Πρόσωπα και θέματα της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας

▲▲ Καραγάτσης Μ.

Ο Μ. Καραγάτσης
[πηγή: Εθνικό Κέντρο Βιβλίου].
 

 

Ο Καραγάτσης εμφανίστηκε το 1927, στον Α΄ Λογοτεχνικό Διαγωνισμό της Νέας Εστίας, με το διήγημά του «Η κυρία Νίτσα», που απέσπασε τον Α΄ Έπαινο και τις ευμενείς κρίσεις του Γρηγορίου Ξενόπουλου. Δημοσίευσε άλλα δύο διηγήματα στο ίδιο περιοδικό, και το 1933 κυκλοφορεί τη νουβέλα του Ο συνταγματάρχης Λιάπκιν (που θα λάβει την οριστική, σημερινή της μορφή το 1955).

Άρης Μπερλής, «Μ. Καραγάτσης. Παρουσίαση-Ανθολόγηση». Η μεσοπολεμική πεζογραφία. Από τον πρώτο ως τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο (1914-1939), τ. Δ΄, Εκδόσεις Σοκόλη, Αθήνα 1992, 265.

 

 

Εντελώς διαφορετική ιδιοσυγκρασία από τον Θεοτοκά, αυθόρμητος, πληθωρικός, εκρηκτικός είναι ο Μ. Καραγάτσης (ψευδώνυμο —κι εδώ πάλι— του Δ. Ροδόπουλου, 1908-1960). Από τους νεώτερους της γενιάς του, εκδηλώθηκε αρκετά νωρίς, και ως το 1940 είχε δώσει κιόλας τέσσερα μυθιστορήματακαι δύο τόμους διηγημάτων· τα λογοτεχνικά του έργα ως τον πρόωρο σχετικά θάνατό του ξεπερνούν τα είκοσι. Είναι από τους πολυγραφότερους νεοέλληνες συγγραφείς. Η πληθωρικότητά του αυτή πηγάζει προπάντων από την πλούσια μυθοπλαστική του φαντασία, που είναι η κυριότερη αρετή του. Ο Καραγάτσης, μολονότι βέβαια πολλά είναι τα αυτοβιογραφικά στοιχεία μέσα στο έργο του, δεν αναλίσκεται όμως και δεν εξαντλείται σ’ αυτά, πλάθει τύπους και έχει το ταλέντο να τους παρουσιάζει σε όλη τους τη ζωντάνια και τη μυθιστορηματική τους αρτιότητα. Ένα άλλο μόνιμο χαρακτηριστικό τηςπεζογραφίας του είναι το επίμονο ξαναγύρισμα στο σεξουαλικό στοιχείο […]. Ο ηδονισμός του Καραγάτση δεν είναι καθόλου ευφρόσυνος, είναι ένας ηδονισμός τραγικός· οι ήρωές του, με το αξεδίψαστο πάθος του κορεσμού που τους τυραννεί, οδηγούνται τελικά στην καταστροφή.

Είναι φανερό πως το κλίμα που κυριαρχεί σε όλα τα έργα του είναι ο ρεαλισμός, ή καλύτερα ένας νατουραλισμός σπρωγμένος ως τα ακραία όρια. Ο Καραγάτσης, παρ’ όλη του τη μαθητεία στην ψυχανάλυση, δεν είναι τόσο ο ζωγράφος των ψυχολογικών καταστάσεων και των αποχρώσεων, όσο ένας οξύτατος παρατηρητής της πραγματικότητας, που ξέρει να την παραστήσει ως την τελευταία λεπτομέρεια. Η γεύση της πραγματικότητας χωρίς ψευδαισθήσεις ή ποιητικούς οραματισμούς, καθώς και η τραγική αντίληψη του ανθρώπινου πεπρωμένου, τον οδηγεί συχνά και σ’ ένα πνεύμα νιχιλιστικής απαισιοδοξίας ή και σ’ ένα χιούμορ γεμάτο ειρωνεία, σκώμμα και σαρκασμό. Βαθύτατα ρεαλιστής και αντιϊδεαλιστής, κυριαρχείται από μια ριζική απιστία προς κάθε είδος ιδανικού ή ηρωισμού. Οι χαρακτήρες του είναι βαθύτατα, κάποτε και κυνικότατα αντιηρωικοί· πολλές φορές διαλέγει επίτηδες μορφές γνωστές ιστορικές, για να τις παρουσιάσει αφηρωισμένες με το πρίσμα το δικό του (με τέτοιο πρίσμα δοκίμασε να γράψει και μία Ιστορία των Ελλήνων, έργο αποτυχημένο).

