Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΛΟΥΚΙΑΝΟΣ

Περὶ πένθους (10-15)


[10] Ταῦτα οὕτως ἰσχυρῶς περιελήλυθε τοὺς πολλοὺς ὥστε ἐπειδάν τις ἀποθάνῃ τῶν οἰκείων, πρῶτα μὲν φέροντες ὀβολὸν εἰς τὸ στόμα κατέθηκαν αὐτῷ, μισθὸν τῷ πορθμεῖ τῆς ναυτιλίας γενησόμενον, οὐ πρότερον ἐξετάσαντες ὁποῖον τὸ νόμισμα νομίζεται καὶ διαχωρεῖ παρὰ τοῖς κάτω, καὶ εἰ δύναται παρ᾽ ἐκείνοις Ἀττικὸς ἢ Μακεδονικὸς ἢ Αἰγιναῖος ὀβολός, οὐδ᾽ ὅτι πολὺ κάλλιον ἦν μὴ ἔχειν τὰ πορθμεῖα καταβαλεῖν· οὕτω γὰρ ἂν οὐ παραδεξαμένου τοῦ πορθμέως ἀναπόμπιμοι πάλιν εἰς τὸν βίον ἀφικνοῦντο.
[11] Μετὰ ταῦτα δὲ λούσαντες αὐτούς, ὡς οὐχ ἱκανῆς τῆς κάτω λίμνης λουτρὸν εἶναι τοῖς ἐκεῖ, καὶ μύρῳ τῷ καλλίστῳ χρίσαντες τὸ σῶμα πρὸς δυσωδίαν ἤδη βιαζόμενον καὶ στεφανώσαντες τοῖς ὡραίοις ἄνθεσι προτίθενται λαμπρῶς ἀμφιέσαντες, ἵνα μὴ ῥιγῷεν δῆλον ὅτι παρὰ τὴν ὁδὸν μηδὲ γυμνοὶ βλέποιντο τῷ Κερβέρῳ.
[12] Οἰμωγαὶ δὲ ἐπὶ τούτοις καὶ κωκυτὸς γυναικῶν καὶ παρὰ πάντων δάκρυα καὶ στέρνα τυπτόμενα καὶ σπαραττομένη κόμη καὶ φοινισσόμεναι παρειαί· καί που καὶ ἐσθὴς καταρρήγνυται καὶ κόνις ἐπὶ τῇ κεφαλῇ πάσσεται, καὶ οἱ ζῶντες οἰκτρότεροι τοῦ νεκροῦ· οἱ μὲν γὰρ χαμαὶ κυλινδοῦνται πολλάκις καὶ τὰς κεφαλὰς ἀράττουσι πρὸς τὸ ἔδαφος, ὁ δ᾽ εὐσχήμων καὶ καλὸς καὶ καθ᾽ ὑπερβολὴν ἐστεφανωμένος ὑψηλὸς πρόκειται καὶ μετέωρος ὥσπερ εἰς πομπὴν κεκοσμημένος.
[13] Εἶθ᾽ ἡ μήτηρ ἢ καὶ νὴ Δία ὁ πατὴρ ἐκ μέσων τῶν συγγενῶν προελθὼν καὶ περιχυθεὶς αὐτῷ —προκείσθω γάρ τις νέος καὶ καλός, ἵνα καὶ ἀκμαιότερον τὸ ἐπ᾽ αὐτῷ δρᾶμα ᾖ— φωνὰς ἀλλοκότους καὶ ματαίας ἀφίησι, πρὸς ἃς ὁ νεκρὸς αὐτὸς ἀποκρίναιτ᾽ ἄν, εἰ λάβοι φωνήν· φήσει γὰρ ὁ πατὴρ γοερόν τι φθεγγόμενος καὶ παρατείνων ἕκαστον τῶν ὀνομάτων, «Τέκνον ἥδιστον, οἴχῃ μοι καὶ τέθνηκας καὶ πρὸ ὥρας ἀνηρπάσθης, μόνον ἐμὲ τὸν ἄθλιον καταλιπών, οὐ γαμήσας, οὐ παιδοποιησάμενος, οὐ στρατευσάμενος, οὐ γεωργήσας, οὐκ εἰς γῆρας ἐλθών· οὐ κωμάσῃ πάλιν οὐδὲ ἐρασθήσῃ, τέκνον, οὐδὲ ἐν συμποσίοις μετὰ τῶν ἡλικιωτῶν μεθυσθήσῃ.»
