Πρόσωπα και θέματα της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας

▲▲▲ Ρομαντισμός

Caspar David Friedrich, «Περιπλανώμενος επάνω από την ομίχλη της θάλασσας» (1818).
Ελαιογραφία σε καμβά, 98,4x74,8εκ. [πηγή: Βικιπαίδεια].
 

 

[…] Η ζωτική αλλαγή που οδήγησε στη γέννηση του Ρομαντικού Κινήματος στη Λογοτεχνία, οφείλεται όχι τόσο στη χρησιμοποίηση της λέξης ως όρου της λογοτεχνικής κριτικής, όσο στην ουσιαστική αλλαγή στάσης που παρατηρείται σ’ ολόκληρο τον δέκατο όγδοο αιώνα. Γιατί ο όρος «ρομαντικό» και οι συγγενικές λέξεις «πρωτοτυπία», «δημιουργικότητα» και «ιδιοφυΐα» μπορούσαν να ’ρθουν στο προσκήνιο μονάχα ως αποτέλεσμα του βασικού και καινούριου προσανατολισμού που παίρνουν οι ανθρώπινες αξίες — προσανατολισμού που επηρεάζει όχι μονάχα το λογοτεχνικό ύφος, αλλά και την όλη αντίληψη για τον Άνθρωπο και τη Φύση. […]

Lilian R. Furst, Ρομαντισμός, μτφ. Ιουλιέττα Ράλλη – Καίτη Χατζηδήμου, Ερμής, Αθήνα 1974, 24 (Η γλώσσα της Κριτικής, 11).

 

 

Η κοινή θεώρηση της ιστορίας και της ιστορικής αλλαγής μάς λέει τα εξής. Έχουμε, κατ' αρχάς, τον γαλλικό dix-huitième — αιώνα καλαίσθητο, στον οποίο καθετί ξεκινά την πορεία του ήρεμα, ομαλά, οι άνθρωποι ακολουθούν συγκεκριμένους κανόνες στην τέχνη και στη ζωή, ο Λόγος εν γένει προωθείται, η ορθολογικότητα προοδεύει, η Εκκλησία υποχωρεί, το παράλογο υποκύπτει στα δεινά πλήγματα που δέχεται από τους Γάλλους philosophes. Επικρατεί ειρήνη, ηρεμία, οικοδομούνται καλαίσθητα κτίρια, κυριαρχεί η πεποίθηση ότι ο οικουμενικός Λόγος πρέπει να χαρακτηρίζει τόσο τις ανθρώπινες υποθέσεις, όσο και την καλλιτεχνική πρακτική, την ηθική, την πολιτική, τη φιλοσοφία. Και τότε επέρχεται μια αιφνίδια, καταφανώς ανεξήγητη αναστάτωση. Μια βίαιη έκρηξη συναισθημάτων, μια έκρηξη ενθουσιασμού. Οι άνθρωποι αρχίζουν να ενδιαφέρονται για τα γοτθικά κτίρια και την ενδοσκόπηση. Εντελώς ξαφνικά αποκτούν νευρώσεις και γίνονται μελαγχολικοί· αρχίζουν να θαυμάζουν τις ανεξήγητες εκφάνσεις του διανοητικού αυθορμητισμού. Σημειώνεται μια γενική απομάκρυνση από την υφιστάμενη συμμετρική, καλαίσθητη, άψυχη κατάσταση πραγμάτων. Παράλληλα όμως λαμβάνουν χώρα και άλλες αλλαγές. Μια μεγάλη επανάσταση ξεσπά· επικρατεί δυσαρέσκεια· το κεφάλι του βασιλιά πέφτει· η Τρομοκρατία είναι γεγονός.

[…]

