Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ

Ἠθικὰ Νικομάχεια (1170b-1171a)

[X] Ἆρ᾽ οὖν ὡς πλείστους φίλους ποιητέον, ἢ καθάπερ ἐπὶ τῆς ξενίας ἐμμελῶς εἰρῆσθαι δοκεῖ «μήτε πολύξεινος μήτ᾽ ἄξεινος,» καὶ ἐπὶ τῆς φιλίας ἁρμόσει μήτ᾽ ἄφιλον εἶναι μήτ᾽ αὖ πολύφιλον καθ᾽ ὑπερβολήν; τοῖς μὲν δὴ πρὸς χρῆσιν κἂν πάνυ δόξειεν ἁρμόζειν τὸ λεχθέν· πολλοῖς γὰρ ἀνθυπηρετεῖν ἐπίπονον, καὶ οὐχ ἱκανὸς ὁ βίος αὐτὸ [τοῦτο] πράττειν. οἱ πλείους δὴ τῶν πρὸς τὸν οἰκεῖον βίον ἱκανῶν περίεργοι καὶ ἐμπόδιοι πρὸς τὸ καλῶς ζῆν· οὐθὲν οὖν δεῖ αὐτῶν. καὶ οἱ πρὸς ἡδονὴν δὲ ἀρκοῦσιν ὀλίγοι, καθάπερ ἐν τῇ τροφῇ τὸ ἥδυσμα. τοὺς δὲ σπουδαίους πότερον πλείστους κατ᾽ ἀριθμόν, ἢ ἔστι τι μέτρον καὶ φιλικοῦ πλήθους, ὥσπερ πόλεως; οὔτε γὰρ ἐκ δέκα ἀνθρώπων γένοιτ᾽ ἂν πόλις, οὔτ᾽ ἐκ δέκα μυριάδων ἔτι πόλις ἐστίν. τὸ δὲ ποσὸν οὐκ ἔστιν ἴσως ἕν τι, ἀλλὰ πᾶν τὸ μεταξὺ τινῶν ὡρισμένων. καὶ φίλων [1171a] δή ἐστι πλῆθος ὡρισμένον, καὶ ἴσως οἱ πλεῖστοι μεθ᾽ ὧν ἂν δύναιτό τις συζῆν (τοῦτο γὰρ ἐδόκει φιλικώτατον εἶναι)· ὅτι δ᾽ οὐχ οἷόν τε πολλοῖς συζῆν καὶ διανέμειν ἑαυτόν, οὐκ ἄδηλον. ἔτι δὲ κἀκείνους δεῖ ἀλλήλοις φίλους εἶναι, εἰ μέλλουσι πάντες μετ᾽ ἀλλήλων συνημερεύειν· τοῦτο δ᾽ ἐργῶδες ἐν πολλοῖς ὑπάρχειν. χαλεπὸν δὲ γίνεται καὶ τὸ συγχαίρειν καὶ τὸ συναλγεῖν οἰκείως πολλοῖς· εἰκὸς γὰρ συμπίπτειν ἅμα τῷ μὲν συνήδεσθαι τῷ δὲ συνάχθεσθαι. ἴσως οὖν εὖ ἔχει μὴ ζητεῖν ὡς πολυφιλώτατον εἶναι, ἀλλὰ τοσούτους ὅσοι εἰς τὸ συζῆν ἱκανοί· οὐδὲ γὰρ ἐνδέχεσθαι δόξειεν ἂν πολλοῖς εἶναι φίλον σφόδρα. διόπερ οὐδ᾽ ἐρᾶν πλειόνων· ὑπερβολὴ γάρ τις εἶναι βούλεται φιλίας, τοῦτο δὲ πρὸς ἕνα· καὶ τὸ σφόδρα δὴ πρὸς ὀλίγους. οὕτω δ᾽ ἔχειν ἔοικε καὶ ἐπὶ τῶν πραγμάτων· οὐ γίνονται γὰρ φίλοι πολλοὶ κατὰ τὴν ἑταιρικὴν φιλίαν, αἱ δ᾽ ὑμνούμεναι ἐν δυσὶ λέγονται. οἱ δὲ πολύφιλοι καὶ πᾶσιν οἰκείως ἐντυγχάνοντες οὐδενὶ δοκοῦσιν εἶναι φίλοι, πλὴν πολιτικῶς, οὓς καὶ καλοῦσιν ἀρέσκους. πολιτικῶς μὲν οὖν ἔστι πολλοῖς εἶναι φίλον καὶ μὴ ἄρεσκον ὄντα, ἀλλ᾽ ὡς ἀληθῶς ἐπιεικῆ· δι᾽ ἀρετὴν δὲ καὶ δι᾽ αὐτοὺς οὐκ ἔστι πρὸς πολλούς, ἀγαπητὸν δὲ καὶ ὀλίγους εὑρεῖν τοιούτους.

