Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ

Ρητορική (1375b-1376b)

Περὶ μὲν οὖν τῶν γενομένων οἱ τοιοῦτοι μάρτυρες, περὶ δὲ [1376a] τῶν ἐσομένων καὶ οἱ χρησμολόγοι, οἷον Θεμιστοκλῆς ὅτι ναυμαχητέον, τὸ ξύλινον τεῖχος λέγων. ἔτι καὶ αἱ παροιμίαι, ὥσπερ εἴρηται, μαρτύριά εἰσιν, οἷον εἴ τις συμβουλεύει μὴ ποιεῖσθαι φίλον γέροντα, τούτῳ μαρτυρεῖ ἡ παροιμία,
μήποτ᾽ εὖ ἔρδειν γέροντα,
καὶ τὸ τοὺς υἱοὺς ἀναιρεῖν ὧν καὶ τοὺς πατέρας,
νήπιος ὃς πατέρα κτείνας υἱοὺς καταλείπει.
Πρόσφατοι δὲ ὅσοι γνώριμοί τι κεκρίκασιν· χρήσιμοι γὰρ αἱ τούτων κρίσεις τοῖς περὶ τῶν αὐτῶν ἀμφισβητοῦσιν, οἷον Εὔβουλος ἐν τοῖς δικαστηρίοις ἐχρήσατο κατὰ Χάρητος ὃ Πλάτων εἶπε πρὸς Ἀρχίβιον, ὅτι ἐπιδέδωκεν ἐν τῇ πόλει τὸ ὁμολογεῖν πονηροὺς εἶναι. καὶ οἱ μετέχοντες τοῦ κινδύνου, ἂν δόξωσι ψεύδεσθαι. οἱ μὲν οὖν τοιοῦτοι τούτων μόνον μάρτυρές εἰσιν, εἰ γέγονεν ἢ μή, εἰ ἔστιν ἢ μή, περὶ δὲ τοῦ ποῖον οὐ μάρτυρες, οἷον εἰ δίκαιον ἢ ἄδικον, εἰ συμφέρον ἢ ἀσύμφορον· οἱ δ᾽ ἄπωθεν περὶ τούτων πιστότεροι, πιστότατοι δ᾽ οἱ παλαιοί· ἀδιάφθοροι γάρ. πιστώματα δὲ περὶ μαρτυριῶν μάρτυρας μὲν μὴ ἔχοντι, ὅτι ἐκ τῶν εἰκότων δεῖ κρίνειν καὶ τοῦτ᾽ ἐστὶ τὸ «γνώμῃ τῇ ἀρίστῃ», καὶ ὅτι οὐκ ἔστιν ἐξαπατῆσαι τὰ εἰκότα ἐπὶ ἀργυρίῳ, καὶ ὅτι οὐχ ἁλίσκεται τὰ εἰκότα ψευδομαρτυριῶν· ἔχοντι δὲ πρὸς μὴ ἔχοντα, ὅτι οὐχ ὑπόδικα τὰ εἰκότα, καὶ ὅτι οὐδὲν ἂν ἔδει μαρτυριῶν, εἰ ἐκ τῶν λόγων ἱκανὸν ἦν θεωρῆσαι. εἰσὶ δὲ αἱ μαρτυρίαι αἱ μὲν περὶ αὑτοῦ αἱ δὲ περὶ τοῦ ἀμφισβητοῦντος, καὶ αἱ μὲν περὶ τοῦ πράγματος αἱ δὲ περὶ τοῦ ἤθους, ὥστε φανερὸν ὅτι οὐδέποτ᾽ ἔστιν ἀπορῆσαι μαρτυρίας χρησίμης· εἰ μὴ γὰρ κατὰ τοῦ πράγματος ἢ αὑτῷ ὁμολογουμένης ἢ τῷ ἀμφισβητοῦντι ἐναντίας, ἀλλὰ περὶ τοῦ ἤθους ἢ αὑτοῦ εἰς ἐπιείκειαν ἢ τοῦ ἀμφισβητοῦντος εἰς φαυλότητα.
Τὰ δ᾽ ἄλλα περὶ μάρτυρος, ἢ φίλου ἢ ἐχθροῦ ἢ μεταξύ, ἢ εὐδοκιμοῦντος ἢ ἀδοξοῦντος ἢ μεταξύ, καὶ ὅσαι ἄλλαι τοιαῦται διαφοραί, ἐκ τῶν αὐτῶν τόπων λεκτέον ἐξ οἵων περ καὶ τὰ ἐνθυμήματα λέγομεν.
