Πρόσωπα και θέματα της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας

▲▲ Επιστολικό μυθιστόρημα

[…] το επιστολικό μυθιστόρημα ανήκει στα λίγα εκείνα υποείδη του «αστικού έπους» (Hegel), που σ’ αντίθεση με τους πολύ περισσότερους εκείνους λογοτεχνικούς συγγενείς του, που ορίζονται με κριτήριο το «θέμα» ή το «περιεχόμενό» τους (ιπποτικό, ερωτικό, περιπετειώδες, ιστορικό, γοτθικό, αστυνομικό μυθιστόρημα), ορίζονται με κριτήρια αποκλειστικά μορφολογικά: αποτελείται από έναν αριθμό —πλασματικών— επιστολών. Ο αριθμός όμως αυτός μπορεί να διαφέρει σε ύψιστο βαθμό από έργο σ’ έργο, καθορίζοντας, όπως και στα «κανονικά» μυθιστορήματα, τον όγκο του και συνακόλουθα, κατά κανόνα, και την πολυπλοκότητά του. Έτσι λ.χ. το εναρκτήριο έργο του είδους, οι Lettres portugaises (1669) του Guilleragues, αποτελείται από 5 μόνο επιστολές και ο ογκωδέστερος εκπρόσωπός τους, η εφτάτομη Clarissa (1748) του Richardson, από 532 επιστολές. […]

Σημαντικότερη όμως από το συνολικό αριθμό των επιστολών, που συναπαρτίζουν το επιστολικό μυθιστόρημα, είναι η κατανομή των επιστολών ανάμεσα στα πρόσωπα-επιστολογράφους, επειδή σηματοδοτεί τη θέση και το ρόλο τους στην πράξη του έργου. […]

Κοινή σ’ όλες τις προτάσεις για μια τυπολογία του επιστολικού μυθιστορήματος είναι η στοιχειώδης διάκριση ανάμεσα σ’ ένα «μονολογικό» ή «μονοφωνικό» κ’ ένα «πολυλογικό» ή «πολυφωνικό» επιστολικό μυθιστόρημα· […]. Το κριτήριο για την τυπολογία αυτή είναι ο αριθμός των προσώπων, των οποίων η αλληλογραφία συναποτελεί το επιστολικό μυθιστόρημα. Έτσι λ.χ. από τα δείγματα του είδους […] η Pamela του Richardson και ο Werther του Goethe ανήκουν στον πρώτο τύπο, το «μονοφωνικό»: περιέχουν τις επιστολές μόνο ενός προσώπου, του επώνυμου «ήρωα» ή της «ηρωίδας» του μυθιστορήματος· το δεύτερο τύπο, τον «πολυφωνικό», που θεωρείται ως η εξέχουσα και γνήσια μορφή του επιστολικού μυθιστορήματος, εκπροσωπούν τα περισσότερα δείγματα του είδους, ανάμεσα στα οποία η Clarissa, η Nouvelle Héloise και προπαντός οι Liaisons dangereuses ανήκουν στις κορυφαίες στιγμές του.

Γιώργος Βελουδής, «Εισαγωγή». Στο: Παναγιώτης Σούτσος, Ο Λέανδρος, φιλολ. επιμ. Γιώργος Βελουδής, Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη, Αθήνα 1996, 14-16 [σειρά: Νεοελληνική Βιβλιοθήκη].

