Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ

Ποιητική (1460b-1461b)

[XXV] Περὶ δὲ προβλημάτων καὶ λύσεων, ἐκ πόσων τε καὶ ποίων εἰδῶν ἐστιν, ὧδ᾽ ἂν θεωροῦσιν γένοιτ᾽ ἂν φανερόν. ἐπεὶ γάρ ἐστι μιμητὴς ὁ ποιητὴς ὡσπερανεὶ ζωγράφος ἤ τις ἄλλος εἰκονοποιός, ἀνάγκη μιμεῖσθαι τριῶν ὄντων τὸν ἀριθμὸν ἕν τι ἀεί, ἢ γὰρ οἷα ἦν ἢ ἔστιν, ἢ οἷά φασιν καὶ δοκεῖ, ἢ οἷα εἶναι δεῖ. ταῦτα δ᾽ ἐξαγγέλλεται λέξει ἐν ᾗ καὶ γλῶτται καὶ μεταφοραὶ καὶ πολλὰ πάθη τῆς λέξεώς ἐστι· δίδομεν γὰρ ταῦτα τοῖς ποιηταῖς. πρὸς δὲ τούτοις οὐχ ἡ αὐτὴ ὀρθότης ἐστὶν τῆς πολιτικῆς καὶ τῆς ποιητικῆς οὐδὲ ἄλλης τέχνης καὶ ποιητικῆς. αὐτῆς δὲ τῆς ποιητικῆς διττὴ ἁμαρτία, ἡ μὲν γὰρ καθ᾽ αὑτήν, ἡ δὲ κατὰ συμβεβηκός. εἰ μὲν γὰρ προείλετο μιμήσασθαι ‹ὀρθῶς, ἤμαρτε δὲ δι᾽ ἀδυναμίαν›, αὐτῆς ἡ ἁμαρτία· εἰ δὲ τὸ προελέσθαι μὴ ὀρθῶς, ἀλλὰ τὸν ἵππον ἄμφω τὰ δεξιὰ προβεβληκότα, ἢ τὸ καθ᾽ ἑκάστην τέχνην ἁμάρτημα, οἷον τὸ κατ᾽ ἰατρικὴν ἢ ἄλλην τέχνην, ἢ ἀδύνατα πεποίηται ὁποιαοῦν, οὐ καθ᾽ ἑαυτήν. ὥστε δεῖ τὰ ἐπιτιμήματα ἐν τοῖς προβλήμασιν ἐκ τούτων ἐπισκοποῦντα λύειν. πρῶτον μὲν τὰ πρὸς αὐτὴν τὴν τέχνην· ἀδύνατα πεποίηται, ἡμάρτηται· ἀλλ᾽ ὀρθῶς ἔχει, εἰ τυγχάνει τοῦ τέλους τοῦ αὑτῆς (τὸ γὰρ τέλος εἴρηται), εἰ οὕτως ἐκπληκτικώτερον ἢ αὐτὸ ἢ ἄλλο ποιεῖ μέρος. παράδειγμα ἡ τοῦ Ἕκτορος δίωξις. εἰ μέντοι τὸ τέλος ἢ μᾶλλον ἢ ‹μὴ› ἧττον ἐνεδέχετο ὑπάρχειν καὶ κατὰ τὴν περὶ τούτων τέχνην, ἡμαρτῆσθαι οὐκ ὀρθῶς· δεῖ γὰρ εἰ ἐνδέχεται ὅλως μηδαμῇ ἡμαρτῆσθαι. ἔτι ποτέρων ἐστὶ τὸ ἁμάρτημα, τῶν κατὰ τὴν τέχνην ἢ κατ᾽ ἄλλο συμβεβηκός; ἔλαττον γὰρ εἰ μὴ ᾔδει ὅτι ἔλαφος θήλεια κέρατα οὐκ ἔχει ἢ εἰ ἀμιμήτως ἔγραψεν. πρὸς δὲ τούτοις ἐὰν ἐπιτιμᾶται ὅτι οὐκ ἀληθῆ, ἀλλ᾽ ἴσως δεῖ, οἷον καὶ Σοφοκλῆς ἔφη αὐτὸς μὲν