Πρόσωπα και θέματα της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας

▲▲ Εμπειρίκος Ανδρέας

 

[…] Και μόλις μπαίναμε στα 1935.

[…] Οπόταν, μπαίνοντας ο Φλεβάρης, εκεί που είχα αρχίζει να αισιοδοξώ, να σου μια μικρή είδηση στην εφημερίδα, που με αναστάτωσε. «Μεθαύριον και ώραν 6 μ.μ., ο ποιητής κ. Ανδρέας Εμπειρίκος θα ομιλήσει εις την αίθουσαν του Ατελιέ, με θέμα: Υπερρεαλισμός, μια νέα ποιητική σχολή. Είσοδος ελευθέρα».

Δαιμονίστηκα. Ποιος ήταν αυτός ο ουρανοκατέβατος που μου καταπατούσε τα οικόπεδα; […]

Την άλλη μέρα, έγινε η διάλεξη μπροστά σε μερικούς βλοσυρούς αστούς που άκουγαν, φανερά ενοχλημένοι, ότι εκτός από τον Κονδύλη και τον Τσαλδάρη υπήρχαν και άλλοι ενδιαφέροντες άνθρωποι στον κόσμο, που τους έλεγαν Φρόυντ ή Μπρετόν. Έλειπαν οι καλοί αγωγοί της θερμότητας ιδεών, οι νέοι. Παρ’ όλ’ αυτά ο σπόρος είχε πέσει και σε λίγο, μέσα στη χρυσή σκόνη της άνοιξης που έφτανε, άρχιζαν να μετεωρίζονται και να στίλβουν παράξενα ονόματα και όροι πρωτάκουστοι: το υποσυνείδητο, η αυτόματη γραφή, το hazard objectif, τα collages, η μέθοδος paranoïaque critique, το merveilleux και τα λοιπά.

Οδυσσέας Ελύτης, «Το χρονικό μιας δεκαετίας». Ανοιχτά χαρτιά, Ίκαρος, Αθήνα 1982 (2η έκδ.), 254 & 256-257.

 

 

Από το 1921 έως το 1925 διέμενα εις την Αγγλίαν όπου εργαζόμουν εις τας οικογενειακάς επιχειρήσεις. Το 1925 επήγα εις την Γαλλίαν. Ενδιαφερόμουν εξαιρετικά για την ψυχανάλυση και την εποχή εκείνη είχα αποφασίσει να γίνω ψυχαναλυτής. Ανελύθην τρία χρόνια εις τον Ρενέ Λαφόργκ και συνδέθηκα με πολλούς γάλλους ψυχαναλυτάς. Μεταξύ αυτών ήταν και ο Φρουά Γουϊτμάν, ο οποίος ενδιαφέρετο πολύ και για την μοντέρνα ποίηση. Μου είπε ότι ξέρει τον Μπρετόν, εγώ εψόφαγα να τον γνωρίσω. Πήγαμε την μεθεπομένην. Συναντήθηκα με ένθεον πλάσμα. Αισθανόμουνα όπως θα αισθάνετο ένας αρχαίος έλλην αν συναντούσε τον Απόλλωνα. Όχι αμέσως, αλλά όταν επέστρεψα από ένα ταξίδι που έκανα τότε, οι συναντήσεις μας έγιναν τακτικές. Ήταν ένας άλλος κόσμος. Επικοινωνούσα πέραν του ορίζοντος, με την καθολικότητα του σύμπαντος. Επραγματοποιείτο ανυπαρξία των οριζόντων σαν φράγμα, που δημιουργεί η κυκλικότητα της γης και, σαν να μετείχαμε όλων αυτών εις βάθος, ύψος και πλάτος. Καθημερινώς, εις την Πλας Μπλανς. Ο Τανγκύ, ο Περέ, ο Ελυάρ. Προσωπικώς είχα ιδιαίτερην επικοινωνία και σύνδεσμον ειδικά με τον Μπρετόν. Στην Πλας Μπλανς, συναντώμεθα και συζητούσαμε για την υπερρεαλιστική κίνηση, για τις απόψεις της ομάδας για την εξάπλωσή τους, για τα μέσα απελευθέρωσης του καθενός από μας και του ανθρώπου γενικώς από την κοινωνικήν ψευτιά και την αδικία. Συζητούσαμε για τον Χέγκελ, τον Μαρξ, τον Έγκελς, τον Φρόυντ.

