Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ

Ἠθικὰ Νικομάχεια (1177a-1178a)

[VII] Εἰ δ᾽ ἐστὶν ἡ εὐδαιμονία κατ᾽ ἀρετὴν ἐνέργεια, εὔλογον κατὰ τὴν κρατίστην· αὕτη δ᾽ ἂν εἴη τοῦ ἀρίστου. εἴτε δὴ νοῦς τοῦτο εἴτε ἄλλο τι, ὃ δὴ κατὰ φύσιν δοκεῖ ἄρχειν καὶ ἡγεῖσθαι καὶ ἔννοιαν ἔχειν περὶ καλῶν καὶ θείων, εἴτε θεῖον ὂν καὶ αὐτὸ εἴτε τῶν ἐν ἡμῖν τὸ θειότατον, ἡ τούτου ἐνέργεια κατὰ τὴν οἰκείαν ἀρετὴν εἴη ἂν ἡ τελεία εὐδαιμονία. ὅτι δ᾽ ἐστὶ θεωρητική, εἴρηται. ὁμολογούμενον δὲ τοῦτ᾽ ἂν δόξειεν εἶναι καὶ τοῖς πρότερον καὶ τῷ ἀληθεῖ. κρατίστη τε γὰρ αὕτη ἐστὶν ἡ ἐνέργεια (καὶ γὰρ ὁ νοῦς τῶν ἐν ἡμῖν, καὶ τῶν γνωστῶν, περὶ ἃ ὁ νοῦς)· ἔτι δὲ συνεχεστάτη· θεωρεῖν [τε] γὰρ δυνάμεθα συνεχῶς μᾶλλον ἢ πράττειν ὁτιοῦν. οἰόμεθά τε δεῖν ἡδονὴν παραμεμῖχθαι τῇ εὐδαιμονίᾳ, ἡδίστη δὲ τῶν κατ᾽ ἀρετὴν ἐνεργειῶν ἡ κατὰ τὴν σοφίαν ὁμολογουμένως ἐστίν· δοκεῖ γοῦν ἡ φιλοσοφία θαυμαστὰς ἡδονὰς ἔχειν καθαρειότητι καὶ τῷ βεβαίῳ, εὔλογον δὲ τοῖς εἰδόσι τῶν ζητούντων ἡδίω τὴν διαγωγὴν εἶναι. ἥ τε λεγομένη αὐτάρκεια περὶ τὴν θεωρητικὴν μάλιστ᾽ ἂν εἴη· τῶν μὲν γὰρ πρὸς τὸ ζῆν ἀναγκαίων καὶ σοφὸς καὶ δίκαιος καὶ οἱ λοιποὶ δέονται, τοῖς δὲ τοιούτοις ἱκανῶς κεχορηγημένων ὁ μὲν δίκαιος δεῖται πρὸς οὓς δικαιοπραγήσει καὶ μεθ᾽ ὧν, ὁμοίως δὲ καὶ ὁ σώφρων καὶ ὁ ἀνδρεῖος καὶ τῶν ἄλλων ἕκαστος, ὁ δὲ σοφὸς καὶ καθ᾽ αὑτὸν ὢν δύναται θεωρεῖν, καὶ ὅσῳ ἂν σοφώτερος ᾖ, μᾶλλον· βέλτιον δ᾽ ἴσως συνεργοὺς ἔχων, ἀλλ᾽ ὅμως [1177b] αὐταρκέστατος. δόξαι τ᾽ ἂν αὐτὴ μόνη δι᾽ αὑτὴν ἀγαπᾶσθαι· οὐδὲν γὰρ ἀπ᾽ αὐτῆς γίνεται παρὰ τὸ θεωρῆσαι, ἀπὸ δὲ τῶν πρακτικῶν ἢ πλεῖον ἢ ἔλαττον περιποιούμεθα παρὰ τὴν πρᾶξιν. δοκεῖ τε ἡ εὐδαιμονία ἐν τῇ σχολῇ εἶναι· ἀσχολούμεθα γὰρ ἵνα σχολάζωμεν, καὶ πολεμοῦμεν ἵν᾽ εἰρήνην ἄγωμεν. τῶν μὲν οὖν πρακτικῶν ἀρετῶν ἐν τοῖς πολιτικοῖς ἢ ἐν τοῖς πολεμικοῖς ἡ ἐνέργεια, αἱ δὲ περὶ ταῦτα πράξεις δοκοῦσιν ἄσχολοι εἶναι, αἱ μὲν πολεμικαὶ καὶ παντελῶς (οὐδεὶς γὰρ αἱρεῖται τὸ πολεμεῖν τοῦ πολεμεῖν ἕνεκα, οὐδὲ παρασκευάζει