Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΛΟΥΚΙΑΝΟΣ

Περὶ πένθους (16-20)


[16] Εἴποι δ᾽ ἂν οὖν πρὸς αὐτὸν ὁ παῖς παραιτησάμενος τὸν Αἰακὸν καὶ τὸν Ἀϊδωνέα πρὸς ὀλίγον τοῦ στομίου ὑπερκῦψαι καὶ τὸν πατέρα παῦσαι ματαιάζοντα, «Ὦ κακόδαιμον ἄνθρωπε, τί κέκραγας; τί δέ μοι παρέχεις πράγματα; παῦσαι τιλλόμενος τὴν κόμην καὶ τὸ πρόσωπον ἐξ ἐπιπολῆς ἀμύσσων. τί μοι λοιδορῇ καὶ ἄθλιον ἀποκαλεῖς καὶ δύσμορον πολύ σου βελτίω καὶ μακαριώτερον γεγενημένον; ἢ τί σοι δεινὸν πάσχειν δοκῶ; ἢ διότι μὴ τοιουτοσὶ γέρων ἐγενόμην οἷος εἶ σύ, φαλακρὸς μὲν τὴν κεφαλήν, τὴν δὲ ὄψιν ἐρρυτιδωμένος, κυφὸς καὶ τὰ γόνατα νωθής, καὶ ὅλως ὑπὸ τοῦ χρόνου σαθρὸς πολλὰς τριακάδας καὶ ὀλυμπιάδας ἀναπλήσας, καὶ τὰ τελευταῖα δὴ ταῦτα παραπαίων ἐπὶ τοσούτων μαρτύρων; ὦ μάταιε, τί σοι χρηστὸν εἶναι δοκεῖ παρὰ τὸν βίον οὗ μηκέτι μεθέξομεν; ἢ τοὺς πότους ἐρεῖς δῆλον ὅτι καὶ τὰ δεῖπνα καὶ ἐσθῆτα καὶ ἀφροδίσια, καὶ δέδιας μὴ τούτων ἐνδεὴς γενόμενος ἀπόλωμαι. οὐκ ἐννοεῖς δὲ ὅτι τὸ μὴ διψῆν τοῦ πιεῖν πολὺ κάλλιον καὶ τὸ μὴ πεινῆν τοῦ φαγεῖν καὶ τὸ μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνης εὐπορεῖν;
[17] Φέρε τοίνυν, ἐπειδὴ ἔοικας ἀγνοεῖν, διδάξομαί σε θρηνεῖν ἀληθέστερον, καὶ δὴ ἀναλαβὼν ἐξ ὑπαρχῆς βόα, “Τέκνον ἄθλιον, οὐκέτι διψήσεις, οὐκέτι πεινήσεις οὐδὲ ῥιγώσεις. οἴχῃ μοι κακοδαίμων ἐκφυγὼν τὰς νόσους, οὐ πυρετὸν ἔτι δεδιώς, οὐ πολέμιον, οὐ τύραννον· οὐκ ἔρως σε ἀνιάσει οὐδὲ συνουσία διαστρέψει, οὐδὲ σπαθήσεις ἐπὶ τούτῳ δὶς ἢ τρὶς τῆς ἡμέρας, ὢ τῆς συμφορᾶς. οὐ καταφρονηθήσῃ γέρων γενόμενος οὐδὲ ὀχληρὸς ἔσῃ τοῖς νέοις βλεπόμενος.” [18] ἂν ταῦτα λέγῃς, ὦ πάτερ, οὐκ οἴει πολὺ ἀληθέστερα καὶ γενναιότερα ἐκείνων ἐρεῖν;
Ἀλλ᾽ ἆρα μὴ τόδε σε ἀνιᾷ, καὶ διανοῇ τὸν παρ᾽ ἡμῖν ζόφον καὶ τὸ πολὺ σκότος, κᾆτα δέδιας μή σοι ἀποπνιγῶ κατακλεισθεὶς ἐν τῷ μνήματι; χρὴ δὲ πρὸς ταῦτα λογίζεσθαι ὅτι τῶν ὀφθαλμῶν διασαπέντων ἢ καὶ νὴ Δία καέντων μετ᾽ ὀλίγον, εἴ γε καῦσαί με διεγνώκατε, οὔτε σκότος οὔτε φῶς ὁρᾶν δεησόμεθα.