Ανδρομάχη Σκαρπαλέζου, «“Μάχομαι διά την απελευθέρωσιν του έρωτα”. Συνέντευξη με τον Ανδρέα Εμπειρίκο. Αθήνα, Μάρτης 1967», περ. Ηριδανός, τχ. 4 (Φλεβ.-Μάρτ. 1976) 14.

 

H «Υψικάμινος» του Ανδρέα Εμπειρίκου
(εξώφυλλο της πρώτης έκδοσης)
 

 

Τον Μάρτιο του 1935 η έκδοση της Υψικαμίνου έπεσε στους φιλολογικούς κύκλους της πρωτεύουσας ως κεραυνός εν αιθρία. Η ελληνική λογοτεχνική κοινότητα, εκ παραδόσεως συντηρητική, αυτή τη φορά δεν φάνηκε πρόθυμη να υιοθετήσει τη νέα λογοτεχνική μόδα, που ερχόταν με μικρή καθυστέρηση από την πνευματική της μητρόπολη, το Παρίσι.

[…] πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, ο πνευματικός κόσμος αντιμετώπισε το βιβλίο ως γραφική παραδοξότητα και αναλώθηκε σε περιπαικτικά σχόλια εις βάρος του συγγραφέα του. Υπήρξε μάλιστα μια μικρή μερίδα που θεώρησε ότι η Υψικάμινος δεν ήταν παρά μια καλοστημένη φάρσα, η οποία είχε στόχο τη διακωμώδηση της «σκοτεινότητας των νέων συγγραφέων». […]

Σωτήρης Τριβιζάς, Το Σουρρεαλιστικό Σκάνδαλο. Χρονικό της υποδοχής του υπερρεαλιστικού κινήματος στην Ελλάδα, Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 2005 (2η έκδ.), 31 & 33-34.

 

 

Η Υψικάμινος αποτελείται από μια σειρά σύντομων πεζών κειμένων γραμμένων, καθώς δηλώνει ο συγγραφέας, με τη μέθοδο της «αυτόματης γραφής». Οι φράσεις σχηματίζονται συνειρμικά και δεν ακολουθούνται βέβαια οι κανόνες της συμβατικής ποιητικής και σύνταξης. Το υποσυνείδητο απορρίπτει τη λογοκρισία του έλλογου, ενώ φαινομενικά ο λόγος αναπτύσσεται εξαρθρωμένος και δίχως έναν κεντρικό άξονα. Μια πιο προσεκτική ανάγνωση όμως αποκαλύπτει κάποιον εννοιολογικό πυρήνα αρκετά συγκεκριμένο. Μια λέξη μπορεί να υποκρύπτει μια συνωνυμία, κάποιον ευφημισμό, έναν απώτερο υπαινιγμό που μπορεί να αποτελέσει το κλειδί για την ερμηνεία ολόκληρου του κειμένου.

Mario Vitti, Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Εκδόσεις Οδυσσέας, Αθήνα 2003, 436.

 

 

Παρά τις δηλώσεις και την ομολογία πίστεως του ποιητή στον αυτοματισμό, δεν πρόκειται εδώ για γνήσια αυτόματη γραφή […]· πρόκειται μάλλον για μια ενσυνείδητη χρήση πρωτότυπων μεταφορών που, αποκαλύπτοντας απροσδόκητες διασυνδέσεις ονειρικού τύπου, διατρανώνουν την άβυσσο του ασυνειδήτου.

