Πρόσωπα και θέματα της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας

▲▲ Μαλακάσης Μιλτιάδης

Ο Μιλτιάδης Μαλακάσης (σκίτσο).
 

 

Ο Μαλακάσης ανήκει σε μια ποιητική γενιά, η οποία, παρ’ όλο που αποκαλείται πρώτη μεταπαλαμική, εντούτοις αποκλίνει αισθητά από την παλαμική παράδοση όχι τόσο μορφολογικά όσο ως προς τη θεματική της, και η οποία καθρεφτίζει μια νέα άποψη για το ρόλο του ποιητή και το έργο του. Η χορεία των ποιητών που την απαρτίζουν (Λάμπρος Πορφύρας, Ιωάννης Γρυπάρης, Ζαχαρίας Παπαντωνίου, Κωσταντίνος Χατζόπουλος, Γιάννης Καμπύσης, Σπήλιος Πασαγιάννης) απομακρύνεται από τα εθνικοϊστορικά και πολιτισμικά θέματα και στρέφεται στον ιδιωτικό κόσμο του ατόμου. Ο ποιητικός της λόγος, σε γενικές γραμμές, στρέφεται στο εσωτερικό του ατόμου κι από κει αντλεί στοιχεία με τα οποία διαμορφώνει μια ποιητική με ελάσσονες τόνους, όπου επιβιώνουν επιδράσεις από το ρομαντισμό, τον παρνασσισμό, τη σολωμική ποίηση, συγχωνευμένες κάτω από την καταλυτική και ισχυρή επίδραση του ρεύματος του συμβολισμού.

[…]

Ο συμβολισμός επέφερε σημαντικές εκφραστικές καινοτομίες (όπως, η δημιουργία νέων λέξεων, η απελευθέρωση από τις αυστηρές στιχουργικές φόρμες), οι οποίες απορρέουν από τον ορισμό της ποίησης ως τραγούδι [ως τραγουδιού], και την πίστη στη δύναμη της γλώσσας να δημιουργεί τη δική της πραγματικότητα.

Γιάννης Παπακώστας, «Εισαγωγή». Μιλτιάδης Μαλακάσης, Ποιήματα, εισαγ.-φιλολ. επιμ. Γιάννης Παπακώστας, Εκδόσεις  Πατάκη, Αθήνα 2005, 32-33 [σειρά: Επί τα ίχνη…, 6].

 

 

Ο Μαλακάσης είναι ο αντιπροσωπευτικότερος τύπος «ποιητή-τραγουδιστή», όχι μόνο απ’ τους ομότεχνους της γενιάς του, που ήταν οι πρόδρομοι ενός καθαρότερου λυρισμού, μα κι απ’ όλη την παλιά ποιητική μας παράδοση: ο πιο προικισμένος, ο πιο μεστός κι ο πιο επιτυχημένος, αλλά κι ο χαρακτηριστικότερος εκπρόσωπος του ρομαντισμού της δημοτικής. Είναι αυτός που έμελλε να εκφράσει με τις «Ώρες» και τα «Πεπρωμένα» του όσο κανένας άλλος τη ρομαντική Αθήνα της εποχής εκείνης. Μεσολογγίτης από τη μια, πολιτογραφείται αυτόματα, σύμφωνα με το χαρακτηρισμό του Άγρα, «ποιητής Αθηναίος» από την άλλη, και γίνεται ο συνδετικός κρίκος ανάμεσα στους προηγούμενους και στους επόμενους· ένας ρομαντικός ακμής με επίφαση παρακμής […].

Κώστας Στεργιόπουλος, «Επανεξέταση του Μαλακάση». Περιδιαβάζοντας, τόμος Δ΄. Στους ίδιους και σ’ άλλους καιρούς, Εκδόσεις  «Κέδρος», Αθήνα 1996, 37.

