Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ

Ρητορική (1406b-1407a)

[IV] Ἔστιν δὲ καὶ ἡ εἰκὼν μεταφορά· διαφέρει γὰρ μικρόν· ὅταν μὲν γὰρ εἴπῃ τὸν Ἀχιλλέα «ὡς δὲ λέων ἐπόρουσεν», εἰκών ἐστιν, ὅταν δὲ «λέων ἐπόρουσε», μεταφορά· διὰ γὰρ τὸ ἄμφω ἀνδρείους εἶναι, προσηγόρευσεν μετενέγκας λέοντα τὸν Ἀχιλλέα. χρήσιμον δὲ ἡ εἰκὼν καὶ ἐν λόγῳ, ὀλιγάκις δέ· ποιητικὸν γάρ. οἰστέαι δὲ ὥσπερ αἱ μεταφοραί· μεταφοραὶ γάρ εἰσι, διαφέρουσαι τῷ εἰρημένῳ.
Εἰσὶν δ᾽ εἰκόνες οἷον ἣν Ἀνδροτίων εἰς Ἰδριέα, ὅτι ὅμοιος τοῖς ἐκ τῶν δεσμῶν κυνιδίοις· ἐκεῖνά τε γὰρ προσπίπτοντα δάκνειν, καὶ Ἰδριέα λυθέντα ἐκ τῶν δεσμῶν εἶναι χαλεπόν. καὶ ὡς Θεοδάμας εἴκαζεν Ἀρχίδαμον Εὐξένῳ γεωμετρεῖν οὐκ ἐπισταμένῳ ἐν τῷ ἀνάλογόν ‹ἐστιν›· ἔσται γὰρ καὶ ὁ Εὔξενος Ἀρχίδαμος γεωμετρικός. καὶ τὸ ἐν τῇ Πολιτείᾳ τῇ Πλάτωνος, ὅτι οἱ τοὺς τεθνεῶτας σκυλεύοντες ἐοίκασι τοῖς κυνιδίοις ἃ τοὺς λίθους δάκνει, τοῦ βάλλοντος οὐχ ἁπτόμενα, καὶ ἡ εἰς τὸν δῆμον, ὅτι ὅμοιος ναυκλήρῳ ἰσχυρῷ μὲν ὑποκώφῳ δέ, καὶ ἡ εἰς τὰ μέτρα τῶν ποιητῶν, ὅτι ἔοικε τοῖς [1407a] ἄνευ κάλλους ὡραίοις· οἱ μὲν γὰρ ἀπανθήσαντες, τὰ δὲ διαλυθέντα οὐχ ὅμοια φαίνεται. καὶ ἡ Περικλέους εἰς Σαμίους, ἐοικέναι αὐτοὺς τοῖς παιδίοις ἃ τὸν ψωμὸν δέχεται μέν, κλαίοντα δέ, καὶ εἰς Βοιωτούς, ὅτι ὅμοιοι τοῖς πρίνοις· τούς τε γὰρ πρίνους ὑφ᾽ αὑτῶν κατακόπτεσθαι, καὶ τοὺς Βοιωτοὺς πρὸς ἀλλήλους μαχομένους. καὶ ὃ Δημοσθένης ‹εἰς› τὸν δῆμον, ὅτι ὅμοιός ἐστιν τοῖς ἐν τοῖς πλοίοις ναυτιῶσιν. καὶ ὡς Δημοκράτης εἴκασεν τοὺς ῥήτορας ταῖς τίτθαις αἳ τὸ ψώμισμα καταπίνουσαι τῷ σιάλῳ τὰ παιδία παραλείφουσιν. καὶ ὡς Ἀντισθένης Κηφισόδοτον τὸν λεπτὸν λιβανωτῷ εἴκασεν, ὅτι ἀπολλύμενος εὐφραίνει. πάσας δὲ ταύτας καὶ ὡς εἰκόνας καὶ ὡς μεταφορὰς ἔξεστι λέγειν, ὥστε ὅσαι ἂν εὐδοκιμῶσιν ὡς μεταφοραὶ λεχθεῖσαι, δῆλον ὅτι αὗται καὶ εἰκόνες ἔσονται, καὶ αἱ εἰκόνες μεταφοραὶ λόγου δεόμεναι. ἀεὶ δὲ δεῖ τὴν μεταφορὰν τὴν ἐκ τοῦ ἀνάλογον ἀνταποδιδόναι καὶ ἐπὶ θάτερα [καὶ ἐπὶ] τῶν ὁμογενῶν, οἷον εἰ ἡ φιάλη ἀσπὶς Διονύσου, καὶ τὴν ἀσπίδα ἁρμόττει λέγεσθαι φιάλην Ἄρεως.
Ὁ μὲν οὖν λόγος συντίθεται ἐκ τούτων.

