Πρόσωπα και θέματα της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας

▲▲ Ρίτσος Γιάννης

Ο Γιάννης Ρίτσος
[πηγή: Εθνικό Κέντρο Βιβλίου - Αφιέρωμα στον Γιάννη Ρίτσο].
 

 

Αν κάποιος θα ’θελε να διαβάσει την ιστορία του αιώνα, θα την έβρισκε ακέρια στην ποίηση του Ρίτσου: στα ποιήματα που την κατέγραψαν σαν χρονικό· στα εγερτήρια άσματα, σε ύμνους ηρώων και ελεγεία· στη μεταπλασμένη ποιητικά βιογραφία του, εγκατεσπαρμένη σε ποικίλες συνθέσεις. Κι ακόμα, πιο βαθιά, στο εσωτερικό οδοιπορικό του ποιητή, που το αποτύπωνε μέρα τη μέρα με σαφήνεια ή υπαινικτικά. Κι αυτό το «υπαινικτικά» λέει περισσότερα για τη βία του καθεστώτος, τις νοοτροπίες και τη συμβατική ηθική, τους ιδεολογικούς πειθαναγκασμούς. Με προσωπεία και δάνειες φωνές αρθρώνει την αλήθεια του. […]

Πάνω από εκατό ποιητικές συλλογές και συνθέσεις, εννέα πεζογραφήματα (μυθιστορήματα τα ονομάζει), τέσσερα θεατρικά, όπως και μελέτες για ομοτέχνους συγκροτούν το κύριο σώμα του έργου του. Πολυάριθμες μεταφράσεις, χρονογραφήματα και άλλα δημοσιεύματα συμπληρώνουν την εικόνα του χαλκέντερου δημιουργού.

Χρύσα Προκοπάκη, «Εισαγωγή». Ανθολογία Γιάννη Ρίτσου, επιλ. Χρύσα Προκοπάκη, επιμ. Χρύσα Προκοπάκη, Αικατερίνη Μακρυνικόλα, Κέδρος, Αθήνα 2000, 9-10.

 

 

 

[…] σε ορισμένες πτυχές του έργου του ο Ρίτσος είναι κραυγαλέα πολιτικός και μονότροπος, σε ορισμένες άλλες όμως είναι βαθιά υπαρξιακός, ενίοτε μεταφυσικός και, κατά κανόνα, γόνιμα νεωτερικός, αναχωνεύοντας τεχνοτροπικές εξελίξεις και προσωπικές αναζητήσεις. Ξεκίνησε ως παραδοσιακός ποιητής: στις δύο πρώτες συλλογές του (Τρακτέρ – 1934, Πυραμίδες – 1935) αξιοποιεί ποικίλους έμμετρους σχηματισμούς και συχνά πλούσιες ομοιοκαταληξίες.

Δημήτρης Κόκορης, «Εισαγωγή». Εισαγωγή στην ποίηση του Ρίτσου. Επιλογή κριτικών κειμένων, επιμ. Δημήτρης Κόκορης, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2009, ιγ΄.

 

 

[…] Η αναδρομική παρακολούθηση της παρουσίας του δημοτικού τραγουδιού στο έργο του Ρίτσου δεν μπορεί —σύμφωνα με τα σημερινά εργογραφικά του δεδομένα— να προωθηθεί πέρ’ απ’ τα 1936: Το πρώτο έργο του, στο οποίο το δημοτικό τραγούδι εισβάλλει —και μάλιστα απότομα κι’ ολοκληρωτικά—, είναι ο Επιτάφιος, που αποτελεί απ’ την άποψη της εξέλιξης του ποιητή του ταυτόχρονα το πρώτο οροθέσιο του έργου του και την πρώτη βαθμίδα της ωριμότητάς του. […]

[…] Είναι […] αξιοσημείωτο ότι στις πέντε ποιητικές συλλογές του Ρίτσου που κυκλοφόρησαν μετά τον Επιτάφιο (Το τραγούδι της αδελφής μου, 1937· Εαρινή συμφωνία, 1938· Το εμβατήριο του ωκεανού, 1940· Παλιά μαζούρκα σε ρυθμό βροχής, 1942 και Δοκιμασία, 1943) μάταια θ’ αναζητήσουμε έστω και τα πιο αδιόρατα ψήγματα απηχήσεων απ’ το δημοτικό τραγούδι. Για να συναντήσουμε τον επόμενο σταθμό του Ρίτσου στην όαση του δημοτικού τραγουδιού και γενικότερα της λαϊκής παράδοσης πρέπει να προχωρήσουμε ως το τελευταίο έτος της κατοχής κι’ από ’κει ως τον εμφύλιο πόλεμο. […]

Γιώργος Βελουδής, «Το δημοτικό τραγούδι στην ποίηση του Ρίτσου». Προσεγγίσεις στο έργο του Γιάννη Ρίτσου, Κέδρος, Αθήνα 1984, 87-88 & 98-99.

 

«Επιτάφιος». Εξώφυλλο της πρώτης έκδοσης (1936)
[πηγή: Εθνικό Κέντρο Βιβλίου - Αφιέρωμα στον Γιάννη Ρίτσο].
 