 

 

Η χρυσή εποχή του επιστολικού μυθιστορήματος ξεκινά στα τέλη του 17ου αι. και συνεχίζεται σε όλη τη διάρκεια του 18ου, με αποκορύφωμα το διάστημα μετά το 1750. […]

Η απότομη και ιδιαίτερα έντονη ανάπτυξη του είδους τον 18ο αι. οφείλεται στο ότι η παρουσίαση ενός μυθιστορήματος με τη μορφή επιστολών ανάμεσα σε συγκεκριμένα πρόσωπα δίνει στον συγγραφέα τη δυνατότητα να παρουσιάσει το έργο του ως αληθινή μαρτυρία. Για τον σκοπό αυτόν χρησιμοποιείται το τέχνασμα της εύρεσης επιστολών από έναν πλασματικό εκδότη, ενώ πρόλογοι και επίλογοι στόχο έχουν να πλαισιώσουν αυτό το εγχείρημα. Βρισκόμαστε σε μια εποχή στην οποία η μυθοπλαστική πεζογραφία θεωρούνταν ακόμη κατώτερο λογοτεχνικό είδος και αντιμετωπιζόταν με σχετική δυσπιστία από τους αναγνώστες που απαιτούσαν αληθοφάνεια. Εξάλλου, η χρήση της επιστολής ως βασικής αφηγηματικής μονάδας προσφέρει και μια σειρά από άλλα πλεονεκτήματα, τα οποία οι συγγραφείς της εποχής δεν αργούν να ανακαλύψουν και να εκμεταλλευτούν: για παράδειγμα, δίνει τη δυνατότητα για εύκολη εναλλαγή θεμάτων, προσώπων και αφηγητών, για δημιουργία πλοκής και ταυτόχρονη παροχή πληροφοριών στον αναγνώστη κτλ.

Γιάννης Ν. Παρίσης, Λεξικό της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Πρόσωπα. Έργα. Ρεύματα. Όροι, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2007, 669.

 

 

[…] ο τρόπος της επιστολικής αφήγησης περιέχει κάτι το ταυτόχρονα παραδοσιακό και μοντέρνο. Παραδοσιακό, στο μέτρο όπου παραπέμπει στο παρελθόν και εγγράφει την επιστολή-ντοκουμέντο σε μια παράδοση λίγο ή πολύ ρεαλιστική. Μοντέρνο, στο μέτρο που θεσμοθετεί την πολλαπλότητα των αφηγητών, προσεγγίζει ορισμένες τεχνικές του αιώνα μας (λ.χ. το προσωπικό ημερολόγιο, ακόμα και τον εσωτερικό μονόλογο), συνδέει τη δράση με την αφήγηση και επιβάλλει ένα κινητικό σύστημα επικοινωνίας, όπως το πρόσεξε κιόλας ο Michel Butor: «στο επιστολικό μυθιστόρημα κάθε σημαντικό πρόσωπο γινόταν με τη σειρά του εγώ, εσείς, αυτός».

Γιατί τα πλεονεκτήματα του αφηγηματικού αυτού τρόπου είναι φανερά. Ο Montesquieu τα έχει επισημάνει ήδη από το 1754: «Μιλούν τα ίδια τα πρόσωπα για την παρούσα κατάστασή τους». Τα ίδια τα πρόσωπα: δηλαδή περνώντας από την πράξη στον λόγο, δράστες και μάρτυρες συνάμα, ήρωες που γίνονται αφηγητές και αφηγητές που γίνονται ήρωες, χωρίς παρεμβολές ξένων φωνών. Για την παρούσα κατάστασή τους: δηλαδή για ό,τι προσλαμβάνουν σταδιακά ως άμεση εμπειρία στο παρόν, χωρίς να πριμοδοτούν τη μνήμη τους και χωρίς να γνωρίζουν το μέλλον.

Να γιατί το επιστολικό μυθιστόρημα είναι καταβάθος ένα μυθιστόρημα γραμμένο στον ενεστώτα, κυριαρχημένο από το παρόν, από τη σχετικότητα της γνώσης και την ανθρώπινη παρουσία. Ένα είδος αξεχώριστο από τον διάλογο και από την ύπαρξη του Άλλου. Μια συλλογικότητα που επιμερίζεται σε ατομικότητες: σε διαφορετικούς αφηγητές και σε διαφορετικές οπτικές γωνίες. […]

Παν. Μουλλάς, Ο λόγος της απουσίας. Δοκίμιο για την επιστολογραφία με σαράντα ανέκδοτα γράμματα του Φώτου Πολίτη (1908-1910), Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 1992, 245-246.