[19] Καὶ ταῦτα μὲν ἴσως μέτρια· τί δέ με ὁ κωκυτὸς ὑμῶν ὀνίνησι καὶ ἡ πρὸς τὸν αὐλὸν αὕτη στερνοτυπία καὶ ἡ τῶν γυναικῶν περὶ τὸν θρῆνον ἀμετρία; τί δὲ ὁ ὑπὲρ τοῦ τάφου λίθος ἐστεφανωμένος; ἢ τί ὑμῖν δύναται τὸν ἄκρατον ἐπιχεῖν; ἢ νομίζετε καταστάξειν αὐτὸν πρὸς ἡμᾶς καὶ μέχρι τοῦ Ἅιδου διίξεσθαι; τὰ μὲν γὰρ ἐπὶ τῶν καθαγισμῶν καὶ αὐτοὶ ὁρᾶτε, οἶμαι, ὡς τὸ μὲν νοστιμώτατον τῶν παρεσκευασμένων ὁ καπνὸς παραλαβὼν ἄνω εἰς τὸν οὐρανὸν οἴχεται μηδέν τι ἡμᾶς ὀνῆσαν τοὺς κάτω, τὸ δὲ καταλειπόμενον, ἡ κόνις, ἀχρεῖον, ἐκτὸς εἰ μὴ τὴν σποδὸν ἡμᾶς σιτεῖσθαι πεπιστεύκατε. οὐχ οὕτως ἄσπορος οὐδὲ ἄκαρπος ἡ τοῦ Πλούτωνος ἀρχή, οὐδὲ ἐπιλέλοιπεν ἡμᾶς ὁ ἀσφόδελος, ἵνα παρ᾽ ὑμῶν τὰ σιτία μεταστελλώμεθα. ὥστε μοι νὴ τὴν Τισιφόνην πάλαι δὴ ἐφ᾽ οἷς ἐποιεῖτε καὶ ἐλέγετε παμμέγεθες ἐπῄει ἀνακαγχάσαι, διεκώλυσε δὲ ἡ ὀθόνη καὶ τὰ ἔρια, οἷς μου τὰς σιαγόνας ἀπεσφίγξατε.»
[20] ὣς ἄρα μιν εἰπόντα τέλος θανάτοιο κάλυψε.
Πρὸς Διός, ἐὰν λέγῃ ταῦτα ὁ νεκρὸς ἐπιστραφείς, ἀνακλίνας αὑτὸν ἐπ᾽ ἀγκῶνος, οὐκ ἂν οἰόμεθα δικαιότατα ἂν αὐτὸν εἰπεῖν; ἀλλ᾽ ὅμως οἱ μάταιοι καὶ βοῶσι καὶ μεταστειλάμενοί τινα θρήνων σοφιστὴν πολλὰς συνειλοχότα παλαιὰς συμφορὰς τούτῳ συναγωνιστῇ καὶ χορηγῷ τῆς ἀνοίας καταχρῶνται, ὅπη ἂν ἐκεῖνος ἐξάρχῃ πρὸς τὸ μέλος ἐπαιάζοντες.


[16] Θα του έλεγε λοιπόν το παιδί του, έχοντας πρώτα ζητήσει από τον Αιακό και τον Αϊδωνέα την άδεια να προβάλει για λίγο το κεφάλι του από την είσοδο του Άδη και να κάνει τον πατέρα του να πάψει να λέει ανοησίες: «Κακόμοιρε άνθρωπε, γιατί φωνάζεις; Γιατί μου δημιουργείς προβλήματα; Σταμάτα να ξεριζώνεις τα μαλλιά σου και να κάνεις γρατσουνιές στο δέρμα του προσώπου σου. Γιατί με κακολογείς και με αποκαλείς καημένο και κακότυχο, ενώ είμαι πολύ καλύτερα από σένα και σε πολύ μεγαλύτερη ευδαιμονία; Τί φοβερό έχεις την εντύπωση ότι περνάω; Ή μήπως επειδή δεν έγινα τέτοιος δα γέρος σαν κι εσένα, με φαλακρό το κεφάλι, με ρυτίδες στο πρόσωπο, καμπούρης και αδύναμος στα γόνατα, και γενικά φθαρμένος από τον χρόνο, έχοντας συμπληρώσει πολλά τριαντάμερα μηνών και ολυμπιακές τετραετίες, και μάλιστα στα τελευταία με σαλεμένο το μυαλό μπροστά σε τόσο κόσμο; Ανόητε, τί αξιόλογο νομίζεις πως υπάρχει στη ζωή, που δεν θα το απολαμβάνω άλλο πια; Ή μήπως θα μου πεις, όπως φαίνεται, για τα συμπόσια και τα δείπνα και τα ρούχα και τις ερωτικές απολαύσεις, και φοβάσαι μη μου λείψουν αυτά και αφανιστώ; Δεν καταλαβαίνεις ότι το να μη διψάς είναι καλύτερο από το να πίνεις, και το να μην πεινάς από το να τρως, και το να μην κρυώνεις από το να διαθέτεις πλήθος ρούχα;
[17] Έλα λοιπόν, μια και φαίνεται να βρίσκεσαι σε άγνοια, θα σε διδάξω να θρηνείς πιο αληθινά. Ξεκίνα λοιπόν πάλι από την αρχή και φώναζε: “Καημένο μου παιδί, δεν θα διψάσεις άλλο πια, δεν θα πεινάσεις άλλο πια, δεν θα κρυώσεις. Μου έφυγες ο κακότυχος και γλίτωσες τις αρρώστιες, δεν φοβάσαι πια τον πυρετό, ούτε εχθρό ούτε τύραννο· δεν θα σε λυπήσει έρωτας, δεν θα σε παραπλανήσει συντροφιά, δεν θα ξοδευτείς γι᾽ αυτό δυο και τρεις φορές τη μέρα, τί συμφορά! Δεν θα σε περιφρονήσουν στα γηρατειά σου ούτε θα σε θεωρήσουν ενοχλητικό οι νέοι βλέποντάς σε”.
