Πρόσωπα και θέματα της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας
▲▲ Πορφύρας Λάμπρος
Λάμπρος Πορφύρας είναι το «απαστράπτον ψευδώνυμον» που «περιεβλήθη ως μανδύαν βύσσου» ο ποιητής Δημήτριος Σύψωμος από την πρώτη κιόλας εμφάνισή του στα γράμματα, τον Σεπτέμβριο του 1894, και με το οποίο καθιερώθηκε έκτοτε στον ελληνικό Παρνασσό. Το ψευδώνυμο αυτό, χωρίς να υποδηλώνει καθόλου ότι ο δεκαπενταετής μόλις τότε φέρελπις ποιητής είχε ζηλώσει δόξα «λαμπράς πορφύρας», φιλοδοξία που θα αποδεικνυόταν άλλωστε ασυμβίβαστη με την ταπεινοφροσύνη και την απλότητα όλης της μετέπειτα ζωής του, παραπέμπει στα έργα του Σολωμού Λάμπρος και Πόρφυρας και φαίνεται έτσι να αποτελεί έγκαιρη αναγνώριση και τιμή προς τη σολωμική ποίηση.
Ελένη Πολίτου-Μαρμαρινού, «Η εποχή και η ζωή του Λάμπρου Πορφύρα». Λάμπρος Πορφύρας, Τα ποιήματα (1894-1932), Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη, Αθήνα 1993, 13-14 [σειρά: Νεοελληνική Βιβλιοθήκη].
[…] Αυτός ο μετριοπαθής ποιητής, που πέρασε τη ζωή του αποτραβηγμένος και χωρίς φιλοδοξίες στις ταβέρνες της Πειραϊκής, κατάφερε όσο λίγοι συνομήλικοί του να εκφράσει τη μελαγχολία της γενιάς του. Χάρη σε μια γλώσσα ουσιαστική που δεν επιδιώκει σύνθετες λέξεις, ηχηρά επίθετα, και στο ανεπιτήδευτο των παραστάσεών του, κατέδειξε τον τρόπο με τον οποίο το ημίφως του συμβολισμού μπορούσε να εγκλιματιστεί με φυσικότητα στην Ελλάδα και να αποκτήσει γνήσια ελληνική ιθαγένεια· […]
Mario Vitti, Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Εκδόσεις Οδυσσέας, Αθήνα 2003, 323.
[…] ως το κίνημα του 1930 που εγκαινιάζει μια νέα περίοδο της ιστορίας της, η ελληνική ποίηση αναπτύσσεται, κατά τη γνωστή διατύπωση του Κ.Θ. Δημαρά, «στη βαριά σκιά του Παλαμά». Αυτό σημαίνει ότι ποιητές τόσο διαφορετικοί μεταξύ τους, όσο π.χ. ο Σικελιανός και ο Πορφύρας, ακολουθούν διαφορετικές κάθε φορά πλευρές της πολύμορφης παλαμικής ποίησης και παίρνουν ως θεωρητική αφετηρία της δικής τους διαφορετικές κάθε φορά αρχές της σύνθετης παλαμικής ποιητικής. Δημιουργεί έτσι ο καθένας τους έργο διαφοροποιημένο από το συνολικό παλαμικό (ή από μεμονωμένες, χαρακτηριστικές ωστόσο, τάσεις και όψεις του), το οποίο όμως δεν είναι και αυτόνομο και ανεξάρτητο σε σχέση με αυτό.