[14] Ταῦτα δὲ καὶ τὰ τοιαῦτα φήσει οἰόμενος τὸν υἱὸν δεῖσθαι μὲν ἔτι τούτων καὶ ἐπιθυμεῖν καὶ μετὰ τὴν τελευτήν, οὐ δύνασθαι δὲ μετέχειν αὐτῶν. καίτοι τί ταῦτα φημί; πόσοι γὰρ καὶ ἵππους καὶ παλλακίδας, οἱ δὲ καὶ οἰνοχόους ἐπικατέσφαξαν καὶ ἐσθῆτα καὶ τὸν ἄλλον κόσμον συγκατέφλεξαν ἢ συγκατώρυξαν ὡς χρησομένοις ἐκεῖ καὶ ἀπολαύσουσιν αὐτῶν κάτω;
[15] Ὁ δ᾽ οὖν πρεσβύτης ὁ πενθῶν οὑτωσὶ ταῦτα πάντα ὁπόσα εἴρηκα καὶ ἔτι τούτων πλείονα οὔτε τοῦ παιδὸς ἕνεκα τραγῳδεῖν ἔοικεν —οἶδε γὰρ οὐκ ἀκουσόμενον οὐδ᾽ ἂν μεῖζον ἐμβοήσῃ τοῦ Στέντορος— οὔτε μὴν αὑτοῦ· φρονεῖν γὰρ οὕτω καὶ γιγνώσκειν ἱκανὸν ἦν καὶ ἄνευ τῆς βοῆς· οὐδεὶς γὰρ δὴ πρὸς ἑαυτὸν δεῖται βοᾶν. λοιπὸν οὖν ἐστιν αὐτὸν τῶν παρόντων ἕνεκα ταῦτα ληρεῖν οὔθ᾽ ὅ τι πέπονθεν αὐτῷ ὁ παῖς εἰδότα οὔθ᾽ ὅποι κεχώρηκε, μᾶλλον δὲ οὐδὲ τὸν βίον αὐτὸν ἐξετάσαντα ὁποῖός ἐστιν· οὐ γὰρ ἂν τὴν ἐξ αὐτοῦ μετάστασιν ὥς τι τῶν δεινῶν ἐδυσχέραινεν.


[10] Όλα αυτά οι περισσότεροι τα έχουν ενστερνιστεί με τέτοια βεβαιότητα, ώστε όταν πεθάνει κάποιος από τους δικούς τους, πρώτα απ᾽ όλα φέρνουν έναν οβολό και τον τοποθετούν στο στόμα του, για να αποτελέσει την αμοιβή του περαματάρη για το ταξίδι, χωρίς να εξετάσουν προηγουμένως ποιό νόμισμα ισχύει και κυκλοφορεί στους κάτω, κι αν περνάει σ᾽ εκείνους ο Αττικός ή ο Μακεδονικός ή ο Αιγινήτικος οβολός, ούτε ότι θα ήταν πολύ καλύτερο να μην έχουν να πληρώσουν τα ναύλα· γιατί έτσι, αν δεν τους παραλάμβανε ο περαματάρης, θα στέλνονταν πάλι πίσω και θα ξαναγύριζαν στη ζωή.
[11] Έπειτα τους λούζουν, σαν να μη φτάνει η λίμνη του κάτω κόσμου για το λουτρό των κατοίκων του, και αλείφουν με το καλύτερο άρωμα το σώμα τους, που ήδη αρχίζει να αποσυντίθεται με δυσοσμία, τους στεφανώνουν με όμορφα λουλούδια και τους εκθέτουν, αφού πρώτα τους ντύσουν με ρούχα εντυπωσιακά, προφανώς για να μην κρυώνουν στον δρόμο και για να μην τους βλέπει γυμνούς ο Κέρβερος.
