Πρόσωπα και θέματα της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας

▲▲ Ροΐδης Εμμανουήλ

 

 

Ο Ροΐδης δεν υπήρξε συγγραφεύς αξιοσημειώτου γονιμότητος· η φαντασία του ήτο στενή, η δε συγγραφική του ευχέρεια προβληματική· κατέχων, όσο ολίγοι, την αίσθησιν της τελειότητος της φράσεως, κατεβασάνιζε τας σελίδας του πριν τα παραδώση εις την δημοσιότητα. [Ι.Μ Παναγιωτόπουλος, «Νεοελληνική λογοτεχνία». Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τ. Ι΄ (Ελλάς), σ. 932].

Ολιγογραφία λοιπόν, δυστοκία, τελειομανία, περιορισμένη φαντασία κ.λ.π. Έστω. Όμως τα γεγονότα, τα ξεροκέφαλα γεγονότα, μαρτυρούν ότι, παρά ταύτα, ο Ροΐδης έγραψε και δημοσίευσε (επωνύμως, ανωνύμως και ψευδωνύμως) πολύ περισσότερα από όσα περιέχονται ως σήμερα στα λεγόμενα Άπαντά του. Αρκετές φορές, μπροστά σε ορισμένα δημοσιεύματα εφημερίδων ή περιοδικών του 19ου αιώνα, ο υποψιασμένος ερευνητής αναρωτιέται: Είναι του Ροΐδη; Ή μήπως σαν του Ροΐδη; Τίποτε δεν αποδεικνύεται αυτομάτως. Οι ενδείξεις δεν μεταβάλλονται εύκολα σε αποδείξεις. Κι όμως, τα θετικά αποτελέσματα υπάρχουν. Ένας άνθρωπος στον οποίο οφείλουμε την ανεύρεση πολλών αθησαύριστων ροϊδικών δημοσιευμάτων, ο Χαρίλαος Σακελλαριάδης, φίλος και μελετητής όχι μόνο του Καρυωτάκη αλλά και του 19ου αιώνα, παρατηρούσε το 1949 ότι «τ’ άγνωστα του Ροΐδη έργα που έτυχε να βρούμε τελευταία είναι τόσο πολλά, ώστε καταντάει πια θρύλος η ιδέα πως αυτός ήταν ολιγογράφος».

[…]

Ο Ροΐδης έχει τη δυνατότητα να δημοσιεύει τα κείμενά του επωνύμως, ανωνύμως και ψευδωνύμως, φανερώνοντας, αποκρύπτοντας και παραποιώντας την ταυτότητα-υπογραφή του. […]

[…] Ο Κυρ. Ντελόπουλος [Νεοελληνικά φιλολογικά ψευδώνυμα, ΕΛΙΑ, Αθήνα 21983, σ. 258-259] τού αποδίδει (πράγμα πρωτοφανές για τα ελληνικά δεδομένα) 33 ψευδώνυμα, τα οποία όμως θα μπορούσαν να είναι και περισσότερα. Στον Βολταίρο αποδίδονται 160 ψευδώνυμα. […]

Παν. Μουλλάς, «Προλεγόμενα». Εμμανουήλ Ροΐδης, Αθησαύριστα κείμενα. Από την εφημερίδα «Ραμπαγάς». 1882-1885, φιλ. επιμ. Παν. Μουλλάς, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 2005, 10-11 & 44-45.

 

 

