Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΙΣΧΙΝΗΣ

Κατὰ Κτησιφῶντος (191-200)


[191] Ὅτι τοὺς παρὰ τοὺς νόμους ἄρξαντας κατέλυσαν, διὰ τοῦτ᾽ αὐτούς φησιν ὁ ποιητὴς τιμηθῆναι. Ἔναυλον γὰρ ἦν ἔτι τότε πᾶσιν ὅτι τηνικαῦτα ὁ δῆμος κατελύθη ἐπειδή τινες τὰς γραφὰς τῶν παρανόμων ἀνεῖλον. Καὶ γάρ τοι, ὡς ἐγὼ τοῦ πατρὸς τοῦ ἐμαυτοῦ ἐπυνθανόμην, ὃς ἔτη βιοὺς ἐνενήκοντα καὶ πέντε ἐτελεύτησεν, ἁπάντων μετασχὼν τῶν πόνων τῇ πόλει, ὃς πολλάκις πρὸς ἐμὲ διεξῄει ἐπὶ σχολῆς· ἔφη γάρ, ὅτε ἀρτίως κατεληλύθει ὁ δῆμος, εἴ τις εἰσίοι γραφὴν παρανόμων εἰς δικαστήριον, εἶναι ὅμοιον τὸ ὄνομα καὶ τὸ ἔργον. Τί γάρ ἐστιν ἀνοσιώτερον ἀνδρὸς παράνομα λέγοντος καὶ πράττοντος; [192] καὶ τὴν ἀκρόασιν, ὡς ἐκεῖνος ἀπήγγελλεν, οὐ τὸν αὐτὸν τρόπον ἐποιοῦντο, ὥσπερ νῦν γίγνεται, ἀλλ᾽ ἦσαν πολὺ χαλεπώτεροι οἱ δικασταὶ τοῖς τὰ παράνομα γράφουσιν αὐτοῦ τοῦ κατηγόρου, καὶ πολλάκις ἀνεπόδιζον τὸν γραμματέα καὶ ἐκέλευον πάλιν ἀναγιγνώσκειν τοὺς νόμους καὶ τὸ ψήφισμα, καὶ ἡλίσκοντο οἱ τὰ παράνομα γράφοντες, οὐκ εἰ πάντας παραπηδήσειαν τοὺς νόμους, ἀλλ᾽ εἰ μίαν μόνον συλλαβὴν παραλλάξειαν. Τὸ δὲ νυνὶ γιγνόμενον πρᾶγμα ὑπερκαταγέλαστόν ἐστιν· ὁ μὲν γὰρ γραμματεὺς ἀναγιγνώσκει τὸ παράνομον, οἱ δὲ δικασταὶ ὥσπερ ἐπῳδὴν ἢ ἀλλότριόν τι πρᾶγμα ἀκροώμενοι, πρὸς ἑτέρῳ τινὶ τὴν γνώμην ἔχουσιν. [193] Ἤδη δ᾽ ἐκ τῶν τεχνῶν τῶν Δημοσθένους αἰσχρὸν ἔθος ἐν τοῖς δικαστηρίοις παραδέχεσθε. Μετενήνεκται γὰρ ὑμῖν τὰ τῆς πόλεως δίκαια· ὁ μὲν γὰρ κατήγορος ἀπολογεῖται, ὁ δὲ φεύγων τὴν γραφὴν κατηγορεῖ, οἱ δὲ δικασταὶ ἐνίοτε ὧν μέν εἰσι κριταὶ ἐπιλανθάνονται, ὧν δ᾽ οὐκ εἰσὶ δικασταί, περὶ τούτων ἀναγκάζονται τὴν ψῆφον φέρειν· λέγει δὲ ὁ φεύγων, ἂν ἄρα ποθ᾽ ἅψηται τοῦ πράγματος, οὐχ ὡς ἔννομα γέγραφεν, ἀλλ᾽ ὡς ἤδη ποτὲ καὶ πρότερον ἕτερος τοιαῦτα γράψας ἀπέφυγεν. Ἐφ᾽ ᾧ καὶ νυνὶ μέγα φρονεῖν ἀκούω Κτησιφῶντα. [194] Ἐτόλμα δ᾽ ἐν ὑμῖν ποτε σεμνύνεσθαι Ἀριστοφῶν ἐκεῖνος ὁ Ἀζηνιεὺς λέγων ὅτι γραφὰς παρανόμων ἀπέφυγεν ἑβδομήκοντα καὶ πέντε. Ἀλλ᾽ οὐχὶ Κέφαλος ὁ παλαιὸς ἐκεῖνος, ὁ δοκῶν δημοτικώτατος γεγονέναι, οὐχ οὕτως, ἀλλ᾽ ἐπὶ τοῖς ἐναντίοις ἐφιλοτιμεῖτο, λέγων