 

 

Μετά τον Επιτάφιο ο Ρίτσος βαδίζει στο δρόμο της νεωτερικότητας, φροντίζοντας να υπογραμμίσει την εσωτερική ενότητα διαδοχικών καταθέσεών του με μουσικογενείς τίτλους: Το τραγούδι της αδελφής μου (1937), Εαρινή συμφωνία (1938), Το εμβατήριο του ωκεανού (1940), Παλιά μαζούρκα σε ρυθμό βροχής (1943). Φαίνεται, ωστόσο, ότι ο Ρίτσος επέστρεφε προσωρινά στην έμμετρη παραδοσιακή δυναμική διακόπτοντας τη νεωτερική θητεία του στον ελεύθερο στίχο, χωρίς να την εγκαταλείπει όμως επί μακρόν, όταν ένιωθε έντονες συναισθηματικές δονήσεις, που προκαλούνταν από πολιτικά και εθνικά τραύματα: ο θρήνος της μάνας του σκοτωμένου νεαρού εργάτη της Θεσσαλονίκης (Τάσος Τούσης) ωθεί τον ποιητή στο να συνθέσει τον Επιτάφιο, η εξορία από τη χούντα (Παρθένι Λέρου) τον οδηγεί στο να γράψει τα Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας (1968, 1973), η εισβολή των Τούρκων στην Κύπρο τον κατευθύνει στην κατασκευή του έμμετρου ποιήματος Ύμνος και θρήνος για την Κύπρο (1974).

Είναι αξιοσημείωτο, ωστόσο, ότι στην έμμετρη δυναμική των Δεκαοχτώ λιανοτράγουδων εντάσσει με λειτουργικό τρόπο οργανικά γνωρίσματα της νεωτερικής έκφρασης. Αφθονούν οι εικόνες, των οποίων η πραγμάτωση όμως δεν γίνεται αντιληπτή με όρους ρεαλισμού, ενώ η πυκνή διαδοχή καταστάσεων και συναισθημάτων οδηγεί το ποιητικό υλικό στο να μην καλύπτεται ολικά από ένα συναίσθημα ή από μία σκέψη, όπως λίγο πολύ επιβάλλει η παραδοσιακής κοπής λυρικότητα: «Τ’ άσπρο ξωκλήσι στην πλαγιά, κατάγναντα στον ήλιο, / πυροβολεί με το παλιό, στενό παράθυρό του», «στα βράχια ελάφια πελεκάν, τα σίδερα μασάνε», «Κι αυτοί μέσ’ απ’ τα σίδερα κι αυτοί μακριά στα ξένα / κάνουν πικρό να βγάλουν το “αχ” και βγαίνει φύλλο λεύκας»· πρόκειται για χαρακτηριστικές, ποιητικά δραστικές εικόνες από τα Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα, έλλογες μεν, αλλά μη επιβεβαιώσιμες ρεαλιστικά.

Δημήτρης Κόκορης, «Εισαγωγή». Εισαγωγή στην ποίηση του Ρίτσου. Επιλογή κριτικών κειμένων, επιμ. Δημήτρης Κόκορης, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2009, ιε΄-ιστ΄.

 

 

[…] οι πιο λαμπρές σελίδες της Αγρύπνιας θα μείνουν η Ρωμιοσύνη (1945-1947) και Η Κυρά των αμπελιών (1945-1947). Ποιήματα που συνδέουν την Αντίσταση με το ’21 και τον λαϊκό θρύλο. Μια γραφή με πολλά σουρρεαλιστικά αποθέματα που συνδυάζεται με την παράδοση του δημοτικού τραγουδιού.

[…]

Στην επόμενη φάση θα βρούμε τις απηχήσεις του εμφυλίου: Ο γιος μου το φεγγάρι μου (1948), Οι γέροντες κ’ η σιγαλιά (1948), και κυρίως τα ποιήματα που γράφονται στην εξορία. Αγωνιστικά ή πένθιμα, επικά ή λυρικά, τα ποιήματα αυτά έχουν συχνά έναν ημερολογιακό χαρακτήρα, καταγράφουν τη βαρβαρότητα των στρατοπέδων. Όμως το όραμα του μέλλοντος, ολοζώντανο, λαμπρύνει όλες τις απλές καθημερινές πράξεις, στηρίζει τον εσωτερικό αγώνα, καταπολεμά νικηφόρα την κάθε ήττα. Η ανθρώπινη αντίσταση στη στυγνή βία, κι ακόμα κάποτε η ανημπόρια και η κάμψη, μέσα στην αίγλη του οράματος, διαμορφώνουν έναν ηθικό κώδικα και αποκτούν μιαν ιστορική καταξίωση, απ’ όπου η ποίηση αντλεί τη βαθύτερη ουσία της. Στη σειρά αυτή ανήκουν τα Ημερολόγια εξορίας (1948-1950), ο Πέτρινος χρόνος (1949), και ποιήματα που έχουν ενταχθεί στην Αγρύπνια και τις Μετακινήσεις. Επίσης, Οι γειτονιές του κόσμου (1949-1951), ογκώδες έργο με δομή αφηγήματος, όπου παρεμβάλλονται ενότητες επικολυρικής πνοής· εδώ ανασυντίθεται μια ολόκληρη εποχή. Είναι […] το ποιητικό χρονικό της κρίσιμης δεκαετίας.

Στην εξορία, ο ποιητής γίνεται βάρδος και εμψυχωτής. Ο στίχος του εμπνέεται από τους συντρόφους κι απευθύνεται σ’ αυτούς. […]

[…]

Η επιστροφή στην Ανυπόταχτη πολιτεία (1952-1953) θα είναι η πιο φριχτή συνειδητοποίηση της ήττας, η προσγείωση. […]

[…] Παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, γιατί εδώ ο Ρίτσος συνειδητοποιεί με οδύνη μέσα απ’ την καθημερινή μικροαστικοποίηση την πραγματική ήττα. Ωστόσο το όραμά του παραμένει ακέραιο.

Χρύσα Προκοπάκη, Η πορεία προς τη Γκραγκάντα ή οι περιπέτειες του οράματος, Κέδρος, Αθήνα 1981, 28, 32, 34 & 35.

 

Στη Μακρόνησο το 1950
[πηγή: Εθνικό Κέντρου Βιβλίου - Αφιέρωμα στον Γιάννη Ρίτσο].
 