οἵους δεῖ ποιεῖν, Εὐριπίδην δὲ οἷοι εἰσίν, ταύτῃ λυτέον. εἰ δὲ μηδετέρως, ὅτι οὕτω φασίν, οἷον τὰ περὶ θεῶν· ἴσως γὰρ οὔτε βέλτιον [οὔτε] λέγειν οὔτ᾽ ἀληθῆ, ἀλλ᾽ εἰ ἔτυχεν [1461a] ὥσπερ Ξενοφάνει· ἀλλ᾽ οὖν φασι. τὰ δὲ ἴσως οὐ βέλτιον μέν, ἀλλ᾽ οὕτως εἶχεν, οἷον τὰ περὶ τῶν ὅπλων, «ἔγχεα δέ σφιν ὄρθ᾽ ἐπὶ σαυρωτῆρος»· οὕτω γὰρ τότ᾽ ἐνόμιζον, ὥσπερ καὶ νῦν Ἰλλυριοί. περὶ δὲ τοῦ καλῶς ἢ μὴ καλῶς εἰ εἴρηταί τινι ἢ πέπρακται, οὐ μόνον σκεπτέον εἰς αὐτὸ τὸ πεπραγμένον ἢ εἰρημένον βλέποντα εἰ σπουδαῖον ἢ φαῦλον, ἀλλὰ καὶ εἰς τὸν πράττοντα ἢ λέγοντα πρὸς ὃν ἢ ὅτε ἢ ὅτῳ ἢ οὗ ἕνεκεν, οἷον εἰ μείζονος ἀγαθοῦ, ἵνα γένηται, ἢ μείζονος κακοῦ, ἵνα ἀπογένηται. τὰ δὲ πρὸς τὴν λέξιν ὁρῶντα δεῖ διαλύειν, οἷον γλώττῃ τὸ «οὐρῆας μὲν πρῶτον»· ἴσως γὰρ οὐ τοὺς ἡμιόνους λέγει ἀλλὰ τοὺς φύλακας· καὶ τὸν Δόλωνα, «ὅς ῥ᾽ ἦ τοι εἶδος μὲν ἔην κακός», οὐ τὸ σῶμα ἀσύμμετρον ἀλλὰ τὸ πρόσωπον αἰσχρόν, τὸ γὰρ εὐειδὲς οἱ Κρῆτες τὸ εὐπρόσωπον καλοῦσι· καὶ τὸ «ζωρότερον δὲ κέραιε» οὐ τὸ ἄκρατον ὡς οἰνόφλυξιν ἀλλὰ τὸ θᾶττον. τὸ δὲ κατὰ μεταφορὰν εἴρηται, οἷον «πάντες μέν ῥα θεοί τε καὶ ἀνέρες εὗδον παννύχιοι»· ἅμα δέ φησιν «ἦ τοι ὅτ᾽ ἐς πεδίον τὸ Τρωικὸν ἀθρήσειεν, αὐλῶν συρίγγων τε ὅμαδον»· τὸ γὰρ πάντες ἀντὶ τοῦ πολλοί κατὰ μεταφορὰν εἴρηται, τὸ γὰρ πᾶν πολύ τι. καὶ τὸ «οἴη δ᾽ ἄμμορος» κατὰ μεταφοράν, τὸ γὰρ γνωριμώτατον μόνον. κατὰ δὲ προσῳδίαν, ὥσπερ Ἱππίας ἔλυεν ὁ Θάσιος, τὸ «δίδομεν δέ οἱ εὖχος ἀρέσθαι» καὶ «τὸ μὲν οὗ καταπύθεται ὄμβρῳ». τὰ δὲ διαιρέσει, οἷον Ἐμπεδοκλῆς «αἶψα δὲ θνήτ᾽ ἐφύοντο τὰ πρὶν μάθον ἀθάνατ᾽ εἶναι ζωρά τε πρὶν κέκρητο». τὰ δὲ ἀμφιβολίᾳ, «παρῴχηκεν δὲ πλέω νύξ·» τὸ γὰρ πλείω ἀμφίβολόν ἐστιν. τὰ δὲ κατὰ τὸ ἔθος τῆς λέξεως. τὸν κεκραμένον οἶνόν φασιν