[18] Αν τα πεις αυτά, πατέρα, δεν νομίζεις ότι τα λόγια σου θα είναι πολύ πιο αληθινά και πιο αξιοπρεπή από τα προηγούμενα; Δες όμως μήπως σε στενοχωρεί το εξής, και συλλογίζεσαι το βαθύ και πυκνό σκοτάδι που έχουμε εδώ, κι έπειτα φοβάσαι μήπως πάθω ασφυξία κλεισμένος μέσα στο μνήμα. Για το ζήτημα αυτό θα πρέπει να σκεφτείς ότι, όταν τα μάτια μου σαπίσουν ή, μά τον Δία, καούν, αν έχετε αποφασίσει να με κάψετε, δεν θα χρειαστεί να βλέπουμε ούτε φως ούτε σκοτάδι.
[19] Και αυτά βέβαια ίσως να μην είναι υπερβολικά. Αλλά σε τί με ωφελούνε τα στριγκλίσματά σας και τα χτυπήματα στο στήθος με συνοδεία αυλού, και η υπερβολή των γυναικών στο θρηνολόγημα; Σε τί με ωφελεί να είναι στεφανωμένη η πέτρα πάνω από τον τάφο μου; Ή τί νόημα έχει για σας να χύνετε από πάνω ανέρωτο κρασί; Ή μήπως πιστεύετε ότι θα φτάσουν οι σταγόνες του ως εμάς και θα διεισδύσουν ως τον Άδη; Όσο για τα αφιερώματα τροφίμων το βλέπετε κι εσείς οι ίδιοι, φαντάζομαι, ότι το πιο νόστιμο απ᾽ όσα ετοιμάστηκαν το παίρνει ο καπνός και φεύγει ανεβαίνοντας στον ουρανό, χωρίς να ωφελήσει καθόλου εμάς εδώ κάτω, ενώ το υπόλοιπο που μένει, η τέφρα, είναι άχρηστο, εκτός αν πιστεύετε ότι εμείς εδώ τρώμε στάχτη. Δεν είναι όμως τόσο άγονο και άκαρπο το βασίλειο του Πλούτωνα, ούτε μας τέλειωσε ο ασφόδελος, ώστε να ζητήσουμε από σας να μας στέλνετε τρόφιμα. Ώστε εδώ και ώρα, μά την Τισιφόνη, μου ερχόταν να ξεκαρδιστώ στα γέλια με όσα κάνατε και λέγατε, αλλά με εμπόδισε το ύφασμα και το μαλλί με το οποίο μου δέσατε σφιχτά τα σαγόνια».
Έτσι είπε, και τον σκέπασε το τέλος του θανάτου.
[20] Για όνομα του Δία, αν ο νεκρός γυρνούσε προς το μέρος μας, ανασηκωνόταν στηριγμένος στον αγκώνα του και μας τα έλεγε αυτά, δεν θα θεωρούσαμε ότι τα λέει πάρα πολύ σωστά; Κι όμως οι ανόητοι όχι μόνο κραυγάζουν, αλλά και στέλνουνε και καλούνε κάποιον ειδικό στα θρηνολογήματα, που έχει συγκεντρώσει στο μυαλό του πολλές παλιές συμφορές, και τον χρησιμοποιούν ως σύμμαχο και καθοδηγητή της ανοησίας τους, μοιρολογώντας ανάλογα με το πώς εκείνος διευθύνει το θρηνητικό τραγούδι.