ὅτι πλεῖστα πάντων γεγραφὼς ψηφίσματα, οὐδεμίαν πώποτε γραφὴν πέφευγε παρανόμων, καλῶς οἶμαι σεμνυνόμενος. Ἐγράφοντο γὰρ ἀλλήλους παρανόμων οὐ μόνον οἱ διαπολιτευόμενοι, ἀλλὰ καὶ οἱ φίλοι τοὺς φίλους, εἴ τι ἐξαμαρτάνοιεν εἰς τὴν πόλιν. [195] Ἐκεῖθεν δὲ τοῦτο γνώσεσθε. Ἀρχῖνος γὰρ ὁ ἐκ Κοίλης ἐγράψατο παρανόμων Θρασύβουλον τὸν Στειριέα, ἕνα τῶν ἀπὸ Φυλῆς αὑτῷ συγκατελθόντων, καὶ εἷλε νεωστὶ γεγενημένων αὐτῷ τῶν εὐεργεσιῶν, ἃς οὐχ ὑπελογίσαντο οἱ δικασταί· ἡγοῦντο γάρ, ὥσπερ τότε αὐτοὺς φεύγοντας Θρασύβουλος κατήγαγεν, οὕτω νῦν μένοντας ἐξελαύνειν παρὰ τοὺς νόμους γράφοντά τι. [196] Ἀλλ᾽ οὐ νῦν, ἀλλὰ πᾶν τοὐναντίον γίγνεται· οἱ γὰρ ἀγαθοὶ στρατηγοὶ ὑμῖν καὶ τῶν τὰς σιτήσεις τινὲς εὑρημένων ἐν τῷ πρυτανείῳ ἐξαιτοῦνται τὰς γραφὰς τῶν παρανόμων, οὓς ὑμεῖς ἀχαρίστους εἶναι δικαίως ἂν ὑπολαμβάνοιτε· εἰ γάρ τις ἐν δημοκρατίᾳ τετιμημένος, ἐν τοιαύτῃ πολιτείᾳ ἣν οἱ θεοὶ καὶ οἱ νόμοι σῴζουσι, τολμᾷ βοηθεῖν τοῖς παράνομα γράφουσι, καταλύει τὴν πολιτείαν, ὑφ᾽ ἧς τετίμηται. [197] Τίς οὖν ἀποδέδεικται λόγος ἀνδρὶ συνηγόρῳ δικαίῳ καὶ σώφρονι, ἐγὼ λέξω. Εἰς τρία μέρη διαιρεῖται ἡ ἡμέρα, ὅταν εἰσίῃ γραφὴ παρανόμων εἰς τὸ δικαστήριον. Ἐγχεῖται γὰρ τὸ μὲν πρῶτον ὕδωρ τῷ κατηγόρῳ καὶ τοῖς νόμοις καὶ τῇ δημοκρατίᾳ, τὸ δὲ δεύτερον ὕδωρ τῷ τὴν γραφὴν φεύγοντι καὶ τοῖς εἰς αὐτὸ τὸ πρᾶγμα λέγουσιν· ἐπειδὰν δὲ τῇ πρώτῃ ψήφῳ μὴ λυθῇ τὸ παράνομον, ἤδη τὸ τρίτον ὕδωρ ἐγχεῖται τῇ τιμήσει καὶ τῷ μεγέθει τῆς ὀργῆς τῆς ὑμετέρας. [198] Ὅστις μὲν οὖν ἐν τῇ τιμήσει τὴν ψῆφον αἰτεῖ, τὴν ὀργὴν τὴν ὑμετέραν παραιτεῖται· ὅστις δ᾽ ἐν τῷ πρώτῳ λόγῳ τὴν ψῆφον αἰτεῖ, ὅρκον αἰτεῖ, νόμον αἰτεῖ, δημοκρατίαν αἰτεῖ, ὧν οὔτε αἰτῆσαι οὐδὲν ὅσιον οὐδενί, οὔτ᾽ αἰτηθέντα ἑτέρῳ δοῦναι. Κελεύσατε οὖν αὐτούς, ἐάσαντας τὴν πρώτην ὑμᾶς ψῆφον κατὰ τοὺς νόμους διενεγκεῖν, ἀπαντᾶν εἰς τὴν τίμησιν. [199] Ὅλως δ᾽ ἔγωγε, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, ὀλίγου δέω εἰπεῖν ὡς καὶ νόμον δεῖ τεθῆναι ἐπὶ ταῖς γραφαῖς μόναις ταῖς τῶν παρανόμων, μὴ ἐξεῖναι μήτε τῷ κατηγόρῳ συνηγόρους παρασχέσθαι, μήτε τῷ τὴν γραφὴν φεύγοντι. Οὐ γὰρ ἀόριστόν