εἶναι, ὅθεν πεποίηται «κνημὶς νεοτεύκτου κασσιτέροιο»· καὶ χαλκέας τοὺς τὸν σίδηρον ἐργαζομένους, ὅθεν εἴρηται ὁ Γανυμήδης Διὶ οἰνοχοεύειν, οὐ πινόντων οἶνον. εἴη δ᾽ ἂν τοῦτό γε ‹καὶ› κατὰ μεταφοράν. δεῖ δὲ καὶ ὅταν ὄνομά τι ὑπεναντίωμά τι δοκῇ σημαίνειν, ἐπισκοπεῖν ποσαχῶς ἂν σημήνειε τοῦτο ἐν τῷ εἰρημένῳ, οἷον τῷ «τῇ ῥ᾽ ἔσχετο χάλκεον ἔγχος» τὸ ταύτῃ κωλυθῆναι ποσαχῶς ἐνδέχεται, ὡδὶ ἢ ὡς μάλιστ᾽ ἄν τις ὑπολάβοι κατὰ τὴν καταντικρὺ ἢ [1461b] ὡς Γλαύκων λέγει, ὅτι ἔνιοι ἀλόγως προϋπολαμβάνουσί τι καὶ αὐτοὶ καταψηφισάμενοι συλλογίζονται, καὶ ὡς εἰρηκότος ὅ τι δοκεῖ ἐπιτιμῶσιν, ἂν ὑπεναντίον ᾖ τῇ αὑτῶν οἰήσει. τοῦτο δὲ πέπονθε τὰ περὶ Ἰκάριον. οἴονται γὰρ αὐτὸν Λάκωνα εἶναι· ἄτοπον οὖν τὸ μὴ ἐντυχεῖν τὸν Τηλέμαχον αὐτῷ εἰς Λακεδαίμονα ἐλθόντα. τὸ δ᾽ ἴσως ἔχει ὥσπερ οἱ Κεφαλλῆνές φασι· παρ᾽ αὑτῶν γὰρ γῆμαι λέγουσι τὸν Ὀδυσσέα καὶ εἶναι Ἰκάδιον ἀλλ᾽ οὐκ Ἰκάριον· δι᾽ ἁμάρτημα δὲ τὸ πρόβλημα εἰκός ἐστιν. ὅλως δὲ τὸ ἀδύνατον μὲν πρὸς τὴν ποίησιν ἢ πρὸς τὸ βέλτιον ἢ πρὸς τὴν δόξαν δεῖ ἀνάγειν. πρός τε γὰρ τὴν ποίησιν αἱρετώτερον πιθανὸν ἀδύνατον ἢ ἀπίθανον καὶ δυνατόν· *** τοιούτους εἶναι οἷον Ζεῦξις ἔγραφεν, ἀλλὰ βέλτιον· τὸ γὰρ παράδειγμα δεῖ ὑπερέχειν. πρὸς ἅ φασιν τἄλογα· οὕτω τε καὶ ὅτι ποτὲ οὐκ ἄλογόν ἐστιν· εἰκὸς γὰρ καὶ παρὰ τὸ εἰκὸς γίνεσθαι. τὰ δ᾽ ὑπεναντίως εἰρημένα οὕτω σκοπεῖν ὥσπερ οἱ ἐν τοῖς λόγοις ἔλεγχοι εἰ τὸ αὐτὸ καὶ πρὸς τὸ αὐτὸ καὶ ὡσαύτως, ὥστε καὶ †αὐτὸν† ἢ πρὸς ἃ αὐτὸς λέγει ἢ ὃ ἂν φρόνιμος ὑποθῆται. ὀρθὴ δ᾽ ἐπιτίμησις καὶ ἀλογίᾳ καὶ μοχθηρίᾳ, ὅταν μὴ ἀνάγκης οὔσης μηθὲν χρήσηται τῷ ἀλόγῳ, ὥσπερ Εὐριπίδης τῷ Αἰγεῖ, ἢ τῇ πονηρίᾳ, ὥσπερ ἐν Ὀρέστῃ ‹τῇ› τοῦ Μενελάου. τὰ μὲν οὖν ἐπιτιμήματα ἐκ πέντε εἰδῶν φέρουσιν· ἢ γὰρ ὡς ἀδύνατα ἢ ὡς ἄλογα ἢ ὡς βλαβερὰ ἢ ὡς ὑπεναντία ἢ ὡς παρὰ τὴν ὀρθότητα τὴν κατὰ τέχνην. αἱ δὲ λύσεις ἐκ τῶν εἰρημένων ἀριθμῶν σκεπτέαι. εἰσὶν δὲ δώδεκα.

