Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΣΟΦΟΚΛΗΣ

Οἰδίπους ἐπὶ Κολωνῷ (1670-1723)

1670 ΑΝ. αἰαῖ, φεῦ· ἔστιν, ἔστι νῷν δὴ [στρ. α]
οὐ τὸ μέν, ἄλλο δὲ μή, πατρὸς ἔμφυτον
ἄλαστον αἷμα δυσμόροιν στενάζειν,
ᾧτινι τὸν πολὺν
ἄλλοτε μὲν πόνον ἔμπεδον εἴχομεν,
1675 ἐν πυμάτῳ δ᾽ ἀλόγιστα παροίσομεν
ἰδόντε καὶ παθούσα.
ΧΟ. τί δ᾽ ἔστιν; ΑΝ. ἔστιν μὲν εἰκάσαι, φίλοι.
ΧΟ. βέβηκεν; ΑΝ. ὡς μάλιστ᾽ ἂν ἐν πόθῳ λάβοις.
τί γάρ; ὅτῳ μήτ᾽ Ἄρης
1680 μήτε πόντος ἀντέκυρσεν,
ἄσκοποι δὲ πλάκες ἔμαρψαν
ἐν ἀφανεῖ τινι μόρῳ φερόμενον·
τάλαινα, νῷν δ᾽ ὀλεθρία
νὺξ ἐπ᾽ ὄμμασιν βέβακε·
1685 πῶς γὰρ ἤ τιν᾽ ἀπίαν
γᾶν ἢ πόντιον
κλύδων᾽ ἀλώμεναι βίου
δύσοιστον ἕξομεν τροφάν;
ΙΣ. οὐ κάτοιδα. κατά με φόνιος
1690 Ἀίδας ἕλοι πατρὶ
ξυνθανεῖν γεραιῷ
τάλαιναν, ὡς ἔμοιγ᾽ ὁ μέλ-
λων βίος οὐ βιωτός.
ΧΟ. ὦ διδύμα τέκνων ἀρί-
στα, †τὸ φέρον ἐκ θεοῦ καλῶς φέρειν χρή,
1695 μηδ᾽ ἄγαν οὕτω† φλέγεσθον· οὔ
τοι κατάμεμπτ᾽ ἔβητον.

ΑΝ. πόθος ‹τοι› καὶ κακῶν ἄρ᾽ ἦν τις. [αντ. α]
καὶ γὰρ ὃ μηδαμὰ δὴ φίλον ἦν φίλον,
ὁπότε γε καὶ τὸν ἐν χεροῖν κατεῖχον.
1700 ὦ πάτερ, ὦ φίλος,
ὦ τὸν ἀεὶ κατὰ γᾶς σκότον εἱμένος·
οὐδέ γ᾽ ἀπὼν ἀφίλητος ἐμοί ποτε
καὶ τᾷδε μὴ κυρήσῃς.
ΧΟ. ἔπραξεν … ΑΝ. ἔπραξεν οἷον ἤθελεν.
1705 ΧΟ. τὸ ποῖον; ΑΝ. ἇς ἔχρῃζε γᾶς ἐπὶ ξένας
ἔθανε· κοίταν δ᾽ ἔχει
νέρθεν εὐσκίαστον αἰέν,
οὐδὲ πένθος ἔλιπ᾽ ἄκλαυτον.
ἀνὰ γὰρ ὄμμα σε τόδ᾽, ὦ πάτερ, ἐμὸν
1710 στένει δακρῦον, οὐδ᾽ ἔχω
πῶς με χρὴ τὸ σὸν τάλαιναν
ἀφανίσαι τόσον ἄχος.
ὤμοι, γᾶς ἐπὶ
ξένας θανεῖν ἔχρῃζες, ἀλλ᾽
ἐρῆμος ἔθανες ὧδέ μοι.
1715 ΙΣ. ὦ τάλαινα, τίς ἄρα με πότμος
ἐπιμένει σέ τ᾽, ὦ φίλα,
πατρὸς ὧδ᾽ ἐρήμας;
‹. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .›
‹. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .›
1720 ΧΟ. ἀλλ᾽ ἐπεὶ ὀλβίως γ᾽ ἔλυ-
σεν τὸ τέλος, ὦ φίλαι, βίου,
λήγετε τοῦδ᾽ ἄχους· κακῶν
γὰρ δυσάλωτος οὐδείς.

