Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ

Ἠθικὰ Νικομάχεια (1138a-1138b)

[XI] Πότερον δ᾽ ἐνδέχεται ἑαυτὸν ἀδικεῖν ἢ οὔ, φανερὸν ἐκ τῶν εἰρημένων. τὰ μὲν γάρ ἐστι τῶν δικαίων τὰ κατὰ πᾶσαν ἀρετὴν ὑπὸ τοῦ νόμου τεταγμένα, οἷον οὐ κελεύει ἀποκτιννύναι ἑαυτὸν ὁ νόμος, ἃ δὲ μὴ κελεύει, ἀπαγορεύει. ἔτι ὅταν παρὰ τὸν νόμον βλάπτῃ μὴ ἀντιβλάπτων ἑκών, ἀδικεῖ, ἑκὼν δὲ ὁ εἰδὼς καὶ ὃν καὶ ᾧ· ὁ δὲ δι᾽ ὀργὴν ἑαυτὸν σφάττων ἑκὼν τοῦτο δρᾷ παρὰ τὸν ὀρθὸν λόγον, ὃ οὐκ ἐᾷ ὁ νόμος· ἀδικεῖ ἄρα. ἀλλὰ τίνα; ἢ τὴν πόλιν, αὑτὸν δ᾽ οὔ; ἑκὼν γὰρ πάσχει, ἀδικεῖται δ᾽ οὐδεὶς ἑκών. διὸ καὶ ἡ πόλις ζημιοῖ, καί τις ἀτιμία πρόσεστι τῷ ἑαυτὸν διαφθείραντι ὡς τὴν πόλιν ἀδικοῦντι. ἔτι καθ᾽ ὃ ἄδικος μόνον ὁ ἀδικῶν καὶ μὴ ὅλως φαῦλος, οὐκ ἔστιν ἀδικῆσαι ἑαυτόν (τοῦτο γὰρ ἄλλος ἐκείνου· ἔστι γάρ πως ὁ ἄδικος οὕτω πονηρὸς ὥσπερ ὁ δειλός, οὐχ ὡς ὅλην ἔχων τὴν πονηρίαν, ὥστ᾽ οὐδὲ κατὰ ταύτην ἀδικεῖ)· ἅμα γὰρ ἂν τῷ αὐτῷ εἴη ἀφῃρῆσθαι καὶ προσκεῖσθαι τὸ αὐτό· τοῦτο δὲ ἀδύνατον, ἀλλ᾽ ἀεὶ ἐν πλείοσιν ἀνάγκη εἶναι τὸ δίκαιον καὶ τὸ ἄδικον. ἔτι δὲ ἑκούσιόν τε καὶ ἐκ προαιρέσεως καὶ πρότερον· ὁ γὰρ διότι ἔπαθε καὶ τὸ αὐτὸ ἀντιποιῶν οὐ δοκεῖ ἀδικεῖν· αὐτὸς δ᾽ αὑτόν, ταὐτὰ ἅμα καὶ πάσχει καὶ ποιεῖ. ἔτι εἴη ἂν ἑκόντα ἀδικεῖσθαι. πρὸς δὲ τούτοις, ἄνευ τῶν κατὰ μέρος ἀδικημάτων οὐδεὶς ἀδικεῖ, μοιχεύει δ᾽ οὐδεὶς τὴν ἑαυτοῦ οὐδὲ τοιχωρυχεῖ τὸν ἑαυτοῦ τοῖχον οὐδὲ κλέπτει τὰ αὑτοῦ. ὅλως δὲ λύεται τὸ αὑτὸν ἀδικεῖν καὶ κατὰ τὸν διορισμὸν τὸν περὶ τοῦ ἑκουσίως ἀδικεῖσθαι. φανερὸν δὲ καὶ ὅτι ἄμφω μὲν φαῦλα, καὶ τὸ ἀδικεῖσθαι καὶ τὸ ἀδικεῖν (τὸ μὲν γὰρ ἔλαττον τὸ δὲ πλέον ἔχειν ἐστὶ τοῦ μέσου καὶ ὥσπερ ὑγιεινὸν μὲν ἐν ἰατρικῇ, εὐεκτικὸν δὲ ἐν γυμναστικῇ)· ἀλλ᾽ ὅμως χεῖρον τὸ ἀδικεῖν· τὸ μὲν γὰρ ἀδικεῖν μετὰ κακίας καὶ ψεκτόν, καὶ κακίας ἢ τῆς τελείας καὶ ἁπλῶς ἢ ἐγγύς (οὐ γὰρ ἅπαν τὸ ἑκούσιον μετὰ ἀδικίας), τὸ δ᾽ ἀδικεῖσθαι ἄνευ κακίας καὶ ἀδικίας. καθ᾽ αὑτὸ μὲν οὖν τὸ ἀδικεῖσθαι ἧττον φαῦλον, [1138b] κατὰ συμβεβηκὸς δ᾽ οὐδὲν κωλύει μεῖζον εἶναι κακόν. ἀλλ᾽ οὐδὲν μέλει τῇ τέχνῃ, ἀλλὰ πλευρῖτιν λέγει μείζω νόσον προσπταίσματος· καίτοι γένοιτ᾽ ἄν ποτε θάτερον κατὰ συμβεβηκός, εἰ προσπταίσαντα διὰ τὸ πεσεῖν συμβαίη ὑπὸ τῶν πολεμίων ληφθῆναι ἢ ἀποθανεῖν. κατὰ μεταφορὰν δὲ καὶ ὁμοιότητα ἔστιν οὐκ αὐτῷ πρὸς αὑτὸν δίκαιον ἀλλὰ τῶν αὐτοῦ τισίν, οὐ πᾶν δὲ δίκαιον ἀλλὰ τὸ δεσποτικὸν ἢ τὸ οἰκονομικόν. ἐν τούτοις γὰρ τοῖς λόγοις διέστηκε τὸ λόγον ἔχον μέρος τῆς ψυχῆς πρὸς τὸ ἄλογον· εἰς ἃ δὴ βλέπουσι καὶ δοκεῖ εἶναι ἀδικία πρὸς αὑτόν, ὅτι ἐν τούτοις ἔστι πάσχειν τι παρὰ τὰς ἑαυτῶν ὀρέξεις· ὥσπερ οὖν ἄρχοντι καὶ ἀρχομένῳ εἶναι πρὸς ἄλληλα δίκαιόν τι καὶ τούτοις. περὶ μὲν οὖν δικαιοσύνης καὶ τῶν ἄλλων, τῶν ἠθικῶν ἀρετῶν, διωρίσθω τὸν τρόπον τοῦτον.