Με αυτές τις ιδιότητες, θετικές και αρνητικές, ο Καραγάτσης ήταν ένας συγγραφέας που στάθηκε σημείο αμφιλεγόμενο στον καιρό του, με πολλούς θαυμαστές αλλά και πολλούς επικριτές. Κανείς ωστόσο δεν μπόρεσε να του αμφισβητήσει τη γνήσια λογοτεχνική, πεζογραφική ιδιαίτερα φλέβα του, την ικανότητά του να στήσει ένα μυθιστόρημα πραγματικό. Είναι βέβαια άνισος· το έργο του έχει πολλές αντιφάσεις και απότομες πτώσεις, το ύφος του (επειδή είναι πηγαίο) είναι και ατημέλητο, ελάχιστα λογοτεχνικό, και —ιδιαίτερα στα τελευταία του έργα— ξεπέφτει σ’ ένα επίπεδο σχεδόν δημοσιογραφικό.

Λίνος Πολίτης, Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 1998 (9η έκδ.), 311-312.

 

 

[…] Σε αντίθεση με την πολυπρόσωπη Αργώ του Θεοτοκά, το καθένα από τα τρία [πρώτα] μυθιστορήματα [του Καραγάτση] παρακολουθεί τις περιπέτειες της ζωής ενός μόνο ήρωα. Ο πρωταγωνιστής σε κάθε περίπτωση είναι αλλοδαπός. Οι επώνυμοι ήρωες των μυθιστορημάτων Ο συνταγματάρχης Λιάπκιν (1933) και Γιούγκερμαν (1936) είναι αντίστοιχα ένας Λευκορώσος και ένας Γερμανοφινλανδός, ενώ η ηρωίδα της νουβέλας Χίμαιρα (1936) κατάγεται από τη Ρουέν της Γαλλίας. Η εσωτερική ζωή αυτών των ηρώων είναι επίσης συναρπαστική, καθώς μάταια αντιπαλεύουν τις ακαταμάχητες βιολογικές ορμές, που, κατά τον Καραγάτση, καθορίζουν τελεσίδικα την ανθρώπινη δράση και το χαρακτήρα.

Ο Λιάπκιν, αφού εκτοπίστηκε μετά το ρωσικό εμφύλιο πόλεμο, κατέληξε στην ελώδη θεσσαλική πεδιάδα, σε μια αγροτική σχολή έξω από τη Λάρισα. Κατάντησε μέθυσος και αποκαλύφθηκε το παρελθόν του, όταν έγινε γνωστό ότι δολοφόνησε τη γυναίκα του για λόγους τιμής. Μετά από μια αλληλουχία εντυπωσιακών οραμάτων πνίγηκε μόνος του. Η Μαρίνα, η νεαρή Γαλλίδα ηρωίδα της Χίμαιρας ερωτεύτηκε τρελά έναν Έλληνα πλοίαρχο. Παντρεύτηκαν αμέσως και τον ακολούθησε στη Σύρα, όπου και εγκαταστάθηκε μαζί με την οικογένειά του. Το ειδύλλιο όμως εξελίχθηκε σε τραγωδία. Ανίκανη να αντισταθεί στον ερωτικό πειρασμό, ενέδωσε τελικά, όταν ο άντρας της απουσίαζε σε ένα μακρινό ταξίδι. Μέσα από μια αλυσίδα ανηλεών συμπτώσεων, η αποχαλίνωσή της προκάλεσε το θάνατο της κόρης της και ατίμασε την οικογένεια του άντρα της. Τελείωσε η ίδια τη ζωή της, πέφτοντας στη θάλασσα. Πνίγηκε και αυτή, όπως και ο Λιάπκιν. Τέλος, ο Γιούγκερμαν, ο πρωταγωνιστής στο ομώνυμο μυθιστόρημα, επιτυχημένος επιχειρηματίας στον Πειραιά, με περιουσία και φήμη, δεν είχε καλύτερη τύχη. Βαθιά μέσα του κυριαρχείται από το πάθος για μια νεαρή γυναίκα, από την οποία τον χώρισε σειρά ατυχιών, που κορυφώθηκαν με το θάνατό της.