 

[…] Η μεγάλη ιδέα που μπορεί να σχηματίσει ο ποιητής για τον εαυτό του απ’ την αγάπη και το θαυμασμό του πλήθους καθώς και η διάθεσή του να διατηρήσει και να επαυξήσει αυτό το θαυμασμό, μπορεί να τον κάνει κάποτε να «φουσκώσει» ως τη γελοιότητα, να στρεβλώσει το χαρακτήρα του, να πιστέψει πως είναι ο «εκπρόσωπος του λαού του ή της χώρας του ή του κόσμου», και, το χειρότερο, αυτό το «φούσκωμα», αυτή η αυταρέσκεια να περάσει στο ύφος του, στην ποίηση, περιβλημένο τάχα την δικαιωμένη «αντικειμενική έπαρση» των δυνάμεων που «αντιπροσωπεύει» […]. Αν γλύτωσα κάπως εγώ απ’ αυτό τον κίνδυνο, είναι γιατί αρκετά νωρίς απόχτησα την «καλλιτεχνική πονηρία» να βάζω τους τρίτους να μιλάνε.

Μα πάλι, και παρ’ όλ’ αυτά, παρ’ όλους τους αναπότρεπτους κινδύνους που επισημαίνω, δε γλυτώνω κ’ εγώ ο ίδιος όχι πια απ’ την έννοια του κοινωνικού χρέους, αλλά απ’ την ανάγκη της άμεσης ανταπόκρισης στα ιστορικά γεγονότα της εποχής και στο κοινό αίσθημα. Και τότε, όχι μονάχα ρίχνω στην μπάντα όλες μου τις αισθητικές επιφυλάξεις, αλλά αισθάνομαι και άκρατη περιφρόνηση προς κάθε αισθητική που μπορεί να εμποδίσει ή ν’ αλλοιώσει τη γνήσια, τη δίκαιη (όπως λέω αυτές τις ώρες) ανθρώπινη φωνή στον πόνο της ή στην οργή της. Και πριν απ’ τον «Αφανισμό της Μήλος» γράφω τις ολότελα σύγχρονες «Μαντατοφόρες». […] Γράφοντας το αγαπημένο μου «Θυρωρείο», σταματώ για να γράψω κάτι πολύ άμεσο, τα «Στίγματα». Γράφοντας την «Πάροδο», σταματώ για να γράψω το πολύ άμεσο επίσης «Κωδωνοστάσιο». Έτσι έγραψα πρωτύτερα και το «Δίχτυ». […] Κι όμως, ξαναδιαβάζοντας τις «Μαντατοφόρες», τα «Στίγματα», το «Δίχτυ», το «Κωδωνοστάσιο», τα βρίσκω πολύ πιο κάτω απ’ τα «αρχαία» μου, όπως τα λες. Κι όχι γιατί τους λείπει η διάσταση του μύθου, η προϋπάρχουσα μαγεία της απόστασης, η άξαφνη μουσική των αναχρονισμών, η ελευθερία κίνησης της φαντασίας, η ευκολία της μεταμφίεσης του λόγου απ’ το φιλτραρισμένο μέσω των εποχών αίσθημα και νόημα που δεν υπόκειται στην αναγκαιότητα της λαχανιασμένης στιγμής. Όχι γι’ αυτά. Ίσως και γι’ αυτά. Μα είναι και άλλα: η ένταση του αισθήματος που αλλοιώνει το λόγο, η στιγμιαία επιταγή που περιορίζει την όραση σ’ ένα ορισμένο τμήμα του χρόνου σαν να ’ναι όλος ο χρόνος, ο μόνος χρόνος, χωρίς πριν και πιο πέρα […]. […] λείπει η τρίτη αναλογία που δεν είναι πια ζήτημα ειλικρίνειας συναισθηματικής, αλλά ακρίβειας αισθητικής […]. Και τέτοια ελαττώματα έχουν και τα καλύτερα ποιήματά μου αυτού του είδους, παρ’ όλα τους τα γνήσια βιώματα και την καθάρια ειλικρίνειά τους και την «ελεγχόμενη» (ακόμη και την ώρα της έξαρσης) τεχνικής τους. […] Αν σώζεται ο «Επιτάφιος» είναι ίσως απ’ τους μακρινούς συσχετισμούς με τον Άδωνη, με την αρχαία ελληνική λατρεία του σωματικού κάλλους, με την άνοιξη, με τον Ιησού, και προπάντων εξαιτίας του μορφικού δεσμού του με την παράδοση του δημοτικού τραγουδιού, με τις ρυθμικές και ηχητικές μνήμες των βυζαντινών και μεταβυζαντινών χρόνων, του Κρητικού θεάτρου, της Τουρκοκρατίας, της Επανάστασης του 21, του μανιάτικου μοιρολογιού, έτσι που το άμεσο γεγονός να επεκτείνεται συνειρμικά κι αισθητικά σ’ έναν άπειρο χρόνο ιστορικό, μυθικό, εσωτερικό προς τα πριν και τα μετά.

«Ένα γράμμα του Γιάννη Ρίτσου για την ποίησή του» [στη Χρύσα Προκοπάκη, Αθήνα, 15.V.72], περ. Ο Πολίτης, τχ. 109 (Νοέμ. 1990) 52-53.