1670ΑΝ. Αιαί και φευ. Έχουμε λόγο, έχουμε τώρα όσο ποτέ
οι δυο μας, να θρηνούμε, οι δύσμοιρες,
για του πατέρα που μας έσπειρε το μολυσμένο αίμα,
για κείνον που άλλοτε αδιάκοπα τόσο πολύ μοχθούσαμε.
Μα τώρα τελευταίο το πάθος του αυτό πρέπει ν᾽ ανιστορήσουμε,
1675που νους ανθρώπου δεν μπορεί να το χωρέσει,
κι όμως εμείς το είδαμε, το ζήσαμε.
ΧΟ. Τι έγινε ακριβώς;
ΑΝ. Φίλοι, αυτό μπορεί κανείς και να το φανταστεί.
ΧΟ. Πάει, λοιπόν, για πάντα χάθηκε;
ΑΝ. Με τρόπο μάλιστα που εσύ θα ευχόσουν περισσότερο.
Και πώς αλλιώς; αφού μήτε του Άρη ο πόλεμος τον σκότωσε
1680μήτε της θάλασσας το κύμα τον κατάπιε·
αλλά τον έκρυψαν πλάκες αόρατες,
κι άφαντος θάνατος τον πήρε, ενώ τα μάτια τα δικά μας
τα κάλυψε ολέθρια νύχτα.
1685Και τώρα πώς, περιπλανώμενες
στα πέρατα της γης, στα πελαγίσια κύματα,
θα βρούμε τρόπο πια να ζήσουμε,
με τόσο κόπο βγάζοντας το ψωμί μας;
ΙΣ. Δεν ξέρω, αλήθεια. Καλύτερα να μ᾽ έπαιρνε
κι εμένα ο Άδης φονικός, τον θάνατο να βρω 1690
κοντά στον γέροντα πατέρα μου. Έτσι που έγινε
αξιοθρήνητη η ζωή μου, αβίωτη μου φαίνεται, αν τη ζήσω.
ΧΟ. Ζευγάρι άρτιο, κόρες και αδελφές,
πρέπει τον κλήρο σας, αν είναι από θεού,
να τον βαστάξετε με θάρρος,
και μην αφήνετε να σας φλογίζει
1695ο παροξυσμός της λύπης,
γιατί τον δρόμο σας τον πήρατε
όπως έπρεπε, χωρίς ψεγάδι.

ΑΝ. Υπάρχει λέω και της δυστυχίας πόθος.
Γι᾽ αυτό και τότε εκείνο, χρέος πέρα για πέρα αχάριστο,
ήταν για μένα ευχάριστο, κάθε φορά που τον κρατούσα
με τα χέρια μου.
1700Πατέρα μου, πατέρα, κι ας σ᾽ έχει μια για πάντα
περιζώσει στον κάτω κόσμο το σκοτάδι,
κι ας είσαι πια της απουσίας δοσμένος,
όμως ποτέ δεν θα σου λείψει η αγάπη μας,
δική μου και δική της.
ΧΟ. Βρήκε το τέλος που —
ΑΝ. Έπραξε αυτό που ήθελε.
ΧΟ. Το ποιό;
1705ΑΝ. Πέθανε εκεί που γύρευε, σε ξένη γη,
και βρήκε καλοΐσκιωτο, αιώνιο κοιμητήρι
στον κόσμο των νεκρών. Το πένθος
που άφησε σ᾽ εμάς αθρήνητο δεν έμεινε.
1710Πατέρα, δες, δακρυρροούν τα μάτια μου,
στενάζω, δεν μπορώ να καταπιώ
την τόση λύπη μου η δύστυχη.
Εσύ σε ξένο χώμα πόθησες να ταφείς,
όμως γιατί έρημος πέθανες, χωρίς εμένα;
1715ΙΣ. Δυστυχισμένη μου αδελφή,
ποιά μοίρα τώρα απόμεινε σ᾽ εσένα
και σ᾽ εμένα, που μείναμε ορφανές,
χωρίς πατέρα.
1720ΧΟ. Αφού εκείνος, φίλες μου, έλυσε ευτυχής
το τέλος της ζωής του, πρέπει κι εσείς
τέλος να βάλετε στον σπαραγμό σας.
Γιατί μπροστά στις συμφορές
κανείς δεν είναι απόρθητος.