 

 

Ο Μαλακάσης δεν εντάχθηκε σε σχολή, δεν υποτάχθηκε σε τεχνοτροπίες. Βέβαια μέσα στο έργο του διακρίνουμε, σύμφωνα με τις εποχές, επιδράσεις των σχολών που επικρατούσαν κάθε φορά. Επιδράσεις όχι βαθιές, που τις εξουδετερώνει η ίδια η ποικιλία τους. Πάντως δεν μπορεί να λείψει μια μνεία του Moréas. Ο Μαλακάσης τον μετέφρασε και δέχθηκε φανερή την επίδρασή του. Αλλά για τον Μαλακάση η ποίηση εκφράζει πριν απ’ όλα την ανάγκη του τραγουδιού. […] Είναι τραγουδιστής, έχει μέσα του την αίσθηση του ρυθμού, της μελωδίας. […] ένας καθαρός, πηγαίος λυρισμός· […]. Εδημοσίευσε αρκετές συλλογές, ανάμεσα στα 1899 (Συντρίματα) και στα 1939 (Το ερωτικό). Το μεγάλο του θέμα είναι ο έρωτας, που του ενέπνευσε μερικές από τις πιο καλές στροφές του· οι άλλες συγκινήσεις, τα άλλα προβλήματα της ζωής τον αφήνουν αδιάφορο. […] Ο έρωτας είναι πρώτα-πρώτα ο τρυφερός και απαλός, ικανοποιημένος έρωτας· ύστερα είναι ο πόθος, ήμερος όμως κι αυτός και γαλήνιος, ύστερα είναι η νοσταλγία και τέλος η σοφή παραδοχή των νέων καταστάσεων. […] Η μελαγχολία ταιριάζει στον ποιητή όσο δεν ταιριάζει ο πόνος, μα κι αυτή όμως ακόμα σβήνει μέσα σ’ ένα χαμόγελο. Συχνά η έμπνευσή του ξεκινάει από τις παιδικές αναμνήσεις του στο Μεσολόγγι, και τότε ο κατεξοχήν αστικός αυτός ποιητής ξαναβρίσκει τον παλμό και την χαρά της φυσικής ζωής. Τέτοιος «Ο Μπαταριάς» του, ένα από τα πιο γνωστά ποιήματά του. Από την ίδια έμπνευση προέρχεται και μια σειρά ποιήματα, καθώς, ανάμεσα σε άλλα, και το επίσης γνωστό, «Το λένε τ’ αηδονάκια…».

Κ.Θ. Δημαράς, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Από τις πρώτες ρίζες ως την εποχή μας, Εκδόσεις «Γνώση», Αθήνα 2000 (9η έκδ.), 546-547.

 

 

Σε όλη τη διάρκεια της ποιητικής πορείας του Μαλακάση, ήδη από την πρώτη του συλλογή, Συντρίματα, ως και στις μορφολογικά πιο ώριμες, τα Αντίφωνα δηλαδή και τους Ασφόδελους, αναγνωρίζουμε σταθερή προσήλωση στις αισθητικές αρχές του συμβολισμού.

Φαίνεται ότι, αναφορικά με τη σχέση του Μαλακάση με το συμβολισμό, καταλυτική υπήρξε η γνωριμία του με τον Jean Moréas και η επίδραση, πνευματική και ποιητική, που άσκησε ο συνειδητός αυτός συμβολιστής στη διαμορφωνόμενη τότε ποιητική προσωπικότητά του. […]

Γιάννης Παπακώστας, «Εισαγωγή». Μιλτιάδης Μαλακάσης, Ποιήματα, εισαγ.-φιλολ. επιμ. Γιάννης Παπακώστας, Εκδόσεις  Πατάκη, Αθήνα 2005, 47-48 [σειρά: Επί τα ίχνη…, 6].