 

 

[…] ο Ρίτσος έγραψε τους μεγάλους δραματικούς μονολόγους και τα πολυφωνικά ποιήματα που περιέχονται στον τόμο που ονομάζει Τέταρτη διάσταση, αλλά και σε άλλους τόμους, και χρησιμοποίησε, με πρωτότυπο τρόπο, διάσημους ήρωες από την ελληνική μυθολογία και λογοτεχνία, όπως ο Αγαμέμνονας, η Ελένη, ο Φιλοκτήτης, ο Ορέστης, ο Αίας, η Περσεφόνη, ο Τειρεσίας, και άσημους, όπως η Χρυσόθεμις, η Ισμήνη και η Φαίδρα· ανώνυμους, ανθρώπους από την καθημερινή ζωή, όπως ο Φαροφύλακας, ο Τοιχοκολλητής, ο Τροχονόμος, ο Οδηγός του ασανσέρ, ο Ξένος, η Γυναίκα με τα Μαύρα, στη Σονάτα του σεληνόφωτος, οι Γέροι, στο Χορικό των σφουγγαράδων· και υπαρξιακά σύμβολα, όπως είναι το σπίτι, το παράθυρο, ο καθρέφτης, ο τοίχος, η σκάλα, η γέφυρα, ο φάρος κ.ά.

Στο καθένα από τα έργα αυτά, ο Ρίτσος, μέσα από διαφορετικά πρόσωπα ή προσωπεία, επώνυμα ή ανώνυμα, μυθολογικά ή σύγχρονα, και μέσα από διαφορετικά σύμβολα, αντικρίζει, ερευνά και σχολιάζει ταυτόχρονα, από τη σκοπιά του κι από τη σκοπιά του κόσμου, τον κόσμο και τον εαυτό του· και στο καθένα από τα πρόσωπα αυτά ή προσωπεία, ή σε καθένα από τα σύμβολα, μπορεί να βρίσκεται, σε κάποιες στιγμές του βίου του, ο ποιητής, ο καθένας μας και ο καθολικός και αιώνιος άνθρωπος.

Οι μύθοι, τα πρόσωπα, τα προσωπεία και τα σύμβολα που χρησιμοποίησε στα έργα αυτά μαρτυρούν την τιτάνια βούληση του ποιητή να χωρέσει μέσα σ’ αυτή την πολυσχιδή τέταρτη διάσταση της όρασής του το απέραντο, περίπλοκο και αντιφατικό πανόραμα του κόσμου, και να γνωρίσει, να κατανοήσει και να εναρμονίσει μέσα, και μέσα μας, τον ακατανόητο αέναο κύκλο της ζωής, της φθοράς, του θανάτου και της αναγέννησης.

Χρίστος Αλεξίου, «Μια απόπειρα ανάλυσης της Τέταρτης Διάστασης του Γιάννη Ρίτσου». Διεθνές Συνέδριο. Ο ποιητής και ο πολίτης Γιάννης Ρίτσος. Οι εισηγήσεις, επιμ. Αικατερίνη Μακρυνικόλα, Στρατής Μπουρνάζος, Μουσείο Μπενάκη — Εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα 2009, 151-152.

 

 

[…] είναι γνωστό πως ο Ρίτσος, όπως και πολλοί σύγχρονοί του, αντιστρέφει το βάρος του μύθου δίνοντας πρωταγωνιστικό ρόλο στον αντιήρωα ή το παραμερισμένο πρόσωπο. Τραγουδάει την Ισμήνη κι όχι την Αντιγόνη, τη Χρυσόθεμη κι όχι την Ηλέκτρα, τον Ελπήνορα, τον Ευρύλοχο, τον Ευρύαλο. Κι όταν μιλάει για τους πρωταγωνιστές του αρχαίου μύθου πάλι αναποδογυρίζει τις εικόνες τους: Η Ελένη είναι «γρια-εκατό-διακοσίων χρονών» κι ο Οδυσσέας όταν γυρίζει είναι ένας «άθλιος αιματόβρεχτος ασπρογένης» (βλ. «Η απόγνωση της Πηνελόπης», Συλλ. «Επαναλήψεις»).

[…]

[…] ο Ρίτσος υιοθετεί […] τη [μυθολογική] μέθοδο για να παρουσιάσει με ήπια χαμηλή φωνή τις συμφορές και τους αγώνες της φυλής του. Όταν μιλάει για το δεκάχρονο πόλεμο της Τροίας στα πολύστιχα ποιήματα της Τέταρτης Διάστασης, άλλοτε εννοεί την περίοδο 1912-1922 κι άλλοτε το διάστημα 1940-1950 δηλαδή την Ελληνική Αντίσταση και τον Εμφύλιο. Έτσι διασκευασμένος με τις δυο αγαπημένες τεχνικές του Ρίτσου, τη μεταμφίεση και την αντιστροφή, ο αρχαίος μύθος μεστός από επίκαιρα μηνύματα παρουσιάζεται σε μια ποίηση που επιχειρεί κάτι τιτάνιο: «ένα γεφύρωμα ανάμεσα στο παρόν και το μέλλον, ανάμεσα στο πραγματικό και το φανταστικό, ανάμεσα στο άτομο και στην ομάδα, ανάμεσα στον άνθρωπο και τον κόσμο, ανάμεσα στη ζωή και στ’ όνειρο, πάνω από κάθε δυσκολία και κάθε προσωπικό δράμα». Άλλωστε κι ο ίδιος ο αρχαίος μύθος είναι ένα θαυμαστό γεφύρωμα ανάμεσα στη σοφία και το παραμύθι κι ένα δίδαγμα, πολύτιμο σήμερα, για την Τέχνη και τη Ζωή μας.

Αλεξάνδρα Ζερβού, «Ο αρχαίος μύθος και η “στρατευμένη” ποίηση του καιρού μας —με αναφορές στο έργο του Γιάννη Ρίτσου—», περ. Νέα Παιδεία, 24 (1983) 135 & 137-138.

