Πρόσωπα και θέματα της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας

▲▲▲ Σάτιρα

 

Σάτιρα (Satire) μπορούμε να ονομάσουμε την τέχνη τού να μειώνεις ή να υποβιβάζεις ένα θέμα, γελοιοποιώντας το και κάνοντας το κοινό να το περιφρονήσει, να διασκεδάσει, να θυμώσει ή να αγανακτήσει μαζί του. Διαφέρει από το κωμικό, καθότι αυτό προκαλεί το γέλιο κυρίως ως αυτοσκοπό, ενώ η σάτιρα καυτηριάζει, δηλαδή χρησιμοποιεί το γέλιο ως όπλο για να χτυπήσει ένα στόχο που βρίσκεται εκτός έργου. Ο στόχος αυτός μπορεί να είναι ένα άτομο (στην «προσωπική σάτιρα») ή ένας ανθρώπινος τύπος, μια κοινωνική τάξη, ένας θεσμός, ένα έθνος ή ακόμη και ολόκληρο το ανθρώπινο γένος […].

Η σάτιρα εμφανίζεται ως παρεμπίπτον στοιχείο σε πολλά έργα των οποίων ο εν γένει τρόπος δεν είναι σατιρικός, όπως σε ένα συγκεκριμένο χαρακτήρα ή σε μία κατάσταση ή σε ένα εμβόλιμο χωρίο όπου σχολιάζεται ειρωνικά μια όψη της ανθρώπινης κατάστασης ή της σύγχρονης κοινωνίας. Σε ορισμένα λογοτεχνικά κείμενα, εντούτοις, έμμετρα ή πεζά, ο υποβιβασμός ενός θέματος διαμέσου της γελοιοποίησης αποτελεί την πρωτεύουσα οργανωτική αρχή τους, και αυτά είναι που συγκροτούν το επίσημο γένος της «σάτιρας». […]

M.H. Abrams, Λεξικό λογοτεχνικών όρων, μτφ. Γιάννα Δεληβοριά - Σοφία Χατζηιωαννίδου, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2005, 428 & 429.

 

 

Ο όρος προέρχεται από τη λατινική λέξη satira, μεταγενέστερη μορφή του satura, που θα μπορούσε να αποδοθεί στα ελληνικά ως «συνονθύλευμα».

[…] Ο Κοϊντιλιανός χρησιμοποίησε τον όρο αναφερόμενος στο είδος των ποιημάτων του Λουκίλιου — ποιήματα σε εξάμετρο στίχο με ποικίλα θέματα· ποιήματα στον τόνο των έργων του Λουκίλιου και του Οράτιου. Αργότερα η σημασία του όρου διευρύνθηκε ώστε να περιλάβει έργα σατιρικά στον τόνο, αλλά όχι στη μορφή. Σε κάποια φάση επήλθε η σύγχυση της ελληνικής λέξης «σάτυρος» με τη satura, γεγονός που οδήγησε στη γραφή της λέξης ως satyra και κατόπιν, στην αγγλική, ως satyre. Οι ελισαβετιανοί συγγραφείς, παρασυρμένοι από την ετυμολογία, υπέθεσαν πως προερχόταν από την ελληνική λέξη «σάτυρος». Το ζήτημα ξεκαθάρισε το 1605 ο γάλλος ουγενότος λόγιος Isaac Casaubon.

[…]

Σύμφωνα με τον Pope, πάλι, ο δημιουργός της σάτιρας είναι ένα είδος αυτόκλητου φρουρού των προτύπων, των ιδανικών και της αλήθειας· των ηθικών, αλλά και των αισθητικών αξιών. Είναι ένας άντρας (οι περιπτώσεις γυναικών εδώ είναι εξαιρετικά σπάνιες) που αναλαμβάνει να διορθώσει, να στηλιτεύσει και να διακωμωδήσει τις ανοησίες και τα τρωτά της κοινωνίας, περιφρονώντας και εμπαίζοντας έτσι τις παρεκκλίσεις από μια επιθυμητή και εξευγενισμένη νόρμα. Η σάτιρα συνεπώς συνιστά ένα είδος διαμαρτυρίας, εξύψωση και ραφινάρισμα του θυμού και της αγανάκτησης. Όπως το έθεσε ο Ian Jack, «Η σάτιρα γεννιέται από το ένστικτο της διαμαρτυρίας· είναι διαμαρτυρία που γίνεται τέχνη».

