Πρόσωπα και θέματα της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας

▲▲ Γαλανάκη Ρέα

Η Ρέα Γαλανάκη [πηγή: Βιβλιονέτ].
 

 

Η Ρέα Γαλανάκη προχωρεί στην πεζογραφία καθώς απομακρύνεται από την ποίηση, στην οποία ωστόσο είχε δώσει δείγματα πειστικής ακριβολογίας (Πλην εύχαρις, 1975), περνώντας ένα μεταβατικό στάδιο με τα πεζά Πού ζει ο λύκος; (1982). Η απόφασή της να ακουστεί και η δική της φωνή ευοδώθηκε από το υπόβαθρο της προσωπικής της παιδείας και κατέληξε άνετα στον σχεδιασμό ενός τύπου αφήγησης που ανασύρει πρόσωπα του παρελθόντος τα οποία έχουν ξεχαστεί. Τα τρία μυθιστορήματα γραμμένα σε αυτή την κατεύθυνση, για τα οποία η Γαλανάκη αρνείται τον ορισμό «ιστορικό μυθιστόρημα», της επεφύλαξαν ικανοποιητική ανταπόκριση από πλευράς κριτικής και κοινού. Το πρώτο, και πιθανώς το επιτυχέστερο, υπό την έννοια ότι έγινε δεκτό από την κριτική με λιγότερες επιφυλάξεις, Ο βίος του Ισμαήλ Φερίκ πασά (1991), στέκεται σε μερικές στιγμές της ζωής ενός ισχυρού ανθρώπου, Έλληνα από την Κρήτη που τον απήγαγαν και τον εξισλάμισαν όταν ήταν παιδί, και που έγινε υπουργός και αρχιστράτηγος του σουλτάνου της Αιγύπτου. Αποτελεί κάτι νέο η αντιμετώπιση του Τούρκου δίχως αισθήματα φθόνου που δεν έλειψαν κατά το παρελθόν από την ελληνική λογοτεχνία. […] Ακολούθησαν άλλα δύο μυθιστορήματα με πρόσωπα που ανασύρονται από το παρελθόν (Θα υπογράφω Λουί, 1993, Ελένη ή Ο κανένας, 1998)· με το Ο αιώνας των λαβυρίνθων, 2002, οι στόχοι μετατοπίζονται.

Mario Vitti, Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Εκδόσεις Οδυσσέας, Αθήνα 2003, 581-582.

 

 

[…] Με δεδομένο ότι στην ιστορική διατριβή η σύνταξη της ιστορικής ύλης ακολουθεί κατά κανόνα τη χρονογραφική τάξη (ό,τι προηγήθηκε προτάσσεται, ό,τι έπεται ακολουθεί), μπορούμε να διακρίνουμε τα ιστορικά μυθιστορήματα (παλιά, μέσα και νεότερα) σε δύο βασικές κατηγορίες: σ’ εκείνα που συντάσσουν τον μύθο τους στον άξονα της χρονολογικής ακολουθίας (κορυφαίο παράδειγμα: η Ιλιάδα) και σε όσα την ανατρέπουν με τη μέθοδο της παλινδρόμησης (πρότυπο: η Οδύσσεια).

Στο μυθιστόρημα [Ο βίος του Ισμαήλ Φερίκ πασά] της Ρέας Γαλανάκη δεν ασκείται ούτε η πρώτη ούτε η δεύτερη συντακτική μέθοδος. Φαινομενικά η ύλη διατάσσεται με χρονολογική συνέπεια και συνέχεια — αλλά μόνον φαινομενικά. Γιατί στην πραγματικότητα ολόκληρο το βιβλίο είναι γραμμένο από τη σκοπιά του τέλους του.