Ενώ λοιπόν, από τη μια μεριά ο Βάρναλης, ο Σικελιανός ή ο Καζαντζάκης, που συνδυάζουν στο έργο τους την ιδέα του Ελληνισμού με έναν ευρύτερο στοχασμό, συνεχίζουν, μπορεί να πει κανείς, τον παλαμικό λυρισμό του εμείς και το λυρισμό των όλων, όπως εκφράστηκαν στις μεγάλες παλαμικές συνθέσεις (Ο Δωδεκάλογος του Γύφτου, Η Φλογέρα του βασιλιά, Ασκραίος, Οι Αλυσίδες κ.ά.), από την άλλη ο Γρυπάρης, ο Χατζόπουλος, ο Πορφύρας, αλλά και ο Λαπαθιώτης, ο Παπανικολάου, ακόμα και ο αιρετικός Καρυωτάκης, όσο κι αν αμφισβητούν την ποίηση του Παλαμά ή και την απορρίπτουν κάποτε, στην ουσία ακολουθούν, προωθώντας τον βέβαια, τον παλαμικό λυρισμό του εγώ, όπως αυτός εκδηλώνεται στον Τάφο, στην Ασάλευτη Ζωή, στους Καημούς της Λιμνοθάλασσας. Σ’ αυτόν βρίσκουν δείγματα υψηλής καλλιτεχνικής συνείδησης, προσωπικής συγκίνησης, μελαγχολικού στοχασμού, ή και σάτιρας και σαρκασμού, αλλά και πλούσια και υπαινικτική εικονοποιία και ποικίλων μορφών ρυθμικότητα, εντοπίζουν δηλαδή όλα όσα θα αποτελέσουν τα κύρια γνωρίσματα της τέχνης τους. Παράλληλα, επωφελούμενοι και πάλι από το τεράστιο όσο και πεισματικό άνοιγμα προς τις λογοτεχνίες της Ευρώπης, διευρύνουν ακόμα περισσότερο τον ποιητικό τους ορίζοντα προς τον ευρωπαϊκό Συμβολισμό, κυρίως τον γαλλικό και γαλλόφωνο, και συνθέτουν, τελικά, μια χαμηλόφωνη ποίηση πηγαίου λυρισμού, που διακρίνεται για την πρωτότυπη εικονοποιία και τη μουσικότητα του λόγου της. Και αυτή είναι, κατεξοχήν, η περίπτωση του Λάμπρου Πορφύρα.
Ελένη Πολίτου-Μαρμαρινού, «Η εποχή και η ζωή του Λάμπρου Πορφύρα». Λάμπρος Πορφύρας, Τα ποιήματα (1894-1932), Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη, Αθήνα 1993, 40-42 [σειρά: Νεοελληνική Βιβλιοθήκη].
[…] από την άποψη της λυρικής διάθεσης, μπορούμε να μνημονεύσουμε τον Πορφύρα και το λιγοστό έργο του: μια ποιητική συλλογή Σκιές (1920) και μια οψίτυπη, Οι μουσικές φωνές (1934). Κι οι δυο συγκεντρώνουν την παλαιότερη εργασία του: βγαίνει κι αυτός από τον κύκλο της Τέχνης και του Διόνυσου. Ρέμβη, νοσταλγία, μελαγχολία, είναι τα φυσικά θέματα της ποίησής του, που είναι πάντα ευγενική, σεμνή, δοσμένη σε μισόλογα και αποχρώσεις. Όταν πάει να υψώσει την φωνή του, ο λυρισμός φεύγει. […].
Κ.Θ. Δημαράς, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Από τις πρώτες ρίζες ως την εποχή μας, Εκδόσεις «Γνώση», Αθήνα 2000 (9η έκδ.), 544-545.