J.A. Cuddon, Λεξικό λογοτεχνικών όρων και θεωρίας λογοτεχνίας, μτφ.-επιστημ. επιμ. Γιάννης Παρίσης, Μαρία Λιάπη, Μεταίχμιο, Αθήνα 2005, 509-510.

 

 

Νομίζω πως όλοι θα συμφωνούσαν ότι ο σατιρικός συγγραφέας, (γιατί αυτός μας ενδιαφέρει κυρίως εδώ) δεν είναι και ο ιδεωδέστερος σύντροφος για να περάσει κανείς μια ζωή μαζί του· η ιδιοτροπία του να ασχολείται «διορθωτικά» (χωρίς προφανώς να του το ζήτησε ποτέ κανείς) όχι απλώς με το δημόσιο αλλά και με τον ιδιωτικό βίο των συγχρόνων του, τον οδηγεί, άλλοτε φανερά και άλλοτε έμμεσα, στο περιθώριο της «καθιερωμένης» τάξης πραγμάτων.

Απαισιοδοξία, έμφυτη ή επίκτητη κακία, υποκρισία, μοχθηρία, ενίοτε και μισανθρωπισμός (μαζί με διάφορους άλλους ποιοτικά ανάλογους χαρακτηρισμούς) αποδίδονται συνήθως στον σατιρικό από τους ελεγχόμενους, δημιουργώντας με αυτό τον τρόπο ανά τους αιώνες έναν ανοίκειο και εν πολλοίς εκφοβιστικό τύπο ανθρώπου, από τον οποίο οι «σώφρονες» πολίτες οφείλουν να απομακρύνονται.

[…]

Ανήκει συνεπώς ο σατιρικός στον αστερισμό της ετερότητας, είναι, για να το πω απλούστερα, διαφορετικός. Η διαφορά του ωστόσο αυτή δεν σηματοδοτεί, όπως θα περίμενε κανείς, την κατάλυση των κανόνων και των θεσμών της κοινωνίας, αλλά τη θερμότερη υπεράσπιση της θεμελιακής βάσεως, πάνω στην οποία στηρίζονται αυτοί και μαζί τους όλος ο ανθρώπινος βίος: το γεγονός ότι ο άνθρωπος συγκροτείται συνειδησιακά μέσα από τη συνεχή και απρόσκοπτη επικοινωνία του με τον Άλλον (όποια μορφή και να έχει αυτός) στο πλαίσιο της «ανοιχτής» κοινωνικής σκηνής, στο γεγονός απλούστερα, ότι ο άνθρωπος ζει εν διαλόγω.

Δημήτρης Αγγελάτος, «Η “Σοφία” της σάτιρας και η παρωδία», περ. Πόρφυρας, τχ. 83 (Οκτ.-Δεκ. 1997) 7.

 

 

Για την ευρωπαϊκή λογοτεχνία, τα τελευταία χρόνια του 17ου αιώνα και μεγάλο μέρος του 18ου γενικά θεωρούνται η χρυσή εποχή της σάτιρας. Αυτό οφείλεται σε διάφορους λόγους. Κατά γενική παραδοχή την περίοδο αυτή ο πολιτισμός και η κουλτούρα (σε κάθε περίπτωση για τη μειοψηφία) γνωρίζει πολύ μεγάλη άνθηση, γεγονός που τρέφει τους σατιρικούς συγγραφείς, οι οποίοι έχουν βαλθεί να προστατέψουν αυτήν ακριβώς την κουλτούρα από την κατάχρηση, την παρέκκλιση και τη διαφθορά. Στόχος των σατιρικών συγγραφέων είναι να διατηρήσουν την κουλτούρα ακέραια ευτελίζοντας και γελοιοποιώντας όσους απειλούσαν να τη «διαφθείρουν». Έτσι ο Pope σατιρίζει τον υλισμό, την υπερβολή και την κακιά γραφή· ο Swift επιτίθεται με σφοδρότητα στην υποκρισία, την αλαζονεία, τη σκληρότητα και την πολιτική ιδιοτέλεια· ο Βολταίρος γελοιοποιεί την ευπιστία, τις θρησκευτικές αγυρτείες και την αφελή αισιοδοξία, ενώ ο Dr Johnson, με ζοφερή μεγαλοπρέπεια, καταγγέλλει την τρέλα, τη ματαιοδοξία και την υποκρισία του κόσμου. Με το ηθικό τους βάρος και την έμμονη αναζήτηση της αλήθειας, αυτοί οι άνθρωποι επιχείρησαν να αναλάβουν το ρόλο των εκκαθαριστών και των θεματοφυλάκων του πολιτισμού — αυτού του πολιτισμού που υπήρχε, γιατί χωρίς αμφιβολία ο 18ος αιώνας (όπως και οι υπόλοιποι αιώνες άλλωστε) ήταν για την πλειονότητα, από την Κίνα ως το Περού, μια εποχή φτώχειας, δυστυχίας και πόνου.