Ο αφηγητής, γνωρίζοντας από την αρχή την απόληξη του μύθου, επιχρωματίζει ήδη από την πρώτη φράση του μυθιστορήματος, τη διήγησή του με αυτήν την πρόγνωση του τέλους. Επομένως: αν η αναδρομική μέθοδος, ως συντακτικός τρόπος, δεν προβάλλεται στην επιφάνεια της αφήγησης, λανθάνει στο υπέδαφός της. […]

Δ.Ν. Μαρωνίτης, «Ρέας Γαλανάκη. Ο βίος του Ισμαήλ Φερίκ πασά. Spina nel Cuore. Σημειώσεις». Διαλέξεις, Στιγμή, Αθήνα 1992, 231-232.

 

 

[…] τείνω να πιστέψω ότι η ιστορική διάσταση δεν την ενδιέφερε και πολύ. Όχι πως το βιβλίο της περιέχει ιστορικές ανακρίβειες ή σχηματικότητες· αλλά το ιστορικό πλαίσιο εμφανίζεται σαν ένα λίγο-πολύ ακίνητο σκηνικό, σαν ένα τοπίο, στο οποίο εκτυλίσσεται το δράμα του πρωταγωνιστή. Είναι όπως στις αρχαίες τραγωδίες, όπου τα μυθολογικά ή τα ιστορικά συμβάντα αποτελούν κατά κάποιον τρόπο μια μαρμάρινη ζωφόρο, πάνω στην οποία πλανιέται η μοίρα του ανθρώπου.

Δημοσθένης Κούρτοβικ, «Το δόκανο της νοερής ζωής. Ρέα Γαλανάκη: Ο βίος του Ισμαήλ Φερίκ Πασά (Spina nel Cuore)». Ημεδαπή εξορία. Κείμενα για την ελληνική λογοτεχνία 1986-1991, Εκδόσεις Opera, Αθήνα 1991, 230.

 

 

[…] ο νόστος-θάνατος λοιπόν και ο θάνατος-νόστος, κατά το πρότυπο της ομηρικής Οδύσσειας, ορίζει τον κρυφό ιδεολογικό άξονα της μυθοποίησης από την αρχή ως το τέλος του βιβλίου. […] Χώμα πατρίδας, σώμα μάνας, μνήμη γλώσσας, αυτά τα τρία στοιχεία καταποντίζονται στο υποσυνείδητο του Ισμαήλ, όταν ξεριζώνεται από την Κρήτη μικρό παιδί, για να μεταφυτευτεί και να διαπρέψει στην Αίγυπτο. Για να αναδυθούν από τον πάτο της συνείδησης οι τρεις αυτές καταβολές, που τελικά είναι μία, ο ήρωας πρέπει να επιστρέψει στη γενετική του μήτρα και να πεθάνει.

Δ.Ν. Μαρωνίτης, «Ρέας Γαλανάκη. Ο βίος του Ισμαήλ Φερίκ πασά. Spina nel Cuore. Σημειώσεις». Διαλέξεις, Στιγμή, Αθήνα 1992, 235-236.

 

 

Και ο Βίος του Ισμαήλ…, η ιστόρηση δηλαδή της ψυχικής και πνευματικής περιπέτειας ενός ανθρώπου γλωσσικά, φυλετικά και μνημονικά διχασμένου, και το Θα υπογράφω Λουί, όπου επίσης αναπτύσσεται ένας διχασμός […] ανασκάπτουν με αποτελεσματική επιμονή το παρελθόν, για να αναζητήσουν σημασιολογικά κοιτάσματα με εντελώς σημερινή αξία, και μάλιστα υπερεθνική, οικουμενική και διαχρονική.

Και τα δύο αφηγήματα αρδεύονται από την ιστορία αλλά δεν εξαντλούνται στην παρακολούθηση και περιγραφή των διαπιστωμένων γεγονότων, γι’ αυτό και δύσκολα θα μπορούσαν να υπαχθούν στα τυπικά «ιστορικά» μυθιστορήματα. Στις σελίδες τους πρωταγωνιστής είναι ο λόγος· η δράση υπάρχει σαν στοιχειωμένη πικρία, σαν ανάμνηση· επίσης, δεν παρατηρείται συνωστισμός χαρακτήρων· ένας-δυο κυριαρχούν, κι αυτό δίνει τη δυνατότητα στη γραφή να τους βαθύνει, να διεισδύσει κάτω από το προσωπείο και να τους πλάσει σαν πρόσωπα που ακεραιώνονται ακριβώς λόγω του ακαταμάχητου διχασμού τους.