Ο Εμμανουήλ Ροΐδης γεννήθηκε στην Σύρα, από οικογένεια εύπορη, το 1836. Από έξι ως δεκατριών χρόνων έζησε στην Γένοβα· ύστερα γύρισε στην Σύρα, όπου ακολούθησε κανονικά σχολικά μαθήματα. Οικότροφος σε Λύκειο, ξενυχτάει κρυφά διαβάζοντας άπληστα τα μυθιστορήματα του Δουμά· από τότε πρωτοφανερώθηκε σε αυτόν και η συγγραφική διάθεση. Από τα 1855, παιδί σχεδόν ακόμη, περνάει σε ξένους τόπους πάλι, ζει στην Γερμανία, στην Ρουμανία και στην Αίγυπτο· προέχει δηλαδή ως τα είκοσι επτά του χρόνια, ως την εποχή όπου έρχεται να εγκατασταθεί οριστικά στην Αθήνα, το κοσμοπολιτικό στοιχείο μέσα στην ζωή του. Φιλαναγνώστης, φιλότεχνος, μοιράζει τις ώρες του ανάμεσα στις βιβλιοθήκες, στα φροντιστήρια, στα μουσεία και στις συναυλίες· τον απασχολεί όμως πολύ και η κοσμική ζωή. Ευτυχισμένα νιάτα που καλλιεργούν την αίσθηση του καλού, αλλά αφήνουν σε αδράνεια την λειτουργία της φαντασίας. Δύο αλλεπάλληλα ατυχήματα έρχονται να επιτείνουν την εγωιστική μόνωση του Ροΐδη: η ακοή του ελαττώνεται σε βαθμό να δυσκολεύει την κοσμική του ζωή, και μια σειρά από κακές επιχειρήσεις τον καταστρέφει οικονομικά. Η υπεροχική διάθεση, όπως την είχε διαπλάσει η ευτυχισμένη νιότη του, γίνεται τώρα συντελεστής στην ανάπτυξη του ορθολογικού σαρκαστικού πνεύματός του. Ο Ροΐδης ζει μέσα στην ελληνική κοινωνία με την νοσταλγία των περασμένων, με το αίσθημα ότι μειώνεται ζώντας στην Αθήνα, αφού έζησε και χάρηκε τον αέρα των μεγαλοπόλεων. Θέλει να μείνει Έλληνας του εξωτερικού.

Το διάβασμα, που έγινε πια μοναδική χαρά της ζωής του, τον βοηθεί σε μια τέτοια στάση. Όταν αραιά και πού διαβάζει ελληνικά κείμενα, συγκρίνει περισσότερο παρ’ όσο κρίνει· η σκέψη του, καλλιεργημένη από την καλύτερη γαλλική παραγωγή των χρόνων του, βλέπει με δυσμένεια τις ελληνικές λογοτεχνικές προσπάθειες. […] Η πικρία του ξεχύνεται σε όλες τις εκδηλώσεις του, είτε γράφει μυθιστόρημα, είτε δοκιμάζεται στην πολιτική, είτε ασχολείται με την κριτική. Στο τέλος της ζωής του, οικονομικοί λόγοι, συνδυασμένοι με την νοσταλγία των παιδικών του χρόνων, τον έτρεψαν προς ένα είδος που συνηθίζουμε να το λέμε διηγήματα, αλλά που έχει στενά αυτοβιογραφική βάση.

[…]

Ο Ροΐδης πρωτοπαρουσιάζεται στα γράμματα με μια μετάφραση του Οδοιπορικού του Σατωβριάνδου στα 1860. Ο πρόλογός του φανερώνει πρώιμο ενδιαφέρον, σπάνιο τότε στην Ελλάδα, για τα ζητήματα του ύφους και της συγγραφής. […]

Κ.Θ. Δημαράς, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Από τις πρώτες ρίζες ως την εποχή μας, Εκδόσεις «Γνώση», Αθήνα 2000 (9η έκδ.), 435-437.

 

 

 

[…] Ιδιαίτερη εντελώς θέση μέσα στα πλαίσια του ιστορικού μυθιστορήματος κατέχει η Πάπισσα Ιωάννα (1866), νεανικό έργο του Εμμανουήλ Ροΐδη, έργο που προκάλεσε βίαιες αντιδράσεις και την καταδίκη της Εκκλησίας· με το οξύτατο ορθολογιστικό πνεύμα του, την ειρωνεία του, ακόμα και με την κομψογραφία του, ο Ροΐδης ερχόταν σε αντίθεση με τον ρομαντικό κόσμο, του οποίου ωστόσο αναμφισβήτητο τέκνο ήταν το μυθιστόρημά του. […]

Λίνος Πολίτης, Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 1998 (9η έκδ.), 180.