 

 

Απόπειρες εφαρμογής της μυθικής μεθόδου απαντούν σε αρκετούς νεοέλληνες ποιητές της γενιάς του Σεφέρη, καθώς και σε μεταγενέστερους. Στο έργο τού Γιάννη Ρίτσου έχουμε ικανά δείγματα προσοικείωσης της μυθικής, καθώς και της καβαφικής ιστορικής μεθόδου. Παράλληλα όμως ο Ρίτσος καλλιέργησε και μιαν άλλου τύπου ιστορική ποίηση, η οποία αποκλίνει αισθητά από το συγκεκριμένο μοντέλο έμμεσης αναφοράς στη σύγχρονη ιστορική πραγματικότητα. Απλοποιώντας —ελπίζω όχι και απλουστεύοντας— τα βασικά δεδομένα, θα έλεγα ότι η εφαρμογή της μυθικής μεθόδου πριμοδοτεί τον έμμεσο λόγο. Προσφέρει δηλαδή στον ποιητή τη δυνατότητα να μιλήσει χωρίς να ονομάζει απευθείας τα πράγματα (και κυρίως χωρίς να κατονομάζει τους πρωταγωνιστές της τρέχουσας πολιτικής ιστορίας). Έχουμε δηλαδή ένα είδος μετάθεσης. Ο ποιητής συνειδητά απορρίπτει την άμεση αναφορά, ο φακός της ποιητικής μηχανής εστιάζεται στο μυθικό παρελθόν, το οποίο χρησιμοποιείται ως στόχαστρο για να ιδωθεί το ιστορικό παρόν, συνήθως από μια πιο υποψιασμένη ή και πιο πρισματική οπτική γωνία. Στις καλύτερες (ή ωριμότερες) εφαρμογές επιτυγχάνεται η ταύτιση του μυθικού χρόνου με τον σύγχρονο. Παρά ταύτα, σε ένα πρώτο επίπεδο, η επιλογή αυτής της μεθόδου συνιστά κατά κάποιον τρόπο και επιλογή ενός προσωπείου. Αυτός που μιλά στο ποίημα (όποια και αν είναι η ιδιότητά του) δεν αντιμετωπίζεται άμεσα με τα τρέχοντα πολιτικά γεγονότα, επομένως ούτε με τους φορείς της εξουσίας, κι αυτό παρέχει στο ποιητικό υποκείμενο ένα είδος κάλυψης.

[…] Εδώ περιγράφω την πρωτογενή συνθήκη που επιβάλλει ο τρόπος, ή καλύτερα η χρήση της μεθόδου, η οποία επιτρέπει στον ποιητή να θεωρήσει τα πράγματα από μια θέση ιδιωτικής ασφάλειας. Δημιουργεί, δηλαδή, ο έμμεσος λόγος, ιδίως στον ανυποψίαστο αναγνώστη, την εντύπωση ότι αυτό που διαβάζει είναι λογοτεχνία και τίποτε παραπάνω. Τεχνάσματα και τεχνικές του λόγου: «Κι α σου μιλώ με παραμύθια και παραβολές», λέει για παράδειγμα ο Σεφέρης, προσδιορίζοντας τον έμμεσο χαρακτήρα του ποιητικού του τρόπου. Ενώ ο Ρίτσος όχι μόνο μιλά αρκετά συχνά με άμεσο τρόπο, σαν να καταθέτει ως μάρτυρας σε λαϊκό δικαστήριο της εποχής του και είναι υποχρεωμένος να προσκομίσει πειστήρια και αποδείξεις, αλλά εντάσσει (στη δική του ποιητική αντίδραση σε θέματα που αφορούν την εμπλοκή του ιστορικού παρόντος στην ποιητική διαδικασία) και τους σπουδαιοφανείς κριτικούς. Εκείνους που ως ιεροεξεταστές κατακεραύνωναν την ποιητική του για έλλειψη επιστημονικής συνέπειας της μεθόδου. Λ.χ., για την πρόχειρη ή και «ανίδεη», κατά την κρίση τους, χρήση των γραμματειακών πηγών. […]

Μιχάλης Πιερής, «Ρίτσος-Σεφέρης. Συγκλίσεις και αποκλίσεις στη “μυθική μέθοδο”». Διεθνές Συνέδριο. Ο ποιητής και ο πολίτης Γιάννης Ρίτσος. Οι εισηγήσεις, επιμ. Αικατερίνη Μακρυνικόλα, Στρατής Μπουρνάζος, Μουσείο Μπενάκη — Εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα 2009, 83-84.

 

 

Τα 12 ποιήματα για τον Καβάφη ανήκουν σ’ ένα φιλολογικό είδος που είχε μεγάλη διάδοση στην Ελλάδα το 19ο αιώνα, και που μπορούμε να το ονομάσουμε «χαιρετισμό στους ποιητές». Σημαντικότερος εκπρόσωπός του είναι αναμφισβήτητα ο Παλαμάς, ο δημιουργός μιας πλούσιας σειράς ποιημάτων αφιερωμένων σε όλους, μπορούμε να πούμε, τους έλληνες ποιητές των αρχών του 19ου αιώνα. Για να δώσουμε ένα συγκεκριμένο παράδειγμα, ας θυμηθούμε το περίφημο τετράστιχο που αφιέρωσε στον Ρίτσο, όταν έκανε τα πρώτα του βήματα:

Το ποίημά σου το πικρό, το ζουν ιχώρ κ’ αιθέρας,
καθάριος όρθρος της αυγής, μηνάει το φως της μέρας.
Σε μια φρικίαση τραγική χαμογελάει μιας πλάσης
ρυθμός. Παραμερίζουμε, ποιητή, για να περάσεις.

ή τον τελευταίο, καθυστερημένο επίγονο του είδους, που είναι ο Χαιρετισμός στον Γιάννη Ρίτσο της Σοφίας Μαυροειδή-Παπαδάκη. Αυτό το φιλολογικό είδος παρουσιάζει αρκετά σταθερά χαρακτηριστικά. Περιορίζομαι να επισημάνω δύο: είναι ποιήματα γραμμένα με την ευκαιρία δημόσιων γεγονότων (επέτειοι, παρουσιάσεις και δημοσιεύσεις έργων)· ακολουθούν συστηματικά την αποστροφή στο δεύτερο πρόσωπο, με το διπλό χαρακτήρα του εγκώμιου (που υπερισχύει) και της σατιρικής επίθεσης.