[10] Άραγε λοιπόν πρέπει κανείς να κάνει όσο γίνεται περισσότερους φίλους ή μήπως, όπως θεωρείται σωστός ο λόγος που ειπώθηκε για τη φιλία από φιλοξενία, πως
ούτε πολύξενος, μα ούτε πάλι κι άξενος να είσαι πρέπει,
έτσι και στην περίπτωση της φιλίας ταιριάζει μήτε άφιλος να είναι κανείς, αλλ᾽ ούτε πάλι και υπερβολικά πολύφιλος; Αν πρόκειται για φίλους που τους έχουμε για το όφελος, ο λόγος μπορεί, λέω, να θεωρηθεί απόλυτα ταιριαστός· είναι, πράγματι, πολύ κουραστικό να έχει κανείς να ανταποδώσει σε πολλούς τις υπηρεσίες που έλαβε από εκείνους, και ούτε είναι αρκετή μια ζωή για να κάνει κανείς αυτό το πράγμα. Φίλοι λοιπόν που ο αριθμός τους είναι μεγαλύτερος από αυτόν που είναι ικανοποιητικός για την εξυπηρέτηση των αναγκών της ζωής μας είναι περιττοί και αποτελούν εμπόδιο για μια (ηθικά) όμορφη ζωή· άρα δεν τους χρειαζόμαστε. Αλλά και οι φίλοι που τους διαλέγουμε για την ευχαρίστηση είναι αρκετό να είναι λίγοι — ακριβώς όπως το καρύκευμα στο φαγητό μας. Στην περίπτωση τώρα των ενάρετων φίλων: πρέπει αυτοί να είναι πολύ μεγάλου αριθμού ή μήπως υπάρχει κάποιο όριο και στον αριθμό των φίλων όπως και στον αριθμό των μελών μιας πόλης; Γιατί ούτε με δέκα ανθρώπους μπορεί να γίνει μια πόλη, αλλά και με δέκα μυριάδες ανθρώπων δεν είναι πια πόλη: το πόσοι πρέπει να είναι δεν δηλώνεται, πάντως, με έναν συγκεκριμένο αριθμό, αλλά με έναν αριθμό που πέφτει ανάμεσα σε συγκεκριμένα όρια. Και στην περίπτωση των φίλων [1171a] λοιπόν υπάρχει ένας συγκεκριμένος αριθμός — ίσως ο μεγαλύτερος δυνατός αριθμός ατόμων με τα οποία θα μπορούσε κανείς να συμβιώνει (γιατί αυτό είχαμε θεωρήσει ότι είναι το κατεξοχήν γνώρισμα της φιλίας). Ότι όμως είναι αδύνατο να συμβιώνει κανείς με πολλούς και να μοιράζει σε όλους αυτούς τον εαυτό του, αυτό είναι βέβαια ολοφάνερο. Αλλά και εκείνοι πρέπει, επίσης, να είναι φίλοι μεταξύ τους, αν πρόκειται να περνούν όλοι μαζί τις ώρες και τις μέρες τους· αυτό όμως είναι πολύ δύσκολο να συμβαίνει μεταξύ πολλών ανθρώπων. Δύσκολο είναι και το να μοιράζεται κανείς με φιλικό τρόπο χαρές και λύπες με πολλούς ανθρώπους· γιατί είναι πιθανό να συμβεί να χαίρεται κανείς με τη χαρά του ενός και την ίδια στιγμή να λυπάται με τη λύπη του άλλου. Ίσως λοιπόν είναι καλό να μη ζητάει κανείς να έχει όσο το δυνατόν μεγαλύτερο αριθμό φίλων, αλλά μόνο τόσους όσοι είναι αρκετοί για τη συμβίωση· γιατί ούτε και θα φαινόταν δυνατό να έχει κανείς μια δυνατή φιλία με πολλούς. Αυτός είναι ο λόγος που δεν μπορεί κανείς να είναι ερωτευμένος με περισσότερα άτομα: ο έρωτας είναι, λέει, μια υπερβολή φιλίας, αυτό όμως προϋποθέτει ένα μόνο πρόσωπο. Και η δυνατή, επομένως, φιλία μόνο με λίγους είναι δυνατή. Τα ίδια τα πράγματα φαίνεται ότι μας δείχνουν πως έτσι, πράγματι, συμβαίνει: στη συντροφική φιλία οι φίλοι δεν είναι πολλοί, και οι φιλίες για τις οποίες μιλάει με θαυμασμό όλος ο κόσμος είναι φιλίες δύο ατόμων. Οι άνθρωποι όμως που έχουν πολλούς φίλους και συμπεριφέρονται φιλικά και με οικειότητα προς όλους θεωρούνται πως δεν είναι φίλοι κανενός, παρά μόνο με την έννοια της σχέσης των συμπολιτών μεταξύ τους (η ονομασία που χρησιμοποιείται γι᾽ αυτούς είναι «αρεσιάρηδες»). Σε επίπεδο σχέσεων των συμπολιτών μεταξύ τους είναι, ασφαλώς, δυνατό να είναι κανείς φίλος με πολλούς, και αν ακόμη δεν είναι αρεσιάρης, αλλά ένας αληθινά ενάρετος άνθρωπος· αντίθετα, δεν μπορεί κανείς να έχει με πολλούς ανθρώπους τη φιλική σχέση που βασίζεται στην αρετή και στον χαρακτήρα του άλλου: θα πρέπει να αισθάνεται ευχαριστημένος, και λίγους μόνο τέτοιους ανθρώπους αν βρίσκει.