Περὶ δὲ τῶν συνθηκῶν τοσαύτη τῶν λόγων χρῆσίς ἐστιν ὅσον αὔξειν ἢ καθαιρεῖν, ἢ πιστὰς ποιεῖν ἢ ἀπίστους — ἐὰν [1376b] μὲν αὐτῷ ὑπάρχωσι, πιστὰς καὶ κυρίας, ἐπὶ δὲ τοῦ ἀμφισβητοῦντος τοὐναντίον. πρὸς μὲν οὖν τὸ πιστὰς ἢ ἀπίστους κατασκευάζειν οὐδὲν διαφέρει τῆς περὶ τοὺς μάρτυρας πραγματείας· ὁποῖοι γὰρ ἄν τινες ὦσιν οἱ ἐπιγεγραμμένοι ἢ φυλάττοντες, τοιούτως αἱ συνθῆκαι πισταί εἰσιν. ὁμολογουμένης δ᾽ εἶναι τῆς συνθήκης, οἰκείας μὲν οὔσης αὐξητέον· ἡ γὰρ συνθήκη νόμος ἐστὶν ἴδιος καὶ κατὰ μέρος, καὶ αἱ μὲν συνθῆκαι οὐ ποιοῦσι τὸν νόμον κύριον, οἱ δὲ νόμοι τὰς κατὰ νόμους συνθήκας, καὶ ὅλως αὐτὸς ὁ νόμος συνθήκη τίς ἐστιν, ὥστε ὅστις ἀπιστεῖ ἢ ἀναιρεῖ συνθήκην τοὺς νόμους ἀναιρεῖ. ἔτι δὲ πράττεται τὰ πολλὰ τῶν συναλλαγμάτων καὶ τὰ ἑκούσια κατὰ συνθήκας, ὥστε ἀκύρων γιγνομένων ἀναιρεῖται ἡ πρὸς ἀλλήλους χρεία τῶν ἀνθρώπων. καὶ τἆλλα δὲ ὅσα ἁρμόττει ἐπιπολῆς ἰδεῖν ἔστιν. ἂν δ᾽ ἐναντία ᾖ, καὶ μετὰ τῶν ἀμφισβητούντων, πρῶτον μέν, ἅπερ ἄν τις πρὸς νόμον ἐναντίον μαχέσαιτο, ταῦτα ἁρμόττει· ἄτοπον γὰρ εἰ τοῖς μὲν νόμοις, ἂν μὴ ὀρθῶς κείμενοι ὦσιν ἀλλ᾽ ἐξαμάρτωσιν οἱ τιθέμενοι, οὐκ οἰόμεθα δεῖν πείθεσθαι, ταῖς δὲ συνθήκαις ἀναγκαῖον. εἶτα ὅτι τοῦ δικαίου ἐστὶ βραβευτὴς ὁ δικαστής· οὔκουν τοῦτο σκεπτέον, ἀλλ᾽ ὡς δικαιότερον· καὶ τὸ μὲν δίκαιον οὐκ ἔστιν μεταστρέψαι οὔτ᾽ ἀπάτῃ οὔτ᾽ ἀνάγκῃ (πεφυκὸς γάρ ἐστιν), συνθῆκαι δὲ γίγνονται καὶ ἐξαπατηθέντων καὶ ἀναγκασθέντων. πρὸς δὲ τούτοις σκοπεῖν εἰ ἐναντία ἐστί τινι τῶν γεγραμμένων νόμων ἢ τῶν κοινῶν, καὶ τῶν γεγραμμένων ἢ τοῖς οἰκείοις ἢ τοῖς ἀλλοτρίοις, ἔπειτα εἰ ἢ ἄλλαις συνθήκαις ὑστέραις ἢ προτέραις· ἢ γὰρ αἱ ὕστεραι κύριαι, ἄκυροι δ᾽ αἱ πρότεραι, ἢ αἱ πρότεραι ὀρθαί, αἱ δ᾽ ὕστεραι ἠπατήκασιν, ὁποτέρως ἂν ᾖ χρήσιμον. ἔτι δὲ τὸ συμφέρον ὁρᾶν, εἴ που ἐναντιοῦται τοῖς κριταῖς, καὶ ὅσα ἄλλα τοιαῦτα· καὶ γὰρ ταῦτα εὐθεώρητα ὁμοίως.

Αυτού του είδους λοιπόν οι μαρτυρίες χρησιμοποιούνται για πράγματα που ανήκουν στο παρελθόν, ενώ [1376a] για μελλοντικά πράγματα επικαλείται κανείς και τους εξηγητές των χρησμών· έτσι π.χ. ο Θεμιστοκλής υποστήριξε ότι οι Αθηναίοι έπρεπε να πολεμήσουν τους Πέρσες στη θάλασσα, ερμηνεύοντας με αυτόν τον τρόπο το «ξύλινο τείχος». Μαρτυρίες είναι επίσης, όπως είπαμε, και οι παροιμίες· αν π.χ. κανείς συμβουλεύει κάποιον να μην κάνει φιλία με γέρον άνθρωπο, χρήσιμη γι᾽ αυτόν μαρτυρία είναι η παροιμία
ποτέ μην κάνεις καλό σε γέρο·
και αν πάλι συμβουλεύει κάποιον να σκοτώσει και τους γιους, έχοντας ήδη σκοτώσει τους πατέρες, του είναι χρήσιμο να λέει πως είναι
τρελός όποιος, έχοντας σκοτώσει τον πατέρα,
αφήνει ζωντανούς τους γιους.