Ο Πορφύρας υπήρξε, κατά τη γνώμη μου, ο γνησιότερος και συνεπέστερος ανάμεσα στους πρώτους Έλληνες συμβολιστές ποιητές. Ο Συμβολισμός, με όλα όσα προϋποθέτει, δεν ήταν γι’ αυτόν απλώς μια σχολή ή μια τεχνοτροπία, ανάμεσα στις άλλες, που την ακολούθησε σε μια φάση ή περίοδο της δημιουργίας του, την πιο γόνιμη έστω και την πιο σημαντική, όπως π.χ. ο φίλος του ο Χατζόπουλος, αλλά αποτέλεσε ένα είδος πίστης και στάσης ακλόνητης απέναντι στη ζωή και στην ποίηση, συνυφασμένης με τον ψυχισμό και την προσωπικότητά του. Γι’ αυτό και επινοεί και χρησιμοποιεί με τρόπο αβίαστο και φυσικό τα σύμβολά του […]. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο και η ποίησή του αναβλύζει μονότροπη, συγχρόνως όμως και τόσο ειλικρινής. Αυτή είναι, πιστεύω, η κυριότερη αιτία για την οποία η λιγοστή, χαμηλόφωνη και διακριτική ποίηση του Λάμπρου Πορφύρα άφησε φανερά τα ίχνη της στη δεύτερη γενιά των Ελλήνων συμβολιστών ποιητών. Οι απηχήσεις της, «όχι και τόσο αισθητές με την πρώτη ματιά», πάντως υπαρκτές στο έργο του Καρυωτάκη, γίνονται περισσότερο ευδιάκριτες στο έργο των ποιητών εκείνων που ακολούθησαν συνειδητά, βαθαίνοντας την κοίτη του, με το ρεύμα του Συμβολισμού και έφεραν ακόμα πιο κοντά την ποίησή τους με τη μουσική. Έτσι, την ποιητική του δημιουργία προϋποθέτουν ορισμένα τουλάχιστον, αλλά από τα καλύτερα ποιήματα του Ρώμου Φιλύρα (Εαρινό, Καρτέρι, Μπόρα του Μάη κ.ά.), του Κώστα Ουράνη (Νοσταλγίες, Η ζωντανή νεκρή, Φθινοπωρινό πάρκο, Χινοπωριάτικοι καιροί, Τα φορτηγά καράβια συλλογίζομαι κ.ά.), του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη (Μελαγχολία, Όταν βραδιάζη, Πόθος, Ήταν ένα βαθύ κ’ εξαίσιο βράδι, Dolente, Απόψε πρόβαλεν ο κάμπος κ.ά.), του Μήτσου Παπανικολάου (Βράδιασμα, Θάλασσα του βορρά κ.ά.).
Ο Τέλλος Άγρας, άλλωστε, πάντα εύστοχος κριτικός, το έχει δηλώσει κατηγορηματικά: «Ο Πορφύρας (…) επιδράσεις επί νεαρωτέρων έσχε πολλάς».
Ελένη Πολίτου-Μαρμαρινού, «Η εποχή και η ζωή του Λάμπρου Πορφύρα». Λάμπρος Πορφύρας, Τα ποιήματα (1894-1932), Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη, Αθήνα 1993, 106 & 107 [σειρά: Νεοελληνική Βιβλιοθήκη].
Το στοιχείο της φύσης που προτιμά ο Πορφύρας είναι το νερό: περιπλανιέται συχνά σε πηγές και ρεματιές, συναντά νεράιδες, προσηλώνεται στη θάλασσα — στην τρικυμία και στη γαλήνη της, στις βάρκες, στα ακρογιάλια, στα λιμάνια, στους ανθρώπους της, στους γλάρους. Άλλωστε η ζωή του ποιητή σημαδεύεται από τρεις θαλασσινούς τόπους: γεννιέται στη Χίο το 1879, ζει με την οικογένειά του στη Σύρο από το 1881 ώς το 1888, και, στη συνέχεια, ώς το θάνατό του, το 1932, στον Πειραιά. […]
Εκτός από τη θάλασσα, άλλη μεγάλη αγάπη του Πορφύρα ήταν η ταβέρνα. […] Για τον Πορφύρα η ταβέρνα είχε αυστηρούς κανόνες […] και για όποιον τους υπάκουε, γινόταν ένας χώρος που επέτρεπε τη συνύφανση της μοναξιάς με τη συντροφικότητα, της παραίτησης με τη γενναιότητα: «Πιέ στου γιαλού τη σκοτεινή ταβέρνα το κρασί σου,/ σε μι’ άκρη, τώρα π’ άρχισαν ξανά τα πρωτοβρόχια,/ πιέ το με ναύτες και σκυφτούς ψαράδες αντικρύ σου/ […]/ καημοί καινούριοι αν έρθουνε, μαζί σου ας πιούν κι εκείνοι,/ κι αν έρθει ο Χάρος, ήσυχα κι αυτόν να τον κεράσεις».