[11] Όσο για το αν μπορεί κανείς να αδικεί τον εαυτό του ή όχι, είναι κάτι που γίνεται φανερό από όσα είπαμε πιο πάνω. Μια πρώτη, πράγματι, κατηγορία δίκαιων πράξεων αποτελούν αυτές που ορίζονται από τον νόμο στο πλαίσιο των επιμέρους αρετών. Παράδειγμα: ο νόμος δεν διατάζει κανέναν να αυτοκτονήσει, αυτά όμως που δεν τα διατάζει, τα απαγορεύει. Επίσης: Όταν ένας άνθρωπος, παραβιάζοντας τον νόμο, προκαλεί με τη θέλησή του βλάβη σε κάποιον άλλον (όχι για να ανταποδώσει τη βλάβη που εκείνος του προξένησε), ο άνθρωπος αυτός αδικεί — με τη θέλησή του ενεργεί αυτός που ξέρει και ποιόν βλάπτει και με τί μέσο τον βλάπτει. Αυτός όμως που μέσα στην οργή του σφάζει τον εαυτό του, κάνει το πράγμα αυτό με τη θέλησή του αντίθετα προς τον ορθό λόγο, κάτι που ο νόμος δεν το επιτρέπει. Ο άνθρωπος, επομένως, αυτός αδικεί. Ποιόν όμως; Μήπως την πόλη και όχι τον εαυτό του; Γιατί ό,τι παθαίνει, το παθαίνει με τη θέλησή του, κανένας όμως δεν αδικείται με τη θέλησή του. Γι᾽ αυτό και η πόλη τού επιβάλλει ποινή, και προβλέπεται και ένα είδος στέρησης πολιτικών δικαιωμάτων για τον αυτόχειρα, με το αιτιολογικό ότι διαπράττει αδικία σε βάρος της πόλης. Επίσης: Δεδομένου ότι αυτός που κάνει άδικες πράξεις είναι απλώς άδικος και όχι ολωσδιόλου κακός άνθρωπος, δεν είναι δυνατό να αδικήσει τον εαυτό του (γιατί αυτό είναι διαφορετικό από το προηγούμενο· ο άδικος δηλαδή είναι κατά κάποιον τρόπο τόσο κακός όσο και ο δειλός, και όχι σαν να έχει μέσα του ολόκληρη την κακία, και άρα η άδικη πράξη του δεν δείχνει πλήρη κακία)· γιατί αυτό θα σήμαινε ότι το ίδιο πράγμα μπορεί συγχρόνως να αφαιρεθεί και να προστεθεί στο ίδιο πράγμα· αυτό όμως είναι αδύνατο, αλλά το δίκαιο και το άδικο υποχρεωτικά προϋποθέτουν πάντοτε περισσότερα από ένα πρόσωπα. Επίσης: Η άδικη πράξη είναι εκούσια, γίνεται ύστερα από επιλογή και προτίμηση, και προηγείται (γιατί ο άνθρωπος που, επειδή του έκαναν κάτι, ανταποδίδει το ίδιο δεν θεωρείται ότι αδικεί)· όποιος όμως αδικεί ο ίδιος τον εαυτό του, αυτός πάσχει και πράττει συγχρόνως τα ίδια πράγματα. Επίσης: (Αν μπορούσε κανείς να αδικήσει τον ίδιο τον εαυτό του,) θα υπήρχε η δυνατότητα να αδικείται κανείς με τη θέλησή του. Πέρα