Συγκαιρινοί μάρτυρες είναι τα διάφορα γνωστά πρόσωπα που διατύπωσαν τη γνώμη τους για κάποιο θέμα: οι γνώμες των προσώπων αυτών είναι χρήσιμες σ᾽ αυτούς που διαφωνούν πάνω σε παρόμοια θέματα· ο Εύβουλος π.χ. χρησιμοποίησε στο δικαστήριο εναντίον του Χάρητος όσα είχε πει ο Πλάτων εναντίον του Αρχίβιου, ότι δηλαδή πήρε πια μεγάλη διάδοση στην πόλη η συνήθεια να ομολογεί κανείς ανοιχτά τις κακοήθειές του. Όσοι, επίσης, συμμετέχουν στους κινδύνους της δίκης, στην περίπτωση που θα θεωρηθούν ένοχοι για ψευδή μαρτυρία. Αυτού του είδους λοιπόν τα πρόσωπα είναι μάρτυρες μόνο για το αν έγινε ή δεν έγινε η πράξη, αν πρόκειται ή δεν πρόκειται περί αυτού, όχι όμως και για την ποιότητα της πράξης: αν είναι δίκαιη ή άδικη, ωφέλιμη ή βλαβερή. Οι (συγκαιρινοί) μάρτυρες που δεν έχουν σχέση με την υπόθεση είναι και ως προς αυτά τα πράγματα πολύ αξιόπιστοι. Οι πιο αξιόπιστοι όμως από όλους είναι οι παλαιοί, γιατί αυτοί δεν υπάρχει τρόπος να εξαγορασθούν.
Όταν κανείς δεν έχει μάρτυρες για ενίσχυση των επιχειρημάτων, να λέει ότι η κρίση πρέπει να βασιστεί στην πιο φυσική εκδοχή, και ότι αυτό είναι το νόημα της φράσης «σύμφωνα με τη σωστότερη κρίση»· να λέει επίσης ότι η φυσικότερη εκδοχή δεν σηκώνει δωροδοκίες για εξαπάτηση των δικαστών, ούτε αφήνει περιθώριο καταδίκης για ψευδομαρτυρία. Αυτός πάλι που έχει μάρτυρες (ενώ ο αντίπαλος δεν έχει) να λέει ότι η φυσικότερη εκδοχή δεν υπόκειται σε δίκη και ότι δεν θα χρειάζονταν καθόλου οι μαρτυρίες, αν ήταν αρκετό να βγάζει κανείς τα συμπεράσματά του επί τη βάσει μόνο των λογικών επιχειρημάτων.
Ένα μέρος από το αποδεικτικό και υποστηρικτικό υλικό αφορά στον ίδιο τον ομιλούντα, ένα άλλο στον αντίδικό του· ένα μέρος, επίσης, αναφέρεται στα ίδια τα πράγματα, ένα άλλο στον χαρακτήρα· είναι επομένως φανερό ότι δεν πρόκειται ποτέ να υπάρξει έλλειψη χρήσιμου αποδεικτικού και υποστηρικτικού υλικού: αν δεν θα έχει κανείς στη διάθεσή του τέτοιο υλικό που να σχετίζεται με τα ίδια τα πράγματα —υλικό που να υποστηρίζει τον ίδιο ή να ανασκευάζει την άποψη του αντιδίκου του—, θα έχει τουλάχιστο υλικό που να σχετίζεται με τον χαρακτήρα: ή τον δικό του, για να δείχνει την εντιμότητά του, ή του αντιδίκου, για να δείχνει την ευτέλειά του.
Διάφορα άλλα επιχειρήματα σχετικά με τον μάρτυρα —τον μάρτυρα ως φίλο ή εχθρό ή κάτι ανάμεσα, τον μάρτυρα ως άνθρωπο με καλό ή με κακό όνομα ή κάτι ανάμεσα, και όποιες άλλες διαφορές αυτού του είδους— θα πρέπει να τα αντλούμε από τους ίδιους ακριβώς τόπους από τους οποίους αντλούμε και τα ενθυμήματα.
