Πρόσωπα και θέματα της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας

▲ Δροσίνης Γεώργιος

Ο Γεώργιος Δροσίνης
 

 

Τα χρονικά της εποχής καταγράφουν ως αξιομνημόνευτο γεγονός την ταυτόχρονη δημοσίευση, το 1880, δύο μικρών βιβλίων μιας τυποποιημένης σειράς ποίησης, το ένα, Στίχοι, του Νικολάου Καμπά (1857-1932), και το άλλο, Ιστοί αράχνης, του Γεωργίου Δροσίνη (1859-1951). Ο Δροσίνης, όταν πια ηλικιωμένος θυμάται στα απομνημονεύματά του το ξεκίνημα εκείνο, το θεωρεί ως «αντίδραση του εύθυμου τραγουδιού της ζωής προς τη ρομαντική θρηνωδία». Φροντίζει τη μορφή, που είναι ευχάριστη, τραγουδιστή. Στα απομνημονεύματά του πάντοτε, προσθέτει ότι είχε φροντίσει ιδιαίτερα εκείνο που

Ήτον η εξωτερική μορφή, η επιμέλεια στην έκφραση, η εξακρίβωση στις εικόνες, και προ πάντων το συγκράτημα από την υπερβολικότητα, που είχε χαντακώσει το ρομαντισμό (Σκόρπια φύλλα της ζωής μου, 1940, σ. 158).

Η δημοτική του Δροσίνη είναι αβίαστη, απέριττη σχεδόν κοινότοπη. Αλλά εκείνα τα παλαιά χρόνια, όπως σημειώνει στα Σκόρπια φύλλα της ζωής μου, οι στίχοι του εκδήλωναν μια βαθιά αλλαγή· σ’ αυτήν είχε συντελέσει οπωσδήποτε και ο Νικόλαος Πολίτης με την παρότρυνσή του να αποφεύγονται οι ξένες επιδράσεις για να υποστηρίζεται η εθνική πολιτισμική ταυτότητα. […]

Mario Vitti, Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Εκδόσεις Οδυσσέας, Αθήνα 2003, 293.

 

 

Οι ποιητικές συλλογές του Δροσίνη διαδέχονται πολύ πυκνά η μία την άλλη. Οι περισσότερο χαρακτηριστικές είναι οι δύο της ώριμης ηλικίας του: Φωτερά σκοτάδια (1915) και Κλειστά βλέφαρα (1918)· ο ποιητής είναι πια στα 55-60 χρόνια του και σε μια εποχή όπου ο Παλαμάς έχει κιόλας συντελέσει την ποιητική του πορεία. Αλλά ο Δροσίνης δεν επηρεάζεται από την πορεία του συνοδοιπόρου· ουσιαστικά δεν επιτελεί καμιά «πορεία» και μένει στον ίδιο περιορισμένο ποιητικό χώρο.

Λίνος Πολίτης, Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 1998 (9η έκδ.), 191.

 

 

Στην τεχνική του στίχου δεν προσέφερε ο Δροσίνης τίποτε καινούριο· αντίθετα μάλιστα δεν είναι σπάνιες οι στιχουργικές ατέλειες μέσα στα ποιήματά του. Στην γλώσσα επίσης, όσο κι αν επροσπάθησε να κρατήσει τον γλωσσοπλαστικό παλμό της δημοτικής, η προσφορά του δεν είναι σημαντική. Με το πέρασμα του χρόνου όμως, γλώσσα και στίχος έχουν κάτι πιο βαρύ και πιο μεστό, που ανταποκρίνεται σε μια ολοένα πιο υπεύθυνη αντιμετώπιση της πνευματικής ζωής. Οι πιο σημαντικές από τις μεταγενέστερες συλλογές του είναι τα Φωτερά σκοτάδια (1915), τα Κλειστά βλέφαρα (1918). Η αγάπη του ωραίου, του καλού, του αληθινού, συνδυάζεται μέσα σ’ αυτές τις συλλογές, και τις άλλες της ωριμότητάς του, με μια επίμονη απασχόληση με τα μεγάλα προβλήματα της ζωής και της ιστορίας. Ο Δροσίνης δεν αποφεύγει την έμπνευση που πηγάζει από τα επίκαιρα θέματα: είναι κι αυτά μέσα στην γραμμή της άμεσης εμπειρίας· αλλά πάντα τους δίνει ένα περιεχόμενο ευρύτερο και καθολικότερο. Ο Δροσίνης δηλαδή από το αίτημα της γενιάς του 1880 δεν εδημιούργησε έναν κόσμο καινούριο· μα το περιεχόμενο του αιτήματος αυτού το ολοκλήρωσε μέσα στο ποιητικό του έργο. […]

Κ.Θ. Δημαράς, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Από τις πρώτες ρίζες ως την εποχή μας, Εκδόσεις «Γνώση», Αθήνα 2000 (9η έκδ.), 540.