 

 

Ποιο όμως είναι το ιδεώδες της ποίησής του; Το 1935, σε μια περίοδο που η νεοελληνική ποίηση σπάει τους δεσμούς της με το παρελθόν, ο Μαλακάσης σε συνέντευξή του απαντά στο ερώτημα «Ποιο είναι το στοιχείο, που κάνει το λόγο ποίηση;» ως εξής:

«Η μουσική. Ποίηση είναι μουσική, που παίζεται πάνω στο όργανο της γλώσσας με τη σύνθεση των λέξεων. Όλο το μυστικό της ποιήσεως είναι τούτο: Πώς θα πάρει έκταση η λέξη πέρα από τα λογικά της όρια, πώς θ’ αποκτήσει κάθε φορά καινούργιο περιεχόμενο από το συνηθισμένο, πώς θα πλουτισθεί με διαρκέστερο τόνο από ό,τι έχει στην καθημερινή κουβέντα. Αυτό πραγματοποιείται με την αρμονική, την ταιριαστή τοποθέτηση των λέξεων, με την ποιητική σύνθεσή τους: Έτσι δημιουργείται το “πνεύμα της ποιήσεως”, η υποβολή. Αυτή ξεχωρίζει την ποίηση από τον πεζό λόγο. Η υποβολή είναι μια συνέχεια του ποιήματος στην ψυχή του “αποδέκτου”. Ένα ποίημα, που [σ]τον τελευταίο του στίχο τελειώνει, που είπε ό,τι είχε να πει, δεν είναι ποίημα· το αληθινό τραγούδι δεν έχει δικό του συγκεκριμένο νόημα. Λέγει ό,τι καταλαβαίνει ο καθένας».

[…] Δεν πρέπει […] να διαφύγει την προσοχή μας, ότι ο ποιητής, που επιμένει στη μουσικότητα και υποβλητικότητα της ποίησης, βλέπει το ποίημα σαν τραγούδι. Όσο κι αν η λέξη έχει πολλάκις χρησιμοποιηθεί, στη δική του περίπτωση, αποκτά μια ιδιαίτερη σημασία, αφού θεωρήθηκε ως ο κατεξοχήν ποιητής-τραγουδιστής. […]

Τάκης Καρβέλης, «Η ποίηση του Μιλτιάδη Μαλακάση και η αντοχή της στο χρόνο», Δεύτερη ανάγνωση. Κριτικά Κείμενα. 1992-2000, τόμ. Γ, Εκδόσεις Σοκόλη, Αθήνα 2001, 128-129.

 

 

Σχετικά με τις γλωσσικές επιλογές του Μαλακάση, συναντάμε συχνά σύνθετες και παρασύνθετες λέξεις: θαλασσοδέρνεσαι, τετράξανθο, ονειροπλανεμένη, νυχτοπαρορίτρα, ονειροπλάνταχτη, δακρυοσταλαχτίτρα, πονόδαρτη, ποθοπλάνταχτος, αγριομάνισμα, νεραϊδογέννητες, ποροφάγγαρο, αλαφροδάχτυλος, χρυσοφτέρουγο, χαμηλογλέφαρη, ακροβλεφαρίδα, θαλασσοπινημένο, πολυφίλητοι κ.ά. Η γλωσσοπλαστική αυτή συνήθεια, που υιοθετείται και στις μεταφράσεις ποιημάτων από την ξένη λογοτεχνία, δείχνει την εμμονή του Μαλακάση σε μια επιμελημένη καθαρά ποιητική γλώσσα, διαφορετική από τη γλώσσα της καθημερινότητας. Η ποιητική γλώσσα γίνεται το πεδίο δεξιοτεχνικών γλωσσικών συνδυασμών και ευρηματικότητας. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Μαλακάσης είχε καταρτίσει και αλφαβητικό λεξιλογικό ευρετήριο, όπου σημείωνε τις σπάνιες, κατά τη γνώμη του, λέξεις και τις χρησιμοποιούσε κατά περίπτωση.