ἐστι τὸ δίκαιον, ἀλλ᾽ ὡρισμένον τοῖς νόμοις τοῖς ὑμετέροις. Ὥσπερ γὰρ ἐν τῇ τεκτονικῇ, ὅταν εἰδέναι βουλώμεθα τὸ ὀρθὸν καὶ τὸ μή, τὸν κανόνα προσφέρομεν, ᾧ διαγιγνώσκεται, [200] οὕτω καὶ ἐν ταῖς γραφαῖς ταῖς τῶν παρανόμων παράκειται κανὼν τοῦ δικαίου τουτὶ τὸ σανίδιον, τὸ ψήφισμα καὶ οἱ παραγεγραμμένοι νόμοι. Ταῦτα συμφωνοῦντα ἀλλήλοις ἐπιδείξας κατάβαινε· καὶ τί δεῖ σε Δημοσθένην παρακαλεῖν; ὅταν δ᾽ ὑπερπηδήσας τὴν δικαίαν ἀπολογίαν παρακαλῇς κακοῦργον ἄνθρωπον καὶ τεχνίτην λόγων, κλέπτεις τὴν ἀκρόασιν, βλάπτεις τὴν πόλιν, καταλύεις τὴν δημοκρατίαν.


[191] Επειδή κατέλυσαν την εξουσία αυτών που κυβέρνησαν την πόλη παράνομα, αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο λέει ο ποιητής ότι τιμήθηκαν. Γιατί τότε βούιζε ακόμη στα αυτιά όλων ότι η δημοκρατία είχε καταλυθεί ακριβώς τη στιγμή που κάποιοι είχαν καταργήσει τις καταγγελίες για τα παράνομα ψηφίσματα. Πράγματι, όπως άκουγα από τον πατέρα μου, που πέθανε σε ηλικία ενενήντα πέντε ετών, έχοντας πάρει μέρος σε όλους τους αγώνες της πόλης, που πολλές φορές μου διηγιόταν όταν είχε καιρό· έλεγε λοιπόν ότι, τον πρώτο καιρό της αποκατάστασης της δημοκρατίας, κάθε φορά που εισαγόταν στο δικαστήριο καταγγελία για παράνομο ψήφισμα, το όνομα του καταγγελλομένου ισοδυναμούσε με την πράξη. Γιατί τι πιο ανόσιο υπάρχει από άνθρωπο που λέει παράνομα πράγματα; [192] Αλλά και η ακροαματική διαδικασία δεν γινόταν, όπως μου διηγιόταν ο πατέρας μου, κατά τον ίδιο τρόπο με τον σημερινό· τότε οι δικαστές ήταν πολύ πιο αυστηροί προς τους εισηγητές παράνομων ψηφισμάτων και από τον ίδιο ακόμη τον κατήγορο. Γι᾽ αυτό πολλές φορές διέκοπταν τον γραμματέα και τον υποχρέωναν να ξαναδιαβάσει τους νόμους και το ψήφισμα. Συνέβαινε μάλιστα να καταδικάζονται οι εισηγητές παράνομων ψηφισμάτων όχι μόνο αν παρέβαιναν όλους τους νόμους, αλλά και αν άλλαζαν έστω και μία συλλαβή. Αυτό όμως που γίνεται τώρα είναι κάτι παραπάνω από γελοίο. Διαβάζει δηλαδή ο γραμματέας το παράνομο ψήφισμα, και οι δικαστές, σαν να ακούν μιαν επωδή ή κάτι αδιάφορο, έχουν το μυαλό τους κάπου αλλού.