J.A. Cuddon, Λεξικό λογοτεχνικών όρων και θεωρίας λογοτεχνίας, μτφ.-επιστημ. επιμ. Γιάννης Παρίσης, Μαρία Λιάπη, Μεταίχμιο, Αθήνα 2005, 511-512.

 

 

Το ερώτημα αν η σάτιρα συνιστά είδος ή όχι έχει αποτελέσει αντικείμενο πολλών αντικρουόμενων μελετών. […]

[…]

Οι κλασικές απόπειρες ορισμού της που κυριάρχησαν τον 18ο αιώνα, βασίστηκαν στον ηθικό της σκοπό. Αλλά ο 19ος αιώνας […] έδειξε ότι η σάτιρα δεν ενέχει κανένα πρόγραμμα αναμόρφωσης. Και ο 20ός αιώνας, εγκαταλείποντας τελείως την ιδέα του ηθικού σκοπού, προσπαθεί να εντοπίσει τις ιδιαίτερες τεχνικές της. Η μοντέρνα σάτιρα […] δεν είναι είδος αλλά μια «λογοτεχνική διαδικασία» (literary procedure)· όχι είδος γραφής, αλλά τόνος γραφής. Και ως διαδικασία μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε συνδυασμό με άλλες διαδικασίες. Μέσα από αυτήν την οπτική, οι ιστορικές συνθήκες μπορεί να την δικαιώσουν αλλά όχι να της δώσουν ταυτότητα.

Εφόσον, λοιπόν, δεν πρόκειται για είδος, ο μόνος τρόπος για να καταλάβει κανείς αν πρόκειται για σάτιρα ή όχι είναι να προσπαθήσει να καταλάβει αν στο κείμενο υπάρχουν τα κλασικά «όπλα» της σάτιρας: ειρωνεία, παρωδία, παράδοξο, αντίθεση, ιδιόλεκτο, χυδαιότητα, βία, υπερβολή. Αυτά τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, τα οποία ποικίλλουν από την ευθεία δήλωση του συγγραφέα έως ένα ιδιαίτερο λεξιλόγιο ή μια ομάδα τεχνασμάτων που από την παράδοση συνδέονται με τη σάτιρα, βοηθούν στον εντοπισμό της. […] η σάτιρα δεν είναι καθαρό είδος και […] παρουσιάζει μεγάλη ελευθερία, αφού ως προς τη μορφή διακαώς μεταμορφώνεται, και συνεργάζεται με τα περισσότερα είδη και γένη της λογοτεχνίας. Ενδεχομένως, η βασική ειδοποιός της διαφορά είναι ότι πάντα έχει ως στόχο κάποια ανατροπή, ακόμη και αν δεν είναι επιθετική αλλά αμυντική, όπως συμβαίνει συχνά με τη σύγχρονη λογοτεχνική σάτιρα. Τέλος, δεν πρέπει κανείς να ξεχνά ότι το βασικό κριτήριο αξιολόγησης της λογοτεχνικής σάτιρας πρέπει να είναι αισθητικό.

Κατερίνα Κωστίου, Η ποιητική της ανατροπής. Σάτιρα. Ειρωνεία. Παρωδία. Χιούμορ, Εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα 2005, 50 & 53-54.

 

 