Δεν χωρεί αμφιβολία πως κάτι σημαντικό πρέπει να συνέβη, για να σημειωθεί μια τόσο μεγάλη στροφή της συνείδησης: από την ιδέα ότι υπάρχουν οικουμενικές αλήθειες, οικουμενικοί κανόνες για την τέχνη, ότι όλες οι ανθρώπινες δραστηριότητες έχουν ως απώτερο σκοπό να κατανοήσουμε το καθετί σωστά, και ότι τα κριτήρια αυτής της κατανόησης είναι κοινά, αποδεικτά, ότι όλοι οι ευφυείς άνθρωποι μπορούν να τα ανακαλύψουν χρησιμοποιώντας τη διάνοιά τους — απ' αυτή, λοιπόν, την ιδέα, προς μιαν ολότελα διαφορετική στάση απέναντι στη ζωή και απέναντι στη δράση. Αναμφίβολα κάτι συνέβη. Ρωτώντας τι, μαθαίνουμε ότι σημειώθηκε μια μεγάλη στροφή προς την κατεύθυνση του αισθηματισμού, ότι επικράτησε ένα αιφνίδιο ενδιαφέρον για το πρωτόγονο και το απόμακρο —το απόμακρο τόσο σε χρονικό, όσο και σε χωρικό επίπεδο—, ότι επήλθε μια υπερεκχείλιση της νοσταλγίας για το άπειρο. Κάτι λέγεται για τη «συγκίνηση που ανακαλείται μες στη γαλήνη»· κάτι λέγεται —μα δεν είναι σαφές τι έχει αυτό να κάνει με όσα προανέφερα— για τα μυθιστορήματα του Scott, τις συνθέσεις του Schubert, τον Delacroix, την εμφάνιση της λατρείας του κράτους και τη γερμανική προπαγάνδα υπέρ της οικονομικής αυτάρκειας· κι ακόμη, για τις υπερφυσικές ιδιότητες, τον θαυμασμό για την ανήμερη διάνοια, τους παρανόμους, τους ήρωες, τον αισθητισμό, την αυτοκαταστροφή.

Isaiah Berlin, Οι ρίζες του Ρομαντισμού. Διαλέξεις A.W. Mellon (Καλές Τέχνες), 1965 Εθνική Πινακοθήκη της Ουάσινγκτον, επιμ. Henry Hardy, μτφ. Γ. Παπαδημητρίου, Εκδόσεις Scripta, Αθήνα 2000, 33-34 & 44.

 

 

Η αποσύνθεση του νεο-κλασικού συστήματος είχε πολύ μεγαλύτερη σημασία από την απλή αντικατάσταση μιας οποιασδήποτε αισθητικής θεωρίας από μιαν άλλη. Ο νεο-κλασικισμός στάθηκε όχι μονάχα η κυρίαρχη τάση μιας ολόκληρης εποχής και αντανακλούσε τον σεβασμό των αρχαίων, αλλά είχε ακόμη προσφέρει μια σταθερή και συνεπή κοσμοθεωρία [..], που προερχόταν από τη βεβαιότητα ότι υπήρχε μια ακλόνητη τάξη του Σύμπαντος, και κατά συνέπεια ο νεο-κλασικισμός πρόσφερε στη Λογοτεχνία σίγουρα πλαίσια όπου μπορούσε να στηριχθεί. Όταν εγκαταλείφθηκε το παλιό σύστημα, κλονίστηκε το αίσθημα της ασφάλειας, τόσο στη ζωή όσο και στην τέχνη. Κι αυτό αποτέλεσε μια τομή, μιαν αλλαγή που έφερε τόσο εκτεταμένα επακόλουθα, ώστε και σήμερα ακόμη είναι δύσκολο να τα παραγνωρίσουμε. Η ροπή μας προς το σχετικό και τις αντιφατικές αξίες, οι δισταγμοί μας στην κρίση, η απροθυμία μας (ή μήπως η ανικανότητά μας;) να καθορίσουμε σταθερούς κανόνες — όλα αυτά, είναι —σε τελευταία ανάλυση— συνέπειες της αποφασιστικής αλλαγής από τους νεο-κλασικούς ορισμούς και τις αμφισβητήσεις που προκάλεσε ο Διαφωτισμός. Η αντικειμενική τάξη αντικαταστάθηκε —αργά μα σταθερά— από την αρχή της υποκειμενικής κρίσης.

Lilian R. Furst, Ρομαντισμός, μτφ. Ιουλιέττα Ράλλη – Καίτη Χατζηδήμου, Ερμής, Αθήνα 1974, 30 (Η γλώσσα της Κριτικής, 11).

 

 

[…] τα κύρια χαρακτηριστικά του ευρωπαϊκού Ρομαντισμού: ο άκρατος ιδεαλισμός και η εξιδανίκευση της τέχνης και του καλλιτέχνη, το δόγμα «L’ art pour l’ art», ο αντικλασικισμός και η άρνηση του κανόνα και των κανόνων, η καταφυγή στη θρησκεία, στο παρελθόν, στη φύση και στο «λαό», η αλλοτρίωση του καλλιτέχνη και η λατρεία του εγώ, του αισθήματος, ο αντιλογιωτατισμός και ο υποκειμενισμός, η νοσταλγία, η απαισιοδοξία και ο σπληνισμός, ο ψυχολογισμός και το ενδιαφέρον για τα παραψυχολογικά φαινόμενα, ο μυστικισμός και η μεταφυσική, τ’ όνειρο και τ’ ονειροπόλημα, ο διχασμός, η αέναη κίνηση και η άσκοπη περιπλάνηση, η ανησυχία και η ανικανοποίηση, η αναζήτηση του φανταστικού και του αλλόκοτου, η χρήση της υποβολής και του συμβόλου και, μαζί μ’ όλ’ αυτά, το πάθος, η ειρωνεία και η σάτιρα, η σύζευξη της ποίησης με τη μουσική, της λογοτεχνίας με την τέχνη και τη φιλοσοφία.