[…] Αργότερα, ο Καραγάτσης παρουσίασε αυτά τα τρία μυθιστορήματα ως τριλογία, με τον κοινό τίτλο Εγκλιματισμός κάτω από τον Φοίβο. […] Δύο πράγματα ‘εγκλιματίζονταν’ στο περιβάλλον της Ελλάδας με αυτά τα μυθιστορήματα. Πρώτον τα ξενόφερτα ιδανικά που δεν βρήκαν καθόλου πρόσφορο έδαφος και οι ήρωες των έργων απέτυχαν παταγωδώς να τα πραγματώσουν στις ελληνικές συνθήκες. Δεύτερον, η θεωρία του βιολογικού ντετερμινισμού, η οποία επηρεάζει τις ζωές τους, αλλά και το λογοτεχνικό ύφος της αφήγησης των ιστοριών τους. Ο μοναδικός και κοινός, εντέλει, πυρήνας όλων των μυθιστορημάτων που έγραψε ο Καραγάτσης στη δεκαετία του ’30 είναι η εκρηκτική αλληλεπίδραση της παραδοσιακής ελληνικής νοοτροπίας με τις καινούριες αντιλήψεις που ήρθαν από το εξωτερικό.

Roderick Beaton, Εισαγωγή στη νεότερη ελληνική λογοτεχνία. Ποίηση και Πεζογραφία, 1821-1992, μτφ. Ευαγγελία Ζουργού-Μαριάννα Σπανάκη, Εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα 1996, 193-194.

 

  

Οι τρεις πρωταγωνιστές της τριλογίας «Εγκλιματισμός κάτω από το Φοίβο» δεν κατορθώνουν να εγκλιματιστούν πραγματικά στη νέα τους πατρίδα. Είναι δεμένοι με τις ρίζες τους, το παρελθόν τους ακολουθεί, όχι ως νοσταλγία αλλά ως μοίρα. Και οι τρεις έχουν βιώσει τραυματικές εμπειρίες που σημαδεύουν την ερωτική τους ζωή. Σε αυτήν την προοπτική, το παρελθόν τους μοιάζει να συνδέεται τόσο άρρηκτα με το παρόν επειδή οι ήρωες δεν μπορούν να ξεφύγουν από μια προδιαγεγραμμένη πορεία, από τη μοίρα που κατευθύνει τη ζωή τους και τελικά τους συνθλίβει. Οι ήρωες του Καραγάτση εμφανίζονται δέσμιοι της βιολογίας, της κληρονομικότητας και του περιβάλλοντος που τους γέννησε και τους εξέθρεψε, γι’ αυτό και παραμένουν εγκλωβισμένοι στη μοίρα τους. […] Η κληρονομικότητα, σε συνδυασμό με το περιβάλλον στο οποίο μεγάλωσαν επηρεάζει αποφασιστικά τη μοίρα των ηρώων στη νατουραλιστική παράδοση. […] Οι νατουραλιστές αντιμετωπίζουν τον άνθρωπο ως ένα πλάσμα, το οποίο, υπό την επίδραση εσωτερικών παραγόντων —κληρονομικότητα, ψυχική νόσος— ή εξωτερικών παραγόντων —χρήση ναρκωτικών ή αλκοόλ—, μπορεί να επιστρέψει στην κατάσταση του κτήνους που όλοι έχουμε κρυμμένο μέσα μας. Στον Καραγάτση της δεκαετίας του ’30, οι ήρωες, κυρίως υπό την επήρεια οινοπνεύματος ή ωθούμενοι από μια πρωτόγονη σεξουαλική παρόρμηση, παραβιάζουν τους ηθικούς κώδικες, επιστρέφουν στην κατάσταση του κτήνους: τόσο ο Λιάπκιν, όσο και ο Γιούγκερμαν είναι διψομανείς, ενώ σχεδόν όλα τα μυθιστορηματικά του πρόσωπα κυριαρχούνται από ένα παντοδύναμο ερωτικό ένστικτο.