 

 

[…] Εκείνο που μένει από την Πάπισσα είναι μια λαμπρή αφήγηση, ένα φανταχτερό ύφος, που το κατασταίνει εναργέστερο η απλότητα των μέσων, και τέλος μια έντονη φωνή διαμαρτυρίας εναντίον των αστοχιών του αθηναϊκού ρομαντισμού· για να καταλάβουμε την ιστορική προσφορά της, πρέπει να την ξαναστήσουμε στην κανονική προοπτική, το 1866, ανάμεσα στις δυο ποιητικές συλλογές του ίδιου χρόνου: στους Στόνους του Παπαρρηγόπουλου και τις Εικόνες του Βασιλειάδη.

Κ.Θ. Δημαράς, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Από τις πρώτες ρίζες ως την εποχή μας, Εκδόσεις «Γνώση», Αθήνα 2000 (9η έκδ.), 438.

 

 

[…] Όπως φαίνεται, τα χρόνια που είχε περάσει παιδί στη Γένοβα, τον καιρό που κηρύχθηκε η Επανάσταση του 1848 — χρόνια που αναφέρει με ενθουσιασμό στην εισαγωγή του μυθιστορήματος— του πυροδότησαν τα αντικληρικά και αντικομφορμιστικά αισθήματα που βλέπουμε να εμποτίζουν την Πάπισσα.

 Ο Ροΐδης διαλέγει ένα θέμα σκανδαλώδες από μόνο του για το μυθιστόρημά του, την περίπτωση μιας κορασίδας που κατάφερε να ανέβει στον παπικό θρόνο τον 9ο αιώνα. Το θέμα δεν ήταν καινούργιο. […] Ωστόσο αν ο κύριος στόχος μοιάζει να σκανδαλίζει τον αναγνώστη, όταν ξεπεράσει την πρώτη έκπληξη αντιλαμβάνεται, ιδίως ύστερα από ενάμιση αιώνα όπως εμείς, ότι η πάπισσα αποτελεί για τον Ροΐδη μια θαυμάσια πρόφαση για να οικοδομήσει ένα έργο υψηλής λογοτεχνικής στάθμης, ένα παιχνίδι πολύ μεγάλης διανοητικής κομψότητας.

Κατ’ αρχάς ο Ροΐδης, σε μια εποχή που είχε εξιδανικεύσει τη μεσαιωνική περίοδο, καταλύει αυτόν τον ρομαντικό μύθο δείχνοντας πόσο χοντροκομμένος ήταν ο μεσαίωνας· επίσης δεν χάνει την ευκαιρία για να υπενθυμίσει στον αναγνώστη, προσποιούμενος τον σοβαρό, πως πρόκειται για ένα παραμύθι. Η αφήγηση βρίθει σοφών παραθεμάτων, πραγματικών ή πλαστών, με παραπομπές και υπαινιγμούς σε βιβλία και πρόσωπα σύγχρονα: τα πάντα μπορούν να κάνουν την παρωδία πιο σαγηνευτική. […]

Ο Ροΐδης κοιτάζει με την άκρη του ματιού προς τον αναγνώστη· μια τον κακοπαίρνει και τον μπερδεύει με τις παρεκβάσεις του, μια τον υποχρεώνει να γίνει συνένοχός του, φυσικά εις βάρος της Ιωάννας, και αυτό το παιχνίδι το παίζει με θαυμάσια κομψότητα και μαστοριά.

Όποιος, ωστόσο, μελετά την πολιτισμική κίνηση της Ελλάδας προς το τέλος του 19ου αιώνα έχει επίγνωση του γεγονότος ότι ο Ροΐδης αποτελεί μία παρουσία που πάει πολύ πιο πέρα από το σκάνδαλο ενός νεανικού μυθιστορήματος και ότι πέραν του πειρασμού να παραδοξολογεί μετ’ επιμονής, τον ενδιαφέρει η υπεράσπιση κάθε υπόθεσης που μπορεί να συντελέσει στη διαμόρφωση μιας νέας συνείδησης στον κόσμο των γραμμάτων. Έτσι βρίσκεται στο πλευρό του Παλαμά και των άλλων αναμορφωτών που εμφανίζονται στη δεκαετία του 1880.

Mario Vitti, Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Εκδόσεις Οδυσσέας, Αθήνα 2003, 281-283.