Ενσχέσει, τώρα, με τις συμβάσεις: Τα επιχειρήματα χρησιμοποιούνται όσο χρειάζεται για να αυξηθεί ή να μειωθεί η σημασία των συμβάσεων, για να παρουσιαστούν ως αξιόπιστες ή ως αναξιόπιστες. Αν οι συμβάσεις είναι [1376b] υπέρ του ομιλούντος, η προσπάθειά του θα πρέπει να είναι να τις παρουσιάσει αξιόπιστες και έγκυρες· αν είναι υπέρ του αντιδίκου, το αντίθετο. Η μέθοδος που χρησιμοποιείται προκειμένου οι συμβάσεις να παρουσιαστούν αξιόπιστες ή αναξιόπιστες δεν είναι καθόλου διαφορετική από αυτήν που χρησιμοποιείται στην περίπτωση των μαρτύρων· πραγματικά, οι συμβάσεις είναι αξιόπιστες ανάλογα με την ποιότητα των ανθρώπων που τις υπέγραψαν ή ανέλαβαν τη φύλαξή τους. Από τη στιγμή που τα δύο μέρη θα συμφωνήσουν ότι η σύμβαση υπάρχει, αν αυτή είναι υπέρ του ομιλούντος, θα πρέπει να μεγαλοποιήσει τη σημασία της λέγοντας ότι η σύμβαση είναι ένας μερικός νόμος που ισχύει μεταξύ ατόμων, και ότι δεν είναι οι συμβάσεις που δίνουν κύρος στον νόμο, αλλά οι νόμοι στις συμβάσεις, που γίνονται σύμφωνα με αυτούς, και ότι γενικά ο ίδιος ο νόμος είναι ένα είδος σύμβασης, και άρα όποιος δεν τηρεί ή παραβαίνει μια σύμβαση παραβαίνει τους νόμους. Ακόμη ότι οι περισσότερες συναλλαγές, και ιδιαίτερα οι εκούσιες, γίνονται σύμφωνα με συμβάσεις· από τη στιγμή, επομένως, που χάνεται το κύρος των συμβάσεων, καταστρέφονται και οι μεταξύ των ανθρώπων σχέσεις — τί άλλο ταιριάζει να λέει κανείς σ᾽ αυτή την περίπτωση είναι ολοφάνερο. Αν όμως η σύμβαση είναι αντίθετη με το συμφέρον του ομιλούντος και ευνοεί τους αντιδίκους, τα πρώτα επιχειρήματα που ταιριάζει να χρησιμοποιηθούν είναι αυτά ακριβώς με τα οποία κανείς θα καταπολεμούσε έναν αντίθετο με τα συμφέροντά του νόμο: είναι περίεργο από τη μια να πιστεύουμε ότι δεν έχουμε καμιά υποχρέωση να υπακούουμε σε νόμους που δεν έχουν θεσπιστεί σωστά και που οι εισηγητές τους έκαναν λάθος, και από την άλλη να το θεωρούμε απαραίτητο να υπακούουμε σε συμβάσεις. Στη συνέχεια μπορεί να πει ότι ο δικαστής είναι ο κριτής και ο επόπτης του δικαίου· δεν πρέπει λοιπόν να μένει προσκολλημένος στο περιεχόμενο της σύμβασης, αλλά στο πώς θα αντιμετωπίσει το πράγμα με περισσότερη δικαιοσύνη. Επίσης ότι το δίκαιο δεν μπορεί κανείς να το διαστρέψει ούτε με απάτη ούτε με βία (γιατί βασίζεται στη φύση), συμβάσεις όμως γίνονται και με εξαπάτηση και εξαναγκασμό των ανθρώπων. Πέρα από αυτά πρέπει να εξετάζουμε αν οι συμβάσεις είναι αντίθετες προς κάποιον γραπτό ή καθολικό νόμο· στην περίπτωση που είναι αντίθετες προς γραπτό νόμο, να εξετάζουμε αν πρόκειται για νόμο της δικής μας πόλης ή για νόμο άλλου τόπου· στη συνέχεια αν είναι αντίθετες προς άλλες συμβάσεις παλαιότερες ή μεταγενέστερες- γιατί ή οι μεταγενέστερες είναι έγκυρες και οι παλαιότερες άκυρες ή οι παλαιότερες είναι σωστές και οι μεταγενέστερες δόλιες — επιλέγοντας ό,τι από τα δύο εξυπηρετεί καλύτερα το δικό μας συμφέρον. Πρέπει επίσης να τις εξετάζουμε από την πλευρά του συμφέροντος (μήπως έρχονται από κάποια άποψη σε αντίθεση με το συμφέρον των δικαστών), καθώς και από κάθε άλλη πλευρά αυτού του είδους· εύκολα, πράγματι, μπορεί κανείς να τα διακρίνει όλα αυτά κατά παρόμοιο τρόπο.