Παντελής Μπουκάλας, «Ο λόγος ενός αμίλητου έρωτα. Ρέα Γαλανάκη: Θα υπογράφω Λουί». Ενδεχομένως. Στάσεις στην ελληνική και ξένη τέχνη του λόγου, Εκδόσεις Άγρα, Αθήνα 1996, 288-289.

 

 

Με τα έως τώρα τρία μυθιστορήματά της η Ρέα Γαλανάκη πέτυχε να ανασυγκροτήσει μια πολύπτυχη τοιχογραφία της εθνικής κουλτούρας με θέμα τον ελληνικό 19ο αιώνα. Νοοτροπίες, συλλογικές συμπεριφορές, ιδεολογήματα, παντοία ήθη συναφή με την καθημερινότητα του βίου στους τόπους των εθνικών αλλαγών απ’ τη μια· ο ατομικός άνθρωπος από την άλλη, βαρύς από το συλλογικό φορτίο της ιστορικής καταγωγής και των προοπτικών της, στιγματισμένος από τη ρευστή κοινωνική/οικονομική του θέση· πάντα τραγικός στην ανάγκη του να ξεπεράσει, να αγνοήσει ή να κατακτήσει την εθνική και ατομική του ταυτότητα, στον πόθο του να επιβιώσει με βούληση και ψυχή ελεύθερες. […]

Άρης Μαραγκόπουλος, «Η Μετά τη Ζωή Ζωή». Σημείο – Φυλλάδιο 1, Λευκωσία, Φθινόπωρο 2000, 60.

 

 

Ανασύροντας την ξεχασμένη ζωγράφο και την τραγική ιστορία της από τη λήθη [στο μυθιστόρημα Ελένη ή ο Κανένας], η Ρέα Γαλανάκη ανασύρει μαζί και το φάσμα μιας άλλης Ιστορίας, καταδικασμένης από αιώνες στη λήθη και στη σιωπή: αυτή της άγραφης έως τις μέρες μας Ιστορίας των Γυναικών. Έτσι, η αφήγηση της ζωής της μεγάλης ζωγράφου λειτουργεί ταυτόχρονα και ως μετωνυμία της απωθημένης αυτής Ιστορίας και ως μνημόνευση της τραυματισμένης, μητρικής γενεαλογίας μας. […]

Τζίνα Πολίτη, «Το πένθος της Ιστορίας. Σχεδίασμα ανάγνωσης των μυθιστορημάτων της Ρέας Γαλανάκη», περ. Νέο Επίπεδο, τχ. 30 (Χειμώνας 1998) 11.

 

 

Όλο το ζήτημα της ταυτοπροσωπίας και ετεροπροσωπίας αναμφίβολα είναι συνδεδεμένο με τη ρομαντική φύση των ηρώων της Γαλανάκη. Για να είναι περισσότερο αποδεσμευμένη από τα συμφραζόμενα της ιστορίας, δεν επέλεξε πρόσωπα που αποτέλεσαν ευδιάκριτα στίγματα του ιστορικού χάρτη της εποχής τους, και μ’ αυτή την έννοια κανένα από τα τρία μυθιστορήματά της δεν θα μπορούσα να το χαρακτηρίσω ιστορικό. Υπάρχει σ’ αυτά, ως κοινό στοιχείο, η φυγή προς το απόλυτο και, παράλληλα, η πεισματική επιμονή να επουλωθεί ένα τραύμα που μοιάζει να είναι κάπως μοιραίο: να συμφιλιωθεί το «μέσα» και το «έξω». Και τα τρία βασικά πρόσωπα, ο Ισμαήλ Φερίκ, ο Ανδρέας Ρηγόπουλος και η Ελένη Αλταμούρα, συνειδητοποιούν σχετικά πρώιμα τον βαθύτερο διχασμό τους, ότι είναι κάτι άλλο από αυτό που αναγνωρίζεται ότι είναι. Παρορμητικά, τις πιο πολλές φορές, αναζητούν μια συνθήκη ζωής όπου αίρονται οι πολλαπλές εκδοχές της μιας και μόνης ζωής, μια συνθήκη την οποία νοσταλγούν […], σαν να πρόκειται για πατρίδα μυστική όπου και οραματίζονται ότι μπορούν να επιστρέψουν.