Ταυτόχρονα, η εποχή του ευρωπαϊκού Ρομαντισμού σημαίνει: στροφή στη λογοτεχνική περιουσία του «λαού» (παραμύθια, παραδόσεις, δημοτικά τραγούδια, λαϊκά βιβλία), και αξιοποίησή της για την προσωπική καλλιτεχνική δημιουργία, ανάπτυξη των λαογραφικών σπουδών, στροφή στη μεσαιωνική και νεότερη εθνική ιστορία και ανάπτυξη των εθνικών ιστορικών και γραμματολογικών σπουδών, νέα ώθηση στις επιστήμες του ανθρώπου, ιδιαίτερα την ψυχολογία και την ψυχοφυσιολογία, τη φιλοσοφία και την αισθητική, την έρευνα και την ερμηνεία των μύθων.

Γιώργος Βελουδής, «Ο επτανησιακός, ο αθηναϊκός και ο ευρωπαϊκός ρομαντισμός». Μονά-ζυγά. Δέκα νεοελληνικά μελετήματα, Εκδόσεις «Γνώση», Αθήνα 1992, 99-100.

 

 

[…] θα έπρεπε να τονισθεί η λαχτάρα για την όποια φυσική ζωή, αντίθετα προς την συμβατικότητα της κλασικιστικής λογοτεχνίας· η αγάπη της ελευθερίας αντίθετα προς την κλασικιστική αρχή των κανόνων και της μίμησης· η πίστη στον αυτοσχεδιασμό, αντίθετα προς τον αυστηρό σεβασμό για την σχολαστική αγωγή και τα καθιερωμένα πρότυπα. Συνεχίζω με άλλα χαρακτηριστικά: η νοσταλγία για τα περασμένα· η έξαρση της χριστιανικής πίστης· η διάθεση προς την μελαγχολία. Τελειώνω με το ερωτικό συναίσθημα, που πήρε ξεχωριστή θέση ανάμεσα στα ρωμαντικά μοτίβα: το θέμα είναι αιώνιο· μα η εντελώς καινούρια μεταχείρισή του από τον ρωμαντισμό έγκειται σε τούτο: ότι για τον ρωμαντικό ποιητή μια μοναχά μορφή παίρνει ο έρωτας: την μορφή της θλίψης, της απογοήτευσης, της απόγνωσης. Για τον ρωμαντισμό δεν υπάρχει ευτυχισμένος έρωτας: η κακία του ανθρώπου, η κακία της κοινωνίας, η κακία της μοίρας, θα ’ρθει σε κάποια στιγμή να χωρίσει τους ερωμένους, να στήσει φραγμούς στην ένωσή τους, να καταστήσει δυστυχισμένο τον έναν τουλάχιστον από τους δυο. Η ερωτική δυστυχία είναι από τα πιο μόνιμα θέματα του ρωμαντισμού.

Κ.Θ. Δημαράς, Ελληνικός Ρωμαντισμός, Ερμής, Αθήνα 2009 (3η έκδ.), 5.

 

 