ΚΟΜΜΟΣ
1670ΑΝΤ. Αχ, αχ, τώρα ᾽ναι πὄχομε και αν έχομε
να κλαίμε όσο ποτέ
το αίμα το θεοκατάρατο, οι βαριόμοιρες,
που τρέχει μες στις φλέβες μας
απ᾽ τον πατέρα·
που γι᾽ αυτόν άλλοτε είχαμε
τους τόσους κόπους πάντα νύχτα-μέρα,
μα στερνά τώρα κι άλλα αλόγιαστα,
που ᾽δαμε και που πάθαμε
θενά ᾽χομε να βάλομε από πάνω.
ΧΟΡ. Τί γίνηκε; ΑΝΤ. Μπορείς να συμπεράνεις, φίλε.
ΧΟΡ. Τέλειωσε; ΑΝΤ. Κι όπως πιο καλύτερα κανείς
δε θα μπορούσε να ποθήσει.
Πώς όχι; αφού ούτε πόλεμος
1680ούτε της θάλασσας το κύμα
τον άρπαξε, μα οι σκοτεινοί τον ρούφηξαν
κρυψώνες του Άδη, όπου τον έσυρε
θάνατος άφανος, κρυφός·
κι ω αλίμονο στις δυο μας, άπλωσε,
στα μάτια μας ολέθρου νύχτα.
Γιατί πώς, παραδέρνοντας
σε ξένες χώρες μακρινές
ή απάνω σ᾽ άγριες θάλασσες
τη ζήση θα πορεύομε
την κακοπόρευτή μας;
ΙΣΜ. Δεν ξέρω· άμποτε ο Άδης ο φονιάς
1690και μένα την τρισάμοιρη να πάρει,
να πήγαινα μαζί
με το γέρο πατέρα μου·
γιατί θα μου είναι αβίωτος
ο βίος που με περιμένει.
ΧΟΡ. Μα, ω ζευγάρι μέσα σ᾽ όλες
πιο ξεχωριστό,
κανείς πρέπει να υποφέρει
ό,τι ᾽ν᾽ από το Θεό.
Γιατί τόσο καρδιοσώνεστε;
μα δεν είναι κι η ζωή σας
να την κλαίει κανείς.

ΑΝΤ. Μα υπάρχει, υπάρχει, φαίνεται,
πόθος και για τις δυστυχίες·
κι ό,τι ήταν άστρεγο, εγώ το ᾽στρεγα,
κάθε φορά που μες στα χέρια μου
τονε κρατούσα εκείνον.
1700Ω αγάπες μου, ω πατέρα μου,
ω που το σκότος το παντοτινό
κάτω απ᾽ τη γη σε περιζώνει,
ποτέ, μόλο που γέροντας, ποτέ
η αγάπη εμάς των δυο δε θα σου λείψει.
ΧΟΡ. Τον πήρε η μοίρα— ΑΝΤ. Ναι, η μοίρα που ήθελε.
ΧΟΡ. Η ποιά; ΑΝΤ. Σε ξένη γη τα μάτια του,
καθώς ποθούσε, τα ᾽χει κλείσει
και κλίνη έχει καλοΐσκιωτη
κάτω στη γης για πάντα,
όχι χωρίς αθρήνητο
πίσω ν᾽ αφήσει πένθος·
γιατί ρονιά το δάκρυ μου
1710τρέχει για σε απ᾽ τα μάτια μου,
και πώς, δεν ξέρω η άμοιρη
τον τόσο πόνο μου να πνίξω.
Αλίμονο, σε ξένη γη το θέλησες
να πέθαινες κι έτσι μου πέθανες
έρημος και παρατημένος.
ΙΣΜ. Ω η δύστυχη, και ποιά άραγε
με περιμένει μοίρα,
μαζί και σένα, αγαπημένη μου,
που έτσι απομείναμ᾽ έρημες
στην ξενιτιά
κι απ᾽ τον πατέρα μας ορφανεμένες;
1720ΧΟΡ. Μ᾽ αφού πήρε τέτοιο τέλος τρισμακαριστό
η ζωή του, ω αγαπητές μου,
παύτε και σεις πια
απ᾽ τα τόσα μοιριολόγια σας
κι απ᾽ τις δυστυχίες κανένας
να ξεφύγει δεν μπορεί.