[…]

[…] Ένα πλήθος γυναικών, έστω και σε δευτερεύοντες ρόλους, κινείται στα έργα του Καραγάτση. Ο νατουραλισμός ανέδειξε με ποικίλους τρόπους τη μειονεκτική θέση της γυναίκας σε σχέση με τον άντρα, τις επιπτώσεις από τις ποικίλες εκδοχές της εκμετάλλευσής της, καθώς και τη διαμόρφωση μιας υποκριτικής ηθικής στο γυναικείο ψυχισμό και στη θηλυκή συμπεριφορά. Σε αυτό το πλαίσιο, η γυναίκα-πόρνη, το παραστρατημένο κορίτσι των λαϊκών τάξεων ή η αστή που ασφυκτιά στο «κουκλόσπιτό» της γίνονται τα αγαπημένα θέματα της νατουραλιστικής λογοτεχνίας. […] Η γυναίκα στον Καραγάτση έχει συνήθως μια ζωώδη σεξουαλικότητα και, όπως έχει ήδη παρατηρηθεί —με εξαίρεση τη Μαρίνα της Μεγάλης χίμαιρας—, δεν εμφανίζεται στο έργο του σε ρόλο πρωταγωνίστριας. […]

Χριστίνα Ντουνιά, «Όψεις του έρωτα στον Μ. Καραγάτση: Δοκίμιο και μυθιστόρημα (1933-1943)». Μ. Καραγάτσης. Ιδεολογία και ποιητική. Πρακτικά Συνεδρίου Παρασκευή 4 & Σάββατο 5 Απριλίου 2008, Μουσείο Μπενάκη, Αθήνα 2010, 181-182 & 184.

 

 

[…] Μετά τον πόλεμο ο Καραγάτσης, με τον τίτλο Ο κόσμος που πεθαίνει, θέλησε να γράψει ένα «roman fleuve» σε πολλά βιβλία, μια ευρύτερη σύνθεση όπου θα παρουσιαζόταν σε χαρακτηριστικές μορφές η Ελλάδα από τα προεπαναστατικά χρόνια ως σήμερα. Έδωσε μόνο τα τρία πρώτα βιβλία (1944-49), που στρέφονται γύρω από την κεντρική μορφή του Μίχαλου Ρούση (του «κοτζάμπαση του Καστρόπυργου), ενός ήρωα κατ’ εξοχήν καραγατσικού. Στο μεταξύ είχε δώσει ένα από τα αρτιότερα πεζογραφήματά του, Ο Μεγάλος ύπνος (1946), ένα μυθιστόρημα ψυχογραφικό, με πολλά στοιχεία αυτοβιογραφικά, που ξεχωρίζει ανάμεσα στ’ άλλα και από την άποψη της ουσίας και της μορφής. Στην τελευταία δεκαπενταετία έγραψε πάλι μερικά από τα πιο ιδιότυπα και παράδοξα έργα του, όπως το Άμρι α μούγκου (=Στο χέρι του Θεού, 1954), όπου το αιώνιο ερωτικό θέμα τοποθετείται στην αφρικανική ζούγκλα, τον Κίτρινο φάκελο (1956), σημαντικό για τους τεχνικούς και ψυχολογικούς του πειραματισμούς, τον Σέργιο και Βάκχο (1959), «ένα αμφίβολο αστείο, όπως το είπε κάποιος, 573 σελίδων».

Λίνος Πολίτης, Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 1998 (9η έκδ.), 312-313.

 

 

[…] ο Κίτρινος φάκελλος (1956), είναι εντελώς άλλης έμπνευσης και εκτέλεσης. Από τα πρώτα νεοελληνικά μυθιστορήματα που θεματοποίησαν την ίδια τη μυθιστοριογραφία, αποτελεί σταθμό στην εξέλιξη του Καραγάτση και ένα από τα καλύτερα και πλέον ενδιαφέροντα έργα του.