 

 

Αν ο πόλεμος εναντίον της Πάπισσας υπήρξε αναπόφευκτος, αναπόφευκτος δεν ήταν ο τρόπος με τον οποίον έγινε. Η υπεροχή όμως, […] μέσα στους κόλπους της εκκλησίας του πνευματικά πλέον καθυστερημένου μέρους του ιερατείου, και κατά συνέπεια φανατικότερου, απέναντι στο πλέον καλλιεργημένο, νηφαλιότερο και φυσικά ασθενέστερο, επέβαλε και τα μέσα. Ενώ λοιπόν από την μια μεριά, το κοινό στο οποίο εστηριζόταν το ιερατείο αυτό, και στο οποίο απέβλεπε, καθόρισε αναγκαστικά και την ποιότητα των επιχειρημάτων, από την άλλη ο εγωκεντρισμός και φανατισμός των πρωτουργών οδήγησε στην παραμέληση του αντιπάλου. Το τελευταίο αυτό υπήρξε βασικό σφάλμα, επειδή την φορά αυτή στην θέση του κατατρεγμένου δεν βρίσκεται ο θρησκευόμενος, οξύθυμος και εκρηκτικός Λασκαράτος, αλλά ο θρησκευτικά τουλάχιστον αδιάφορος, νηφάλιος, θυμόσοφος και κατά βάση περισσότερο είρων, παρά σατιρικός, Ροΐδης, που είχε δείξει ήδη με το έργο του τις γενικότερες διαθέσεις του.

Σήμερα, δηλαδή, που με την ορθή εκτίμηση των θεμάτων όσα αναφέρονται στην ψυχολογία του πλήθους, έχουμε τοποθετήσει στην σωστή βάση και την θεωρούμενη δυσφήμηση, ώστε να ξέρουμε ότι πολλές φορές και η πιο φαινομενικά επιτυχής δυσφήμηση μπορεί, όταν διεξαχθεί αδέξια, να οδηγήσει άσφαλτα στην διαφήμιση, θα χαρακτηρίζαμε χωρίς καμμιά δυσκολία την επίθεση εναντίον της Πάπισσας, αν ληφθεί μάλιστα υπόψη και ο αντίπαλος, ένα μάλλον αδέξιο χειρισμό της εκκλησίας· γιατί, το μόνο ουσιαστικό αποτέλεσμα που είχε —ανεξάρτητα από την αγαθή τύχη του ίδιου του έργου— ήταν να βοηθήσει τον Ροΐδη να κατευθύνει την σκέψη του και την πολεμική του σε μια σειρά από αξιόλογα κείμενα, που όχι μόνο του επέτρεψαν να ολοκληρώσει το θέμα που είχε αρχίσει με την Πάπισσα, θεμελιώνοντας και θεωρητικά τις απόψεις του, αλλά και να βρει γρηγορότερα τον συγγραφικό του παλμό.

Άλκης Αγγέλου, «Η εκκλησία, η Πάπισσα, ο Ροΐδης». Εμμανουήλ Ροΐδης, Η πάπισσα Ιωάννα, επιμ. Άλκης Αγγέλου, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Αθήνα 1993, 45-46.

 

 

Τι είναι το ύφος του Ροΐδη; Ο Proust συσχέτιζε το δικό του με τη μεταφορά. Ο συγγραφέας της Πάπισσας Ιωάννας το συσχετίζει κυρίως με την παρομοίωση. Αρκεί να θυμηθούμε το γνωστό εκείνο χωρίο των Προλεγομένων του που φωτίζει τα πράγματα: «…επροσπάθησα να εξορκίσω τα χασμήματα καταφεύγων ανά πάσαν σελίδα εις απροσδοκήτους παρεκβάσεις, ιδιοτρόπους παρομοιώσεις ή αλλοκότους λέξεων συγκρούσεις· περιβάλλων εκάστην ιδέαν δι’ εικόνος, ούτως ειπείν, ψηλαφητής, και αυτά ακόμη τα σοβαρώτερα της θεολογίας ζητήματα στολίζων διά κροσσίων, θυσσάνων και κωδωνίσκων ως ποδιάν Ισπανής χορευτρίας» […].