[25] Όσο, τώρα, για τα προβλήματα και τις λύσεις τους, από πόσων ειδών και από τι λογής σκέψεις ξεκινούν, τα πράγματα θα γίνουν φανερά, αν τα μελετήσουμε με τον ακόλουθο τρόπο:
Με δεδομένο ότι ο ποιητής είναι μιμητής, κάτι σαν τον ζωγράφο ή όποιον άλλο εικονοποιό, δεν μπορεί παρά να αναπαριστάνει τα πράγματα κάθε φορά με έναν από τους εξής τρεις τρόπους: είτε όπως ήταν ή είναι, είτε όπως τα λένε και τα πιστεύουν, είτε όπως πρέπει να είναι. Όλα αυτά εκφράζονται με έναν λόγο που περιέχει και γλώσσες και μεταφορές και ποικίλες μεταβολές σε επιμέρους λέξεις — αυτή την ευχέρεια την αναγνωρίζουμε στους ποιητές.
Προς τούτοις: Το σωστό στην ποίηση δεν είναι το ίδιο με το σωστό στην πολιτική ούτε είναι το ίδιο σε οποιαδήποτε άλλη τέχνη/επιστήμη και στην ποίηση. Στην ποίηση, πάντως, τα ενδεχόμενα λάθη είναι δύο ειδών. Το ένα είδος έχει σχέση με την ποίηση καθεαυτήν, το άλλο έχει συμπτωματική μόνο σχέση με την ποίηση. Δηλαδή: Αν ο ποιητής επέλεξε σωστά το αντικείμενο της μίμησής του, δεν πέτυχε όμως στη μίμησή του από δική του ανικανότητα, το λάθος έχει σχέση με την ποίηση καθεαυτήν. Αν όμως, ενώ η επιλογή του υπήρξε σωστή, έκανε το άλογο να έχει προβάλει και τα δύο δεξιά του πόδια, ή έκανε ό,τι είναι λάθος σύμφωνα με κάποια συγκεκριμένη τέχνη/επιστήμη, π.χ. την ιατρική ή κάποια άλλη τέχνη/επιστήμη, ή παρουσίασε οποιαδήποτε αδύνατα πράγματα, τότε το λάθος δεν έχει σχέση με την ποίηση καθεαυτήν. Τις επικρίσεις λοιπόν που εμπεριέχονται στα προβλήματα πρέπει κανείς να προσπαθεί να τις ανασκευάζει ξεκινώντας από όλα αυτά.