Κύρια στοιχεία του Κίτρινου φακέλλου, όπως συνάγονται έμμεσα ή και άμεσα από το έργο, είναι όλα εκείνα τα γνωρίσματα τα οποία απαντώνται σε κάθε έργο που η νεότερη κριτική δύναται να χαρακτηρίσει ως «μετα-μυθιστορηματικό»: […]

Με τον Κίτρινο φάκελλο ο αναγνώστης έχει για πρώτη φορά τόσο σαφή την αίσθηση πως ο Καραγάτσης αντιμετώπισε και αποπειράθηκε να υπερβεί το κρίσιμο δίλημμα που αντιμετωπίζει, σε κάποια φάση του έργου του, κάθε συνειδητός μυθιστοριογράφος: να χρησιμοποιήσει το μυθιστόρημα ως μέσον μεταφοράς μιας ιστορίας και ενός νοήματος ή να το μεταχειριστεί ως φορέα των θεωρητικών και κριτικών του απόψεων περί του μέσου του μυθιστορήματος. […] ο Καραγάτσης, χωρίς να θίξει τον αναπαραστατικό «ρεαλισμό» του μυθιστορήματος και χωρίς να διαταράξει τη φαινομένη ανταπόκριση ιστορίας και πραγματικότητας, μπόρεσε να διατυπώσει εκ των ένδον την κριτική του, να μορφώσει δηλαδή λογοτεχνικά την αμφισβήτηση των συμβάσεων της λογοτεχνίας.

Θαρραλέα μπαίνει ο ίδιος στο μυθιστόρημα με το όνομά του, ως χαρακτήρας του έργου και εντολοδόχος της συγγραφής του. Η εντολή δόθηκε από τον αποθανόντα, υπό περίεργες συνθήκες, φίλο του μυθιστοριογράφο Μάνο Τασάκο. Είναι γραμμένη στο κάλυμμα ενός κίτρινου ντοσιέ που περιέχει διάφορα στοιχεία για τη συγγραφή των μυθιστορημάτων Θέσεις και Αντιθέσεις, τα οποία ο Τασάκος σχεδίασε αλλά δεν μπόρεσε να ολοκληρώσει, και είναι σαφής: «Να το γράψει ο Καραγάτσης». Ο Καραγάτσης αναλαμβάνει το έργο και ανασυνθέτει βάσει των στοιχείων που περιέχει ο φάκελλος, αλλά και άλλων μαρτυριών, το διπλό μυθιστόρημα του Τασάκου. […] Έτσι, η ιστορία διαπλέκεται με τη μυθιστορία, τα εφευρημένα γεγονότα ταυτίζονται με τα πραγματικά, συγγραφέας και αναγνώστης δεν γνωρίζουν τελικά πού σταματά η ζωή και πού αρχίζει το μυθιστόρημα, ποια η αλήθεια και ποια η πλαστότητα.

[…] Τον Κίτρινο φάκελλο μπορούν να τον απολαύσουν ως μυθιστόρημα και οι πλέον φυσικοί, «αφελείς» αναγνώστες. Τα διαδραματιζόμενα γεγονότα είναι πειστικά, οι συμβάσεις του ρεαλιστικού μυθιστορήματος δεν εγκαταλείπονται, ο μετα-μυθιστορηματικός προβληματισμός μπορεί να περάσει, όπως και πέρασε, απαρατήρητος. Ο Καραγάτσης με τον Κίτρινο φάκελλο κατόρθωσε όχι μόνο να δώσει ένα άρτιο μυθιστόρημα, αλλά και να δείξει ότι καλλιεργούσε το μυθιστορηματικό είδος, έχοντας πλήρη συνείδηση των εγγενών χαρακτηριστικών και προβλημάτων του και προωθημένη αντίληψη των δυνατοτήτων του.

Άρης Μπερλής, «Μ. Καραγάτσης. Παρουσίαση-Ανθολόγηση». Η μεσοπολεμική πεζογραφία. Από τον πρώτο ως τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο (1914-1939), τ. Δ΄, Εκδόσεις Σοκόλη, Αθήνα 1992, 287-289.

