Πρόσωπα και θέματα της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας

▲▲ Μυριβήλης Στράτης

Ο Στράτης Μυριβήλης
[πηγή: Εθνικό Κέντρο Βιβλίου]
 

 

Ο Μυριβήλης κάνει την επίσημη είσοδό του στη νεοελληνική λογοτεχνία το 1931 με τη δεύτερη έκδοση της Ζωής εν τάφω. Για πρώτη φορά τότε η κριτική τον ανακαλύπτει με έκπληξη και εκδηλώνει τον θαυμασμό της. Από τότε και μέχρι σήμερα η ανταπόκριση του κοινού είναι συνεχής, παρόλο που το βιβλίο δεν ανατυπώθηκε ποτέ όσο διαρκούσε το καθεστώς Μεταξά. Τότε όπως και τώρα, για να το πούμε με τα κοινότερα λόγια που συνηθίζονται από όσους εκτιμούν τον συγγραφέα αυτό, έκανε εντύπωση η άνετη μετάβαση από τον ωμό ρεαλισμό στην πιο λυρική έκσταση και τανάπαλιν. Στην πραγματικότητα η εντύπωση αυτή επιτυγχάνεται από τον Μυριβήλη με τη συγκινησιακή παρόρμηση με την οποία φορτίζει τη γραφή του. Απέναντι στην τυφλή βιαιότητα του πολέμου και της άθλιας ζωής στα χαρακώματα, διαμαρτύρεται δίνοντας έμφαση με περιγραφές νατουραλιστικής τεχνοτροπίας ώστε να προκαλέσει τη φρίκη. Άλλοτε εκστασιάζεται απέναντι σε καταστάσεις που ικανοποιούν το πάθος για τη ζωή, όπως στο γνωστό πλέον σημείο όπου μέσα στον ζόφο του πολέμου, στα χαρακώματα, ανακαλύπτει μια παπαρούνα, υποβάλλοντας μια έντονη λυρική συγκίνηση. Απώθηση, λοιπόν, και έλξη είναι οι πρωτογενείς ορμές που πυροδοτούν τη συγκίνηση και τη γραφή του. Αλλά σε αυτή την κυρίαρχη στάση, συνδυασμένη με την πρωτοπρόσωπη αφήγηση, έρχεται να προστεθεί μια άλλη επιλογή ύφους που μετατοπίζει το βάρος προς λύσεις που θα καλλιεργηθούν ολοένα και πιο συστηματικά από τον ίδιο μέχρι να εγκαταλείψει στο σχήμα απώθησης-έλξης που εφάρμοζε στα πρώτα του έργα: το λαϊκότροπο και προφορικό ύφος.

Mario Vitti, Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Εκδόσεις Οδυσσέας, Αθήνα 2003, 391-392.

 

 

Η απήχηση του Η ζωή εν τάφω [πρώτη έκδοση, 1924] στον χώρο της κριτικής υπήρξε ομόφωνα και ανεπιφύλακτα θετική. Παρ’ όλες τις αντιρρήσεις που διατυπώθηκαν για την ποιότητά του ως εντύπου, το έργο έγινε δεκτό με αισθήματα ενθουσιασμού και θαυμασμού και με χαρακτηρισμούς ή εκτιμήσεις όπως «φωτογραφία αληθινή του πολέμου» (Μιχ. Ροδάς), «αληθινό έργο τέχνης» (Louis Roussel), «αληθινή αποκάλυψη» (Ι. Γρυπάρης), έργο που θυμίζει «τις ασύγκριτες εικόνες της Αποκάλυψης και μερικές υπερφυσικές συλλήψεις που ανταμώνεις στη παλιά ασιατική τέχνη» (Η. Βενέζης), «άξιο και υπεράξιο να κυκλοφορήσει παντού και να διαβασθεί απ’ όλους» (Άγγ. Σημηριώτης). Θεωρήθηκε, επίσης, ισάξιο προς τα αντιμιλιταριστικά έργα των Α. Λάτσκο, Α. Μπαρμπύς και άλλων Ευρωπαίων λογοτεχνών. Ωστόσο, τα πενιχρά τοπικά εκδοτικά δεδομένα δεν εξασφάλισαν τότε στο έργο τις δυνατότητες μιας ευρύτερης προβολής. Χρειάστηκαν άλλα έξι χρόνια, για να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις που οδήγησαν στα θεαματικά αποτελέσματα της δεύτερης έκδοσής του, στην Αθήνα το 1930, συνεπώς και στη γνωστοποίηση της πνευματικής δραστηριότητας του Μυριβήλη έξω από τα στενά όρια της Λέσβου.

Στο μεταξύ, ολόκληρο το κείμενο του έργου ξαναγράφηκε και τυπώθηκε […].

Νίκη Λυκούργου, «Επίμετρο». Στράτης Μυριβήλης, Η ζωή εν τάφω. Ιστορίες του πολέμου. Ανατύπωση της β΄ έκδοσης (Αθήνα 1930), Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Αθήνα 1993, 550-551.