Η στρατηγική λοιπόν της γραφής επιβάλλει να χρησιμοποιείται ως «ανθυπνωτικόν φάρμακον κατά της απαθείας του Έλληνος αναγνώστου» ένα σύνολο από τεχνάσματα (παρεκβάσεις, παρομοιώσεις, συγκρούσεις λέξεων, εικόνες) που ενεργούν σαν χτυπήματα στο κεφάλι «διά ξηράς κολοκύνθης». […] Να προσθέσω την πεποίθησή μου ότι «ο τρόπος ούτως του γράφειν» συνδέεται άμεσα με τη σάτιρα; […] ο Ροΐδης βρίσκει το ύφος του ταυτόχρονα με την τοποθέτησή του σε μια ορισμένη απόσταση από το αντικείμενό του, δηλ. ταυτόχρονα με την επιλογή της σατιρικής του οπτικής γωνίας.

[…] Σε τελευταία ανάλυση, τι θα ήταν ο Ροΐδης χωρίς τη σάτιρα (και η νεοελληνική σάτιρα χωρίς τον Ροΐδη); […]

Παν. Μουλλάς, «Για το ήθος και το ύφος του Ροΐδη». Ρήξεις και συνέχειες. Μελέτες για τον 19ο αιώνα, Εκδόσεις Σοκόλη, Αθήνα 1993, 333-334 & 337.

 

 

 

[…] Μετά την Πάπισσα, εδημοσίευσε μια σειρά από αφηγήματα γύρω στον μεσαίωνα, σαν αποσπόρια, θα έλεγε κανείς, της μελέτης που έκανε για τη σύνταξη του μυθιστορήματός του· ύστερα είναι τα πολιτικά ενδιαφέροντά του, ο κύριος όγκος του κριτικού του έργου, και αργά, αφού το διήγημακαθιερώθηκε στην νέα μας λογοτεχνία, αρχίζει να δημοσιεύει αυτά που ονομάζουμε διηγήματά του. […]

Είμαστε γύρω στα 1890· ο Ροΐδης, κουρασμένος, φτωχός, πικραμένος, στρέφεται με νοσταλγία προς τα παιδικά του χρόνια. Δίπλα στα διαβάσματά του, που κι αυτά τα έχει αραιώσει η φτώχεια, θα βρει στις αναμνήσεις του μια καινούρια πηγή συγγραφών: αρχίζει η διηγηματογραφική του περίοδος. Το πέρασμα των χρόνων ήρθε ν’ αφαιρέσει κάτι από την αρχική του σκληράδα που είχε η εμφάνιση του συγγραφέα της Πάπισσας: η νοσταλγία, και μάλιστα των παιδικών χρόνων, δίνει έναν τόνο πιο μαλακό στην καινούρια του παραγωγή. Δεν πρόκειται όμως για διηγήματα· την ατροφική φαντασία του πάει ν’ αντικαταστήσει η μνήμη. […]

Η δεκαετία 1890 με 1900 χαρακτηρίζεται μέσα στην ζωή του Ροΐδη από τα έργα αυτά. Διστάζει ν’ ανοίξει την καρδιά του προς τη μεριά των ανθρώπων· η συμπάθειά του θα εκδηλωθεί προς τα ζώα: ιστορίες αλόγων, σκύλων κλπ. Η παιδική του ζωή στην Σύρο τού εμπνέει πολλές σελίδες εκλεκτές· σε αυτήν οφείλει και το μόνο συγκροτημένοδιήγημά του, Ψυχολογία Συριανού συζύγου (1894). Βέβαια υπάρχει εδώ η θέληση να ψυχολογήσει, να διαπλάσει μια μορφή. Μα η θέληση αυτή διευκολύνεται, γιατί ο τύπος του αδιάφορου ηδονιστή, τον οποίο μας παρουσιάζει, μας θυμίζει πολύ τον Ροΐδη· εξάλλου περισσότερο από την διαμόρφωση ενός τύπου, βλέπουμε και πάλι να τον θέλγουν, όπως γοητεύουν κι εμάς, οι περιγραφές της επαρχιακής ζωής γεμάτες λεπτή παρατήρηση, σαρκασμό και τέχνη του λόγου. […]

Κ.Θ. Δημαράς, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Από τις πρώτες ρίζες ως την εποχή μας, Εκδόσεις «Γνώση», Αθήνα 2000 (9η έκδ.), 496-497.

 

Δείτε επίσης και:


Παλαιά Αθηναϊκή Σχολή