Το ρεύμα που εστάθηκε αρκετά δυνατό για να κλονίσει πρώτα και ύστερα να γκρεμίσει παραδόσεις που καυχιόνταν ότι έχουν τις ρίζες τους μέσα στους αιώνες, δεν μπορούσε να μη φθάσει και στον τόπο μας: η Ελλάδα δεν έμεινε ποτέ ξένη προς τα κάθε λογής δυτικά ρεύματα· μα ο ρυθμός της δεκτικότητας που είχε, παράλλαζε πάντα σύμφωνα με το επίπεδο του πολιτισμού της και την γενική συγκρότηση του κόσμου, εμπόριο, συγκοινωνίες, κλπ. Εδώ, λοιπόν, οι όροι με τους οποίους παρουσιάσθηκε ο ρωμαντισμός, είταν αρκετά ιδιότυποι, και η αντίδραση που προκάλεσε έχει συνεπώς κι αυτή τον δικό της χαρακτήρα. Σε μεγάλες γραμμές μπορούμε να πούμε ότι η πρώτη εμφάνιση του ρωμαντισμού στην Ευρώπη, πέφτει περίπου στα πρώτα χρόνια του περασμένου [19ου] αιώνα. Σχεδιάζοντας με τον ίδιο τρόπο και την προϊστορία του κινήματος, θα λέγαμε ότι ο προρωμαντισμός καλύπτει τα 30 τελευταία χρόνια του 18ου αιώνα, ανεξάρτητα από τις πιο απλά υποτυπωμένες εκδηλώσεις του που μπορεί κανείς να ανιχνεύσει σε ακόμη πιο παρωχημένες εποχές, και που σε τελευταία ανάλυση αποτελούν αναπόσπαστο παράγοντα κάθε πνευματικού φαινομένου. Έτσι λοιπόν διαπιστώνουμε ότι το οπωσδήποτε διαμορφωμένο προρωμαντικό κίνημα έρχεται να συμπέσει με την απαρχή της νεοελληνικής παλιγγενεσίας και η ρωμαντική εξόρμηση με τις αρχόμενες εκδηλώσεις του νεοελληνικού Διαφωτισμού. Οι όροι δηλαδή είναι ολότελα διαφορετικοί από εκείνους που απαντούμε, στην ίδια περίοδο, στην Δύση.

Εκεί ο προρωμαντισμός παρουσιάζεται σαν μια επανάσταση ενάντια σ’ έναν αποστεωμένο κλασικισμό και σαν επιθυμία για ανανέωση των πνευματικών δυνατοτήτων της κουρασμένης Ευρώπης. Ο συναισθηματικός κόσμος πνιγμένος από τον αφόρητο διδακτισμό του αιώνα, ζητάει να βγει κι αυτός στην επιφάνεια και να γνωρίσει την χαρά της καλλιτεχνικής εκδήλωσης. Οι εθνικές συνειδήσεις που έχουν ξυπνήσει, σκύβουν στοργικά επάνω στις εθνικές παραδόσεις και στο πρόσφατο εθνικό παρελθόν του κάθε λαού και ζητούν να τα αξιοποιήσουν. Η θρησκευτική διάθεση ζητάει κι αυτή να λυτρωθεί από τον ορθολογισμό της Αναγέννησης. Τέλος η διαφωτισμένη διανόηση συντελεί στην στροφή, γιατί ανακαλύπτει τους πνευματικούς θησαυρούς του λαού και τους φέρνει με προσοχή στο φως της μελέτης και της δημοσιότητας. Στα γράμματα, ιδιαίτερα, που μας ενδιαφέρουν εδώ, χαρακτηριστική είναι μια μεταβολή της αξίας των κοινών ποιητικών τόπων (του φυσικού κόσμου, του έρωτα, κλπ.)· η μεταβολή μάλιστα αυτή αποτελεί το χαρακτηριστικό, νομίζω, του ρωμαντισμού.

Εμείς, εδώ, πού βρισκόμασταν τότε; Στην πρώτη περίοδο, δηλαδή γύρω στα 1760, 1770, 1780, εξακολουθεί να φανερώνεται ο εκκλησιαστικός ουμανισμός. Η Εκκλησία προστατεύει τα γράμματα και φροντίζει για την παιδεία και την εκπαίδευση, την σύσταση σχολείων, την έκδοση μεταφράσεων. Γύρω στα 1790 ο ουμανισμός ξεχώρισε από την Εκκλησία και αρχίζουν οι πρώτες άξιες λόγου συγκρούσεις μεταξύ τους. Ο κυρίως Διαφωτισμός αρχίζει μόλις ύστερα από το 1800. […]

Μπορούμε λοιπόν να θεωρήσουμε ότι προϋπόθεση για ρωμαντικό κίνημα στον τόπο μας, στο επίπεδο της λογοτεχνίας, δεν υπήρξε ποτέ: δεν παρουσιάσθηκε εδώ η τυποποίηση εκείνη της γραμματείας που φυσιολογικά θα προκαλούσε την ρωμαντική εξέγερση· δεν παρουσιάσθηκε η προσήλωση σε νεκρές μορφές, που θα είχε για συνέπεια τις διεκδικήσεις της ζωής. Είπαμε πως κιόλας ο προρωμαντισμός είναι μια επανάσταση που ήρθε να γκρεμίσει ένα καθεστώς· εκεί όπου καθεστώς δεν υπάρχει, δεν νοείται και η επανάσταση.

