύθερων πολιορκημένων κυριαρχεί στην προβληματική των χρόνων 1920-1930), συνδυάζοντας την πρόζα με το στίχο, το διαλυτικό σαρκασμό με την αγωνιστικότητα, την άρνηση του παρόντος με την πίστη στο μέλλον. […]

Παν. Μουλλάς, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. 15, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα χ.χ., 497-498.

 

 

Το φως που καίει είναι το πρώτο μαρξιστικό λογοτεχνικό έργο στα ελληνικά. Με τη μορφολογική και υφολογική ποικιλία του καθώς και με την ποικιλία των αντιδράσεων που επιθυμεί να προκαλέσει στον αναγνώστη, με τα διαφορετικά μέρη του αντιπροσωπεύει μια εντελώς συνειδητή προσπάθεια του ποιητή να λύσει προβλήματα έκφρασης, τα οποία είχαν απασχολήσει πολιτικά στρατευμένους συγγραφείς κατά τη διάρκεια του μεγαλύτερου μέρους του εικοστού αιώνα. Δεδομένης μάλιστα μιας έντονης υλιστικής πίστης στην κοινωνική αλλαγή, τι ρόλο παίζει στο κομμουνιστικό κίνημα μια τέχνη με αστικά κυρίως προηγούμενα; Πού θα βρεθεί η ισορροπία ανάμεσα στην υπονόμευση της παλαιάς τάξης με τη σάτιρα, και την εξαγγελία της νέας με τη βοήθεια της προπαγάνδας; Μέχρι ποιό σημείο η ποίηση μπορεί να προχωρήσει προς την κατεύθυνση της προπαγάνδας, ώστε να είναι ακόμη σε θέση να διεκδικεί τα προνόμια της τέχνης; Από την άλλη μεριά, κατά πόσο είναι νόμιμο για έναν μαρξιστή να θρηνεί τον ξεπεσμό της αστικής κουλτούρας, των αξιών και των πνευματικών οριζόντων, με τους οποίους έχει γαλουχηθεί; Και πάνω από όλα, πώς θα προσαρμοστεί η ποιητική τής μη κομμουνιστικής κουλτούρας στις ανάγκες της νέας κοινωνίας; Ο Βάρναλης ήταν ο πρώτος συγγραφέας που αντιμετώπισε πλήρως τα ζητήματα αυτά, και οι λύσεις που πρότεινε στο Φως που καίει καθιέρωσαν το πλαίσιο μέσα στο οποίο μεταγενέστεροι ποιητές, όπως ο Ρίτσος, ο Βρεττάκος και ο Αναγνωστάκης, αλλά και πεζογράφοι, όπως ο Χατζής, ο Χάκκας και ο Αλεξάνδρου, χρειάστηκε αργότερα να λειτουργήσουν για να βρουν τις δικές τους λύσεις.

Roderick Beaton, Εισαγωγή στη νεότερη ελληνική λογοτεχνία. Ποίηση και Πεζογραφία, 1821-1992, μτφ. Ευαγγελία Ζουργού-Μαριάννα Σπανάκη, Εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα 1996, 160-161.

 

 

