Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΙΣΩΠΟΣ

Μῦθοι (315.1-319.1)


Β6. μῦθοι Ἀφθονίου ῥήτορος


315. ΜΥΘΟΣ ‹Ο› ΤΩΝ ΙΚΤΙΝΩΝ ΚΑΙ ΚΥΚΝΩΝ ΠΑΡΑΙΝΩΝ ΜΗ ΜΙΜΕΙΣΘΑΙ ΤΑ ΜΗ ΠΡΟΣΗΚΟΝΤΑ
[315.1] ὅσην τοῖς κύκνοις ἡ φύσις ᾠδήν, τοσαύτην ἰκτίνοις παρέσχε τὸ πρότερον. ἵππων δὲ χρεμετιζόντων ἀκούσαντες εἰς ἔρωτα ἧκον τῆς ἐκείνων φωνῆς καὶ μιμεῖσθαι πειρώμενοι συναποβάλλουσιν ἃ εἶχον, οἷς μαθεῖν ἐπετήδευον. χρεμετίζειν μὲν γὰρ οὐκ ἔμαθον, ᾄδειν δὲ ἐπελάθοντο.
φέρει τῶν προσόντων τὴν στέρησιν ἡ τοῦ μὴ προσήκοντος μίμησις.

316. ΜΥΘΟΣ Ο ΤΟΥ ΙΞΕΥΤΟΥ ΠΑΡΑΙΝΩΝ ΜΗ ΛΟΓΟΙΣ ΠΡΟΣΕΧΕΙΝ ΑΛΛ᾽ ΕΡΓΟΙΣ
[316.1] ἰξευτὴς τέττιγος ἀκούσας μέγα τι θηράσειν ἐδόκει. μετρεῖ δὲ τὴν θήραν ἐκ τῆς ᾠδῆς παρερχόμενος. ὡς δὲ τὴν τέχνην κινήσας εἷλε τὸ θήραμα, ᾠδῆς μὲν πλέον οὐδὲν ἐκομίσατο, κατῃτιᾶτο δὲ τὴν δόξαν ὡς ψευδῆ τοῖς πολλοῖς κρίσιν ἐπάγουσαν.
οὕτως φαῦλοι δοκοῦσι μᾶλλον ἤπερ γεγόνασι.

317. ΜΥΘΟΣ Ο ΤΗΣ ΑΙΓΟΣ ΠΑΡΑΙΝΩΝ ΜΗ ΚΡΥΠΤΕΙΝ ΤΑ ΠΡΟΔΗΛΑ
[317.1] αἶγα ἀποστᾶσαν ἀγέλης ἐπανάγειν αἰπόλος ἐπειρᾶτο πρὸς τὰς λοιπάς. ὡς δὲ φωναῖς καὶ συριγμοῖς χρώμενος οὐδὲν μᾶλλον ἤνυεν, λίθον ἀφεὶς καὶ τοῦ κέρως τυχὼν ἐδεῖτο τῷ δεσπότῃ μὴ κατειπεῖν. ἡ δὲ «ἀνούστατε», εἶπεν, «αἰπόλων, τὸ κέρας κεκράξεται, κἂν ἐγὼ σιωπήσωμαι».
οὕτω λίαν εὐήθεις οἱ τὰ πρόδηλα κρύπτειν ἐθέλοντες.

318. ΜΥΘΟΣ Ο ΤΟΥ ΟΝΟΥ ΠΑΡΑΙΝΩΝ ΜΗ ΚΑΚΟΥΣ ΕΥ ΠΟΙΕΙΝ
[318.1] ὄνος ἐζήτει τὸν ἰασόμενον ἐμπαρέντος αὐτοῦ τῷ ποδὶ σκόλοπος. κατοκνούντων δὲ τῶν πολλῶν μόνος ὁ λύκος ὑπισχνεῖτο τὴν ἴασιν καὶ τοῖς ὀδοῦσιν ἐξαιρεῖται † τοῦ πάθους. ὁ δὲ τῷ σωθέντι ποδὶ τὸν ἰασάμενον ἔπληττεν.
οὕτως οἱ πονηροὶ χάριτος ἀμοιβὰς ἀντεισφέρονται βλάβας.

319. ΜΥΘΟΣ Ο ΤΟΥ ΚΑΡΚΙΝΟΥ ΠΑΡΑΙΝΩΝ ΜΗ ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΕΙΝ ΑΔΥΝΑΤΑ
[319.1] ἡ μήτηρ πρὸς τὸν καρκίνον· «τί δὴ λοξή, ἥν, ὦ παῖ, βαδίζεις ὁδόν, ὀρθὴν ἰέναι προσῆκον;» ὁ δὲ πρὸς αὐτήν· «ἡγοῦ τῆς ὁδοῦ, ὦ μῆτερ, καὶ πρὸς αὐτὴν βαδίζειν πειράσομαι». τῆς δὲ βαδίζειν ἀπορούσης ὀρθῶς κατήγορος ὁ παῖς τῆς παρανοίας ἐγένετο.
ῥᾷον παραινεῖν, πονεῖν ὑπῆρξεν ἀδύνατον.