Έλλη Φιλοκύπρου, «Εισαγωγή». Λάμπρος Πορφύρας, Μια χώρα πάντα σιωπηλή, επιμ. & ανθολ. Έλλη Φιλοκύπρου, Ερμής, Αθήνα 1999, 12-14 [σειρά: Ανθολόγος Ερμής, 19].
Το μοτίβο του θανάτου κυριαρχεί και στο σονέτο Το στερνό παραμύθι. Είναι το γεγονός του θανάτου ιδωμένο με τα μάτια του μικρού παιδιού, που αδυνατεί να συλλάβει το μυστήριο του θανάτου. Καθώς αντικρίζει το λείψανο της καλοσυνάτης γιαγιάς, που του ομόρφαινε τα παιδικά του χρόνια με τα γεμάτα περιπέτειες παραμύθια της, απορεί πώς τα υπερφυσικά όντα —δράκοι και αράπηδες— που διέθεταν δύναμη υπεράνθρωπη και μαγική, δεν κατάφεραν να νικήσουν το χάροντα και να κρατήσουν στη ζωή την αγαπημένη του γιαγιά. […]
Το συγκλονιστικό περιστατικό αναστάτωσε το μικρό παιδί, καθώς μπερδεύεται στο μυαλό του το παραμύθι με τη σκληρή πραγματικότητα. Έτσι αυτό ήταν πια «το στερνό παραμύθι» όχι μόνο γιατί το στόμα της γιαγιάς βουβάθηκε οριστικά, αλλά γιατί η παιδική πλάνη ότι η γιαγιά […] επικοινωνούσε τόσο άνετα με δράκους και αράπηδες, θα μείνει άτρωτη από το χρόνο και το θάνατο. Το παιδί προσγειώθηκε από τον παιδικό παραμυθένιο κόσμο στην σκληρή ανθρώπινη πραγματικότητα.
Ανθούλα Σ. Σεφεριάδου, Συμβολισμός και Ποίηση για το Λάμπρο Πορφύρα, Εκδόσεις Κώδικας, Θεσσαλονίκη 1989, 51.
Η πλούσια […] εικονοποιία της ποίησης του Πορφύρα, γνώρισμα του Συμβολισμού γενικότερα, έκανε ώστε ο ποιητής να χαρακτηριστεί από την κριτική «ζωγράφος», «ακουαρελίστας», «ζωγραφικώτατος». Ο παραλληλισμός βέβαια της ποίησης με τη ζωγραφική είναι τόσο παλιός, όσο ο λυρικός ποιητής Σιμωνίδης (Ζωγραφίαν μεν είναι φθεγγομένην την ποίησιν, ποίησιν δε σιγώσαν την ζωγραφίαν) και ο Οράτιος (Ut picture poesis). Ωστόσο η ποίηση πλησίασε όσο ποτέ άλλοτε τη ζωγραφική κατά την περίοδο του Ρεαλισμού, όταν, με την επίδραση του θετικισμού, μόνη πραγματικότητα θεωρήθηκαν τα εξατομικευμένα αντικείμενα του ορατού κόσμου. Κατεξοχήν λοιπόν «ζωγραφική» είναι η ποίηση των Παρνασσικών, τοποθετούμενη στα ευρύτερα πλαίσια του Ρεαλισμού, καθώς διαθέτει όλα τα χαρακτηριστικά της ζωγραφικής, και μάλιστα της ρεαλιστικής, ως τέχνης εν χώρω: Στατικότητα (ακινητοποιημένες εικόνες), σαφήνεια (ακριβείς και λεπτομερείς περιγραφές), απάθεια (οι εικόνες αποτέλεσμα ενός αντικειμενικού και αμέτοχου συναισθηματικά παρατηρητή κ.ά.). Η ζωγραφική όμως ικανότητα του Πορφύρα δεν εκδηλώνεται με την αναπαραστατική πιστότητα και καθαρότητα του Παρνασσισμού και τον ρεαλισμό π.