Κατ’ αρχήν η συλλογή [Σκλάβοι πολιορκημένοι] εντάσσεται στην αντιπολεμική και στην αντιιδεαλιστική φιλολογία του καιρού, όπως λ.χ. αυτή απεικονίζεται […] στην πεζογραφία του Ερίχ Ρεμάρκ (Ουδέν νεώτερον από το Δυτικόν Μέτωπον) ή και του Ερνύ Μπαρμπύς (Φωτιά και Ιησούς). Και όπως […] αποτυπώνεται στις σκηνές τις εμπνευσμένες απ’ τη φρίκη του πολέμου και απ’ την εξαθλίωση των λαϊκών στρωμάτων των εικαστικών τεχνών και ιδιαίτερα της εξπρεσιονιστικής ζωγραφικής της εποχής. […] Έμμεσος αλλά χαρακτηριστικός, εξαιτίας του κοινού σημείου της σολωμικής αναφοράς του, είναι και ο συσχετισμός της συλλογής με το μυθιστόρημα του Κωνσταντίνου Θεοτόκη (Σκλάβοι στα δεσμά τους). Και μαζί με τα ευρωπαϊκά ανάλογα που ενδεικτικά υπαινιχθήκαμε, όμοια ανταποκρίνεται και ζωηρά αντιδιαστέλλεται από τους συγχρόνους του ως προς τη σαγήνη και την εκμετάλλευση του μύθου του ευαγγελικού, λ.χ. από τα ανάλογα του Καζαντζάκη (Χριστός, 1915-1928) και προπάντων του Σικελιανού (Μήτηρ Θεού, 1917-1919, Πάσχα των Ελλήνων, 1918-1935). Απωθώντας τη σαγήνη αυτού του μύθου, τον αναπληρώνει με την αποστολικότητα μιας άλλης σωτηρίας και ενός στόχου επαναστατικού. Και εκφραστικά τον προσγειώνει με μια γλώσσα ρεαλιστική και τον χρησιμοποιεί συμβολικά ως κοινωνική μεταφορά. Μολονότι ξεκινά απ’ την ίδια αγωνία του κοινωνικού προβλήματος στη βάση και τις ίδιες «μεσιανικές» ανησυχίες στο εποικοδόμημα, μολαταύτα έχει να προτείνει στην ελληνική ιδεολογία και λογοτεχνία του μεσοπολέμου τη δική του αντεικόνα της πραγματικότητας. Πρόκειται για την ποιητική περιγραφή και την καταγγελία του τριπλού συμπτώματος: του θρησκευτικού ιδεολογήματος, του πολέμου ως μηχανισμού καταστολής και των καταπιεσμένων τάξεων που τώρα αφυπνίζονται. Είναι μια θεματική καινούρια για την ποίηση, που αιφνιδιάζει τη λογοτεχνία μας. Αλλά στην περίπτωσή του […] σημασία έχει η προθεατρική δομή αυτών των ιδεών και των θεμάτων και ταυτόχρονα, ως γλώσσα, η υπέρβαση του λυρισμού από τη σάτιρα: με άλλα λόγια, η παραστατική και η ρητορική της συλλογής του. Και αυτή υπήρξε, ως σχήμα και ως λόγος, μια καινοφανής ποιητική μορφή στα γράμματά μας.

Γιάννης Δάλλας, «Σκλάβοι πολιορκημένοι, ο ιστορικός ρεαλισμός και η σάτιρα των ιδεών». Η δημιουργική δεκαετία στην ποίηση του Κώστα Βάρναλη. Μελετήματα, Κέδρος, Αθήνα 1988, 126-127.

 

 

[…] από τα τέλη της δεκαετίας του ’20 ως τα μέσα της δεκαετίας του ’30 ο Βάρναλης έμοιαζε απόλυτα κυρίαρχος, ή μάλλον συγκυρίαρχος, στον πνευματικόν ορίζοντα του τόπου. Συγκυρίαρχος, γιατί την εποχή αυτή δύο είναι οι δεσπόζουσες ποιητικές: η δική του που ενεργεία βασιλεύει και του Καρυωτάκη που δυνάμει ανατέλλει. Ανεξάρτητα από τη συγγραφική προτεραιότητά του, τους διασταυρώνει η σύμπτωση των ωριμότερων στιγμών τους:

1927: Κώστας Βάρναλης, Σκλάβοι πολιορκημένοι

1927: Κώστας Καρυωτάκης, Ελεγεία και Σάτιρες

Η φορά των γεγονότων θα ανακόψει την παράλληλη πορεία. Επιβάλλεται η μεταξική δικτατορία (1936) και αυτολογοκρίνεται η φωνή του ποιητή, ενώ μένει ανοιχτός ο δρόμος για την καλλιέργεια του καρυωτακισμού, έστω και ως αντισταθμίσματος στην κουφότητα του φανφαρονισμού των κυβερνώντων. Αλλά τη χαριστική βολή θα δώσει ενωρίτερα και στις δύο ποιητικές η ανατροπή στα παραδεδομένα που προκάλεσε, ακριβώς αυτή τη χρονική στιγμή (περ. 1935), η εισαγωγή του υπερρεαλισμού και των νεότερων ποιητικών ρευμάτων και με την κατάργηση του τονικού συστήματος της στιχουργίας η εγκαινίαση του στίχου του ελεύθερου, στη χώρα μας. Είναι η χρονική στιγμή, που μνημειώνονται οριστικά και οι Σκλάβοι πολιορκημένοι.

Γιάννης Δάλλας, «Σκλάβοι πολιορκημένοι, ο ιστορικός ρεαλισμός και η σάτιρα των ιδεών». Η δημιουργική δεκαετία στην ποίηση του Κώστα Βάρναλη. Μελετήματα, Κέδρος, Αθήνα 1988, 127-128.