Β6. Από τη συλλογή μύθων του Αφθόνιου


315. Μύθος για τα γεράκια και τους κύκνους.
Διδάσκει να μην πασχίζουμε να μιμηθούμε όσα δεν μας ταιριάζουν.
[315.1] Ξέρετε για το τραγούδι που έχει χαρίσει η φύση στους κύκνους; Λοιπόν, με το ίδιο ακριβώς είχε προικίσει αρχικά τα γεράκια. Έλα όμως που αυτά αφουγκράστηκαν μια φορά τα άλογα να χλιμιντρίζουν και ερωτεύτηκαν κεραυνοβόλα τον δικό τους ήχο. Βάλθηκαν λοιπόν να τον μιμηθούν, και φυσικά καταλαβαίνετε τί έπαθαν: εκτός του ότι απέτυχαν σε αυτό που καταγίνονταν να διδαχτούν, έχασαν από πάνω και όσα είχαν. Με άλλα λόγια, όχι μόνο δεν έμαθαν ποτέ να χλιμιντρίζουν, αλλά αντίθετα λησμόνησαν και το δικό τους φυσικό τραγούδισμα.
Δίδαγμα: Άμα πας να μιμηθείς ό,τι δεν σου πηγαίνει, θα στερηθείς ακόμη και αυτά που έχεις.

316. Μύθος για τον κυνηγό των πουλιών.
Διδάσκει να δίνουμε σημασία όχι στα λόγια αλλά στα έργα.
[316.1] Ήταν μια φορά ένας κυνηγός πουλιών που πήρε το αυτί του το τζιτζίκι να λαλεί. Νόμισε, λοιπόν, ο άνθρωπος ότι του παρουσιαζόταν ευκαιρία να τσακώσει κανένα σπουδαίο κομμάτι. Βλέπετε, έκανε το λάθος να λογαριάζει το μέγεθος του θηράματος από την ένταση του ήχου του. Μια και δυο, που λέτε, έβαλε σε ενέργεια τα σύνεργά του και αιχμαλώτισε τη λεία του. Και τότε βέβαια αντιλήφθηκε ότι το πλάσμα που είχε πιάσει δεν ήταν παρά σκέτο τραγούδι — άλλη αξία δεν είχε. Έτσι, απέμεινε να καταριέται την ώρα που πίστεψε στις επιφανειακές εντυπώσεις. Αυτές είναι τωόντι που παρασύρουν τον κόσμο σε λανθασμένα συμπεράσματα.
Δίδαγμα: Οι τιποτένιοι μπορεί να φαντάζουν πιο σπουδαίοι από όσο είναι στην πραγματικότητα.

317. Μύθος για την κατσίκα.
Διδάσκει να μην πασχίζουμε να κουκουλώσουμε τα ολοφάνερα.
[317.1] Κάποτε μια κατσίκα ξεστράτισε από το κοπάδι της, και το τσοπανόπουλο πάσχιζε να τη φέρει πίσω, κοντά στις υπόλοιπες. Έλα όμως που δεν κατάφερνε τίποτε ούτε με τα σαλαγίσματα ούτε με τα σφυρίγματα που έβγαζε. Στο τέλος, λοιπόν, της πέταξε μια πέτρα και την πέτυχε διάνα, σπάζοντας ένα από τα κέρατά της. Τότε βάλθηκε να την παρακαλάει: «Ψιτ, εσύ, μην τυχόν και πεις τίποτε στο αφεντικό». Η κατσίκα, βέβαια, τον αποπήρε: «Καλά, βρε παλιόβλαχε, τόσο ντιπ χαζός είσαι; Ας πούμε πως εγώ δεν βγάζω άχνα. Το κέρατο το ίδιο δεν θα το φωνάζει από μόνο του, θαρρείς;».
Τόσο ανόητοι είναι όσοι γυρεύουν να κουκουλώσουν κάτι που είναι φως φανάρι.

318. Μύθος για τον γάιδαρο.
Διδάσκει να μην κάνουμε καλό σε αχρείους ανθρώπους.
[318.1] Μια φορά ο γάιδαρος γύρευε να βρει γιατρό — βλέπετε, του είχε μπηχτεί γαϊδουράγκαθο μέσα στο ποδάρι. Οι πιο πολλοί, όμως, δίσταζαν να τον αναλάβουν. Μονάχα ο λύκος εγγυήθηκε πως θα τον θεραπεύσει, και πράγματι τράβηξε το αγκάθι με τα δόντια του και τον ξαλάφρωσε από τον πόνο. Και τί νομίζετε πως έκανε τότε το γαϊδούρι; Με το ίδιο το γιατρεμένο του ποδάρι βάλθηκε να βαράει τον θεραπευτή του.
Τέτοιοι είναι και οι κακόψυχοι άνθρωποι: Κάνε τους καλό, και για ανταμοιβή θα σου προξενήσουν ζημιές.

319. Μύθος για τον κάβουρα.
Διδάσκει να μη δίνουμε ανώφελες συμβουλές.
[319.1] Νά τί είπε κάποτε η μαμά καβουρίνα στον γιο της: «Βρε παιδί μου, τί κακό και αυτό με σένα! Γιατί περπατάς έτσι στραβά στον δρόμο; Το σωστό είναι να τραβάς ίσια μπροστά». Ο μικρός ο κάβουρας τότε της απάντησε: «Ό,τι πεις, μαμάκα μου. Μόνο πήγαινε εσύ πρώτη, να μου δείχνεις τον ίσιο δρόμο, και εγώ θα βάλω τα δυνατά μου να ακολουθήσω στα χνάρια σου». Φυσικά, ούτε η καβουρίνα ήταν σε θέση να προχωρήσει ευθεία προς τα εμπρός. Εύστοχα, λοιπόν, την πείραξε ο γιος της για τον παραλογισμό της.
Βλέπετε, είναι πολύ εύκολο να δίνει κανείς ορμήνιες για όσα δεν μπόρεσε να φέρει σε πέρας ο ίδιος.