 

 

Ήδη σε κάποιες σελίδες της έκδοσης του 1931 της Ζωής εν τάφω παρεισφρύουν [sic] τμήματα λαϊκότροπα, όπου ο συγγραφέας δοκιμάζει να ταυτιστεί με την προφορική λαϊκή παράδοση χρησιμοποιώντας αφηγηματικές διαδικασίες που ανταποκρίνονται, σύμφωνα με το αισθητήριό μας, στον προφορικό λόγο του λαού (λεξιλόγιο, σύνταξη, παροιμιακές εκφράσεις, μετωνυμίες) προκειμένου να παραστήσει ιστορίες που προσιδιάζουν στη λαϊκή θεματική. […]

Με αυτές τις μεταπτώσεις ο αντιμιλιταρισμός που εκδηλώνεται εμφατικά στην αρχική θεματική και τεχνική του Μυριβήλη, προοδευτικά, και παράλληλα με μια ιδεολογική αλλαγή στην κατεύθυνση του εθνικισμού και όχι μόνον, υποχωρεί για να κερδίσουν έδαφος οι αφηγηματικοί τρόποι της λαϊκής προφορικότητας. […]

Mario Vitti, Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Εκδόσεις Οδυσσέας, Αθήνα 2003, 392.

 

 

Η τελική σύνθεση του «μύθου» στο αφήγημα Ο Βασίλης ο Αρβανίτης υπακούει με συνέπεια στο αίτημα της «ελληνικότητας» στη ζωή, στην τέχνη και στην εκπαίδευση, που απασχολεί τον Μυριβήλη τουλάχιστο από τις αρχές του 1937 και καθορίζει από τη στιγμή εκείνη τον προσανατολισμό των πεζογραφικών του επιδιώξεων. Ο Πρεβελάκης, έχοντας θέσει και ο ίδιος από το 1937 ανάλογους πεζογραφικούς στόχους, παρακολουθεί στις αρχές του πολέμου από κοντά την πεζογραφική εργασία του Μυριβήλη και παρακινεί το συγγραφέα να δώσει σε αυτοτελή έκδοση το Ο Βασίλης ο Αρβανίτης. Όπως θα πει το 1943 ο Μυριβήλης, η «ράτσα» του πρωταγωνιστή στο αφήγημά του «τραβάει πολύ μακριά. Οι ρίζες του βυθίζονται μέσα στην καρδιά της Ελλάδας». Ο Βασίλης είναι προπάντων ο «ηλιακός ήρωας» που έλκει την καταγωγή του από το αρχαιοελληνικό μυθολογικό πρότυπο του Απόλλωνα και του Ηρακλή, από τη βυζαντινή και τη λαϊκή παράδοση. […]

Κ.Α. Δημάδης, Δικτατορία – Πόλεμος και Πεζογραφία. 1936-1944, Εκδόσεις «Γνώση», Αθήνα 1991, 221-222.

 

 

 

Αν θα ήθελε κανείς να διαγράψει τη συγγραφική πορεία του Στράτη Μυριβήλη, με βασικό κριτήριο την εκάστοτε σχέση του με την γύρω του πραγματικότητα και τις εκφραστικές του αναζητήσεις, θα τοποθετούσε στην αφετηρία της τη Ζωή εν τάφω και τις δυο πρώτες συλλογές διηγημάτων του, τις Κόκκινες ιστορίες και τα Διηγήματα. Αντλώντας κυρίως από τις εμπειρίες του πολέμου ή της γύρω του ζωής, ο συγγραφέας, με έντονα τα αντιπολεμικά και αντιμιλιταριστικά συναισθήματα, θα βρει διέξοδο σε μια γραφή πληθωρική και ερεθιστική, που συνεχώς ταλαντεύεται ανάμεσα στον ωμό ρεαλισμό και τον τρυφερό φυσιολατρικό λυρισμό. Στο μεταίχμιο αυτής της πορείας θα τοποθετούσε τη Δασκάλα με τα χρυσά μάτια, που εξέφρασε την προσπάθεια του Μυριβήλη να γοητεύσει τον αναγνώστη του, στηριζόμενος και πάλι στις εμπειρίες του πολέμου, μ’ ένα συναρπαστικό ερωτικό μυθιστόρημα. Στη συνέχεια θα κατέτασσε τα πεζογραφήματα Ο Βασίλης ο Αρβανίτης, Ο Παν, και Η Παναγιά η Γοργόνα, που κόβουν τις γέφυρες προς το παρόν και οδηγούν τον συγγραφέα στο παιδικό του παρελθόν. Το αποτέλεσμα […] ήταν γόνιμο και δημιουργικό· ο μελετητής όμως του έργου του θα δυσκολευόταν να προσδιορίσει το ακριβές στίγμα των τεσσάρων συλλογών διηγημάτων του, Το πράσινο βιβλίο (1935), Το γαλάζιο βιβλίο (1939), Το κόκκινο βιβλίο (1952) και Το βυσινί βιβλίο (1959). […] Συγκρινόμενα με τα παραπάνω έργα του, που τα διακρίνει μια σαφής, αποτελεσματική και γόνιμη βούληση του συγγραφέα, που κατορθώνει πάντοτε να εναρμονίζει τα βιώματά του με μιαν αντίστοιχη γραφή, κύριο χαρακτηριστικό τους είναι η έλλειψη ενός θεματικού κέντρου και μιας γενικότερης ομοιογένειας των ιδεολογικών και καλλιτεχνικών του στόχων. […]

Τάκης Καρβέλης, «Στράτης Μυριβήλης. Παρουσίαση-Ανθολόγηση». Η μεσοπολεμική πεζογραφία. Από τον πρώτο ως τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο (1914-1939), τ. ΣΤ΄, Εκδόσεις Σοκόλη, Αθήνα 1993, 135-136.

 

Δείτε επίσης και:


Γενιά του 1930