Είμαι της γνώμης πως όλα τα ποιήματα —ή σχεδόν όλα, για να μην είμαι απόλυτος— της Υψικαμίνου παρουσιάζουν παρόμοια λογική οικοδόμηση που χρησιμοποιεί έντεχνα τα πορίσματα της αυτόματης γραφής, αλλά όχι ατόφια την αυτόματη γραφή.

[…] Να εξακολουθεί να μιλάει κανείς σήμερα για αυτόματη γραφή στην περίπτωση του Εμπειρίκου αποτελεί μια αβάσιμη σύμβαση (τότε ας βάλουμε την έκφραση σε εισαγωγικά) ή μια αβασάνιστη παραδοχή της γνώμης των κριτικών του ’30.

Jacques Bouchard, «Ο Ανδρέας Εμπειρίκος και η αυτόματη γραφή». Με τον Ανδρέα Εμπειρίκο παρά δήμον ονείρων. Δέκα κείμενα, Εκδόσεις Άγρα, Αθήνα 2001, 69.

 

 

Εκείνο όμως που γίνεται εντονότερα φανερό στην Υψικάμινο είναι η πίστη του Εμπειρίκου σε έναν κόσμο που μέλλεται να έλθει και η διακήρυξή του ότι «η καθέλκυσις ενός σφρίγωντος λαού πλησιάζει». Μέσα από σειρά ποιημάτων, αναδεικνύεται, είτε μεταφορικά είτε άμεσα και κυριολεκτικά, το όραμα του νέου κόσμου και πραγματοποιείται σε πρώτο στάδιο, και μέσα στην υπαινικτικότητα των ποιημάτων της Υψικαμίνου, ο ευαγγελισμός εκείνος που θα διασαλπισθεί εντονότερα στα επόμενα κείμενα του ποιητή. […] Οραματικό είναι και το γνωστό «Τριαντάφυλλα στο παράθυρο» όπου ευθέως διακηρύσσεται ως σκοπός της ζωής μας η αγάπη και παραδοχή της ίδιας της ζωής. Το ανθρωποκεντρικό τούτο ποίημα μας φέρει πλησιέστερα στις ανάλογες διακηρύξεις της μελλοντικής Οκτάνας, καθώς μάλιστα ανακαλείται η θρησκευτική γλώσσα («εν παντί τόπω, εις πάσαν στιγμήν εις κάθε ένθερμον αναμόχλευσιν») που θα ακουστεί αργότερα καθαρότερα.

Γιώργης Γιατρομανωλάκης, Ανδρέας Εμπειρίκος ο ποιητής του έρωτα και του νόστου, Εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα 1983, 71-72.

 

 

Από τις προγραμματικές θέσεις που διατυπώνονται στο κείμενο «Αμούρ-Αμούρ» απορρέει […] μια ποιητική προοπτική, η οποία αναπτύσσεται στον αντίποδα του ρεαλισμού: εάν η τέχνη της «μίμησης» φιλοδοξούσε να ακινητοποιήσει τον εξωτερικό κόσμο, η υπερρεαλιστική τέχνη φιλοδοξεί να αναχθεί σε γεγονός· να συλλάβει δηλαδή τα πράγματα μέσα σ’ ένα διαρκές γίγνεσθαι. […]

Έχουμε […] αρκετές ενδείξεις για τη σημασία του όρου («ποίημα γεγονός») που χρησιμοποιεί ο Εμπειρίκος: ένα «αδιαμεσολάβητο» ποίημα που θα παρακολουθεί τα πράγματα σ’ όλη τη διαδικασία της μεταλλαγής τους· […]

Και ιδού που μία φράσις γίνεται κορβέττα και με ούριον άνεμο αρμενίζει, καθώς νεφέλη που την προωθεί μαϊστράλι ή τραμουντάνα. Μία ανταύγεια ηχεί, μία σταγόνα πλημμυρίζει και μία φωνή ανθεί. […] Ιδού και μία εφημερίς, που γίνεται δάσος μυροβόλον, ή και υψίπεδον με χιονοσκεπείς κορδιλιέρες. Η ποίησις μεταγγίζεται στη ζωή· και η ζωή στην ποίησι. Η συμμετοχή μας σε οιονδήποτε φαινόμενον ή γεγονός, δεν αποκλείεται πια καθόλου. Ένα συναίσθημα, μία παρόρμησις, μία λέξις, μπορούν να γίνουν χειροπιαστές οντότητες, στιλπνά αντικείμενα με ζωή παλλόμενη και μορφή δική τους.

