Πρόσωπα και θέματα της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας

▲▲ Κορνάρος Βιτσέντζος

Θεόφιλος, «Ερωτόκριτος και Αρετούσα»
[πηγή: Βικιπαίδεια].
 

 

Το όνομα Βιτσέντζος Κορνάρος δεν είναι ασυνήθιστο αυτή την περίοδο στην Κρήτη. Αφετηρία μας πρέπει να είναι τα εσωτερικά στοιχεία που προσφέρει το έργο [Ερωτόκριτος]. Ο ποιητής παρουσιάζεται στο τέλος του έργου του, σε έξι προσεκτικά διατυπωμένους στίχους:

ΒΙΤΣΕΝΤΖΟΣ είν’ ο ποιητής και στη γενιά ΚΟΡΝΑΡΟΣ,
που να βρεθή ακριμάτιστος, σα θα τον πάρη ο Χάρος.
Στη Στείαν εγεννήθηκε, στη Στείαν ενεθράφη,
εκεί ’καμε κ’ εκόπιασεν ετούτα που σας γράφει.
Στο Κάστρον επαντρεύτηκε σαν αρμηνεύγει η φύση,
το τέλος του έχει να γενή όπου ο Θεός ορίση.

Ένας μόνος Βιτσέντζος Κορνάρος γνωστός από αρχειακές πηγές ταιριάζει μ’ αυτά τα βιογραφικά στοιχεία. Ήταν μέλος της ευγενούς βενετοκρητικής οικογένειας των Κορνάρων (Cornaro ή Corner) […]. Ο Vincenzo Cornaro (με την ιταλική μορφή του ονόματός του) γεννήθηκε στα 1553 και πέθανε στα 1613 ή 1614 […].

David Holton, «Μυθιστορία», Λογοτεχνία και κοινωνία στην Κρήτη της Αναγέννησης, επιμ. David Holton, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 1997, 262-263.

 

 

[…] Ο Ερωτόκριτος ωριμάζει μέσα στις ίδιες συνθήκες που εκδηλώθηκαν όταν εμφανίστηκαν ο Χορτάτσης και οι άλλοι δραματουργοί· ανήκει σε είδος διαφορετικό, αφού είναι ποίημα αφηγηματικό, αλλά μοιράζεται με το θέατρο τις ίδιες πολιτισμικές και αισθητικές αντιλήψεις.

Οι δέκα χιλιάδες ομοιοκατάληκτοι δεκαπεντασύλλαβοι του ποιήματος είχαν ήδη κερδίσει το κοινό πριν ακόμη πάρουν τη μορφή βιβλίου. Ο πρώτος εκδότης του, απευθυνόμενος το 1713 στο κοινό, πληροφορούσε ότι το έργο ήταν πολύ αγαπητό στα Επτάνησα, ιδίως στη Ζάκυνθο, και στην Πελοπόννησο όπου οι κρητικοί είχαν βρει καταφύγιο μετά την άλωση και του τελευταίου κρητικού προμαχώνα, και κυκλοφορούσε σε πάμπολλα χειρόγραφα με διάφορες αλλοιώσεις, που ο ίδιος μόχθησε να επανορθώσει.

[…]

Η υπόθεση του μυθιστορήματος εκτυλίσσεται σε μια εποχή αόριστη ιστορικά, όπως όλα τα παραμύθια, και σε τόπους φανταστικούς που ανήκουν επίσης σε έναν κόσμο συμβατικό. Ο Ερωτόκριτος ερωτεύεται την Αρετούσα, κόρη του βασιλιά της Αθήνας. Η Αρετούσα γοητεύεται από τα τραγούδια που της λέει ο νέος κάτω από το παράθυρό της και τον ερωτεύεται για πάντα, κρυφά από τους γονείς τους. Ο βασιλιάς, για να τη βγάλει από τη μελαγχολία όπου έχει περιπέσει, οργανώνει ένα κονταροχτύπημα· στον νικητή θα δώσει την κόρη του. Ο Ερωτόκριτος νικά και ζητά το χέρι της, αλλά ο βασιλιάς αγανακτισμένος για το θράσος του θα τον εξορίσει. Η βασιλοπούλα αρνείται να παντρευτεί τον πρίγκιπα του Βυζαντίου και τιμωρείται με εγκλεισμό, παρέα με τη νένα της (πόσοι διάλογοι και αναστεναγμοί, λόγοι παρηγορητικοί κι ελπίδες ακούγονται σε εκείνο το ερημητήριο). Στο μεταξύ ο εχθρός πολιορκεί το βασίλειο κι ένας μοναδικός ήρωας επιτυγχάνει την απελευθέρωσή του: ο Ερωτόκριτος, που έχει αλλάξει όψη χάρη σε ένα μαγικό φίλτρο. Ο άγνωστος ζητάει το χέρι της Αρετούσας, ο βασιλιάς τού το παραχωρεί αλλά η Αρετούσα, που δεν μαντεύει την ταυτότητα του νικητή και δεν μπορεί να απαρνηθεί τον έρωτά της, δεν δέχεται. Ο Ερωτόκριτος τη βάζει σε δοκιμασία, αποκαλύπτει ποιος είναι, αγκαλιάζονται, παντρεύονται και όλοι ζουν καλά και ευτυχισμένα.