Με το πρόβλημα της νόρμας συνδέεται και ένα σημαντικό ερώτημα που τέθηκε από την αρχή: ποιο είναι το κίνητρο της σάτιρας; Οι μελετητές, αν και συμφωνούν ως προς τις κριτικές (ή επιθετικές) προθέσεις της σάτιρας, δέχονται πως, τελικά, ό,τι παρακινεί το συγγραφέα της σάτιρας είναι η αισθητική επιθυμία να εκφραστεί, και όχι η ηθική επιθυμία να αναμορφώσει. Τούτο ισχύει περισσότερο για τη σάτιρα του 20ού αιώνα παρά για τη σάτιρα προγενέστερων εποχών, καθώς συνδέεται με το θέμα του διδακτικού σκοπού της λογοτεχνίας. Έτσι, για να πάρουμε παραδείγματα από την ελληνική γραμματεία, ο τρόπος με τον οποίο ο Ανδρέας Λασκαράτος συνοψίζει τα χαρακτηριστικά του σατιρικού συγγραφέα είναι αντιπροσωπευτικός για τη σάτιρα της εποχής του: «Ο νους του [του σατιρικού συγγραφέα] είναι θύλακας χειρουργικών εργαλείων. Άλλα κόβουνε, και άλλα τρυπούνε· άλλα σκίζουνε, και άλλα ξεσκλούνε. Όταν συγκαταβαίνοντας χαϊδεύη, χαϊδεύει με τα νύχια του· και είναι τούτη η μόνη συγκατάβαση που μπορεί να κάμη». Σ’ αυτήν την παράδοση της κλασικής σάτιρας εντάσσονται και ο Αλέξανδρος Σούτσος και η ιδιότυπη περίπτωση του Εμμανουήλ Ροΐδη, που καλλιέργησε τη σάτιρα ως μέσο σωφρονισμού και τιμωρίας. Στον 20ό αιώνα η σάτιρα γίνεται περισσότερο αμυντική και φιλοσοφική και λιγότερο επιθετική, όπως, π.χ., στην περίπτωση του Καρυωτάκη και του Σεφέρη. Άλλωστε, σε τελευταία ανάλυση, ο σατιρικός συγγραφέας, ακόμη και όταν είναι «ώριμο τέκνο της οργής», εξακολουθεί να είναι ένας τεχνίτης του λόγου και να θέτει αισθητικά κριτήρια για να πετύχει τον κριτικό του στόχο. Και όσο πιο ικανοποιητική είναι μια σάτιρα ως λογοτεχνικό κείμενο, τόσο πιο αποτελεσματική είναι και ως προς την κριτική της διάσταση. Η αναγνωστική εμπειρία δείχνει, εξάλλου, ότι με το πέρασμα του χρόνου διασώζονται κυρίως σάτιρες που αποτελούν σημαντικά λογοτεχνικά κείμενα. Άλλωστε, η λογοτεχνικότητα είναι η ειδοποιός διαφορά της σάτιρας από τον λίβελλο και άλλα κείμενα με τα οποία έχει ίδιους ή παρεμφερείς στόχους.

Κατερίνα Κωστίου, Η ποιητική της ανατροπής. Σάτιρα. Ειρωνεία. Παρωδία. Χιούμορ, Εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα 2005, 61-62.

 

 

Η νεοελληνική σάτιρα βρήκε πρόσφορο έδαφος στα Επτάνησα. Ο πιο σημαντικός εκπρόσωπος της προσολωμικής σατιρικής ποίησης ήταν ο ποιητής και ζωγράφος Νικόλαος Κουτούζης […]. Τη σατιρική επιθετική ποίηση καλλιέργησε και ο Διον. Σολωμός στα ποιήματα «Το όνειρο», «Η πρωτοχρονιά», «Το ιατροσυμβούλιο», «Εις μεγιστάνα», «Οι κρεμάλες», «Η τρίχα», «Δεύτερο όνειρο», «Ο φουρκισμένος», «Η μετατόπιση του αγάλματος του Μαίτλαντ», ενώ σε πεζό λόγο είναι η Γυναίκα της Ζάκυθος. Ο πιο γνωστός από όλους τους Επτανήσιους σατιρικούς ήταν ο Ανδρ. Λασκαράτος, ο οποίος με τα κείμενά του και κυρίως με Τα μυστήρια της Κεφαλονιάς ή Σκέψες απάνου στην οικογένεια, στη θρησκία και στην πολιτική εις την Κεφαλονιά (1856) προκάλεσε την οργή τόσο των κληρικών όσο και των ριζοσπαστών της εποχής του, με αποτέλεσμα να αφοριστεί και να αναγκαστεί να εγκαταλείψει την Κεφαλλονιά.