πόλεμον· δόξαι γὰρ ἂν παντελῶς μιαιφόνος τις εἶναι, εἰ τοὺς φίλους πολεμίους ποιοῖτο, ἵνα μάχαι καὶ φόνοι γίνοιντο)· ἔστι δὲ καὶ ἡ τοῦ πολιτικοῦ ἄσχολος, καὶ παρ᾽ αὐτὸ τὸ πολιτεύεσθαι περιποιουμένη δυναστείας καὶ τιμὰς ἢ τήν γε εὐδαιμονίαν αὑτῷ καὶ τοῖς πολίταις, ἑτέραν οὖσαν τῆς πολιτικῆς, ἣν καὶ ζητοῦμεν δῆλον ὡς ἑτέραν οὖσαν. εἰ δὴ τῶν μὲν κατὰ τὰς ἀρετὰς πράξεων αἱ πολιτικαὶ καὶ πολεμικαὶ κάλλει καὶ μεγέθει προέχουσιν, αὗται δ᾽ ἄσχολοι καὶ τέλους τινὸς ἐφίενται καὶ οὐ δι᾽ αὑτὰς αἱρεταί εἰσιν, ἡ δὲ τοῦ νοῦ ἐνέργεια σπουδῇ τε διαφέρειν δοκεῖ θεωρητικὴ οὖσα, καὶ παρ᾽ αὑτὴν οὐδενὸς ἐφίεσθαι τέλους, καὶ ἔχειν τὴν ἡδονὴν οἰκείαν (αὕτη δὲ συναύξει τὴν ἐνέργειαν), καὶ τὸ αὔταρκες δὴ καὶ σχολαστικὸν καὶ ἄτρυτον ὡς ἀνθρώπῳ, καὶ ὅσα ἄλλα τῷ μακαρίῳ ἀπονέμεται, τὰ κατὰ ταύτην τὴν ἐνέργειαν φαίνεται ὄντα· ἡ τελεία δὴ εὐδαιμονία αὕτη ἂν εἴη ἀνθρώπου, λαβοῦσα μῆκος βίου τέλειον· οὐδὲν γὰρ ἀτελές ἐστι τῶν τῆς εὐδαιμονίας. ὁ δὲ τοιοῦτος ἂν εἴη βίος κρείττων ἢ κατ᾽ ἄνθρωπον· οὐ γὰρ ᾗ ἄνθρωπός ἐστιν οὕτω βιώσεται, ἀλλ᾽ ᾗ θεῖόν τι ἐν αὐτῷ ὑπάρχει· ὅσον δὲ διαφέρει τοῦτο τοῦ συνθέτου, τοσοῦτον καὶ ἡ ἐνέργεια τῆς κατὰ τὴν ἄλλην ἀρετήν. εἰ δὴ θεῖον ὁ νοῦς πρὸς τὸν ἄνθρωπον, καὶ ὁ κατὰ τοῦτον βίος θεῖος πρὸς τὸν ἀνθρώπινον βίον. οὐ χρὴ δὲ κατὰ τοὺς παραινοῦντας ἀνθρώπινα φρονεῖν ἄνθρωπον ὄντα οὐδὲ θνητὰ τὸν θνητόν, ἀλλ᾽ ἐφ᾽ ὅσον ἐνδέχεται ἀθανατίζειν καὶ πάντα ποιεῖν πρὸς τὸ ζῆν κατὰ τὸ κράτιστον τῶν ἐν αὑτῷ· εἰ γὰρ καὶ [1178a] τῷ ὄγκῳ μικρόν ἐστι, δυνάμει καὶ τιμιότητι πολὺ μᾶλλον πάντων ὑπερέχει. δόξειε δ᾽ ἂν καὶ εἶναι ἕκαστος τοῦτο, εἴπερ τὸ κύριον καὶ ἄμεινον. ἄτοπον οὖν γίνοιτ᾽ ἄν, εἰ μὴ τὸν αὑτοῦ βίον αἱροῖτο ἀλλά τινος ἄλλου. τὸ λεχθέν τε πρότερον ἁρμόσει καὶ νῦν· τὸ γὰρ οἰκεῖον ἑκάστῳ τῇ φύσει κράτιστον καὶ ἥδιστόν ἐστιν ἑκάστῳ· καὶ τῷ ἀνθρώπῳ δὴ ὁ κατὰ τὸν νοῦν βίος, εἴπερ τοῦτο μάλιστα ἄνθρωπος. οὗτος ἄρα καὶ εὐδαιμονέστατος.