1670ΑΝΤ. Οϊμένα! αλίμονο! έχουμε, [στρ. α]
έχουμε οι κακομοίρες
να κλαίμε, αλήθεια, για πολλά
κι όχι μόνο για το αίμα
του δύστυχου πατέρα μας,
που ήταν καταραμένο
και πριν τη γέννησή του·
να κλαίμ᾽ εμείς, που αδιάκοπα
άλλοτε τόσους πόνους
βαστούσαμε κι αμέτρητους
στο τέλος θενα ειπούμε,
γιατί είδαμε και πάθαμε
πολλά για τον πατέρα.
ΧΟΡ. Τί είναι; ΑΝΤ. Μπορείτε, φίλοι μου,
εσείς να το υποθέστε.
ΧΟΡ. Πέθανε; ΑΝΤ. Όσο καλύτερα
μπορούσες να ποθήσεις.
Γιατί τί περισσότερο
μπορείς να επιθυμήσεις
για κείνον, που ούτε πόλεμος
μήτε κι ανεμοζάλη
1680θαλασσινή τον χτύπησε,
αλλά τον εκατάπιαν
τόποι κρυφοί κι αθώρητοι,
ενώ τον ετραβούσε
αθώρητος ο θάνατος;
Ω! η κακομοίρα! νύχτα
μαύρη κι ολέθρια απλώθηκε
στα μάτια μας επάνω.
Γιατί πώς, τριγυρίζοντας
σε μακρυσμένη χώρα
ή μέσα σε θαλασσινή
φουρτούνα, θα μπορούμε
τη δυσκολόβρετη θροφή
για τη ζωή να βρούμε;
ΙΣΜ. Δεν ξέρω. Κι άμποτε ο φονιάς
1690ο Άδης να με σκοτώσει
για να πεθάνω η δύστυχη
μαζί με τον πατέρα·
γιατί θα είν᾽ κακορίζικη
για μένα πια η ζωή μου.
ΧΟΡ. Χρυσά μου διδυμιάρικα!
τη θεϊκιά τη μοίρα,
σαν ήλθε, να υποφέρετε
παλικαρίσια πρέπει.
Δεν πρέπει και να νιώθετε
τόσο μεγάλο πόνο,
γιατί και δεν εφτάσατε
σε τόση δυστυχία.

ΑΝΤ. Όμως ποθούσαμ᾽ εμείς κάπως [αντ. α]
και τη δυστυχία.
Γιατί κι εκείνο που δεν ήταν
διόλου αγαπημένο,
ήταν για εμάς αγαπημένο,
όταν τον κρατούσα εκείνον
μες στην αγκαλιά μου.
1700Αγαπημένε μου πατέρα,
που ᾽σαι διπλωμένος
της γης το αιώνιο σκοτάδι,
κι αν δε ζεις, θα σ᾽ αγαπάμε
πάντα εγώ και τούτη.
ΧΟΡ. Πέθανε πια; ΑΝΤ. Βρήκε αυτός τέλος
όπως το ποθούσε.
ΧΟΡ. Ποιό τέλος; ΑΝΤ. Πέθανε στην ξένη
χώρα, που ήθελε, και τάφο
πάντα ισκιερόν έχει,
κι άφησε ο θάνατός του λύπη,
που το θρήνο φέρνει.
Γιατί πατέρα μου για σένα
1710με στεναγμούς τα δάκρυα τρέχουν,
μήτε ξέρω η μαύρη
την τόση μου για σένα λύπη
πώς να τη μερώσω.
Οϊμέ! ήθελες σε χώρα ξένη
να πεθάνεις, πέθανες όμως
έτσι μόνος κι έρμος.
ΙΣΜ. Δύστυχη εγώ! τάχα ποιά μοίρα
…………………………
πάλι εμέ κι εσένα
μας περιμένει, αγαπημένη,
έτσι ορφανές από πατέρα;
1720ΧΟΡ. Αλλ᾽ αφού είχε τέλος
ευτυχισμένο, αγαπημένες,
παύτε αυτή τη λύπη·
γιατί κανένας δεν υπάρχει,
που δυστυχία να μη τον δέρνει.