[193] Τώρα όμως με τα τεχνάσματα του Δημοσθένη έχετε καθιερώσει στα δικαστήρια μιαν αισχρή συνήθεια. Έχετε αλλάξει τους δικονομικούς θεσμούς της πόλης. Κατάντησε το πράγμα ο κατήγορος να απολογείται, ο κατηγορούμενος να γίνεται κατήγορος και οι δικαστές να ξεχνούν μερικές φορές ποιές υποθέσεις έχουν να εκδικάσουν, και να αναγκάζονται να αποφασίζουν για υποθέσεις που δεν έχουν αναλάβει να κρίνουν. Και ο κατηγορούμενος, αν ίσως κάποτε καταπιαστεί με το θέμα, υποστηρίζει όχι ότι είναι νόμιμα όσα έχει προτείνει στο ψήφισμά του, αλλά ότι κάποιος άλλος κάποτε στο παρελθόν είχε εισηγηθεί παρόμοια και είχε απαλλαγεί. Πάνω σ᾽ αυτό στηρίζεται, μαθαίνω, ο Κτησιφών και έχει τόσο μεγάλη σιγουριά. [194] Κάποτε εδώ, ενώπιόν σας, ο διαβόητος Αριστοφών ο Αζηνιέας είχε το θράσος να κομπάζει, λέγοντας ότι έχει απαλλαγεί εβδομήντα πέντε φορές από κατηγορία υποβολής παράνομων ψηφισμάτων. Δεν έκανε όμως το ίδιο ο περίφημος παλαιός Κέφαλος, που θεωρούνταν ότι υπήρξε ο καλύτερος φίλος του λαού, όχι δεν κόμπαζε όπως ο Αριστοφών· απεναντίας, αυτός υπερηφανευόταν για το αντίθετο· έλεγε δηλαδή ότι, ενώ είχε εισηγηθεί τα περισσότερα ψηφίσματα από όλους, ποτέ δεν καταγγέλθηκε για καμιάν υποβολή παράνομου ψηφίσματος· και πολύ σωστά, κατά τη γνώμη μου, υπερηφανευόταν. Γιατί κατηγορίες για υποβολή παράνομων ψηφισμάτων δεν υπέβαλλαν μόνο οι αντιπολιτευόμενοι, ο ένας εναντίον του άλλου, αλλά και οι φίλοι εναντίον των φίλων, κάθε φορά που κάποιος διέπραττε κάτι σε βάρος της πόλης. [195] Θα καταλάβετε αυτό από το εξής περιστατικό: ο Αρχίνος από την Κοίλη κατάγγειλε για παράνομο ψήφισμα τον Θρασύβουλο τον Στειριέα, έναν από αυτούς που είχαν επιστρέψει μαζί του από τη Φυλή, και πέτυχε την καταδίκη του, μολονότι ήταν πρόσφατες οι καλές υπηρεσίες του προς την πόλη, τις οποίες όμως οι δικαστές δεν έλαβαν υπόψη τους· διότι έκριναν ότι, όπως τότε ο Θρασύβουλος τους είχε επαναφέρει στην πατρίδα από την εξορία, κατά τον ίδιο τρόπο τώρα που είναι στην πατρίδα τούς εξορίζει, υποβάλλοντας πρόταση αντίθετα προς τους νόμους. [196] Σήμερα όμως δεν γίνεται αυτό αλλά εντελώς το αντίθετο. Οι καλοί δηλαδή στρατηγοί σας και μερικοί από αυτούς που έχουν πετύχει δωρεάν σίτιση στο Πρυτανείο μεσολαβούν για την απαλλαγή αυτών που καταγγέλονται για παράνομα ψηφίσματα. Αυτούς εσείς δίκαια θα τους θεωρούσατε αγνώμονες. Γιατί, αν κάποιος που έχει τιμηθεί σε δημοκρατία, πολίτευμα που προστατεύουν οι θεοί και οι νόμοι, τολμά να υποστηρίζει αυτούς που εισηγούνται παράνομα ψηφίσματα, τότε εργάζεται για την κατάλυση της δημοκρατίας, που τον έχει τιμήσει.