Mario Vitti, Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Εκδόσεις Οδυσσέας, Αθήνα 2003, 117-118.

 

 

Από τα 1935 γνωρίζουμε με απόλυτη βεβαιότητα ότι η πλοκή αυτή βασίζεται στη γαλλική ιπποτική μυθιστορία Paris et Vienne. Η μυθιστορία αυτή, γραμμένη τον 15ο αιώνα από τον Pierre de la Cypède, προέρχεται με τη σειρά της από ένα καταλανικό έργο, μέσω ενός προβηγκιανού. […] ο Κορνάρος γνώριζε το έργο σε μιαν από τις ιταλικές του διασκευές, που κυκλοφορούσαν σε χειρόγραφη και έντυπη μορφή. […]

David Holton, «Μυθιστορία», Λογοτεχνία και κοινωνία στην Κρήτη της Αναγέννησης, επιμ. David Holton, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 1997, 261.

 

 

Με τους αναχρονισμούς, τις αποσιωπήσεις και με την κατάλληλη χρήση ποικίλων λογοτεχνικών θεμάτων, απέβλεπε ο Κορνάρος στη σύνθεση ενός μυθικού ποιητικού κόσμου, τοποθετημένου στο ελληνικό περιβάλλον, ενός κόσμου πλασμένου με στοιχεία που επιλέγονται σκόπιμα και με πλήρη επίγνωση από διαφορετικές ιστορικές περιόδους: από την ξακουστή Αθήνα της αρχαιότητας, από το δοξασμένο Βυζάντιο, από τον μεσαιωνικό ιπποτικό βίο της φραγκικής Πελοποννήσου και των νησιών. Έτσι δημιουργήθηκε ένας ιδανικός κόσμος της ελληνικής Ανατολής, αντίστοιχος με εκείνον που είχε γνωρίσει ο Κορνάρος στο έργο του Ariosto, και που βασιζόταν στις παραδόσεις της μεσαιωνικής Ευρώπης.

Τα στοιχεία που επέλεξε ο Κορνάρος για την απάρτιση του κόσμου αυτού είναι τέτοια, ώστε η συνύπαρξή τους στο έργο να μη δημιουργεί έντονη δυσαρμονία. Έτσι τους επώνυμους θεούς των αρχαίων Ελλήνων τους αντικαθιστά μια άχρωμη πίστη στα ουράνια σώματα, τον Ήλιο, το Φεγγάρι (ή Σελήνη), τα Άστρα, το Φως, τη Γη.

Στυλιανός Αλεξίου, «Εισαγωγή». Βιτσέντσος Κορνάρος, Ερωτόκριτος, κριτ. έκδ.-εισαγ.-σημ.-γλωσ.: Στυλιανός Αλεξίου, Ερμής, Αθήνα 1980, οδ΄-οε΄.

 

 

Με τον Ερωτόκριτο, το ελληνικό είδος της μυθιστορίας / μυθιστορήματος φτάνει σ’ ένα νέο και ιδιαίτερα περίτεχνο στάδιο ανάπτυξης την εποχή της Αναγέννησης. Από τις αρχές του στην αρχαιότητα, πέρασε μέσα από ποικίλες μεσαιωνικές εκδοχές για να αναδυθεί, αναζωογονημένο από την επαφή με τη Δύση, στην αναγεννησιακή Κρήτη. Ταυτόχρονα «σύγχρονος» και παραδοσιακός, ο Ερωτόκριτος εξακολουθεί να διαβάζεται και να θαυμάζεται από τους απλούς αναγνώστες, αλλά και να αποτελεί πηγή έμπνευσης για τον λόγιο ποιητή. Η διαχρονική αξία του έχει συχνά αναγνωριστεί· αλλά μόνο τις τελευταίες δεκαετίες η κριτική ματιά της κριτικής και της φιλολογικής έρευνας ανέλυσε και ανέδειξε τη λεπτή τέχνη με την οποία μεταμόρφωσε ο Κορνάρος μια μεσαιωνική γαλλική μυθιστορία σε ελληνικό λογοτεχνικό μνημείο της Αναγέννησης.

David Holton, «Μυθιστορία», Λογοτεχνία και κοινωνία στην Κρήτη της Αναγέννησης, επιμ. David Holton, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 1997, 291.