 

 

[…] Ο Δροσίνης εδημοσίευσε τα πρώτα του πεζογραφήματα στην καθαρεύουσα· αργότερα εχρησιμοποίησε και στον πεζό λόγο την δημοτική. Τα πρώτα του διηγήματα, ταξιδιωτικές εντυπώσεις, βρίσκονται στην τομή της στοχαστικής λυρικής του διάθεσης και των λαογραφικών ενδιαφερόντων του· κάτι αντίστοιχο με το κλίμα των Ειδυλλίων του: Αγροτικαί επιστολαί (1882), Τρεις ημέραι εν Τήνω (1883), Διηγήματα και αναμνήσεις (1886), Αμαρυλλίς (1886), Διηγήματα των αγρών και της πόλεως (1904). Αργά, στα 1922, εδημοσίευσε ένα μυθιστόρημα, την Έρση· το τελευταίο αυτό, που προσπαθεί ν’ αφομοιώσει νεότερες προσκτήσεις του πεζού λόγου, είναι τόσο οργανικά δεμένο με την ιδιοσυγκρασία του ποιητή, ώστε μπορεί κι αυτό να περιληφθεί στο γενικό εξέτασμα της παλαιότερης πεζογραφίας του.

Το αφηγηματικό έργο του Δροσίνη τείνει πάντα προς την απλότητα και την έκφραση των προσωπικών εντυπώσεων και συναισθημάτων του συγγραφέα μέσα από τον μύθο. Διάθεση δηλαδή λυρική, αλλά, όπως είναι ο λυρισμός του Δροσίνη σεμνός, συγκρατημένος, με πολλή πνευματικότητα. Οι ήρωές του, αγρότες ή αστοί, είναι άνθρωποι αγαθοί και απλοί. Δεν πρέπει όμως γι’ αυτό να νομισθεί ότι ο Δροσίνης αρκείται στην ηθογραφία: η πρόθεσή του είναι πάντα πολύ πιο ψυχογραφική, και τα ενδιαφέροντά του ξεπερνούν από κάθε κατεύθυνση την περιγραφή. Η πνοή της ποίησης, αβρή και ειδυλλιακή, προέχει και στα πεζά του Δροσίνη.

Κ.Θ. Δημαράς, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Από τις πρώτες ρίζες ως την εποχή μας, Εκδόσεις «Γνώση», Αθήνα 2000 (9η έκδ.), 490-491.

 

 

Η αφηγηματική πεζογραφία του Δροσίνη μοιάζει, από μιαν άποψη, ν’ ανήκει στην ηθογραφία, αλλά υπάρχει σ’ αυτήν κι ένα άλλο γνώρισμα, που τη χαρακτηρίζει ιδιαίτερα: το αγροτικό ειδύλλιο, μεταφερμένο έντεχνα στη σύγχρονή του εποχή από τα αρχαία «Ειδύλλια» του Θεόκριτου, έτσι που να διατηρεί μόνο σαν μακρινή ανάμνηση κάτι απ’ τον τόνο τους, και βασισμένο πάνω σε ατομικά βιώματα κι εμπειρίες, απ’ όπου ο συγγραφέας έχει αντλήσει το υλικό του και για μερικά απ’ τα πιο αντιπροσωπευτικά ποιητικά του βιβλία. Είναι άλλωστε χαρακτηριστικό, ότι ορισμένα μοτίβα της ποίησής του τα βρίσκουμε και στα πεζά. Και τούτο ακριβώς, η παρουσία δηλαδή της ματιάς του ποιητή μαζί με την αστική του προέλευση, διαφοροποιεί την ηθογραφία του από την ορθόδοξη ηθογραφία του καιρού του.

Κώστας Στεργιόπουλος, «Η αφηγηματική πεζογραφία του Δροσίνη». Περιδιαβάζοντας, τ. Β΄. Στο χώρο της παλιάς πεζογραφίας μας, Κέδρος, Αθήνα 1986, 107.

 

Δείτε επίσης και:


Γενιά του 1880 (Νέα Αθηναϊκή Σχολή)