Και πρώτα αυτά που σχετίζονται με την ίδια την ποιητική τέχνη. Λέμε ότι ο ποιητής έβαλε στην ποίησή του πράγματα αδύνατα. Αυτό είναι σφάλμα, σύμφωνοι. Όμως το πράγμα είναι εντάξει, αν η ποίηση πετυχαίνει τον σκοπό της (ποιος είναι ο σκοπός της ποίησης το έχουμε ήδη πει), αν δηλαδή με αυτόν τον τρόπο ο ποιητής κάνει εκπληκτικότερο αυτό ή κάποιο άλλο μέρος του ποιήματος. Παράδειγμα η καταδίωξη του Έκτορα. Αν όμως ο σκοπός ήταν δυνατό να εξυπηρετηθεί ή καλύτερα ή, πάντως, όχι χειρότερα με σεβασμό των κανόνων της σχετικής με αυτά τα πράγματα τέχνης, τότε δεν είναι σωστό που έγινε το σφάλμα· γιατί —στον βαθμό που αυτό είναι δυνατό— ο ποιητής πρέπει να μην κάνει κανένα απολύτως σφάλμα.
Έπειτα: Σε ποια από τις δύο κατηγορίες ανήκει το σφάλμα: έχει σχέση με την ποίηση καθεαυτήν ή μήπως έχει συμπτωματική μόνο σχέση με αυτήν; Γιατί το σφάλμα είναι μικρότερο αν ο ποιητής δεν ήξερε ότι το θηλυκό ελάφι δεν έχει κέρατα παρά αν το ζωγράφισε με τρόπο που αντιβαίνει στους κανόνες της σωστής μίμησης.
Επίσης: Αν ο ποιητής επικρίνεται ότι λέει πράγματα που δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα, ίσως η απάντηση πρέπει να είναι σαν την απάντηση που έδωσε και ο Σοφοκλής, ότι ο ίδιος παρουσιάζει τους ανθρώπους τέτοιους που πρέπει να είναι, ενώ ο Ευριπίδης τέτοιους που είναι.
Αν όμως η απάντηση δεν μπορεί να είναι ούτε με τον έναν ούτε με τον άλλο από τους δύο αυτούς τρόπους, τότε μπορεί να είναι: «Έτσι λένε οι άνθρωποι» — ενσχέσει, π.χ., με τους θεούς. Ίσως δηλαδή δεν είναι δυνατό ούτε καλά ούτε αληθινά πράγματα να λέμε γι᾽ αυτούς: τα σχετικά με τους θεούς μπορεί να είναι [1461a] όπως τα είχε πει ο Ξενοφάνης. Εν πάση περιπτώσει όμως αυτά λένε γι᾽ αυτούς οι άνθρωποι.
Είναι επίσης οι περιπτώσεις που τα πράγματα δεν είναι, βέβαια, καλύτερα, έτσι όμως ήταν τότε· όπως, επιπαραδείγματι, στην περιγραφή των όπλων: τα δόρατά τους ήταν μπηγμένα όρθια στο χώμα, με τις αιχμές τους προς τα πάνω· αυτή, πράγματι, ήταν τότε η συνήθεια, όπως και σήμερα ακόμη στους Ιλλυριούς.
Όσο για το αν κάποιο πρόσωπο του ποιήματος μίλησε ή ενήργησε καλά ή κακά, δεν πρέπει κανείς να εξετάζει μόνο να δει αν αυτό που έπραξε ή είπε αυτό το πρόσωπο είναι καλό ή κακό· πρέπει επίσης να ασχολείται και με το ίδιο το πρόσωπο που έκανε την πράξη ή είπε τον λόγο· ακόμη: σε ποιον απευθυνόταν, σε ποια χρονική στιγμή, με ποιο τρόπο ή για ποιο σκοπό (για να γίνει, π.χ., κάποιο μεγαλύτερο καλό ή για να μη γίνει κάποιο μεγαλύτερο κακό).