από αυτά: Κανένας δεν αδικεί, αν δεν κάνει επιμέρους άδικες πράξεις. Όμως κανένας δεν μοιχεύει την ίδια του τη γυναίκα, κανένας δεν κάνει διάρρηξη στο ίδιο του το σπίτι, κανένας δεν κλέβει τα δικά του πράγματα. Γενικά το θέμα: «Είναι δυνατό να αδικεί κανείς τον εαυτό του;» βρίσκει τη λύση του σε όσα ορίσαμε ενσχέσει με το θέμα «Είναι δυνατό να αδικείται κανείς με τη θέλησή του;».
Είναι επίσης φανερό ότι και τα δύο, και το να αδικείται κανείς και το να αδικεί, είναι κακά: το πρώτο είναι το να έχει κανείς λιγότερα, το δεύτερο το να έχει περισσότερα από το μέσον, που εδώ είναι αντίστοιχο με την υγεία στην περίπτωση της ιατρικής τέχνης και με την ευεξία στην περίπτωση της τέχνης της άσκησης του σώματος. Εντούτοις το να αδικεί κανείς είναι χειρότερο· γιατί το να αδικεί είναι κάτι που συνοδεύεται από κακία και είναι ψεκτό — από κακία μάλιστα τέλεια, από κακία με όλη τη σημασία της λέξης, ή από κακία που είναι κοντά στην τέλεια (γιατί κάθε εκούσια άδικη πράξη δεν υποδηλώνει κακία), το να αδικείται όμως κανείς δεν συνοδεύεται από κακία και αδικία. Το να αδικείται λοιπόν κανείς είναι καθεαυτό λιγότερο κακό, [1138b] τίποτε όμως δεν εμποδίζει, υπό ορισμένες περιστάσεις να είναι μεγαλύτερο κακό. Την επιστήμη όμως όλα αυτά δεν την ενδιαφέρουν καθόλου: την πλευρίτιδα την ονομάζει σοβαρότερη αρρώστια από το στραμπούληγμα· και όμως το στραμπούληγμα μπορεί υπό ορισμένες συνθήκες να έχει σοβαρότερες συνέπειες, αν εξαιτίας του τύχει να πέσει κανείς κάτω και έτσι να συλληφθεί ή να σκοτωθεί από τους εχθρούς.
Υπάρχει ένα είδος δικαίου —μεταφορικά, βέβαια, και κατ᾽ αναλογίαν— όχι στη σχέση ενός ανθρώπου με τον ίδιο του τον εαυτό, αλλά ανάμεσα στα διάφορα μέρη του εαυτού του. Δεν πρόκειται, επίσης, για οποιοδήποτε δίκαιο, αλλά για το δίκαιο που ρυθμίζει τις σχέσεις αφεντικού-δούλων ή τις σχέσεις πατέρα-μελών της οικογένειάς του. Αυτές, πράγματι, είναι οι σχέσεις στις οποίες βρίσκεται το λογικό μέρος της ψυχής προς το άλογο μέρος της. Με αυτά τα μέρη της ψυχής ως δεδομένο υπάρχει η αντίληψη ότι μπορεί κανείς να είναι άδικος προς τον εαυτό του, επειδή είναι δυνατό τα μέρη αυτά της ψυχής να παθαίνουν κάτι αντίθετο προς τις επιθυμίες τους. Εξού και η γνώμη ότι υπάρχει και ανάμεσα σ᾽ αυτά τα μέρη τη ψυχής ένα είδος δικαιοσύνης, όπως υπάρχει και ανάμεσα στον άρχοντα και στον αρχόμενο.
Αυτά είχαμε να πούμε για τη δικαιοσύνη και για τις άλλες, για τις άλλες δηλαδή ηθικές, αρετές.