 

 

Όλο το έργο του Καραγάτση είναι ένας παμμεγέθης Κίτρινος Φάκελος, γεμάτος πειραματικές Θέσεις και ρεαλιστικές Αντιθέσεις για την ανθρώπινη κωμωδία. Αυτό το ενιαίο κείμενο, παρά τις προκαταβολικές ιδέες, ίσως και εξαιτίας τους, είναι ολοζώντανο σώμα, που χαίρεται, πλαντάζει, σπέρνει, γεννάει, σφάλλει, καρδιοχτυπά. Η πιο σωματική γραφή στα Νέα Ελληνικά είναι όλο αισθήσεις —από τις πέντε πιο πολύ η όραση και η όσφρηση— και η έκτη βέβαια· οι άλλες δεν σταματάνε παρά μόνο στον θάνατο, ετούτη τον φέρνει σ’ όλο τον βίο.

Δεν υπάρχει εδώ τίποτα αθώο, αναίτιο, σκοτεινό, εκτός από ένα: το πεπρωμένο, το Ριζικό. […]

Δημήτρης Ραυτόπουλος, «Το λογοτεχνικό θεώρημα του Μ. Καραγάτση. Το μεγάλο “μαύρο δέντρο” της ελληνικής πεζογραφίας». Εμφύλιος και λογοτεχνία, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2012, 203-204.

 

 

Είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστική η φαντασιακή αυτοβιογραφική προβολή του Καραγάτση σε μυθιστορηματικούς ήρωές του που συχνά φέρουν το ίδιο όνομα και εμφανίζονται σε διαφορετικά βιβλία και πλαίσια. […]

Η συνήθεια του Καραγάτση να φαντάζεται και να δημιουργεί άλλους εαυτούς, να πλάθει μυθιστορηματικά προσωπεία και στη συνέχεια να τα αναθεωρεί και να τα συμπληρώνει, να χρησιμοποιεί ψευδώνυμα, να μοιράζει στο ίδιο πρόσωπο διαφορετικούς ρόλους (ο Γιούγκερμαν, ο Μίχαλος Ρούσης, ο Βασίλης Λάσκος, ο Μάνος Τασάκος, κ.ά., είναι διαδοχικές και συνακόλουθες παραλλαγές του ίδιου τύπου), οπωσδήποτε υπήρξε προσωπική του ανάγκη και μπορεί να δώσει λαβή για ενδεχόμενες ερμηνείες από βιογράφους και ψυχαναλυτές. Ο ίδιος στον αυτοβιογραφικό Μεγάλο ύπνο εξομολογείται δια στόματος της μητέρας του:

«Φαντάζουμαι. Φαντάζουμαι πως είμαι κάτι άλλο από αυτό που είμαι. Πως κάνω πράματα αλλιώτικα απ’ αυτά που κάνω. Πως βρίσκουμαι σ’ έναν τόπο αλλιώτικο απ’ αυτόν που βρίσκουμαι.» (Ο μεγάλος ύπνος, δ΄ έκδοση, σ. 80).

Τέλος, να μην ξεχνάμε πως τρία χρόνια προ του θανάτου του νομιμοποίησε το φιλολογικό του ψευδώνυμο, απορρίπτοντας το ιστορικό οικογενειακό του όνομα και ταυτίζοντας το πρόσωπό του με το συγγραφικό, μυθοπλαστικό του εγώ. Στην παλαιά εσωτερική διαμάχη και παλινωδία του μεταξύ ιστορίας και μυθοπλασίας, ο Καραγάτσης έδωσε τέλος αναγνωρίζοντας την κυριαρχική του κλίση.

Άρης Μπερλής, «Μ. Καραγάτσης. Παρουσίαση-Ανθολόγηση». Η μεσοπολεμική πεζογραφία. Από τον πρώτο ως τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο (1914-1939), τ. Δ΄, Εκδόσεις Σοκόλη, Αθήνα 1992, 284-285.