[…] Η Γαλανάκη προσέφυγε στον 19ο αιώνα και σε μορφές που κινούνταν μεταξύ θρύλου και περιθωρίου της ιστορίας, ακριβώς επειδή η χρονική απόσταση και η ανασύνθεση της ζωής τους διεύρυναν τα όρια της μυθοπλασίας. […]

Όπως συμβαίνει συχνά με πρόσωπα που κινούνται στις παρυφές της ιστορίας, το κενό των γραπτών πληροφοριών καλύπτεται από τις προφορικές παραλλαγές, αφήνοντας βέβαια τις απαραίτητες ρωγμές για τη λογοτεχνία,

έγραφε […] η συγγραφέας στο οπισθόφυλλο του Φερίκ Πασά. Μ’ αυτήν την ηθελημένη μερική αποκάλυψη του εργαστηρίου της, προετοίμαζε ίσως τον αναγνώστη της, αν όχι για την ιστορία της Ελένης Αλταμούρα-Μπούκουρα, που δεν ξέρουμε καν αν βρισκόταν στο στάδιο της επώασης, αλλά οπωσδήποτε για τον τρόπο με τον οποίο έβλεπε, ανεξαρτήτως φύλου, την οντότητα του μυθιστορηματικού προσώπου: στο μεταίχμιο του δημόσιου μύθου και της προσωπικής μυθιστορηματικής ανασύστασής του. […]

Αλέξης Ζήρας, «Η κυκλική αφήγηση και οι άξονές της στο έργο της Ρέας Γαλανάκη». Σημείο – Φυλλάδιο 1, Λευκωσία, Φθινόπωρο 2000, 45-48.

 

 

Γύρω από τα μυθιστορήματα της Ρέας Γαλανάκη, έχει ανοίξει μια συζήτηση για το αν κατατάσσονται στο είδος του Ιστορικού Μυθιστορήματος ή όχι. Στο δοκίμιό της Λογοτεχνία και Ιστορία, αναφερόμενη στα δύο πρώτα μυθιστορήματά της, η ίδια λέει: «Ομολογώ ότι δεν είχα πρόθεση να κάνω ιστορικό μυθιστόρημα ή μυθιστορηματική βιογραφία — με την τρέχουσα τουλάχιστον σημασία». Ποια είναι, όμως, η «τρέχουσα σημασία»; […]

Στην εποχή μας, όπου η θεωρία της ιστοριογραφίας, γνωστή ως «Μετα-ιστορία», έχει δείξει πως ο λόγος της ιστοριογραφίας βασίζεται σχεδόν αποκλειστικά στις τεχνολογίες της λογοτεχνικής αφήγησης, και πως το αντικείμενο αναπαράστασης του ιστορικού λόγου είναι, σε τελευταία ανάλυση, εξίσου «πλασματικό» με το μυθιστορηματικό, είναι τουλάχιστον περίεργο να προσπαθούμε να κατατάξουμε ένα σύγχρονο μυθιστόρημα στο είδος του «ιστορικού μυθιστορήματος». Με τον ίδιο τρόπο που θα ήταν τουλάχιστον περίεργο αν κατατάσσαμε τον Οδυσσέα του Joyce στο είδος του Έπους. […]

Τζίνα Πολίτη, «Το πένθος της Ιστορίας. Σχεδίασμα ανάγνωσης των μυθιστορημάτων της Ρέας Γαλανάκη», περ. Νέο Επίπεδο, τχ. 30 (Χειμώνας 1998) 15.

 

Δείτε επίσης και:


Ιστορικό μυθιστόρημα, Μεταπολεμική πεζογραφία