Τα 12 ποιήματα σέβονται τον πρώτο «κανόνα» (κι αυτά είναι γραμμένα με την ευκαιρία μιας επέτειου, των 100 χρόνων από τη γέννηση του Καβάφη), αλλά αντί για την αποστροφή, χρησιμοποιούν το τρίτο πρόσωπο. Δεν είναι λοιπόν μια προσφορά στη μνήμη του Καβάφη, δεν είναι —όπως έχουν μεταφραστεί στα ιταλικά— «poesie per Kavafis»: είναι μάλλον μια «αξιοποίηση» του Καβάφη, μια ανασκαφή του Καβάφη, μια αναμόρφωση της καβαφικής γραφής μέσα από την οποία ο Ρίτσος επανεξετάζει τη δική του γραφή.

Μάσιμο Πέρι, «Καβάφης/Ρίτσος», μτφ. από τα ιταλικά: Λήδα Μοσχονά. Αφιέρωμα στον Γιάννη Ρίτσο, Κέδρος, Αθήνα 1981, 273.

 

 

[…] Απ’ τη συγγραφική δραστηριότητα του Ρίτσου απουσιάζουν ολοκληρωτικά το προσωπικό ημερολόγιο, το απομνημόνευμα κ’ η αυτοβιογραφία στην τρέχουσα σημασία των όρων. Είναι χαρακτηριστικό ότι τα μόνα «ημερολόγια» που κράτησε ο Ρίτσος είναι τα Ημερολόγια εξορίας (1948-1951), έργο καθαρά ποιητικό, και τα μόνα «απομνημονεύματα» που έγραψε, είναι τα «Απομνημονεύματα ενός ήσυχου ανθρώπου που δεν ήξερε τίποτα», δηλαδή το Τερατώδες αριστούργημα (1977), έργο επίσης καθαρά ποιητικό. Ο μόνος συγγραφικός εκφραστικός του τρόπος είναι αναμφισβήτητα η ποίηση. Η διαπίστωση αυτή δεν αίρεται, αλλ’, αντίθετα, επιβεβαιώνεται απ’ τα ελάχιστα θεατρικά, πεζά ή θεωρητικά του έργα: Στο μελετητή τους γίνεται αμέσως φανερό ότι και σ’ αυτά εκφράζεται πρωταρχικά ένας ποιητής.

Η […] παρουσία του μύθου στις μεγάλες συνθέσεις της Τέταρτης διάστασης θα σημάνει το όριο και την κορφή μιας νέας εκφραστικής κατάχτησης του Ρίτσου: Εδώ, η συστηματική εκμετάλλευση του μύθου συναπαρτίζει μιαν εξαιρετικά πολύπλοκη σύνθεση, στην οποία ο μύθος αποτελεί το βασικό ποιητικό φορείο, το δοχείο στο οποίο θα χυθούν και θ’ αναμιχτούν δυο ακόμα στοιχεία, το αυτοβιογραφικό και το ιστορικό.

Γιώργος Βελουδής, «Αυτοβιογραφία, μύθος και ιστορία στο έργο του Γιάννη Ρίτσου». Προσεγγίσεις στο έργο του Γιάννη Ρίτσου, Κέδρος, Αθήνα 1984, 70-71.

 

Στον Αϊ-Στράτη, 1951
[πηγή: Εθνικό Κέντρο Βιβλίου - Αφιέρωμα στον Γιάννη Ρίτσο].
 

 

 

Οι αρχαιόθεμοι μονόλογοι αντλούν από τον κύκλο των Ατρειδών, των Λαβδακιδών και τον τρωικό κύκλο. […]

Παράλληλα, καλλιεργείται συστηματικά το ολιγόστιχο ποίημα. Από πολύ νωρίς, τα μικρά ποιήματα γράφονταν στο περιθώριο των μεγάλων συνθέσεων και είναι, όπως τα τιτλοφορεί ο ίδιος, Σημειώσεις στα περιθώρια του χρόνου (1938-41), Παρενθέσεις (1946-1947), Ασκήσεις (1950-60). Από την εποχή όμως αυτή, το λακωνικό, συμπυκνωμένο ποίημα, απόσταγμα της καλλιτεχνικής εμπειρίας, θα είναι ο δεύτερος πόλος της δημιουργίας του. Λιτό, οικείο, κάποτε παράδοξο, καταγράφει χαμηλότονα τις ελάχιστες χειρονομίες, τους ψυχικούς κραδασμούς, καθηλώνει το φευγαλέο, καθαγιάζοντας την καθημερινότητα. Ο ποιητής διαλέγεται με το μικρόκοσμο των πραγμάτων (έπιπλα, σκεύη, εργαλεία της δουλειάς), αυτών των «απλών, απτών, αδιανόητων και κατευναστικών αντικειμένων, αυτών των μικρών συσσωρευτών της χρήσιμης ανθρώπινης ενέργειας», καθώς μας λέει, σχολιάζοντας τις Μαρτυρίες. Τα αντικείμενα, όπως και όλα τα ζώντα ή άψυχα του σύμπαντος, βρίσκονται σε συνεχή ανταπόκριση με τον άνθρωπο. Κι αυτή η ποιητική αίσθηση που νοηματοδοτεί τον κόσμο είναι ίσως η μεγαλύτερη χάρη και δωρεά του ριτσικού έργου.

Χρύσα Προκοπάκη, «Εισαγωγή». Ανθολογία Γιάννη Ρίτσου, επιλ. Χρύσα Προκοπάκη, επιμ. Χρύσα Προκοπάκη, Αικατερίνη Μακρυνικόλα, Κέδρος, Αθήνα 2000, 17-18.