Κ.Θ. Δημαράς, Ελληνικός Ρωμαντισμός, Ερμής, Αθήνα 2009 (3η έκδ.), 3-5.

 

Ο Παναγιώτης Σούτσος
[πηγή: Βικιπαίδεια].
 

 

Ο Αχιλλεύς Παράσχος
[πηγή: Βικιπαίδεια].
 

 

Τα χαρακτηριστικά του ρομαντισμού εντοπίζονται στη λογοτεχνική παραγωγή των νησιών του Ιονίου και της πρωτεύουσας ή άλλων μεγάλων αστικών κέντρων (Κων/λη, Σμύρνη, Ερμούπολη κ.ά.) κατά τον 19ο αιώνα. Ειδικότερα, τα χρονικά όρια του αθηναϊκού ρομαντισμού εκτείνονται από το 1830 (το 1831 δημοσιεύεται ο Οδοιπόρος του Παναγιώτη Σούτσου) ως το 1880 (απαγγελία του ποιήματος του Αχιλλέα Παράσχου για τον Byron στο Μεσολόγγι). Παρά τις σημαντικές αποκλίσεις, τα σημεία επαφής ανάμεσα στην Επτανησιακή και την Παλαιά Αθηναϊκή Σχολή είναι αρκετά και οι μελετητές κάνουν λόγο «για ένα τοπικά μεν διαφοροποιημένο, εθνικά εντούτοις ενιαίο πολιτισμικό-καλλιτεχνικό-λογοτεχνικό κίνημα». (Γ. Βελουδής).

Γρηγόρης Πασχαλίδης & Αντώνης Δεσποτίδης, Λεξικό της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Πρόσωπα. Έργα. Ρεύματα. Όροι, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2007, 1938.

 

 

Μ’ όλες τις […] απαραγνώριστες διαφορές τους, τα σημεία επαφής ανάμεσα στον αθηναϊκό και τον επτανησιακό Ρομαντισμό είναι […] και πολλά και αξιόλογα, ώστε να μπορούμε να μιλήσουμε, όπως και στην περίπτωση του ευρωπαϊκού Ρομαντισμού, για ένα τοπικά μεν διαφοροποιημένο, εθνικά εντούτοις ενιαίο πολιτισμικό-καλλιτεχνικό-λογοτεχνικό κίνημα. […]

Στο μορφολογικό επίπεδο και οι δύο ελληνικοί ρομαντισμοί χαρακτηρίζονται από την υπέρβαση των κλασικών κανόνων, το σπάσιμο των μορφών και την εγκατάλειψη των κλασικιστικών ή παραδεδομένων λογοτεχνικών ειδών (ωδής, ύμνου, ειδυλλίου, μύθου, ανακρεοντικής ποίησης, τερτσίνας κ.τ.λ.).

Η σημαντικότερη εντούτοις γραμματολογική συγγένεια του επτανησιακού με τον αθηναϊκό Ρομαντισμό καταφαίνεται από την κοινή χρήση των ίδιων, χαρακτηριστικά ρομαντικών λογοτεχνικών μοτίβων — των μοτίβων: τάφος/νεκροταφείο, εξιδανικευμένη, χλωμή (στην Αθήνα: φθισική), φανταστική ερωμένη, περιπλάνηση/οδοιπόρος, δάκρυα, στεναγμοί, οπτασίες/φάσματα/φαντάσματα κ.ά.π. Τη γραμματολογικά αποφασιστική αυτή κοινότητα δεν μπορεί να συγκαλύψει η γλωσσική διαφοροποίηση «καθαρεύουσα/αρχαΐζουσα» (Αθήνα) — «δημοτική/ντοπιολαλιά» (Επτάνησα) που αναφέραμε παραπάνω: Πίσω από τους —γλωσσικά μόνο— διαφοροποιημένους τίτλους των ποιητικών συλλογών λ.χ. Στεναγμοί (1857) των επτανησίων Α. Μανούσου και Π. Πανά και Στόνοι (1866) του αθηναίου Δ. Παπαρρηγόπουλου κρύβεται η ίδια ακριβώς ποιητική και γραμματολογική πραγματικότητα.

Γιώργος Βελουδής, «Ο επτανησιακός, ο αθηναϊκός και ο ευρωπαϊκός ρομαντισμός». Μονά-ζυγά. Δέκα νεοελληνικά μελετήματα, Εκδόσεις «Γνώση», Αθήνα 1992, 110-111.

 

Δείτε επίσης και:


Επτανησιακή Σχολή, Ιστορικό μυθιστόρημα, Παλαιά Αθηναϊκή Σχολή