[…] Η ατελεύτητη κίνηση αποτελεί μ’ αυτά τα δεδομένα θεμελιακό συστατικό μιας ποίησης εποχούμενης, ιπτάμενης, ρέουσας, καλπάζουσας και παφλάζουσας. Όλα τα σύμβολα, οι εικόνες και τα θεματικά μοτίβα (ταξίδι, άνωση, εναλλαγή των εποχών κτλ.) υποβάλλουν την αίσθηση ενός διαρκούς γίγνεσθαι: η πλεοναστική συσσώρευση των κινήσεως σημαντικών λέξεων όπως δρόμος, λεωφορείο, υπερωκεάνειο, σιδηρόδρομος, ποδήλατο, αεροπλάνο, αερόστατο, η παρομοίωση —ακόμη— του ποιήματος με ποταμό, κρουνό, καταρράκτη, κρήνη, πίδακα και η εμφατική προβολή των ρηματικών τύπων κωπηλατώ, εισελαύνω, πηδώ, κτυπώ, πλέχω, ρέω, διασχίζω κτλ., δηλώνουν αφενός την αποστροφή για κάθε στατική περιγραφή και παράλληλα —σε μεταφορικό  επίπεδο— εξομοιώνουν την κίνηση (και την ποίηση) με τη λυτρωτική ερωτική δράση: […]

Παντελής Βουτουρής, Η συνοχή του τοπίου. Εισαγωγή στην ποιητική του Ανδρέα Εμπειρίκου, Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 1997, 148-151.

 

 

Η κυρίαρχη κίνηση στην ποίηση του Εμπειρίκου είναι η ανοδική. Μια άνωση εκ βαθέων προς την επιφάνεια αναπαριστώμενη από τη μεταφορά του πίδακα που θεματοποιεί την επιθυμία για την απρόσκοπτη ανάδειξη του απωθημένου. […] Η ποίηση του Εμπειρίκου είναι ποίηση των εκτοξεύσεων και των αναφωνήσεων, της αχαλίνωτης ροής και αυθόρμητης έκφρασης. Μία ποίηση καταρράκτης, θορυβώδης, ορμητική και παφλάζουσα, συνιστώντας ένα συμβάν που αφήνει την εντύπωση ότι προϋποθέτει τόσο την πηγαία φυσικότητα της λαλιάς και της κραυγής όσο και τον αυτοματισμό της γραφής.

[…]

Η απόλυτη ελευθερία του ανθρώπινου λόγου στην οποία προσδοκά ο υπερρεαλισμός δεν μπορεί να επιτευχθεί τόσο μέσω της γραφής όσο μέσω της φωνής. Η φωνή είναι η αρτεσιανή πηγή του υποσυνείδητου, ο φορέας των λέξεων-πιδάκων, η αποτύπωση του στιγμιαίου και του εκστατικού. […] Οι αναφωνήσεις, οι κραυγές και οι οιμωγές στον Εμπειρίκο έχουν κάτι το βίαιο, το τιτανικό και το υπερβατικά εξωκοσμικό, συνιστώντας το δίαυλο επικοινωνίας της ψυχής με το όραμα, της πίστης με την ουτοπία και κορυφώνονται στην καταληκτήρια επίκληση της οικουμενικής Οκτάνας: «όσοι πιστοί, όσοι ζεστοί, ελάτε και ας ανακράξωμεν μαζί (νυν και αεί, νυν και αεί) σαν προσευχή και σαν παιάνα, ας ανακράξωμεν μαζί, με μια ψυχή, με μια φωνή — ΟΚΤΑΝΑ!». Η στεντόρεια κραυγή έχει κάτι το μυητικά μυστικό και συλλογικά εκστατικό, προσκαλώντας την προσήλωση και την πίστη στην ουτοπία της μυθικής Πόλης.