Άλλα πάλι πρέπει να τα ανασκευάζει κανείς προσέχοντας τη γλώσσα, γενικά, του ποιητή· με την παραδοχή π.χ. ότι έχουμε γλώσσα στη φράση «οὐρῆας μὲν πρῶτον»: ίσως δεν εννοεί τα μουλάρια αλλά τους φύλακες· επίσης στη φράση «ὅς ῥ᾽ ἦ τοι εἶδος μὲν ἔην κακός» ο ποιητής δεν εννοεί ότι ο Δόλωνας είχε κακοφτιαγμένο σώμα, αλλ᾽ ότι είχε άσχημο πρόσωπο: αντί για εὐειδής οι Κρητικοί λένε εὐπρόσωπος· στη φράση, επίσης, «ζωρότερον δὲ κέραιε» δεν εννοεί το άκρατο κρασί, σαν να επρόκειτο να κεράσει μεθύστακες, αλλά το «γρήγορα γρήγορα». Άλλα, πάλι, μπορούν να ανασκευασθούν με την παραδοχή ότι έχουν λεχθεί μεταφορικά· αμέσως ύστερα π.χ. από τη φράση «πάντες μέν ῥα θεοί τε καὶ ἀνέρες εὗδον παννύχιοι» λέει «ἦ τοι ὅτ᾽ ἐς πεδίον τὸ Τρωικὸν ἀθρήσειεν, αὐλῶν συρίγγων τε ὅμαδον»: το πάντες λέχθηκε μεταφορικά αντί για το πολλοί· γιατί το πᾶν είναι ένα είδος του πολύ. Μεταφορικά λέχθηκε επίσης το «οἴη δ᾽ ἄμμορος»: «το πιο γνωστό» έγινε «το μόνο». Άλλα προβλήματα λύνονται με τη βοήθεια του ορθού τονισμού· αυτό έκανε ο Θασίτης Ιππίας στη φράση «δίδομεν δέ οἱ εὖχος ἀρέσθαι», καθώς και στη φράση «τὸ μὲν οὗ καταπύθεται ὄμβρῳ». Άλλα λύνονται με τη διαίρεση, όπως στη φράση του Εμπεδοκλή «αἶψα δὲ θνήτ᾽ ἐφύοντο τὰ πρὶν μάθον ἀθάνατ᾽ εἶναι ζωρά τε πρὶν κέκρητο». Άλλες περιπτώσεις εξηγούνται με τη βοήθεια της αμφισημίας, όπως στη φράση «παρῴχηκεν δὲ πλέω νύξ»: το πλείω έχει δύο σημασίες. Άλλα, πάλι, εξηγούνται με την κοινή χρήση των λέξεων: Το κράμα οίνου και νερού το λένε οίνο· έτσι και ο ποιητής είπε «κνημὶς νεοτεύκτου κασσιτέροιο» (μήπως δεν λένε χαλκέας κι αυτούς που δουλεύουν τον σίδηρο;)· έτσι ειπώθηκε και για τον Γανυμήδη ότι είναι οινοχόος του Δία, μολονότι οι θεοί δεν έπιναν οἶνον — θα μπορούσε, βέβαια, αυτό να ήταν και μεταφορά.