[7] Αν, τώρα, η ευδαιμονία είναι ενέργεια κατά τους κανόνες της αρετής, είναι λογικό η αρετή αυτή να είναι η ανώτερη από όλες τις άλλες· αυτή, τότε, δεν μπορεί παρά να είναι η αρετή αυτού που είναι το καλύτερο μέσα μας. Είτε λοιπόν αυτό είναι ο νους είτε είναι κατιτί άλλο, που κατά την κοινή παραδοχή έχει εκ φύσεως την αρχή και την ηγεμονία, αλλά και την ικανότητα να σκέφτεται πράγματα ωραία και θεϊκά (είτε όντας το ίδιο κάτι το θεϊκό είτε όντας το πιο θεϊκό μέσα μας στοιχείο), αυτού του στοιχείου η ενέργεια κατά τους κανόνες της δικής του αρετής πρέπει να είναι η τέλεια ευδαιμονία. Ότι η ενέργεια αυτή έχει να κάνει με τις νοητικές και πνευματικές ενασχολήσεις, το έχουμε ήδη πει. Αυτό μπορεί να θεωρηθεί ότι βρίσκεται σε συμφωνία και με όσα έχουμε ήδη πει παραπάνω και με την αλήθεια. Πρώτον, γιατί η ενέργεια αυτή είναι ανώτερη από όλες τις άλλες (όχι μόνο γιατί ο νους είναι το ανώτερο από όλα τα πράγματα που υπάρχουν μέσα μας, αλλά και γιατί τα πράγματα με τα οποία ασχολείται ο νους είναι τα πιο σημαντικά από αυτά που μπορούμε να γνωρίσουμε). Δεύτερον, γιατί είναι η πιο συνεχής από όλες τις ενέργειές μας (μπορούμε, πράγματι, να επιδιδόμαστε στις νοητικές και πνευματικές ενασχολήσεις πιο συνεχώς από ό,τι σε οποιαδήποτε πράξη). Δεχόμαστε, επίσης, ότι η ευδαιμονία πρέπει να είναι ανάμεικτη με την ευχαρίστηση και την απόλαυση — και η πιο ευχάριστη από όλες τις ενέργειες που γίνονται με τους κανόνες της αρετής είναι κατά κοινή παραδοχή η φιλοσοφική· εν πάση περιπτώσει η ενασχόληση με τη φιλοσοφία θεωρείται ότι χαρίζει απολαύσεις θαυμαστές για την καθαρότητα, τη σταθερότητα και τη διάρκειά τους, και είναι λογικό η ζωή, γενικά, να είναι πιο ευχάριστη γι᾽ αυτούς που κατέχουν ήδη τη γνώση παρά γι᾽ αυτούς που την επιδιώκουν. Η λεγόμενη, επίσης, «αυτάρκεια» πρέπει να σχετίζεται κατά κύριο λόγο με τη νοητική και πνευματική ενέργεια· γιατί τα απαραίτητα για τη ζωή τα χρειάζονται και ο φιλόσοφος και ο δίκαιος και όλοι οι άλλοι, όταν όμως είναι πια εφοδιασμένοι σε