 

 

Με τις Μαρτυρίες Β΄ (1964-1965) ο αρχαίος κόσμος εισβάλλει και στα μικρά ποιήματα. Πολλά απ’ αυτά είναι ουσιαστικά τα πρώτα των μελλοντικών Επαναλήψεων. Στα τότε όμως δεδομένα η τάση που επικρατεί είναι η αποκατάσταση της ενότητας του χρόνου μέσα από το τοπίο και τα αρχαία μνημεία, η έξαρση του αρχαίου κάλλους, η ανάδειξη του ερωτικού, και μια τάση τονισμού του αντι-ηρωικού στοιχείου (βλέπε π.χ. «Ευρύλοχος», «Μη-ήρωας», «Η μήνις». […]).

[…]

Έκφραση των πρώτων χρόνων της δικτατορίας είναι η τριπλή συλλογή Πέτρες Επαναλήψεις Κιγκλίδωμα (1968-1969) που κυκλοφόρησε μες στη δικτατορία σε δίγλωσση έκδοση στο εξωτερικό. Τον ίδιο καιρό γράφεται Ο τοίχος μέσα στον καθρέφτη (1967-1968, 1971).

Στις Επαναλήψεις το μυθολογικό ή ιστορικό προσωπείο θα λειτουργήσει τριπλά: για την καταγγελία του αντίπαλου, για την έκφραση της κρίσης, για την κριτική στους οικείους. Έτσι, οι Επαναλήψεις, παρ’ όλη την παραβολική τους μορφή —μάλλον ακριβώς χάρη σ’ αυτήν— αναφέρονται πιο συγκεκριμένα σε «πρόσωπα και γεγονότα». […]

Στις Επαναλήψεις λοιπόν έχουμε τη μυθολογική κάλυψη, την παραβολή, αλλά και την παρουσία του ιστορικού τοπίου πιο έντονη από ποτέ, τώρα μες στο στρατόπεδο. […]

Χρύσα Προκοπάκη, Η πορεία προς τη Γκραγκάντα ή οι περιπέτειες του οράματος, Κέδρος, Αθήνα 1981, 52 & 60.

 

Κατά την απονομή του Βραβείου Λένιν για την Ειρήνη (Μόσχα 1977)
[πηγή: Εθνικό Κέντρο Βιβλίου - Αφιέρωμα στον Γιάννη Ρίτσο].
 

 

[…] Ο Αλέξανδρος Αργυρίου εύστοχα έχει κάνει λόγο για «σπειροειδή εξέλιξη» στο έργο του Ρίτσου. Συμπληρώνω εδώ ότι σπειροειδής είναι σύμφωνα με την κοσμοθεωρία του κομουνιστή Ρίτσου και η εξέλιξη της Ιστορίας, στο κάλεσμα της οποίας ανταποκρίθηκε πολλαπλά αποτυπώνοντάς την ποιητικά. Πιο συγκεκριμένα θα έλεγα ότι πρόκειται για ποίηση, η οποία κατά κύριο λόγο αποτυπώνει την καθημερινή πραγματικότητα — στα μεγάλα και σημαντικά, όπως για παράδειγμα στον Επιτάφιο, αλλά και στα μικρά και ασήμαντα, όπως εύγλωττα δηλώνει ο ποιητής στην Αναγκαία εξήγηση, στην επιφάνειά της, όπως στα Επικαιρικά, αλλά και στο βάθος της, όπως στις υπαρξιακές αναζητήσεις της Τέταρτης διάστασης. Και μάλιστα, πρόκειται για ποίηση, η οποία μιλά για την πραγματικότητα χρησιμοποιώντας τα υλικά της: το ψωμί, το λάδι, ένα πράσινο φύλλο, την μάντρα, τα κουμπιά του σακακιού, το καθαρό σεντόνι… Πρόκειται, δηλαδή, για ποίηση η οποία επιλέγει να μιλήσει «ήσυχα κι απλά», κι αυτό είναι ίσως η μέγιστη προσφορά της, καθώς επιλέγει να απευθυνθεί σε ανθρώπους κοινωνικά αποκλεισμένους από την τέχνη. Έτσι, άσχετα αν το έργο του Ρίτσου δεν έγινε στο σύνολό του κατανοητό από τις μάζες, ο Ρίτσος επέλεξε να απευθυνθεί σε αυτές. Όλα τα παραπάνω θεωρώ ότι αποτελούν τα αίτια αλλά και τα υλικά της επανάληψης στο έργο του.

Νάντια Φραγκούλη, «“Επαναλήψεις —λέει,— επαναλήψεις δίχως τέλος· τι κούραση θε μου·”», περ. Το δέντρο, τχ. 169-170 (Άνοιξη-Καλοκαίρι 2009) 149-150.

 

 

[…] Μια ουμανιστική διάθεση διακρίνει ολόκληρο το έργο του και αυτό είναι η πιο σημαντική ορίζουσα της ποίησής του.