 

 

Αντίστοιχα σημαντικός, πολύ σημαντικότερος απ’ ό,τι στο αφηγηματικό μυθιστόρημα, είναι ο ρόλος που επιφυλάσσεται στον πραγματικό-εμπειρικό αναγνώστη του επιστολικού μυθιστορήματος: Ο αναγνώστης του επιστολικού μυθιστορήματος («εμείς») παρακολουθεί πρώτα-πρώτα την ίδια τη γραφή των επιστολών, παρακολουθώντας τους επιστολογράφους, κατά κάποιον τρόπο, «κρυφά», σαν ένας voyer, πάνω από τον ώμο τους, παρακολουθώντας με τον τρόπο αυτό την ίδια τη γένεση, την εξέλιξη του μυθιστορήματος — είναι μ’ άλλα λόγια ο πρώτος αναγνώστης της επιστολής, πριν αυτή φτάσει στα χέρια του «νόμιμου» αναγνώστη της, του πλασματικού προσώπου-αποδέκτη της. Ο εμπειρικός αναγνώστης του επιστολικού μυθιστορήματος είναι και ο πραγματικός Super-Reader· οι απαιτήσεις που προβάλλει το είδος στη φαντασία, την εποπτεία και τη συνθετική του ικανότητα είναι πολύ μεγαλύτερη απ’ ό,τι στην περίπτωση του αναγνώστη του αφηγηματικού μυθιστορήματος: Εδώ, ο αναγνώστης δεν είναι μόνο «υποχρεωμένος» να παρακολουθεί τη γραφή και την ανάγνωση των διαφόρων προσώπων-αλληλογράφων, μετακινούμενος από το ένα στο άλλο και παίρνοντας διαδοχικά την «οπτική γωνία» καθενός απ’ αυτά, «μαντεύοντας» πριν απ’ αυτά, από το τέλος της επιστολής, τι θ’ ακολουθήσει με την επομένη, εποπτεύοντας όχι μόνο το δικό του πεδίο, το πεδίο της δικής του αλληλογραφίας, αλλά της αλληλογραφίας όλων.

Πολύ περισσότερο: Επειδή το επιστολικό μυθιστόρημα είναι, σχεδόν εξ ορισμού, ένα «αποσπασματικό» έργο, ένα έργο που συναποτελείται από τα θραύσματα, τις «μικροαφηγήσεις» […] των επιμέρους επιστολών, χωρίς την ενοποιητική, συνδετική, συνθετική, ακόμα και «ερμηνευτική» παρέμβαση ενός —πλασματικού— αφηγητή, ο αναγνώστης του είναι «υποχρεωμένος» ν’ αναπληρώνει τα πολύ περισσότερα απ’ ό,τι στο αφηγηματικό μυθιστόρημα «κενά σημεία» […] του έργου — παίρνοντας, με τον τρόπο αυτό, ένα πολύ ενεργητικότερο μέρος στη δημιουργική εργασία του συγγραφέα του και στη «συγκρότηση του νοήματος» […] του έργου. […]

Γιώργος Βελουδής, «Εισαγωγή». Στο: Παναγιώτης Σούτσος, Ο Λέανδρος, φιλολ. επιμ. Γιώργος Βελουδής, Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη, Αθήνα 1996, 31-32 [σειρά: Νεοελληνική Βιβλιοθήκη].