Δημήτρης Τζιόβας, «Η ρητορική της αποστροφής και της παντάνασσας κραυγής στον Εμπειρίκο». Από το λυρισμό στο μεταμοντερνισμό. Πρόσληψη, ρητορική και ιστορία στη νεοελληνική ποίηση, Εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα 2005, 248-251.

 

 

Κεντρικό θέμα της Ενδοχώρας είναι ο έρωτας, πιο συγκεκριμένα η γυναίκα και ο έρωτας. Λίγα είναι τα ποιήματα εκείνα στα οποία βρίσκονται άλλα θέματα εκτός από τον έρωτα και τη γυναικεία παρουσία, αλλά και εκείνα έχουν ως συνδετική τους ουσία τον έρωτα ή την ερωτική διάθεση. Αυτά τα μη «ερωτικά» ποιήματα αναφέρονται κυρίως στο ίδιο το θαύμα του υπερρεαλισμού, ανάγονται δηλαδή στη φύση της ποιήσεως και αποτελούν ένα είδος έμμεσης, υπαινικτικής ποιητικής. Σε όλη την έκταση της συλλογής έκδηλη καθίσταται η διάθεση του ποιητή να περιγράψει και να εκθειάσει έναν κόσμο ερωτικό, «στίλβοντα» (το ρήμα «στίλβω» και τα συνώνυμά του είναι τα συχνότερα εμφανιζόμενα στην Ενδοχώρα) και «ανθηρό» (ομοίως το ρήμα «ανθώ» και τα συνώνυμα ή παράγωγά του εμφανίζονται με μεγάλη συχνότητα). […]

Γιώργης Γιατρομανωλάκης, Ανδρέας Εμπειρίκος ο ποιητής του έρωτα και του νόστου, Εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα 1983, 89-90.

 

 

«Φιλήδονος και σοσιαλιστής», ο Εμπειρίκος αντιτάσσει ποιητικά στις αρχές του 1940 τη θεωρία και το όραμα που του επιτρέπει να αντισταθεί στη φρικτή εικόνα που υιοθετεί η πραγματικότητα των αρχών του 1940, λίγο μετά το μοίρασμα της Πολωνίας από τους Ναζιστές και τους Σοβιετικούς, τη στιγμή που αυτά στα οποία μπορεί κανείς, πραγματικά, να ελπίσει γίνονται όλο και λιγότερο ορατά. Το όραμα αυτό είναι η εικόνα μιας «ενιαίας ανθρωπότητας», ελεύθερης από τα συστήματα ιμπεριαλιστικής ή εθνικιστικής εξουσίας του «ενός ή του άλλου περιούσιου λαού», από το «τυραννικό υπερεγώ» πάνω στο οποίο τα συστήματα αυτά εξουσίας δομούνται, μία ανθρωπότητα, εν ολίγοις, ελεύθερη από την κρατική εξουσία, που θα οικοδομηθεί μέσω της απελευθέρωσης του Έρωτα.

[…] ο Εμπειρίκος οραματίζεται σαν αντίδοτο στο φασισμό την απελευθέρωση του Έρωτα, την άρση κάθε καταναγκασμού που επιτρέπει στον Έρωτα να εκφραστεί […].

Νίκος Σιγάλας, Ο Ανδρέας Εμπειρίκος και η ιστορία του ελληνικού υπερρεαλισμού ή μπροστά στην αμείλικτη αρχή της πραγματικότητας, Εκδόσεις Άγρα, Αθήνα 2012, 290-291 & 292.