Στην περίοδο του αθηναϊκού ρομαντισμού (1830-1880) καλλιεργήθηκε ιδιαίτερα η πολιτική σάτιρα, με κύριο εκπρόσωπο τον Αλέξανδρο Σούτσο, ο οποίος διώχθηκε και φυλακίστηκε εξαιτίας της αντιπολιτευτικής στάσης του. Ο Σούτσος, με τη σάτιρα, καταφερόταν εναντίον του Καποδίστρια και αργότερα εναντίον του Όθωνα. Μέσα στο κλίμα του αθηναϊκού ρομαντισμού, εντάσσεται και η σατιρική πεζογραφική παραγωγή του Εμμ. Ροΐδη, ο οποίος με το μυθιστόρημά του Η πάπισσα Ιωάννα (1866) προκάλεσε σάλο στην τότε ελληνική κοινωνία και στην Εκκλησία.

Σημαντικά σατιρικά έργα έδωσε και η γενιά του 1880. Ως ο κατεξοχήν σατιρικός αυτής της γενιάς μνημονεύεται συχνά ο Γ. Σουρής, ο οποίος, ιδίως με τον Ρωμηό, δημιούργησε έναν θρύλο που επιβιώνει μέχρι σήμερα. Ο Σουρής θαυμάστηκε πολύ για τη στιχουργική του ευχέρεια, με την οποία σατίριζε και καυτηρίαζε τα προβλήματα που ταλάνιζαν την ελληνική κοινωνία, προασπίζοντας την πολιτική αρετή και την εντιμότητα. Ιδιαίτερα σημαντικοί είναι οι σατιρικοί στίχοι που έγραψε ο Κ. Παλαμάς (Σατιρικά γυμνάσματα, 1912), με τους οποίους στρεφόταν εναντίον της μοναρχίας, της βουλευτοκρατίας και της προγονολατρίας.

[…]

Ο πιο αιχμηρός σατιρικός ποιητής, μετά τον Σολωμό, είναι ο Κ. Καρυωτάκης. Η διαβρωτική σάτιρα και ο σαρκασμός της συλλογής Ελεγεία και Σάτιρες (1927) και των πεζών του είχε στόχο τον αλλοτριωτικό γραφειοκρατικό μηχανισμό, την πολιτική κατάσταση, πρόσωπα της φιλολογικής ζωής, αλλά και τον ίδιο τον εαυτό του. […]

Κάρολος Μητσάκης & Αντώνης Δεσποτίδης, Λεξικό της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Πρόσωπα. Έργα. Ρεύματα. Όροι, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2007, 1978-1979.

 

 

Αποτελεί κοινό τόπο της κριτικής, και είναι αυτό η πρώτη, η βασική μεταξύ τους διάκριση, ότι η σάτιρα αναφέρεται σε πράγματα ενώ η παρωδία σε λέξεις. Ο στόχος και το σημείο αναφοράς της σάτιρας είναι ένα σύστημα περιεχομένου, ενώ της παρωδίας ένα σύστημα έκφρασης. Είδαμε επίσης ότι πολλοί μελετητές χρησιμοποιούν τον όρο παρωδία σα να ήταν μια μορφή σάτιρας. […]

Ευνόητο είναι ότι βασικό λόγο αυτής της σύγχυσης, παρά τις διαφορές των δύο εννοιών, αποτελεί το γεγονός πως πολύ συχνά σάτιρα και παρωδία διαπλέκονται και συνοδοιπορούν. Η σάτιρα χρησιμοποιεί μορφές παρωδίας για να πετύχει τον σκοπό της […]. Η σάτιρα θεωρείται ευρύτερο είδος από την παρωδία και ουσιαστικά πρόκειται για δύο ανεξάρτητες κατηγορίες λόγου. […]

Κατερίνα Κωστίου, Η ποιητική της ανατροπής. Σάτιρα. Ειρωνεία. Παρωδία. Χιούμορ, Εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα 2005, 233-234.

 

 

[…] στην σάτιρα τα δυο επίπεδα εντοπίζονται μεταξύ του είναι και του δέοντος που εκφράζειο σατιριστής· στην ειρωνεία η διαστρωμάτωση συνίσταται από την ρηματική διατύπωση και την αντίθετη μ’ εκείνη έννοια που ενυπάρχει· […] Η ειρωνεία βασίζεται πάνω στην δυναμική της αντιθετικότητας, διότι πιστεύει ότι η ταυτότητα είναι στείρα, ενώ η αντίθεση γόνιμη. […]