χ. των πινάκων ενός Courbet, αλλά με την ασάφεια και την υποβλητικότητα του εμπρεσιονισμού, ενός ρεύματος που υπήρξε για τη ζωγραφική ό,τι ο Συμβολισμός για την ποίηση. Γιατί και ο Πορφύρας αποδίδει με λίγες και υπαινικτικές «πινελιές» τις εντυπώσεις που του προκαλεί ο εξωτερικός κόσμος. Υπάρχουν μάλιστα ποιήματα και στίχοι του που θα μπορούσαν κάλλιστα να σχολιάσουν πίνακες του Monet (για τη σειρά, π.χ., Νυμφαίες, οι στίχοι: Ό,τι θα μείνη ακίνητο και καθετί που πέφτει, / Στης λίμνης τον καθρέφτη / Τα νούφαρα νεκρά…). Άλλωστε αυτού του είδους τη ζωγραφική και τους ζωγράφους λατρεύει και ο ίδιος, τον Ελβετό Arnold Böcklin (1827-1901), πρόδρομο των Γερμανών εμπρεσιονιστών, τον Γερμανό Max Liebermann (1847-1935) που, επηρεασμένος από τον Manet και τον Degas, δημιουργεί πίνακες «ατμόσφαιρας». Έτσι λοιπόν ακόμα και η ζωγραφική πλευρά της τέχνης του Πορφύρα τον συνδέει, μέσω εμπρεσιονισμού, με το Συμβολισμό. Πολύ περισσότερο όμως με το ρεύμα αυτό τον συνδέει η μουσική φύση της ποίησής του και η μουσικότητα του στίχου του.
Ελένη Πολίτου-Μαρμαρινού, «Η εποχή και η ζωή του Λάμπρου Πορφύρα». Λάμπρος Πορφύρας, Τα ποιήματα (1894-1932), Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη, Αθήνα 1993, 80-81 [σειρά: Νεοελληνική Βιβλιοθήκη].
Περισσότερο όμως και από τη μουσική, όχι ανεξάρτητη από αυτήν, αλλά ως τελική έκβασή της, κυριαρχεί στον Πορφύρα η σιωπή, μεστή από νόημα και στοχαστική […]. […] σε μια πολυσήμαντη Σιωπή καταλήγουν, όπως δηλώνεται συχνά και με τα αποσιωπητικά στο τέλος τους, τόσα πολλά, αν όχι όλα, και πάντως τα καλύτερα ποιήματά του (Για όσα σβύνουν, Τα καράβια, Η νυφούλα, Το Φύλλο, Τα σύννεφα, Επίγραμμα, Παλιά αυλή, Το χαμόγελο, Lacrimae rerum, Η θαμπωμένη χώρα, Χεινοπωριάτικος αγέρας, Κήπος κ.ά.).
Η Σιωπή, λοιπόν, δεν είναι για τον Πορφύρα απλώς ένα θέμα ανάμεσα στα τόσα άλλα της ποίησής του. Είναι, στην πραγματικότητα, το μοναδικό, το μόνιμο και συγχρόνως άρρητο θέμα της. Μ’ αυτό κλείνει και το τελευταίο ποίημα της τελευταίας συλλογής του και με τα αποσιωπητικά στο τέλος του, έσχατη ποιητική του πράξη, ο Πορφύρας ολοκληρώνει, από τον τάφο, τον κύκλο της ζωής, της ποίησης και της ποιητικής του […].
Ελένη Πολίτου-Μαρμαρινού, «Η εποχή και η ζωή του Λάμπρου Πορφύρα». Λάμπρος Πορφύρας, Τα ποιήματα (1894-1932), Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη, Αθήνα 1993, 90 & 92 [σειρά: Νεοελληνική Βιβλιοθήκη].
Δείτε επίσης και:
Γενιά του 1880 (Νέα Αθηναϊκή Σχολή), Συμβολισμός