 

 

Ο ερωτικός κώδικας του Εμπειρίκου περιλαμβάνει ένα πλήθος συμβόλων, φορτισμένων με τη σημασία που τους απέδωσε η ψυχανάλυση και ειδικότερα η φροϋδική Ερμηνεία των ονείρων. Έτσι μπορούμε καταρχήν να διακρίνουμε στο έργο του ένα πλήθος φαλλικών συμβόλων: υψιτενή δένδρα, πουλιά, κάκτοι, μιναρέδες, ομπρέλες κτλ. Ζωικά φαλλικά σύμβολα είναι ακόμη η «έλαφος», ο «ελέφας», η «φάλαινα» και το «δελφίνι»· (οι λέξεις αυτές παρουσιάζουν και φωνητική συνάφεια με τη λ. «φαλλός», όπως ακριβώς συμβαίνει και με τις λέξεις «ύφαλος» και «στρόφαλος»). Στην ίδια κατηγορία των ζωικών —αρσενικών— συμβόλων ανήκουν και ο «κριός», ο «αίγαγρος», ο «τράγος» και ο «αιγίπαν». Μια άλλη κατηγορία ερωτικών σημάτων συνδέεται με το θέρος (την κατεξοχήν εποχή του έρωτος): «κάθετος ήλιος», «σαύρες», «πεταλούδες» («βάβιλες») και —κυρίως— τα «τζιτζίκια». Ερωτικά σήματα είναι επίσης η ραπτομηχανή καθώς και τα μηχανικά μέσα κινήσεως: πλοίο, υπερωκεάνειο, ιστιοφόρο, ποδήλατο, άμαξα. Η εκσπερμάτωση συνδηλώνεται με τις λέξεις πίδακας, βροχή, ποταμός, κρουνός, καταρράκτης, κρήνη — και το σπέρμα με το νερό, το γάλα ή και το «εκθλιβόμενο» (από τους κορμούς των δένδρων) «ρετσίνι». Τέλος, η σεξουαλική επιθυμία και η στύση συμβολίζονται —όπως και στα όνειρα— με την ανύψωση ή την πτήση έμψυχων ή άψυχων αντικειμένων: πουλιά, αεροπλάνα, αετοί, χαρταετοί, αερόστατα […].

Παντελής Βουτουρής, Η συνοχή του τοπίου. Εισαγωγή στην ποιητική του Ανδρέα Εμπειρίκου, Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 1997, 178-179.

 

 

Ο όρος «beat ποιητές» αφορά μιαν ομάδα Αμερικανών λυρικών ποιητών, που φτάνουν στην περίοδο της μεγαλύτερης παραγωγικότητας τα χρόνια 1955-1960, και αποτελούν μια κοινωνική και λογοτεχνική κίνηση με κυριότερα χαρακτηριστικά τον απολιτικό, αντι-ορθολογιστικό, ρομαντικό νιχιλισμό. Οι κυριότεροι εκπρόσωποι του νέου κινήματος, ο Allen Ginsberg (1926), ο Jack Kerouac (1922), ο Gregory Corso (1930) και ο Lawrence Ferlinghetti (1919) συνδέονται ή με την παράδοση του Walt Whitman ή έχουν ντανταϊκές και υπερρεαλιστικές καταβολές, και πρωταρχικό μέλημά τους είναι να απελευθερώσουν την ποίηση από τον ακαδημαϊσμό της και να την οδηγήσουν «πίσω στο δρόμο». Εγωκεντρικοί περισσότερο παρά κοινωνικοί, με εκκεντρική εμφάνιση, αντισυμβατικό λεξιλόγιο αναζητούν την έκσταση και την αποκάλυψη μέσα από τους ήχους της τζαζ, με τη βοήθεια κάποτε ναρκωτικών ή του απροκάλυπτου επιθετικού ερωτισμού. Το κίνημα όμως έχει και τις κοινωνικές του διαστάσεις αφού τα μέλη του αποτελούν μαχητικά πασιφιστικά στοιχεία και η εμφάνισή τους δεν είναι άσχετη με την ογκούμενη αντίδραση πολλών φιλελεύθερων Αμερικανών εναντίον του πολέμου της Κορέας μέσα στη δεκαετία του 1950. […]

