Πρόσωπα και θέματα της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας

▲▲ Γενιά του 1970

Από τότε που ο Βάσος Βαρίκας δημοσίεψε στο Βήμα (16 Μαΐου 1971) την κριτική του επιφυλλίδα με τίτλο «Ποιητικός αντικομφορμισμός», είναι κοινό μυστικό στους ευρύτερους λογοτεχνικούς μας κύκλους πως μετά το 1967 κρυσταλλώνεται στον τόπο μας μια πολυάριθμη ομάδα νέων ποιητών, με κάμποσες έντονες προσωπικότητες και ένα αίσθημα συνοχής. Η κρυστάλλωση αυτή, σήμερα, φαίνεται να έχει προχωρήσει σε βαθμό που μας επιτρέπει να μιλήσουμε, αν όχι για «νέα σχολή του γραφομένου (λυρικού) λόγου», οπωσδήποτε όμως για μια καινούργια ποιητική «γενιά», η οποία ετοιμάζεται να διαδεχτεί τις δύο προηγούμενες: συντομογραφικά, την πλούσια γενιά του 1935 και την στερημένη γενιά του 1945, που κανονικά θα περίμενε κανείς να έχουν ήδη περάσει σε πρώτη και δεύτερη σειρά εφεδρείας.

Ανάμεσα στις νέες αυτές ποιητικές προσωπικότητες αναμφισβήτητα ξεχωρίζει, και μάλιστα στην συνείδηση των συνομηλίκων του, ο Λεφτέρης Πούλιος. […]

Γ.Π. Σαββίδης, Εφήμερον σπέρμα (1973-1978), Ερμής, Αθήνα 1978, 127.

 

 

Προτείνω να στεγαστούν υπό τον τίτλο «Γενιά του ’70» ποιητές που έχουν γεννηθεί: το νωρίτερο στα 1942, το αργότερο στα 1956. Το χρονικό αυτό φάσμα είναι βέβαια εξαιρετικά ευρύ, επιβάλλεται όμως, νομίζω, από τα βιογραφικά δεδομένα ποιητών με στενές γραμματολογικές συγγένειες μεταξύ τους. Ο μέσος πάντως ληξιαρχικός δείχτης γέννησης βρίσκεται στο όριο του 1950. Ως εκ τούτου το κρισιμότερο ιστορικό γεγονός που βιώνουν οι ποιητές της γενιάς αυτής είναι η εφτάχρονη στρατιωτική δικτατορία (1967-1974).

Συνυπολογίζονται ως νόμιμοι εταίροι της ποιητικής αυτής γενιάς όσοι έχουν δημοσιεύσει τουλάχιστον μια συλλογή στο διάστημα 1967-1981. […]

Δ.Ν. Μαρωνίτης, «Ποιητική γενιά του ’70». Μέτρια και μικρά. Περιοδικά και εφήμερα, Κέδρος, Αθήνα 1987, 231.

 

 

Γεννημένοι μεταξύ 1943 και 1955, ενήλικοι (ή και στην πρώτη τους ωριμότητα) κατά τη διάρκεια της δικτατορίας, η οποία συμπίπτει χρονικά με τον Μάη του 1968, όπως και με την ιδεολογική του προέλαση ανά την Ευρώπη και τον κόσμο, οι διάδοχοι των πρώτων και των δεύτερων μεταπολεμικών (κάποτε έπεσε η πρόταση να ονομαστούν τρίτη μεταπολεμική γενιά) θα απομακρυνθούν με τη σειρά τους από τον ατομικό χώρο, για να ανταλλάξουν τη διάψευση και την πικρία των ανιόντων τους με ένα αίσθημα καθολικής κοινωνικής δυσφορίας. Δυσφορία που θα εκφραστεί και με μια αρκούντως καταιγιστική, αλλά και καταγγελτική (αν όχι και τελείως συνθηματολογική) γλώσσα. Από αυτή την άποψη, οι ποιητές της γενιάς του 1970 θα πιάσουν οπωσδήποτε επαφή τόσο με τις ανατρεπτικές διαθέσεις του γαλλικού Μάη του 1968 όσο και με τις παράλληλες, πολυσύνθετες κινητοποιήσεις της Νέας Αριστεράς στα αμερικανικά πανεπιστήμια.

Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, «Διαδρομές της γενιάς του 1970. Από τη νεανική εξωστρέφεια στην ωριμότητα της εσωτερικής περιπλάνησης». Για μια ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας του εικοστού αιώνα. Προτάσεις ανασυγκρότησης, θέματα και ρεύματα. Πρακτικά συνεδρίου στη μνήμη του Αλέξανδρου Αργυρίου. Ρέθυμνο 20-22 Μαΐου 2011, επιμ. Αγγέλα Καστρινάκη, Αλέξης Πολίτης, Δημήτρης Τζιόβας, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης – Μουσείο Μπενάκη, Ηράκλειο 2012, 370.

 

 

[…] Το 1971 κυκλοφόρησε ο τόμος Έξι ποιητές. Οι ποιητές αυτοί δεν ήταν τότε γνωστοί, και υπό άλλες συνθήκες θα περίμενε κανείς ότι η λογοτεχνική και η εκδοτική τους πορεία θα είχε εξελιχθεί στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’60. Η έκδοση αυτή μπορεί να διαβαστεί ως τόμος διαμαρτυρίας, μιας διαμαρτυρίας όμως λιγότερο πολιτικής και περισσότερο οικουμενικής από αυτής της προηγούμενης γενιάς στα Δεκαοχτώ κείμενα και τις μεθεπόμενες συλλογικές εκδόσεις. Το ίδιο ισχύει και για αρκετές προσωπικές συλλογές που κυκλοφόρησαν την ίδια εποχή από εντελώς νέους (και νεαρούς) ποιητές, οι οποίοι μαζί με τις ‘έξι ποιητές’ θεωρούνται ο κορμός της νέας ‘γενιάς’ του ’70: Το χρονόμετρο του Γιάννη Κοντού (γεν. 1943) και τα Διόδια της Τζένης Μαστοράκη (γεν. 1949) εκδόθηκαν το 1972. Στα επόμενα τρία χρόνια κυκλοφόρησαν το Πεδίον Άρεως του Νάσου Βαγενά (γεν. 1945) και το Πλην εύχαρις της Ρέας Γαλανάκη (γεν. 1947). Μαζί με άλλους συγγραφείς οι προηγούμενοι συμμετείχαν και σε συλλογικές εκδόσεις: με τίτλο Κατάθεση ’73 και Κατάθεση ’74 κυκλοφόρησαν τα αντίστοιχα χρόνια ογκώδεις ποιητικοί τόμοι.

Οι ποιητές που μόλις αναφέρθηκαν είναι οι πρώτοι Έλληνες ποιητές που συστηματικά προσγειώνουν το μύθο και εξοικειώνονται μαζί του. Εξετάζουν και διερευνούν, χωρίς να διακατέχονται από αίσθημα κατωτερότητας, τη σύγχρονη συνάντηση των πατροπαράδοτων πολιτιστικών στοιχείων, συμπεριλαμβανομένης και της γλώσσας, με το διεθνισμό της ηλεκτρονικής εποχής και της pop κουλτούρας. Κανένας από τους ποιητές αυτούς δεν προσπαθεί να αναβιώσει τις παραδόσεις του παρελθόντος, όπως είχε κάνει η προηγούμενη γενιά, ούτε όμως αγνοούν τους μύθους, την ιστορία, τις παραδόσεις και τη γλώσσα του ελληνικού παρελθόντος. Έχουν σαφή επίγνωση της κληρονομιάς που τους ανήκει, και την αντιμετωπίζουν ως μία χρήσιμη και αποδοτική παρακαταθήκη. Από την άποψη αυτή μπορεί να χρησιμοποιηθεί όπως όλα τα άλλα πολιτισμικά και αισθητικά δεδομένα της σύγχρονης εποχής. Οι ποιητές των αρχών της δεκαετίας του ’70 απέχουν από κάθε προσπάθεια ιεράρχησης των αξιών. Χτίζουν την ποίησή τους πάνω σε αντιπαραθέσεις χτυπητές και επιγραμματικές. Συχνά παρωδούν, αλλά ανθίστανται σθεναρά σε κάθε έννοια σύγκλισης ή σύνθεσης.