Όταν, επίσης, μια λέξη φαίνεται ότι δηλώνει κάτι που αντιφάσκει προς την κοινή αντίληψη, πρέπει κανείς να εξετάζει να δει πόσες σημασίες μπορεί η λέξη αυτή να έχει στη συγκεκριμένη φράση· στη φράση π.χ. «τῇ ῥ᾽ ἔσχετο χάλκεον ἔγχος» το «εκεί σταμάτησε» πόσες σημασίες μπορεί να έχει: αυτήν ή εκείνην με την οποία θα θεωρούσε κανείς ότι κυρίως μπορεί να αποφύγει το σφάλμα [1461b] για το οποίο μιλάει ο Γλαύκωνας λέγοντας ότι κάποιοι κάνουν μια παράλογη υπόθεση και, αφού την κάνουν αποδεκτή, προχωρούν σε συλλογισμούς· στη συνέχεια, ωσάν ο ποιητής να είχε πράγματι πει ό,τι τους φαίνεται ότι είπε, τον επικρίνουν, αν αυτό είναι αντίθετο με ό,τι οι ίδιοι νομίζουν. Αυτό συνέβη στην περίπτωση που σχετίζεται με τον Ικάριο. Φαντάζονται δηλαδή ότι ο Ικάριος ήταν Λάκωνας και, άρα, είναι παράξενο που ο Τηλέμαχος δεν τον συνάντησε, όταν πήγε στη Σπάρτη. Ίσως όμως το πράγμα είναι όπως το λένε οι Κεφαλλήνες· λένε δηλαδή ότι ο Οδυσσέας πήρε γυναίκα από το νησί τους και ότι το όνομα ήταν Ικάδιος και όχι Ικάριος· το πρόβλημα, επομένως, αποκτά λογική μόνο εξαιτίας κάποιου λάθους.
Γενικά το αδύνατο πρέπει να το εξηγούμε ή σε αναφορά προς τις απαιτήσεις της ποίησης ή σε αναφορά προς το καλύτερο ή σε αναφορά προς την κοινή αντίληψη/παραδοχή: α) Για την ποίηση το πιθανό αδύνατο είναι προτιμότερο από το απίθανο αλλά δυνατό· β) ‹Από την άλλη είναι ίσως αδύνατο› να υπάρχουν άνθρωποι όπως τους ζωγράφιζε ο Ζεύξης — αυτό όμως είναι έτσι καλύτερο. Γιατί το υπόδειγμα πρέπει να είναι ανώτερο από το πραγματικό. γ) Σε αναφορά προς όσα λένε οι άνθρωποι πρέπει να δικαιολογούνται τα παράλογα· αυτός είναι ο ένας τρόπος· ο άλλος είναι ότι κατά καιρούς το συγκεκριμένο πράγμα δεν είναι παράλογο· γιατί μερικά πράγματα είναι πιθανό να γίνονται και αντίθετα με ό,τι είναι πιθανό. Αν, πάλι, αυτά που λέει ο ποιητής περιέχουν αντιφάσεις, πρέπει να τα εξετάζουμε με τη μέθοδο που χρησιμοποιούμε στις διαλεκτικές ανασκευές· αν δηλαδή πρόκειται για το ίδιο πράγμα, σε σχέση με το ίδιο πράγμα και με τον ίδιο τρόπο, ώστε να συμπεράνουμε ότι ο ποιητής αντιφάσκει ή σε όσα ο ίδιος λέει ή σε όσα τυχόν μπορεί να θέσει ως προϋπόθεση ένας φρόνιμος άνθρωπος. Η επίκριση, πάντως, για τη χρήση του απίθανου και για την ευτέλεια του χαρακτήρα είναι απολύτως δικαιολογημένη, όταν, χωρίς να υπάρχει καμιά ανάγκη, ο ποιητής χρησιμοποιεί το απίθανο, όπως ο Ευριπίδης στη σκηνή με τον Αιγέα, ή την ευτέλεια του χαρακτήρα, όπως στην περίπτωση του Μενέλαου στον Ορέστη.
Τις επικρίσεις λοιπόν τις κάνουν ξεκινώντας από πέντε ειδών σφάλματα: ότι τα πράγματα είναι ή αδύνατα ή παράλογα ή βλαβερά ή αντιφατικά ή αντίθετα με την ορθότητα της μιας ή της άλλης επιμέρους τέχνης. Όσο για τις λύσεις, αυτές πρέπει κανείς να τις βρίσκει στη βάση των σημείων που θίξαμε — και είναι δώδεκα στον αριθμό.