ικανοποιητικό βαθμό με τα πράγματα αυτά, τότε ο δίκαιος άνθρωπος χρειάζεται αυτούς προς τους οποίους και με τους οποίους θα κάνει τα έργα της δικαιοσύνης, το ίδιο και ο σώφρων και ο ανδρείος και όλοι οι άλλοι, ενώ ο φιλόσοφος, ακόμη και όταν είναι μόνος του, μπορεί να επιδίδεται σε νοητικές και πνευματικές ενασχολήσεις· όσο μάλιστα πιο σοφός είναι, τόσο περισσότερο· αυτό θα το κάνει, ίσως, καλύτερα, αν έχει συνεργούς, στην πραγματικότητα όμως είναι [1177b] αυταρκέστατος. Η ενέργεια αυτή θα μπορούσε, επίσης, να θεωρηθεί ότι είναι η μόνη που την επιθυμεί κανείς γι᾽ αυτό που είναι η ίδια, δεδομένου ότι τίποτε άλλο δεν προκύπτει από αυτήν πέρα από την ίδια τη φιλοσοφική θεώρηση, ενώ από τις πρακτικές ενέργειες προσποριζόμαστε και κάποιο άλλο μεγαλύτερο ή μικρότερο κέρδος — πέρα από την ίδια την πράξη. Κατά την κοινή, επίσης, αντίληψη η ευδαιμονία προϋποθέτει ελεύθερο χρόνο. Εργαζόμαστε, πράγματι, για να έχουμε ύστερα ελεύθερο χρόνο, και πολεμούμε, για να μπορούμε στη συνέχεια να ζούμε σε ειρήνη. Των πρακτικών λοιπόν αρετών η ενέργεια ασκείται ή στο πλαίσιο της πολιτικής ζωής ή στο πλαίσιο των πολεμικών πραγμάτων, και αυτού του είδους οι πράξεις δεν αφήνουν —όπως όλοι το δέχονται— κανένα περιθώριο ελεύθερου χρόνου: οι πολεμικές πράξεις απολύτως κανένα (γιατί κανένας δεν επιλέγει να πολεμάει, ούτε ετοιμάζεται για πόλεμο, απλώς για να πολεμάει· γιατί θα έδινε την εντύπωση ότι είναι ένας ολωσδιόλου αιμοχαρής δολοφόνος, αν έκανε εχθρούς τούς φίλους του, απλώς για να γίνονται μάχες και φόνοι)· και του πολιτικού όμως οι πράξεις δεν αφήνουν, επίσης, κανένα περιθώριο ελεύθερου χρόνου, γιατί, πέρα από την ίδια την απασχόληση με τις υποθέσεις της πόλης, ο πολιτικός επιδιώκει να κερδίσει δύναμη και τιμές, ή να εξασφαλίσει την ευδαιμονία τη δική του και των συμπολιτών του, που είναι κάτι διαφορετικό από την πολιτική πράξη, και που ολοφάνερα την επιδιώκουμε ακριβώς ως κάτι διαφορετικό από την πολιτική πράξη.