Roderick Beaton, Εισαγωγή στη νεότερη ελληνική λογοτεχνία. Ποίηση και Πεζογραφία, 1821-1992, μτφ. Ευαγγελία Ζουργού-Μαριάννα Σπανάκη, Εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα 1996, 334-335.

 

 

Με αδιαμεσολάβητο, σχεδόν προφορικό στίχο, με έναν υπερπληθωρισμό ποιητικών εικόνων και αντιθέσεων, καθώς και με μιαν από σκοπού ξέχειλη και αποσπασματική πεζολογία, από την οποία δεν απουσιάζει συχνά και ένα στοιχείο παραληρηματικής αφήγησης, οι νέοι ποιητές θα συναντηθούν με τον Μάη του 1968 σε ένα άλλο επίπεδο: στο επίπεδο της καλλιτεχνικής πράξης, έστω κι αν θα χρειαστεί πολύς καιρός ακόμη για να εκδηλωθεί η τελευταία όντως στο έργο τους. Οι παραπομπές εδώ, άμεσες ή έμμεσες, είναι ενδεικτικές: από τις μουσικές του Μπομπ Ντύλαν στο Γκρίνουιτς Βίλατζ και των Μπητλς στο Λίβερπουλ μέχρι τις ανορθόδοξες κατακτήσεις των underground καλλιτεχνών στη Βόρεια Αμερική, τους πειραματισμούς του πολυμορφικού Gruppo 63 στην Ιταλία, αλλά και τις αποδομητικές ορέξεις του νέου μυθιστορήματος στη Γαλλία. Η λογική της άρνησης, όμως, που τώρα θα συνδεθεί με τη σχηματικότητα της φόρμας και του στίχου, είναι, και πάλι, ολοφάνερη. Οι νέοι ποιητές θα διατυμπανίσουν, έξαλλοι ενδεχομένως από κρυφή χαρά, τον όλεθρο για τον όλεθρο, όπως και την καταστροφή για την καταστροφή, οδηγώντας τις λέξεις τους στον πλήρη κατακερματισμό: σε μια πανηγυρική (με την ένταση ανεβασμένη στο φουλ) εξάρθρωση. […] Ο Μάης του 1968 θα αποτυπωθεί στη συνείδηση των νέων ποιητών με τους όρους μιας γενικευμένης αντιεξουσιαστικής και αντισυμβατικής νοοτροπίας. Ζωγραφίστε πάνω στο σώμα μου τη μέθεξη της τζαζ | του ροκ εντ ρολ, του χασίς και των βαρβιτουρικών, θα γράψει ο Γιώργος Χρονάς, την ώρα που ο Βασίλης Στεριάδης θα διακηρύξει από την πλευρά του: Τέσσερα πλην τέσσερα συν τέσσερα | διά τέσσερα επί τέσσερα | θα μου πείτε πως αυτό δεν είναι καν ένα ποίημα. […]

[…] Οι νέοι ποιητές θα εγκαταλείψουν προϊούσης της δεκαετίας του 1980 το οργίλο τους σύμπαν και τον εξωτερικό τους προσανατολισμό για να συγκεντρώσουν την προσοχή τους στην εσωτερική (ψυχική, υπαρξιακή, αλλά και αισθητική) περιπλάνηση. Και κάτι τέτοιο θα συμβεί με τη συνδρομή και όσων είτε θα κατευθυνθούν ευθύς εξαρχής προς τα εκεί (μια λιγότερο εμφανής και πολυπληθής ομάδα) είτε θα έρθουν να προστεθούν αργότερα, από το μέσον της δεκαετίας του 1970 και μετά (ή και κατόπιν), στον αρχικό πυρήνα της γενιάς, που διαμορφώνεται στη φθίνουσα δεκαετία του 1960 και στις αρχές της δεκαετίας του 1970. Υπό αυτούς τους όρους, η γενιά του 1970 είναι μια παρατεταμένη γενιά, η οποία θα απορροφήσει ομαλά στους κόλπους της τα νεότερα μέλη […].

Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, «Διαδρομές της γενιάς του 1970. Από τη νεανική εξωστρέφεια στην ωριμότητα της εσωτερικής περιπλάνησης». Για μια ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας του εικοστού αιώνα. Προτάσεις ανασυγκρότησης, θέματα και ρεύματα. Πρακτικά συνεδρίου στη μνήμη του Αλέξανδρου Αργυρίου. Ρέθυμνο 20-22 Μαΐου 2011, επιμ. Αγγέλα Καστρινάκη, Αλέξης Πολίτης, Δημήτρης Τζιόβας, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης – Μουσείο Μπενάκη, Ηράκλειο 2012, 371-372.

 

 

Βλέπουμε λοιπόν τους νέους ποιητές να κάνουν συχνή χρήση ενός αμφίστομου όπλου που λέγεται χιούμορ και σάτιρα. Βλέπουμε τα αστεία παιχνιδίσματα μιας γλώσσας που με χαριτωμένες, ύπουλες ή απροσδόκητα βίαιες κινήσεις παίζει, καρφώνει ή σφάζει. Αυτό το όπλο μάς το προτείνουν δίκοπα: απ’ τη μια μας προκαλούν το χαμόγελο κι απ’ την άλλη μας το κόβουν. Αρχίζουν ανάλαφρα απ’ την ειρωνική διάθεση και περνούν γοργά στον εμπαιγμό, στην κοροϊδία, στο σαρκασμό, στη δηκτικότητα, στον κυνισμό, στο χλευασμό, στον αυτοδιασυρμό, στην αυθάδεια, στην ασέβεια, στην αηδία, στη χυδαιότητα, στο μαύρο χιούμορ — κατρακυλώντας ή ανεβοκατεβαίνοντας γοργά και παλαβά τα σκαλιά της σάτιρας. […]

[…]

Ακούστε με πόσο χιούμορ ο Βασίλης Στεριάδης μας υπενθυμίζει ότι στα αβάσταχτα βάσανα της σκέψης πρέπει να βάζουμε και κάποιο φρένο.

Κάτι στριφογυρίζει στο μυαλό μου
αλλά είπα να μη σκέφτομαι κάθε μέρα.

Ας πάρουμε το μικρό ποίημα του Γιάννη Κοντού με τίτλο «Μαγική εικόνα».

Άνοιξες την πόρτα και μετά
άλλη κι άλλη και βρέθηκες
στη μέση του μεγάλου τσίρκου
στο κλουβί με τα λιοντάρια.
 
Είπες: Θε μου, τι γυρεύω εδώ;
Εγώ πήγαινα στην τουαλέτα.

[…]

Σας διαβάζω το ποίημα της Τζένης Μαστοράκη «Δούρειος Ίππος»:

Ο Δούρειος Ίππος τότε είπε
όχι δεν θα δεχτώ δημοσιογράφους
κι είπαν γιατί κι είπε
πως δεν ήξερε τίποτα για το φονικό·
κι ύστερα εκείνος
έτρωγε πάντα ελαφρά τα βράδυα
και μικρός
είχε δουλέψει ένα φεγγάρι
αλογάκι σε λούνα παρκ.

Νόρα Αναγνωστάκη, «Το στοιχείο της σάτιρας και του χιούμορ στη νεότερη ποιητική γενιά». Διαδρομή. Δοκίμια κριτικής (1960-1995), Εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα 1995, 179-180 & 183-184.

 

 

[…] Η τραγική αυτοδιάψευση της ιστορίας και, κατ’ επέκτασιν, των κοινωνικών δομών, των κάθε είδους ιδεολογιών και ιδεολογημάτων, ο κατακερματισμός και η απομυθοποίηση όλων των «ισμών», επιφέρουν τις ολέθριες συνέπειές τους και στον κορμό της γλώσσας. Η γλώσσα παύει να επαληθεύεται ακόμη και στην απλούστερη, στην καθημερινή περιφορά-εκφορά της· […] Αυτή ακριβώς η αμφισβήτηση της γλώσσας από τον εαυτό της και, προκειμένου για την ποίηση, ο διασυρμός, η χλεύη της ποιητικής γλώσσας, η αμφισβήτηση οποιασδήποτε σκοπιμότητάς της εκ μέρους των χειριστών της των ίδιων, των ποιητών, αποτελεί ένα φαινόμενο που για πρώτη φορά, τουλάχιστον σε τέτοια, σχεδόν καθολική έκταση, παρατηρείται στην ποίηση των εκπροσώπων της γενιάς του ’70.