Τα ειρηνιστικά, αλλά και αναρχικά κηρύγματα των beat ποιητών συγκινούν τον Εμπειρίκο, ο οποίος στα χρόνια 1963 και 1964 γράφει τέσσερα πεζά ποιήματα, όπου άμεσα αναφέρεται στους ποιητές αυτούς. […] Η συγκίνηση του Εμπειρίκου προέρχεται από την ιδεολογική και ποιητική συγγένεια που αισθάνεται προς το κίνημα — αφού οι ιδέες του για το καθολικό και πανανθρώπινο είναι […] παλαιότερες από την εμφάνιση των beat, και η έκφραση των ιδεών αυτών, μολονότι επικουρείται από τα διδάγματα των Αμερικανών ποιητών, παραμένει πάντοτε μέσα στα όρια της ποιητικής ιθαγένειας του Εμπειρίκου. Δείγμα αυτής της ελληνικότητας αποτελεί το γνωστό κείμενο «Ο Δρόμος», του οποίο ο τίτλος αλλά και ο ιδεολογικός πυρήνας έχουν σχέση με το περίπου συνώνυμο έργο του Kerouac.

Έχει υποστηριχθεί ότι «ο Δρόμος» απηχεί προσωπικές περιπέτειες του ποιητή και συγκεκριμένα τη δραματική ομηρεία του το Δεκέμβριο του 1944 από την πολιτοφυλακή του ΕΑΜ. […]

Γιώργης Γιατρομανωλάκης, Ανδρέας Εμπειρίκος ο ποιητής του έρωτα και του νόστου, Εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα 1983, 169-171.

 

Ο φωτογράφος Ανδρέας Εμπειρίκος
 

 

[…] Εγώ εξεπαιδεύθην στην καθαρεύουσα. Τα εκφραστικά μέσα στη δημοτική ήσαν ακαδημαϊκά, ψεύτικα. Τα ’μαθα. Έγραφα ως δημοτικιστής ώσπου έφθασα στον υπερρεαλισμό. Κι έχω ακόμη μερικά κείμενά μου τυπικώς υπερρεαλιστικά. Και σαν νέος που ήμουν και παιδί, δεν ήμουν καν δημοτικιστής, με την έννοια που λέμε σήμερα, ήμουν μαλλιαρός, μαθητής του Ψυχάρη, κάτοχος της γραμματικής του. Μάλιστα. Τα ποιήματά μου τα πρώτα, τα προϋπερρεαλιστικά, τα οποία απεκήρυξα (ήσαν λίγα άλλωστε) ήσαν στη δημοτική […]. Εννοείται έλεγα εγώ «Φχαριστώ-Φκαριστώ», να καταργήσουμε το υ, έγραφα άβριο με β, όταν λοιπόν έφθασα με το καλό στον υπερρεαλισμό, και εφήρμοσα την μέθοδο της αυτομάτου γραφής, τι νομίζετε ότι συνέβη; Εγώ δεν ήξερα δημοτική, εννοώ «με τα γράμματα» όπως λέμε, ήξερα δημοτική επειδή ήτο η λαλιά του τόπου μου και την άκουγα αλλά η παιδεία μου έγινε εξ ολοκλήρου στην καθαρεύουσα και έτσι ήρθαν στην επιφάνεια αυτά που είχα αφομοιώσει. Φυσικότατα. Αλίμονο αν εγώ στεκόμουν να διορθώσω επί το δημοτικότερον μία φράση. Καταστροφή στο ποίημα και ζημιά στην πνευματική προσωπικότητα, την οιανδήποτε έχει ο καθείς φυσικά. Μάσκα. Το άλλο ήτο η αλήθεια μου. […]

Ανδρέας Εμπειρίκος, «Συζήτηση στην Θεσσαλονίκη», περ. Χάρτης, τχ. 17/18 (Νοέμ. 1985) 638-639.

 

 

Δείτε επίσης και:


Γενιά του 1930, Μοντερνισμός, Ποίημα σε πεζό, Υπερρεαλισμός