Σε άμεση συνάφεια με τον ουμανισμό αυτό βρίσκεται η αγάπη του για το παιδί, στο οποίο αφιερώνει τέσσερις ολόκληρες ποιητικές συλλογές. Η πρώτη γράφεται το 1955, με την ευκαιρία της γέννησης της κόρης του Έρης. Επιγράφεται Πρωινό άστρο και φέρει υπότιτλο Μικρή εγκυκλοπαίδεια υποκοριστικών για την κορούλα μου. Εκδίδεται την ίδια χρονιά και περιλαμβάνεται στο Β΄ τόμο των Ποιημάτων του. Εννέα χρόνια αργότερα κυκλοφορεί τη δεύτερη συλλογή του με παιδικά ποιήματα. Την αφιερώνει στο Φωτούλη και στην Έρη και την τιτλοφορεί Παιχνίδια του ουρανού και του νερού. Ύστερα από μακροχρόνια κυοφορία στα 1978 εκδίδεται η τρίτη συλλογή με παιδική ποίηση με τίτλο Μια πυγολαμπίδα φωτίζει τη νύχτα. Δύο χρόνια αργότερα κυκλοφορεί η τέταρτη συλλογή ποιημάτων για παιδιά με το σαιξπηρικό τίτλο Όνειρο καλοκαιρινού μεσημεριού, που περιέχει ποιήματα για παιδιά του Δημοτικού και του Γυμνασίου. Οι δύο τελευταίες συλλογές έχουν συμπεριληφθεί στον πρώτο τόμο των Ποιημάτων του. Τέλος, ο θάνατος της μικρούλας Φωτεινούλας ΦΙΛΙΑΚΟΥ εμπνέει τον ποιητή και γράφει το ποίημα Αναφυλλητό, που περιλαμβάνεται στο Β΄ τόμο των Ποιημάτων του, στη συλλογή ΥΔΡΙΑ. Πρόκειται για ένα λυρικό ελεγειακό ποίημα με σημείο αναφοράς τη νεκρή Φωτεινούλα, ο θάνατος της οποίας δίδει την ευκαιρία στον ποιητή να φιλοσοφήσει για την κοσμολογική ισοτοπία ζωή vs θάνατος, να εξυμνήσει την πρώτη και να θρηνήσει για το δεύτερο.

Γεώργιος Δ. Παπαντωνάκης, Εισαγωγή στην παιδική ποίηση του Γιάννη Ρίτσου, Οδυσσέας, Αθήνα 1996, 12-13.

 

 

Ο χαρακτηρισμός πολυγράφος για τον Ρίτσο λίγο έχει νόημα, αν δεν προσδιορίσουμε το μέγεθος της πολυγραφίας του. Γιατί το ποιητικό του έργο (και σ’ αυτό θα πρέπει να υπολογίσουμε και τις 41 ανέκδοτες ακόμη συλλογές του) είναι σε όγκο τόσο μεγάλο, που σε σύγκριση με αυτό το έργο των συνήθων πολυγράφων ποιητών να φαίνεται ισχνό. Λ.χ. είναι τρεις φορές μεγαλύτερο από το ογκώδες ποιητικό έργο του Παλαμά, το οποίο, με τη σειρά του, είναι σχεδόν διπλάσιο σε έκταση από το ποιητικό έργο του Σικελιανού, που θα μπορούσε κι αυτός να χαρακτηριστεί πολυγράφος ποιητής. Με άλλα λόγια, ο Ρίτσος είναι —κατά πολύ— ο πολυγραφότερος Νεοέλληνας ποιητής (ενδεχομένως και ο πολυγραφότερος ποιητής του αιώνα μας παγκοσμίως), κι αυτό είναι το πρώτο χαρακτηριστικό της πολυγραφίας του.

Το δεύτερο είναι η ποιότητά της. Με την εξαίρεση των πολιτικών ποιημάτων του, που είναι προφανές ότι ο Ρίτσος τα έγραφε όχι από πραγματική ποιητική ανάγκη (ότι έκανε συνειδητά μια παραχώρηση στην ιδεολογία του), τα ποιήματά του που πέφτουν κάτω από ένα ανεκτό αισθητικό επίπεδο είναι πολύ λιγότερα απ’ όσα θα περίμενε κανείς από έναν τόσο πολυγράφο ποιητή — κι αυτό αποτελεί ποιητικό φαινόμενο. Δεν βρίσκω ποιητή της εποχής μας που θα μπορούσε ως προς αυτό να παραβληθεί με τον Ρίτσο. Ίσως ο μόνος καλλιτέχνης με τον οποίο θα μπορούσαμε, αναλογικά, να παρομοιάσουμε τον Ρίτσο είναι ο Πικάσσο, τα καλλιτεχνικά αποθέματα του οποίου ήταν αξιοθαύμαστης, για τον όγκο τους, ποιότητας.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η υπέρμετρη έκταση αποβαίνει εις βάρος του ποιητικού έργου του Ρίτσου: το καθιστά δύσχρηστο, αφού κάνει την πρόσβασή μας στα καλύτερα ποιήματά του κοπιαστική. Αυτό όμως δεν μειώνει την αξία του, αν κρίνουμε την αξία ενός ποιητικού έργου από το άθροισμα της αξίας των σημαντικών ποιημάτων που περιέχει και όχι από το άθροισμα της αξίας των ποιημάτων που το αποτελούν. Τα σημαντικά ποιήματα του Ρίτσου, αυτά που καθορίζουν το ποιητικό του ανάστημα, είναι ποιήματα τέτοιας συναισθηματικής διαύγειας και συγκινησιακής πυκνότητας, που όμοιά τους δεν συναντάμε συχνά στη νεοελληνική ποίηση. Αυτά τα ποιήματα, πιστεύω, καταξιώνουν τον Ρίτσο ως μεγάλο ποιητή. Στα ποιήματα αυτά, που είναι τα περισσότερα μικρής εκτάσεως και τα οποία όλα μαζί συγκροτούν ένα ποιητικό corpus όχι μικρότερο σε όγκο από το corpus των καλύτερων ποιημάτων άλλων μεγάλων ποιητών, ο Ρίτσος εκφράζει το αίσθημα της φθοράς και του χρόνου (που είναι, μαζί με το συναφές αίσθημα της καθημερινότητας, τα βασικά του θέματα) λεπτότερα απ’ ό,τι ο Καβάφης και ο Σεφέρης.

Νάσος Βαγενάς, «Ένας Πικάσσο της ποίησης». Σημειώσεις από το τέλος του αιώνα, Κέδρος, Αθήνα 1999, 111-112.

 

Δείτε επίσης και:


Γενιά του 1930