 

 

Το 1834 ο Παναγιώτης Σούτσος δημοσιεύει τον Λέανδρο. Αντίθετα από τα προηγούμενα διηγήματα, το έργο αυτό αποπνέει το κλίμα του δυτικού ρομαντισμού και παρουσιάζεται με τη μορφή επιστολών, τις οποίες ανταλλάσσουν μεταξύ τους τα μυθιστορηματικά πρόσωπα. Είναι γνωστό ότι από τα τέλη του 17ου ως τις αρχές του 19ου αιώνα το επιστολικό μυθιστόρημα γνωρίζει τεράστια άνθηση στην Ευρώπη. […]

Μέσα σ’ αυτή λοιπόν την ατμόσφαιρα «επιστολικής επιδημίας», που χαρακτηρίζει τα ευρωπαϊκά γράμματα, δεν είναι παράξενο ότι το 1834 ο Σούτσος αποφασίζει να δώσει με τον Λέανδρο μια ελληνική εκδοχή του επιστολικού ήρωα του Goethe, του Βέρθερου, και του ιταλού ομόλογού του Ιάκωβου Όρτις […]. Από το 1780 περίπου Οι οδύνες του νεαρού Βέρθερου (1774) γονιμοποιούν τη φαντασία πολλών συγγραφέων επιστολικών και ημερολογιακών μυθιστορημάτων σ’ ολόκληρη την Ευρώπη, δημιουργώντας μια σειρά από ερωτευμένους αυτόχειρες. […]

Αλεξάνδρα Σαμουήλ, «Παναγιώτης Σούτσος. Παρουσίαση – Ανθολόγηση». Η παλαιότερη πεζογραφία μας. Από τις αρχές της ως τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, τ. Γ΄. 1830-1880, Εκδόσεις Σοκόλη, Αθήνα 1996, 22-23.

 

 

 

Έκφραση του παρόντος, το επιστολικό μυθιστόρημα εμφανίζεται στον τόπο μας σε μια εποχή όπου κυριαρχούν άλλες προτεραιότητες: οι παρωχημένοι χρόνοι, η έξαρση του παρελθόντος, ο μονόλογος, το προσωπικό ημερολόγιο, ο αφηγητής-Θεός, οι μεγάλες αποστάσεις ανάμεσα στον χρόνο της δράσης και στον χρόνο της γραφής. Αποτέλεσμα (συχνό και επαναλαμβανόμενο): η επιστολική αφήγηση ή προβάλλει την αυτοτέλειά της πριμοδοτώντας έτσι, από τον Π. Σούτσο ως τον Ψυχάρη, μια αισθηματολογία βερθερικής καταγωγής, ή συνδυάζεται με άλλους αφηγηματικούς τρόπους, διακυβεύοντας την ιδιομορφία και την ίδια την ύπαρξή της. Περιττό να σημειωθεί εδώ ότι και στις δυο περιπτώσεις οι ανεπάρκειες είναι εμφανείς: ο στόμφος, η φλυαρία, η εκζήτηση. Αποτυχία του πάθους και της συμμαχίας του ατόμου με το σύνολο; Αλλά το πρόβλημα τίθεται ταυτόχρονα στο επίπεδο της προσωπικής εμπειρίας, της ιδεολογίας και της γραφής. Γιατί θα χρειαστούν κάποιες λογοτεχνικές μαρτυρίες του αιώνα μας, από τη Ζωή εν τάφω του Μυριβήλη ως Το κιβώτιο του Αλεξάνδρου, για να γίνει κατανοητό πως ό,τι εξασφαλίζει την αυθεντικότητα, ίσως και τον δραματικό χαρακτήρα της επιστολικής αφήγησης δεν είναι το ατομικό πάθος ή η υπερατομική έξαρση, αλλά, απεναντίας, η κριτική στάση και η διάσταση με τις συλλογικές σκοπιμότητες, ακόμα και μια ορισμένη εμπειρία λαβυρίνθου, όπου ο κλειστός χώρος σηματοδοτεί τις περίπλοκες και αδιέξοδες σχέσεις θυμάτων και θυτών.

Παν. Μουλλάς, Ο λόγος της απουσίας. Δοκίμιο για την επιστολογραφία με σαράντα ανέκδοτα γράμματα του Φώτου Πολίτη (1908-1910), Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 1992, 244-245.