Στη δημιουργία τέτοιων λέξεων, που συνδυάζουν την αισθητική προσπάθεια για γλωσσική καινοτομία με τη συμπύκνωση του νοήματος, επιδόθηκαν ιδιαίτερα όσοι ποιητές επηρεάστηκαν από τον παρνασσισμό, κυρίως ο Παλαμάς και ο Γρυπάρης. Ο τελευταίος, μάλιστα, έκανε υπερβολικά συχνή χρήση σύνθετων ή και παρασύνθετων λέξεων, όπως: ζαλοφρόντισμα, νυχτοπαρορίτρα, ονειροξεδιαλύτρα, μακραντιλαλούσα κ.ά. Σ’ αυτό το σημείο ο Μαλακάσης ακολουθεί το νήμα της προηγούμενής του ποιητικής παράδοσης, που, παράλληλα με την άψογη μορφολογική επεξεργασία, προβάλλει και την αντίληψη του γλωσσοπλάστη ποιητή.

Γιάννης Παπακώστας, «Εισαγωγή». Μιλτιάδης Μαλακάσης, Ποιήματα, εισαγ.-φιλολ. επιμ. Γιάννης Παπακώστας, Εκδόσεις  Πατάκη, Αθήνα 2005, 45-46 [σειρά: Επί τα ίχνη…, 6].

 

 

[…] στην ποίηση του Μαλακάση ιδιαίτερη θέση κατέχει η διάσταση του χρόνου. Τα περισσότερα ποιήματά του αισθητοποιούν μια τάση να συλλαμβάνεται το φευγαλέο, η στιγμή, αντί της χρονικής διάρκειας, δίνοντας έτσι έμφαση στον ρευστό χαρακτήρα της πραγματικότητας και, άρα, σε ένα αίσθημα ανεπίστρεπτου και ματαιότητας. […]

Ένας ιδιαίτερα μεγάλος, αναλογικά, αριθμός ποιημάτων, σε όλες τις συλλογές του ποιητή, τελειώνει με αποσιωπητικά, κάτι που αισθητοποιεί και μορφολογικά την εντύπωση του ανολοκλήρωτου, του ποιήματος που δεν αποδίδει μια συνολική πραγματικότητα, αλλά ένα ατελές τμήμα της. Το στοιχείο αυτό της ποιητικής του δίνει στον αναγνώστη την εντύπωση ότι στόχος δεν είναι η αποτύπωση μιας ολοκληρωμένης κατάστασης, αλλά η σύλληψη του φευγαλέου και του αποσπασματικού, κάτι που η ποίηση τείνει να κατακτήσει. Έτσι, η έλλειψη κατακλείδας γίνεται από αναγνωστική και ερμηνευτική άποψη ιδιαίτερα σημασιοδοτική, καθώς αφήνει τον αναγνώστη με μια εντύπωση απροσδιοριστίας και με τη συνείδηση του ρευστού χαρακτήρα των εντυπώσεων και εν τέλει της ποιητικής γραφής· μιας γραφής που φιλοδοξεί να σταθεί μέσα στη χρονικότητα, δίχως να επιθυμεί να τη διαγράψει ή να τη μετατρέψει σε στατικότητα. […]

Γιάννης Παπακώστας, «Εισαγωγή». Μιλτιάδης Μαλακάσης, Ποιήματα, εισαγ.-φιλολ. επιμ. Γιάννης Παπακώστας, Εκδόσεις  Πατάκη, Αθήνα 2005, 54-55 [σειρά: Επί τα ίχνη…, 6].