Η μοντέρνα ειρωνεία είναι λιγότερο σατιρική και περισσότερο υποκειμενική· γι’ αυτό, είναι και περισσότερο κλειστή· σκοπός του συγγραφέα δεν είναι η παρουσίαση κατάφωρης αντίθεσης, αλλά η ενεργοποίηση και η συμμετοχή του αναγνώστη να την ανακαλύψει. Γενικά, η σύγχρονη αντίληψη θεωρεί κάθε λογοτεχνικό έργο άξιο λόγου πραγμάτωση της ειρωνείας, δεδομένου ότι κάθε απόπειρα να εκφρασθή ρηματικώς η πραγματικότητα είναι λειψή, άρα το αποτέλεσμα είναι ειρωνικό. Οπωσδήποτε, στοιχεία που οδηγούν τον αναγνώστη στην αναγνώριση της ειρωνείας είναι: η ευθεία προειδοποίηση του αναγνώστη από τον συγγραφέα, τα σκόπιμα πραγματολογικά λάθη και οι αναχρονισμοί, η αντίφαση των δεδομένων, η σύγκρουση διαφορετικών ειδών ύφους.

Κ.Γ. Κασίνης, «Σατιρική ποίηση ή Η ρητορική της υπονόμευσης». Διασταυρώσεις, Β΄. Μελέτες για τον ιθ΄ & κ΄ αι., Εκδόσεις Χατζηνικολή, Αθήνα 2005, 470-472.

 

 

Αντικείμενο του χιούμορ είναι πάντα ο άνθρωπος. Το χιούμορ μπορεί να είναι λεκτικό αλλά […] όχι απαραίτητα. Μέχρι τον 19ο αιώνα το χιούμορ και η σάτιρα χρησιμοποιούνταν εναλλακτικά, αλλά ώς τότε η λογοτεχνία δεν χρησιμοποιούσε το χιούμορ συνειδητά ή τουλάχιστον όχι με τη συνείδηση που έχει σήμερα.

[…]

Παρά τη θεωρητική σύγχυση, πρέπει να συμφωνήσουμε ότι μια βασική διάκριση του χιούμορ από τη σάτιρα βασίζεται στο γεγονός ότι η σάτιρα απορρίπτει, ενώ το χιούμορ αποδέχεται. Ο σατιρικός συγγραφέας, σύμφωνα με τον Clark, «δεν χρησιμοποιεί ανόθευτο (unadulterated) χιούμορ, που εξ ορισμού σημαίνει αποδοχή της ανθρώπινης φύσης και παρουσίαση με συμπάθεια όλων αδιακρίτως των ιδιορρυθμιών της και των ασυμφωνιών. Ο χιουμορίστας, τα αντικείμενά του και το κοινό του, όλα, αναγνωρίζονται ως μέρη της ίδιας ανθρωπότητας. […] Ο σατιρικός, όπως είπαμε, δεν δέχεται· απορρίπτει. Βρίσκεται σε πόλεμο με τα πράγματα όπως είναι, όχι με την ουσιαστική και μόνιμη φύση του ανθρώπου (που αποτελεί αρμοδιότητα του αληθινού χιουμορίστα), αλλά με τις παρεκκλίσεις από αυτό που ο ίδιος και το κοινό του θεωρούν μέτρο της σωστής ζωής και αίσθησης. Ο χιουμορίστας, στην πιο τυπική του εκδοχή, αγαπά την ανθρωπότητα και δεν θέλει να την αλλάξει· ακόμα κι οι αδυναμίες και οι παραλογισμοί της του είναι αγαπητές, διότι στα μάτια του είναι συστατικά της ίδιας της ανθρώπινης ύπαρξης».

[…]

Η διαφορά της σάτιρας από το χιούμορ νομίζω ότι φαίνεται ευκρινώς αν σκεφθούμε τη διαφορά ανάμεσα στην καρικατούρα ή γελοιογραφία, όταν χρησιμοποιείται ως τεχνική της σάτιρας, —όπου λειτουργεί ως απομάκρυνση από την προσδοκώμενη μορφή, δηλαδή ως μια ανωμαλία του εκφωνήματος (π.χ., ένα πορτρέτο όπου επιτονίζεται ένα αισθητικό ελάττωμα του προσώπου)— και στη χιουμοριστική καρικατούρα ή γελοιογραφία, που ακόμη κι όταν περιέχει στοιχεία της πρώτης, είναι πνεύμα της σκέψης που αναδεικνύει μια αντίθεση και προκύπτει από την εκφώνηση (π.χ., ένα πορτρέτο όπως το παραπάνω, με φόντο ένα top model).

Κατερίνα Κωστίου, Η ποιητική της ανατροπής. Σάτιρα. Ειρωνεία. Παρωδία. Χιούμορ, Εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα 2005, 258-260.