Αν λοιπόν από όλες τις πράξεις που γίνονται κατά τους κανόνες της αρετής οι πολιτικές και οι πολεμικές ξεχωρίζουν και υπερέχουν ως προς την ομορφιά και το μέγεθος· αν οι πράξεις αυτές δεν αφήνουν κανένα περιθώριο για ελεύθερο χρόνο· αν επιδιώκουν κάποιον τελικό σκοπό και δεν είναι επιθυμητές καθεαυτές· αν, αντίθετα, η ενέργεια του νου, έχοντας για αντικείμενό της τη φιλοσοφική θεώρηση, ξεχωρίζει, κατά την κοινή παραδοχή, με τη σπουδαιότητα και τη σοβαρότητά της· αν αυτή δεν επιδιώκει κανέναν άλλο σκοπό πέρα από αυτό που είναι η ίδια· αν έχει μέσα της τη δική της ηδονή (κάτι που συντελεί στην αύξηση της ενέργειας)· αν η αυτάρκεια, η ηρεμία του ελεύθερου χρόνου και η (μέσα στα ανθρώπινα όρια) ακαταπονησία, και μαζί όλες οι ιδιότητες που αποδίδονται στον εξαιρετικά ευτυχισμένο άνθρωπο, ανήκουν ολοφάνερα σ᾽ αυτή την ενέργεια, ε τότε αυτή θα είναι η τέλεια ευδαιμονία του ανθρώπου, αν τύχει να έχει μια τέλεια διάρκεια ζωής (γιατί κανένα από τα στοιχεία της ευδαιμονίας δεν είναι ατελές).
Μια τέτοια όμως ζωή θα ήταν πολύ ανώτερη από τη ζωή που προσιδιάζει σ᾽ έναν άνθρωπο· γιατί ο άνθρωπος που ζει με αυτόν τον τρόπο, δεν ζει, στην πραγματικότητα, ως άνθρωπος, αλλά ωσάν να υπάρχει μέσα του κάποιο θεϊκό στοιχείο· και όσο το θεϊκό αυτό στοιχείο είναι ανώτερο από τη σύνθετη φύση μας, άλλο τόσο και η ενέργεια του είναι ανώτερη από τις ενέργειες των άλλων αρετών. Αν λοιπόν ο νους είναι, σε σύγκριση με τη φύση του ανθρώπου, κάτι το θεϊκό, θεϊκή θα είναι και η σύμφωνη με αυτόν ζωή σε σύγκριση με τη συνηθισμένη ανθρώπινη ζωή. Και ούτε πρέπει να υπακούμε σ᾽ εκείνους που μας συμβουλεύουν, ως άνθρωποι που είμαστε, να σκεφτόμαστε ανθρώπινα πράγματα και ως θνητοί θνητά· ίσα ίσα, στον βαθμό που αυτό είναι δυνατό, να συμπεριφερόμαστε ως αθάνατοι, και να κάνουμε το παν ώστε να συμμορφώνουμε τη ζωή μας προς αυτό που είναι το πιο σημαντικό μέσα μας· γιατί, μολονότι [1178a] από την πλευρά του όγκου είναι μικρό, είναι κατά πολύ ανώτερο από όλα τα άλλα στη δύναμη και στην αξία. Όλοι, επίσης, θα συμφωνούσαν ότι αυτό είναι και ο αληθινός μας εαυτός, αφού είναι το κυριότερο και το καλύτερο μέρος μας. Θα ήταν λοιπόν παράλογο για έναν άνθρωπο να μην επιλέγει τη ζωή του εαυτού του, αλλά τη ζωή ενός άλλου. Αυτό λοιπόν που είπαμε πρωτύτερα, θα βρει και εδώ εφαρμογή: αυτό που προσιδιάζει στον καθένα είναι εκ φύσεως το πιο σημαντικό και το πιο ευχάριστο γι᾽ αυτόν — άρα και για τον άνθρωπο η σύμφωνη με τον νου ζωή, αφού ο νους είναι περισσότερο από οτιδήποτε άλλο ο άνθρωπος. Αυτή, επομένως, η ζωή είναι και ευδαιμονέστατη.