 

 

Δεν ξέρω εάν ο γραμματολόγος ανάμεσά μας θα κατέτασσε σήμερα τον Μιλτιάδη Μαλακάση στους μείζονες ή στους ελάσσονες. […] Ο Μαλακάσης πάντως υπήρξε σίγουρα μείζων παρουσία για μιαν ολόκληρη γενεά ποιητών, την τραγική γενιά του ίδιου του Τέλλου Άγρα, που περιλαμβάνει […] τα ονόματα μεταξύ άλλων του Καρυωτάκη, του Ρώμου Φιλύρα, του Λαπαθιώτη. Ο Μαλακάσης υπήρξε ο άμεσος πρόγονός τους, μαζί με τον Πορφύρα ίσως, γιατί απαλλοτρίωσε την υψηλή ποιητική γλώσσα του Παλαμά και τον πλούτο του Γρυπάρη προς όφελος της ‘ελάσσονος’ ποιητικής εμπειρίας, προς όφελος των χαμηλών τόνων και φωτισμών· επήρε αυτή τη λυρική γλώσσα και τη μετέτρεψε σε ποιητική κοινή, αποκαθαίροντάς την από την εγγενή υπερβολή και αποδίδοντάς τη, σαν μουσική δωματίου, σε χρήσεις κατά κανόνα λεπτότερες, πιο ιδιωτικές ίσως, και σίγουρα πιο ‘αστικές’. […] Υπάρχουν ποιήματά του, λοιπόν, που σίγουρα ανήκουν στην περιοχή του ελάσσονος, γιατί το θέμα και ο τόνος τους είναι προγραμματικά ελάσσονα, γιατί η κλίμακά τους είναι σχεδιασμένη για να αποδώσει τις αποχρώσεις μιας εμπειρίας κοινής όσο και εσωστρεφούς, μιας αφανούς κοινότητας συναισθημάτων. […]

Ο «Τάκη-Πλούμας», ωστόσο, είναι κάτι άλλο. Είναι η αιφνίδια εισβολή της ελάσσονος κλίμακας στα μεγάλα, στα μείζονα θέματα, σ’ αυτά που αποτελούν το ρωμαίικο, όπως λέγαμε άλλοτε, και τα οποία τρέφουν την πατριδογνωσία μας με κάτι καλύτερο και βαθύτερο και πιο πατριωτικό συνάμα από την τρομαχτική αγένεια, την αλαζονεία, τη βία και την παράνοια του εθνικισμού. […] Το ποίημα δημοσιεύεται σε φυλλάδιο το 1920, σε εποχή δηλαδή εθνικού μεγαλείου, και μας καλεί πιστεύω να ερμηνεύσουμε τον καιρό του, να τον καταλάβουμε: Γιατί αίφνης αυτή η στροφή του Μαλακάση, εν μέσω θριάμβω της μεγάλης ιδέας, στη μικρή ιδέα της καταγωγής του; Προς τι η στροφή στη μικρή πατρίδα, τη στιγμή που μοιάζει να γίνεται πραγματικότητα χειροπιαστή η άλλη, η μεγάλη, η μείζων πατρίδα; Δεν νομίζω ότι μπορούμε να απαντήσουμε στο ερώτημα. […] Το ποίημα […] τοποθετείται εξαρχής στον τόπο και τον τρόπο του προσωπικού απομνημονεύματος και εικονογραφεί τη νοερή επιστροφή ενός εξομολογητικού πρώτου προσώπου σε πατρώο έδαφος, στο Μεσολόγγι. Και όπως ακριβώς, θεωρητικά, η οπτική μας σμικρύνεται από τη μεγάλη στη μικρή πατρίδα, έτσι ακριβώς, αλλά αντίστροφα μέσα στο ποίημα, ο ενθυμούμενος σμικρύνεται, ξαναγίνεται παιδί, για να στραφεί με θαυμασμό και ευγνωμοσύνη στον μεγαλύτερο «εξάδερφό του», τον ήρωα της παιδικής του ηλικίας. […]

Διονύσης Καψάλης, «Τα μέτρα και τα σταθμά». Τα μέτρα και τα σταθμά. Δοκίμια για τη λυρική ποίηση, Άγρα 1998, 34-36 & 39-40.

 

Δείτε επίσης και:


Γενιά του 1880 (Νέα Αθηναϊκή Σχολή), Συμβολισμός