[12] Ακολουθούν θρηνωδίες και στριγκλίσματα από τις γυναίκες, και δάκρυα από όλους, και στήθη που χτυπιούνται, και μαλλιά που ξεριζώνονται, και μάγουλα που γδέρνονται και ματώνουν· σε κάποιες περιπτώσεις και ρούχα ξεσχίζονται και το κεφάλι πασπαλίζεται με σκόνη, και οι ζωντανοί είναι πιο αξιολύπητοι από τον νεκρό: κυλιούνται κάτω ξανά και ξανά, και χτυπούνε το κεφάλι τους στο έδαφος, ενώ εκείνος, ευπαρουσίαστος και όμορφος και στεφανωμένος με το παραπάνω, είναι εκτεθειμένος σε υπερυψωμένο σημείο και επιβλητικός, σαν να έχει στολιστεί για παρέλαση.
[13] Έπειτα η μητέρα ή και, μά τον Δία, ο πατέρας προβάλλει ανάμεσα από τους συγγενείς, τον αγκαλιάζει —ας πούμε ότι είναι εκτεθειμένος κάποιος νέος και ωραίος, για να είναι εντονότερο το σχετικό δράμα— και αρχίζει να βγάζει παράξενες και ανώφελες κραυγές, στις οποίες ο ίδιος ο νεκρός θα μπορούσε να απαντήσει, αν αποκτούσε φωνή. Θα έλεγε δηλαδή ο πατέρας, μιλώντας με αναφιλητά και με μακρόσυρτη την κάθε του λέξη: «Πολυαγαπημένο μου παιδί, μου έφυγες και πέθανες και σ᾽ άρπαξε πρόωρα ο Χάρος, κι εμένα τον δύστυχο με άφησες μονάχο, χωρίς να παντρευτείς, χωρίς να κάνεις παιδιά, χωρίς να πας στρατιώτης, χωρίς να καλλιεργήσεις τη γη, χωρίς να φτάσεις στα γεράματα. Δεν θα γλεντοκοπήσεις άλλο, ούτε θα ερωτευτείς, παιδί μου, ούτε θα ξαναμεθύσεις στα συμπόσια με τους συνομηλίκους σου».
[14] Αυτά θα έλεγε και άλλα παρόμοια, νομίζοντας ότι ο γιος του τα χρειάζεται ακόμη όλα αυτά και τα λαχταράει μετά τον θάνατό του, αλλά δεν μπορεί να τα χαρεί. Αλλά τί λέω; Πόσοι και πόσοι δεν έσφαξαν πάνω στους νεκρούς άλογα και παλλακίδες, μερικοί ακόμη και οινοχόους, και έκαψαν μαζί τους τα ρούχα και τα άλλα στολίδια τους ή τα έθαψαν μαζί με τους νεκρούς, σαν να μπορούσαν εκείνοι να τα χρησιμοποιήσουν και να τα ευχαριστηθούν εκεί κάτω;
[15] Ο γέροντας λοιπόν, που θρηνεί με αυτόν τον τρόπο, δεν φαίνεται να διεκτραγωδεί όλα όσα είπα προηγουμένως, και ακόμη περισσότερα, ούτε για χάρη του παιδιού του —γιατί ξέρει ότι δεν πρόκειται να τον ακούσει ούτε κι αν φωνάξει δυνατότερα κι από τον Στέντορα— ούτε βέβαια για τον εαυτό του· αυτή τη σκέψη και τη γνώμη θα μπορούσε να την έχει και χωρίς τις κραυγές, μια και κανείς φυσικά δεν χρειάζεται να κραυγάζει στον εαυτό του. Το μόνο που μένει, λοιπόν, είναι ότι λέει αυτές τις ανοησίες για χάρη των παρευρισκομένων, χωρίς να γνωρίζει ούτε τί έχει πάθει το παιδί του ούτε πού έχει πάει, κι ακόμη περισσότερο, χωρίς να εξετάσει καθόλου τί είναι η ίδια η ζωή· αλλιώς δεν θα δυσφορούσε για την απομάκρυνση απ᾽ αυτήν, σαν να πρόκειται για κάτι το φοβερό.