 

 

Αν η μία όψη είναι ο αλήτης του Χάμσουν που περιπλανιέται «αλλοσούσουμος» με φερσίματα και καμώματα αλλόκοτα σε λογοτεχνικές σελίδες και αποτελεί σύμβολο νεορομαντικής φυγής στα χρόνια κυρίως της δεκαετίας του 1920, επιβάλλοντας την πληθωρική και ανέμελη παρουσία του, τότε η άλλη όψη της αλητογραφίας, νατουραλιστικής αυτή τη φορά καταγωγής, προβάλλει μαζί με τους απόβλητους και τους κατατρεγμένους και τους άμεσους ή έμμεσους κοινωνικούς στόχους της. Σ’ αυτήν ακριβώς, τη σκοτεινή, ας πούμε πλευρά του φεγγαριού εντάσσονται και οι απόκληροι του Καραγάτση. […]

Έτσι, «Το Μπουρίνι» (Το συναξάρι των αμαρτωλών 1935, Το μεγάλο συναξάρι 1951 και αυτοτελής έκδοση 1943) με αιχμή του δόρατος τον αλλοπαρμένο Νάσο, «Η Μεγάλη Βδομάδα του πρεζάκη» (Πυρετός 1945 και Το μεγάλο συναξάρι), «Ο άνθρωπος με το φλεμόνι» (Πυρετός και Το μεγάλο συναξάρι), «Νυχτερινή ιστορία» (Νυχτερινή ιστορία 1943) και «Τα χταποδάκια» (Το νερό της βροχής 1950) επιλέγονται και αποτελούν το σώμα των κειμένων, στα οποία θα ερευνηθεί ο τρόπος με τον οποίο συμπλέκεται ο κόσμος με το από-κοσμο πρόσωπο, το όριο με το περιθώριο.

[…]

[…] ο σκοτεινός κόσμος των από-κοσμων υποκειμένων κατέχει στο διηγηματογραφικό σύμπαν του Καραγάτση μία περίοπτη φωτεινή θέση. Η προβολή του διαφορετικού άλλου με ποικίλες μορφές φαίνεται να επιτελεί σημαντικές λειτουργίες. Καθώς διευρευνάται η σχέση ανάμεσα στον κόσμο και στον από-κοσμο σύντροφο, δίνεται η ευκαιρία αλλού περισσότερο και αλλού λιγότερο να ασκηθεί ένα είδος κοινωνικής κριτικής για ακαμψία, αναλγησία και για αδυναμία υποδοχής και ενσωμάτωσης του αλλιώτικου, να καταδειχθεί ακόμη η κοινωνία ως φάρσα, πλάτη και απάτη, να εξυμνηθεί η τρυφεράδα και η γλυκύτητα του εσωτερικού κάτω από την άγρια και σκληρή, απροσπέλαστη σχεδόν, φλούδα, να συντελεστεί η αναγνωστική προσέγγιση με τη βοήθεια της ευνοιοκρατούμενης αφηγηματικής προοπτικής με το ανοίκειο και το εξω-τικό, να αποτυπωθεί η ανθρώπινη παθολογία στην πολυπλοκότητά της λουσμένη στο αγγελικό μαύρο φως της· έτσι οι περιθωριακοί του Καραγάτση μπορεί να είναι και ο τόπος της σάτιρας, της ειρωνείας, της υπονόμευσης και της ανατροπής των συμβάσεων, του μοχθηρού γέλιου που καταδικάζει και περιπαίζει, και βέβαια της εναγώνιας αναζήτησης κοινωνικής ταυτότητας που, μεταξύ των άλλων, σημαίνει την αναζήτηση της συντροφικότητας, το νεύμα της αποδοχής και της συγκατάνευσης στο βλέμμα του άλλου.

Μαίρη Μικέ, «Η από-κοσμη συντροφικότητα: Σχόλια σε διηγήματα του Μ. Καραγάτση». Εναρμόνιον κράμα. Δοκίμια για την πεζογραφία, Εκδόσεις Άγρα, Αθήνα 2012, 80-81 & 95-96.

 

Δείτε επίσης και:


Γενιά του 1930, Νατουραλισμός