[197] Ποιος όμως είναι ο ενδεδειγμένος τρόπος υπεράσπισης για έναν συνήγορο δίκαιο και συνετό, εγώ θα σας το πω. Κάθε φορά που έρχεται στο δικαστήριο καταγγελία για παράνομο ψήφισμα, η ημέρα διαιρείται σε τρία μέρη. Κατά το πρώτο μέρος ρέει στην κλεψύδρα το νερό που μετράει τον χρόνο για την ανάπτυξη του κατηγορητηρίου, την υπεράσπιση των νόμων και των θεσμών της δημοκρατίας· κατά το δεύτερο μέρος το νερό ρέει για την απολογία του κατηγορουμένου και των συνηγόρων της υπεράσπισης. Εάν όμως κηρυχθεί ο κατηγορούμενος ένοχος με την πρώτη ψηφοφορία, τότε χύνεται στην κλεψύδρα για τρίτη φορά το νερό για την ποινή και το μέγεθος της οργής σας. [198] Όποιος λοιπόν ζητάει την ψήφο σας υπέρ του κατηγορουμένου κατά τη συζήτηση του καθορισμού της ποινής, σας παρακαλεί να μετριάσετε την οργή σας· όποιος όμως ζητάει την ψήφο σας υπέρ του κατηγορουμένου στο πρώτο μέρος της διαδικασίας, όταν δηλαδή δεν έχει κριθεί ακόμη η ενοχή ή η αθωότητά του, αυτός ζητάει από σας να μην τηρήσετε τον όρκο σας, να παραβείτε τον νόμο, να καταλύσετε τη δημοκρατία, πράγματα που δεν δικαιούται κανένας ούτε να ζητήσει ούτε και να ενδώσει σε κάποιον, όταν του ζητηθεί. Πείτε τους λοιπόν να σας αφήσουν να ψηφίσετε ανεπηρέαστα κατά το πρώτο μέρος της διαδικασίας, σύμφωνα με τους νόμους, και, όταν έρθει η ώρα της συζήτησης για την ποινή, τότε ας ζητήσουν την επιείκειά σας.
[199] Γενικά, Αθηναίοι, εγώ τουλάχιστον λίγο απέχω από το να υποστηρίξω ότι πρέπει να θεσπιστεί και νόμος ειδικά για τις καταγγελίες παράνομων ψηφισμάτων να μην επιτρέπεται μήτε στον κατήγορο μήτε στον κατηγορούμενο να παρουσιάζουν συνηγόρους. Γιατί για τη συγκεκριμένη περίπτωση, το δίκαιο δεν είναι αόριστο αλλά ορισμένο από τους δικούς σας νόμους. Όπως δηλαδή στην ξυλουργική, όταν θέλουμε να διαπιστώσουμε αν κάτι είναι ίσιο ή στραβό, χρησιμοποιούμε τον κανόνα, με τον οποίο εξακριβώνεται αυτό, [200] έτσι και κατά την εκδίκαση των καταγγελιών για παράνομα ψηφίσματα κανόνας του δικαίου είναι αυτή εδώ η πινακίδα, όπου είναι γραμμένα δίπλα δίπλα το ψήφισμα και οι νόμοι. Απόδειξε, Κτησιφώντα, ότι αυτά συμφωνούν μεταξύ τους, και μετά κατέβα από το βήμα. Ποιος ο λόγος να καλείς το Δημοσθένη να σε υποστηρίξει; Όταν όμως παρακάμπτεις τον σωστό τρόπο απολογίας και καλείς για συνήγορο έναν κακούργο άνθρωπο και τεχνίτη του λόγου, τότε εξαπατάς τους ακροατές, βλάπτεις την πόλη, καταλύεις τη δημοκρατία.