[…]

Όσον αφορά τις επιδράσεις που δέχτηκαν οι νεότεροι ποιητές από την ξένη ποίηση, τα πράγματα είναι κάπως συγκεχυμένα και όχι αμέσως εντοπίσιμα. […] Στα ονόματα των beat ποιητών, που ήδη αναφέρθηκαν [Γκίνσμπεργκ, Μπάροους, Κέρουακ, Κόρσο, Φερλινγκέτι] και που, αναμφιβόλως, καταλαμβάνουν την μερίδα του λέοντος ανάμεσα στα ξένα ποιητικά κέντρα επιρροών και επιδράσεων επί των ποιητών της γενιάς του ’70, θα μπορούσαμε να προσθέσουμε και άλλα. […] του Εντσενσμπέργκερ, της Σύλβιας Πλαθ, του Βοσνεσένσκι, αλλά και άλλων, παλαιότερων, όπως του Μαγιακόφσκι, του Ρεμπώ, του Πάουντ, ακόμη και του Γουίτμαν.

Κώστας Γ. Παπαγεωργίου, Η γενιά του ’70. Ιστορία – Ποιητικές διαδρομές, Κέδρος, Αθήνα 1989, 64 & 68-69.

 

 

[…] Τα κείμενα ποιητών της γενιάς του 1970 τα οποία σχετίζονται, κατά τον ένα ή τον άλλο τρόπο, με τον Σολωμό και την ποίησή του είναι τουλάχιστον μερικές δεκάδες και εμφανώς περισσότερα σε σύγκριση με τα αναφερόμενα σε οποιονδήποτε άλλο Έλληνα ποιητή. Αν η σχέση μιας χρονικά προσδιορισμένης ομάδας ποιητών με τη λογοτεχνική παράδοση μπορεί να διαβαθμιστεί με ποσοτικά στοιχεία, τότε ο μοναδικός Έλληνας ποιητής του οποίου όχι τόσο το ποιητικό έργο όσο η μυθοποιημένη μορφή αποτέλεσε για τη γενιά του 1970 πόλο έλξης και σημείο ρητής αναφοράς περισσότερο από τον Σολωμό είναι ο Κώστας Καρυωτάκης, και μάλιστα σε τέτοιο βαθμό και κατά τέτοιον τρόπο ώστε να μπορεί να γίνει λόγος για φαινόμενο «νεοκαρυωτακισμού». Με κριτήριο πάντα τον αριθμό των αναφορών στους παλιότερους Έλληνες ποιητές, μετά τους Καρυωτάκη και Σολωμό και σε αρκετή απόσταση, στις προτιμήσεις των ποιητών της γενιάς ακολουθούν ο Καβάφης και ο Εμπειρίκος.

[…] Οι όροι συνωμοτικής διαφυγής του Καρυωτάκη, του Καβάφη και του Εμπειρίκου από την ποιητική κοινή και από τον καθωσπρεπισμό της εποχής τους, όροι οι οποίοι έθελξαν αρκετούς νέους ποιητές της γενιάς του 1970, μπορεί κανείς εύκολα να εικάσει ποιοι είναι κατά περίπτωση. Ειδικά ο Καρυωτάκης αναδείχθηκε από τα σχετικά με αυτόν κείμενα στον κατεξοχήν ποιητή-αρνητή των κοινωνικών ηθών και της λογοτεχνικής κοινότητας του καιρού του. […]

Ευριπίδης Γαραντούδης, «Η μυθοποίηση της ποιητικής παράδοσης. Ο Σολωμός και η ποιητική γενιά του 1970». Διονύσιος Σολωμός: “Κανών” νεοελληνικού πνευματικού βίου; Με την ευκαιρία της συμπλήρωσης 200 χρόνων από τη γέννηση του ποιητή (30 Οκτωβρίου-1 Νοεμβρίου 1997), Αθήνα, Εταιρεία Σπουδών 1999, 171-227.

 

Δείτε επίσης και:


Μεταπολεμική ποίηση