Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ

Ρητορική (1381b-1382a)

Εἴδη δὲ φιλίας ἑταιρεία οἰκειότης συγγένεια καὶ ὅσα τοιαῦτα. ποιητικὰ δὲ φιλίας χάρις καὶ τὸ μὴ δεηθέντος ποιῆσαι καὶ τὸ ποιήσαντα μὴ δηλῶσαι· αὐτοῦ γὰρ οὕτως ἕνεκα φαίνεται καὶ οὐ διά τι ἕτερον.
[1382a] Περὶ δ᾽ ἔχθρας καὶ τοῦ μισεῖν φανερὸν ὡς ἐκ τῶν ἐναντίων ἔστι θεωρεῖν. ποιητικὰ δὲ ἔχθρας ὀργή, ἐπηρεασμός, διαβολή. ὀργὴ μὲν οὖν ἐστιν ἐκ τῶν πρὸς αὑτόν, ἔχθρα δὲ καὶ ἄνευ τοῦ πρὸς αὑτόν· ἂν γὰρ ὑπολαμβάνωμεν εἶναι τοιόνδε, μισοῦμεν. καὶ ἡ μὲν ὀργὴ ἀεὶ περὶ τὰ καθ᾽ ἕκαστα, οἷον Καλλίᾳ ἢ Σωκράτει, τὸ δὲ μῖσος καὶ πρὸς τὰ γένη· τὸν γὰρ κλέπτην μισεῖ καὶ τὸν συκοφάντην ἅπας. καὶ τὸ μὲν ἰατὸν χρόνῳ, τὸ δ᾽ ἀνίατον. καὶ τὸ μὲν λύπης ἔφεσις, τὸ δὲ κακοῦ· αἴσθεσθαι γὰρ βούλεται ὁ ὀργιζόμενος, τῷ δ᾽ οὐδὲν διαφέρει. ἔστι δὲ τὰ μὲν λυπηρὰ αἰσθητὰ πάντα, τὰ δὲ μάλιστα κακὰ ἥκιστα αἰσθητά, ἀδικία καὶ ἀφροσύνη· οὐδὲν γὰρ λυπεῖ ἡ παρουσία τῆς κακίας. καὶ τὸ μὲν μετὰ λύπης, τὸ δ᾽ οὐ μετὰ λύπης· ὁ μὲν γὰρ ὀργιζόμενος λυπεῖται, ὁ δὲ μισῶν οὔ. καὶ ὁ μὲν πολλῶν ἂν γενομένων ἐλεήσειεν, ὁ δ᾽ οὐδενός· ὁ μὲν γὰρ ἀντιπαθεῖν βούλεται ᾧ ὀργίζεται, ὁ δὲ μὴ εἶναι.
Φανερὸν οὖν ἐν τούτων ὅτι ἐνδέχεται ἐχθροὺς καὶ φίλους καὶ ὄντας ἀποδεικνύναι καὶ μὴ ὄντας ποιεῖν καὶ φάσκοντας διαλύειν, καὶ δι᾽ ὀργὴν ἢ δι᾽ ἔχθραν ἀμφισβητοῦντας ἐφ᾽ ὁποτέραν ἂν προαιρῆταί τις ἄγειν.

Είδη φιλίας: η φιλία των συντρόφων, η φιλία των μελών μιας οικογένειας, η φιλία των συγγενών, και άλλα παρόμοια.
Τη φιλία τη γεννάει το να κάνει κανείς μια χάρη, το να την κάνει δίχως να του τη ζητήσουν, και αφού την κάνει να μη την κοινολογήσει· γιατί τότε φαίνεται ότι έγινε για τον φίλο και όχι για κάποιον άλλο λόγο.
[1382a] Όσο για την έχθρα και το μίσος, είναι φανερό ότι μπορούμε να τα αναλύσουμε ως αντίθετα προς όσα είπαμε. Την έχθρα τη γεννούν η οργή, η κακεντρεχής εναντίωση στη θέλησή μας, η διαβολή. Η οργή γεννιέται από πράγματα που στρέφονται προσωπικά εναντίον μας, ενώ μίσος υπάρχει και όταν τα πράγματα δεν στρέφονται προσωπικά εναντίον μας: μόλις σχηματίσουμε τη γνώμη πως ένας άνθρωπος έχει τον τάδε χαρακτήρα, τον μισούμε. Έπειτα η οργή στρέφεται εναντίον συγκεκριμένων προσώπων, του τάδε ή του τάδε, π.χ. εναντίον του Καλλία ή εναντίον του Σωκράτη, ενώ το μίσος το αισθανόμαστε και για κατηγορίες ανθρώπων: όλοι μας μισούμε τους κλέφτες ή τους συκοφάντες. Την οργή τη θεραπεύει ο χρόνος, ενώ το μίσος δεν έχει γιατρειά. Η οργή επιθυμεί να προξενήσει προσωρινή στενοχώρια, ενώ το μίσος μόνιμη βλάβη: ο θυμωμένος θέλει να γίνει αντιληπτός από τον άλλον, ενώ αυτός που μισεί δεν δίνει καμιά σημασία σ᾽ αυτό. Τα οδυνηρά πράγματα γίνονται αντιληπτά με τις αισθήσεις, ενώ τα μέγιστα κακά (η αδικία, ας πούμε, ή η παραφροσύνη) ελάχιστα γίνονται αντιληπτά με τις αισθήσεις· πραγματικά, η παρουσία της κακίας δεν προκαλεί καμία λύπη. Η οργή συνοδεύεται από λύπη, το μίσος όχι: όλοι το ξέρουμε πως ο θυμωμένος είναι στενοχωρημένος, ενώ δεν είναι εκείνος που μισεί. Εκτός αυτού, ο θυμωμένος μπορεί κάποτε, ύστερα από πολλά, να νιώσει συμπόνια γι᾽ αυτόν με τον οποίο ήταν θυμωμένος· ο άλλος σε καμιά περίπτωση· ο θυμωμένος ένα μόνο θέλει: να υποφέρει με τη σειρά του και αυτός με τον οποίο ο ίδιος είναι θυμωμένος, ενώ αυτός που μισεί επιθυμεί να πάψει να υπάρχει ο άλλος.
Είναι λοιπόν —από αυτά που είπαμε— φανερό ότι είναι δυνατό από τη μια να αποδείξει ο ρήτορας ότι τα τάδε άτομα είναι πράγματι εχθροί μεταξύ τους ή φίλοι, και αν δεν είναι, να τους παρουσιάσει ως εχθρούς ή φίλους, και αν οι ίδιοι ισχυρίζονται πως είναι, να ανατρέψει τους ισχυρισμούς τους, και από την άλλη, σ᾽ αυτούς που από θυμό ή έχθρα παίρνουν αντίπαλη θέση, να αναγάγει την αντίπαλη θέση τους σε όποιον από τους δύο λόγους προτιμήσει.