 

 

Habent sua fata libelli. Η πτώση της Κρήτης έκαμε ώστε το έργο ν’ αργήσει να τυπωθεί· πρώτη του έκδοση έχουμε στη Βενετία το 1713. Αλλά από τότε το έργο γνώρισε αλλεπάλληλες επανεκδόσεις και έγινε γρήγορα βιβλίο λαϊκό. Ως τις αρχές του αιώνα μας ο γυρολόγος που γύριζε στα χωριά, μαζί με τις άλλες του πραμάτειες πουλούσε και τη φυλλάδα του Ρωτόκριτου. Φυσικά το ποίημα περισσότερο διαδόθηκε στην Κρήτη, όπου ο λαός αποστήθιζε κομμάτια ολόκληρα, και τα βράδια μαζεύονταν οι συντροφιές και απάγγελλαν στίχους του — μάλλον τους τραγουδούσαν (και τους τραγουδούν ακόμη) σ’ ένα είδος ρετσιτατίβο, που παραλλάζει ελαφρά στις διάφορες περιοχές. Από τα χαρακτηριστικά παραδείγματα ενός έργου της έντεχνης λογοτεχνίας, που αφομοιώθηκε από το λαό και έγινε σχεδόν δημοτικό τραγούδι.

Λίνος Πολίτης, Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 1998 (9η έκδ.), 81-82.

 

Το εξώφυλλο της πρώτης έκδοσης του «Ερωτόκριτου» το 1713.
 

  

Μια φυλλάδα ελεεινά τυπωμένη σε χαρτί εφημερίδας, όπου, χωρίς να λογαριάσει κανείς τα τυπογραφικά λάθη, ο εκδότης παίρνει την άδεια να αλλάζει κάθε λέξη όπως του αρέσει· μ’ ένα εξώφυλλο χρώμα κουφέτου, είτε τριανταφυλλί, είτε φυστικί — μ’ αυτή την όψη κυκλοφορούσε, από τις τελευταίες δεκαετίες του περασμένου αιώνα, ο Ερωτόκριτος, «ποίημα ερωτικών (το ον με ωμέγα στο αντίτυπό μου), συνταχθέν παρά Βικεντίου Κορνάρου, του εκ της Σιτίας χώρας, εν τη νήσω της Κρήτης». Κυκλοφορούσε ανάμεσα στις ταπεινές τάξεις, στα νησιά, στις επαρχίες του ελλαδικού κράτους, στις μεγάλες μητροπόλεις του Έθνους. Τις περισσότερες φορές το πουλούσαν γυρολόγοι. Θυμάμαι, παιδί στη Σμύρνη, κάθε απόγεμα, την ίδια ώρα, την ίδια φωνή στο δρόμο: «Έχω βιβλία διάφορα! Τον Ερωτόκριτο και την Αρετούσα! Την Ιστορία της Γενοβέφας! Την Ιστορία της Χαλιμάς!…» Την εποχή εκείνη οι άθλιες αυτές εκδόσεις με γοητεύανε. Στο ξώφυλλο ο Ερωτόκριτος, ένας λεβέντης κοιτάζοντας αγριωπά και κάπως λοξά, με περικεφαλαία θυσανωτή, μ’ αναδιπλωμένο μανδύα πάνω απ’ το θώρακα, έχοντας πίσω του ένα αχαμνό βυζαντινό περιστύλιο, το σκουτάρι και το κοντάρι αεροκρέμαστα ανάμεσα στις κολόνες. Ήταν για μένα η ίδια ψυχή με τον Διγενή και τον Μεγαλέξαντρο, ένας τρίδυμος αδερφός. Αν με ρωτούσαν, δε θα μπορούσα να ξεχωρίσω τον ένα από τον άλλον, όπως, το ίδιο, δε θα μπορούσα να βρω τίποτα που να ξεχωρίζει την Αρετούσα από τη γοργόνα του Μεγαλέξαντρου. Κι οι δυο γυναίκες βασανίζονταν από μια μεγάλη στέρηση. Τι είδος στέρηση ήταν αυτή, δεν μπορούσα τότε να το καταλάβω. Καταλάβαινα όμως πως ήταν αρκετή για να τις πολιτογραφήσει στον κόσμο που με τριγυρνούσε. Κι αυτός ο κόσμος —άνθρωποι τ’ αμπελιού και της θάλασσας— βασανιζότανε, καθώς έβλεπα, από μια μεγάλη στέρηση· αργότερα έμαθα πως ήταν η στέρηση της ελευθερίας.

Γιώργος Σεφέρης, «Ερωτόκριτος». Δοκιμές. Πρώτος τόμος (1936-1947), Ίκαρος, Αθήνα 1984 (5η έκδ.), 268-269.