[4] Και η παρομοίωση είναι, στην ουσία, μεταφορά: η διαφορά της από τη μεταφορά είναι μικρή. Να πει ο ποιητής για τον Αχιλλέα «όρμησε σαν λιοντάρι», είναι παρομοίωση· αν όμως πει γι᾽ αυτόν «λιοντάρι όρμησε», είναι μεταφορά: καθώς και οι δυο είναι αντρείοι, ο ποιητής —κάνοντας μεταφορά— ονόμασε τον Αχιλλέα λιοντάρι. Η παρομοίωση μπορεί να χρησιμοποιείται και στον πεζό λόγο, σπάνια όμως, επειδή έχει έναν χαρακτήρα ποιητικό. Τα στοιχεία για τον σχηματισμό τους πρέπει να αντλούνται από εκεί που αντλούνται και τα στοιχεία για τον σχηματισμό των μεταφορών· γιατί οι παρομοιώσεις είναι και αυτές μεταφορές: η διαφορά τους βρίσκεται μόνο σ᾽ αυτό που είπαμε. Παρομοίωση είναι π.χ. αυτό που είπε ο Ανδροτίων για τον Ιδριέα, ότι είναι όμοιος με τα σκυλάκια που μόλις τα έλυσαν από την αλυσίδα τους: εκείνα ορμούν στους ανθρώπους και τους δαγκώνουν, παρόμοια όμως επικίνδυνος είναι και ο Ιδριέας από τη στιγμή που απολύθηκε από τη φυλακή. Έτσι και ο Θεοδάμας παρομοίασε τον Αρχίδαμο με κάποιον Εύξενο αδαή της γεωμετρίας κατ᾽ αναλογίαν· γιατί και ο Εύξενος θα είναι ένας Αρχίδαμος γνώστης της γεωμετρίας. Άλλο παράδειγμα είναι η φράση του Πλάτωνα στην Πολιτεία, ότι αυτοί που σκυλεύουν τους νεκρούς μοιάζουν με τα σκυλάκια που δαγκώνουν τις πέτρες, δεν αγγίζουν όμως αυτόν που τους τις πετάει· όπως και η άλλη του φράση για τον λαό, ότι μοιάζει με έναν γερό και δυνατό καπετάνιο πλοίου, που είναι όμως κάπως κουφός· η φράση του επίσης η σχετική με τους στίχους των ποιητών, ότι μοιάζουν με τους ανθρώπους [1407a] που είναι στην ακμή της ηλικίας τους, δεν είναι όμως ωραίοι: όπως τα άτομα αυτά, όταν χάσουν τη δροσιά της νιότης τους, έτσι και οι στίχοι, όταν δεν υπάρχει πια το μέτρο τους, δεν μοιάζουν με αυτό που ήταν. Το ίδιο και η φράση του Περικλή για τους Σαμίους, ότι μοιάζουν με τα παιδάκια που δέχονται τη μπουκιά που τους δίνουν, όμως με κλάματα· όπως και η φράση του για τους Βοιωτούς, ότι μοιάζουν με τα πουρνάρια: όπως τα πουρνάρια ξεσκίζουν το ένα το άλλο, το ίδιο και οι Βοιωτοί με τους πολέμους που κάνουν μεταξύ τους. Αλλά και ο Δημοσθένης είπε για τον λαό ότι μοιάζει με αυτούς που στο πλοίο παθαίνουν ναυτία. Και ο Δημοκράτης, επίσης, παρομοίασε τους ρήτορες με τις παραμάνες που καταπίνουν οι ίδιες τη μπουκιά και αλείφουν τα χείλη των παιδιών με σάλιο. Έτσι και ο Αντισθένης παρομοίασε τον κοκαλιάρη Κηφισόδοτο με λιβάνι, που προκαλεί ευχαρίστηση στους άλλους καθώς αναλίσκεται το ίδιο. Όλες αυτές τις εκφράσεις μπορεί κανείς να τις πει και ως παρομοιώσεις και ως μεταφορές. Είναι επομένως φανερό ότι όλες οι εκφράσεις που χρησιμοποιήθηκαν ως μεταφορές και επιδοκιμάστηκαν μπορούν πολύ καλά να χρησιμοποιηθούν και ως παρομοιώσεις, καθώς και οι παρομοιώσεις ως μεταφορές που τους λείπουν κάποιες περιγραφικές λεπτομέρειες. Η μεταφορά, πάντως, που έχει σχηματισθεί κατ᾽ αναλογίαν πρέπει πάντοτε να κρατάει την αντιστοιχία των δύο όρων που ανήκουν στο ίδιο γένος. Παράδειγμα: αν η κούπα είναι η ασπίδα του Διονύσου, μπορεί εξίσου ταιριαστά να ονομασθεί και η ασπίδα κούπα του Άρη.
Από αυτά λοιπόν τα στοιχεία συντίθεται ο ρητορικός λόγος.