 

 

Το τριπλό ιδανικό του είναι η παλληκαριά, η ομορφιά και η φρόνηση. Στον ιδεολογικό τομέα ένα αισιόδοξο μήνυμα ανθρωπιάς και απελευθέρωσης, αλλά όχι διάλυσης, αναδίδεται από τον «Ερωτόκριτο». Στη νεώτερη Ελλάδα κάθε εποχή είδε το στοιχείο αυτό ανάλογα με τις δικές της συγκυρίες και αντιλήψεις. Ο Τερτσέτης μιλώντας για το έργο στα χρόνια της μεγάλης κρητικής επανάστασης του 1866-69 τόνισε πρώτος το εθνικό στοιχείο στον Κορνάρο. Ο Σεφέρης επίσης στη διάλεξή του στα 1946 (που αποτελεί σταθμό για την αισθητική κατανόηση του ποιήματος) είπε ότι οι Έλληνες της Μικράς Ασίας το διάβαζαν και το αγαπούσαν γιατί κι αυτοί, όπως η Αρετούσα, βασανίζονταν από τη «στέρηση της ελευθερίας». Ο Πρεβελάκης, γράφοντας στα χρόνια της δικτατορίας τον «Νέο Ερωτόκριτο», βλέπει, όπως ήταν φυσικό, το στοιχείο της πολιτικής ελευθερίας. Το πολιτικό και κοινωνικό στοιχείο υπάρχει πράγματι στον Κορνάρο: ιδιαίτερα έντονο είναι το αναγεννησιακό αίτημα για υπέρβαση των στεγανών της ανώτατης τάξης και για απελευθέρωση της νέας γυναίκας. (Αυτή είναι άλλωστε και η κεντρική ιδέα της «Ερωφίλης»). Η Αρετούσα είναι δεκατεσσάρων χρόνων όταν αρνιέται αποφασιστικά ένα γάμο πολιτικής σκοπιμότητας που θέλει να της επιβάλλει ο βασιλιάς πατέρας της: δέρνεται και φυλακίζεται γι’ αυτό.

Στυλιανός Αλεξίου, «Εισαγωγή». Βιτσέντσος Κορνάρος, Ερωτόκριτος, επιμ. Στυλιανός Αλεξίου, Ερμής, Αθήνα 1985, μβ΄-μγ΄.

 

 

Αν εξαιρέσουμε τον Αδαμάντιο Κοραή που θεωρούσε τον Ερωτόκριτο ως «εξάμβλωμα» και ορισμένους άλλους που τον κατέταξαν άκριτα στα αναγνώσματα θεραπαινίδων, όλοι οι άλλοι, λόγιοι και πολιτικοί (ο Ελευθέριος Βενιζέλος επί παραδείγματι) και το σημαντικότερο, ο «χοντρός λαός» αγάπησαν το γαλήνιο και ηρωικό ποίημα του Κορνάρου. Ο Ερωτόκριτος στάθηκε θεματικό, υφικό και στιχουργικό πρότυπο τόσο για το κρητικό δίστιχο, τη μαντινάδα, όσο και για μείζονες δημιουργούς όπως ο Διονύσιος Σολωμός, ο Γιάννης Ρίτσος, ο Παντελής Πρεβελάκης και ο Γιώργος Σεφέρης, ο οποίος μάλιστα συνέθεσε μια βωμολοχική παρωδία με θέμα τη συνεύρεση των δύο ερωτευμένων. Το έργο επίσης μεταγράφτηκε στη φαναριώτικη καθαρεύουσα, μεταφράστηκε σε ξένες γλώσσες, μελοποιήθηκε, παραστάθηκε στο θέατρο και ενέπνευσε τον λαϊκό ζωγράφο Θεόφιλο Χατζημιχαήλ και άλλους λαϊκούς και μη καλλιτέχνες. Στους σκοτεινούς αιώνες της σκλαβιάς ο Ερωτόκριτος, ιδιαίτερα για τους Κρητικούς, ήταν ακρόαμα που αναπτέρωνε το εθνικό φρόνημα. Απλοί, αγράμματοι άνθρωποι απομνημόνευαν και τραγουδούσαν σε ένα είδος ρετσιτατίβου το «τερπνότατον και χαριέστατον» ποίημα. Στην Κρήτη ονόματα ηρώων του έργου, όπως Χαρίδημος και Ηράκλης, δίνονταν ως βαφτιστικά.

M.Z. Κοπιδάκης, «Εν λόγω ελληνικώ…», Ίκαρος Εκδοτική Εταιρία, Αθήνα 2003, 175-176.

 

 

Δείτε επίσης και:


Κρητική λογοτεχνία, Χορτάτσης Γεώργιος